Στην Κύπρο, οι νεκροί μιλούν πιο δυνατά

Γράφει η Κωνσταντίνα Ζάνου

«Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΖΟΥΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ, ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ, ΜΙΣΘΟ
ΚΑΙ ΣΥΖΥΓΟ. ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΜΙΛΑΝΕ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ. ΟΠΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ, ΜΟΝΟΝ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΜΙΛΑΝΕ, ΚΙ ΟΠΟΥ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΚΥΒΟΥΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, Ν΄ ΑΚΟΥΝΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ
ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΝΕ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΤΑΓΕΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ».

Αυτά αναφέρει στο προοίμιο του βιβλίου του «Η ηχώ της Νεκρής Ζώνης. Οδοιπορικό στη διαιρεμένη Κύπρο» ο Ελληνοκύπριος κοινωνικός ανθρωπολόγος, αναπληρωτής καθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Γιάννης Παπαδάκης. Με αυτά τα φαντάσματα, τα φαντάσματα του παρόντος και του παρελθόντος της Κύπρου, επιχειρεί ακριβώς να συνομιλήσει ο συγγραφέας. Το βιβλίο του αποτυπώνει τη θαρραλέα («ασεβή» ίσως για άλλους) προσπάθεια ενός ερευνητή να σηκώσει το κεφάλι του απέναντι στους νεκρούς, ν’ αναμετρηθεί με τις προσταγές τους, να τις κατανοήσει αλλά και να τις αμφισβητήσει. Αυτή η «ασέβεια» απέναντι στις μονολιθικές αλήθειες που δομούν τις σύγχρονες ταυτότητες στις δύο πλευρές της διαιρεμένης Κύπρου, είναι εξάλλου και το στοιχείο που καθιστά το βιβλίο αυτό τόσο διαφορετικό και τόσο ενδιαφέρον.
Η προσέγγιση του Παπαδάκη είναι καθαρά ανθρωπολογική, με μια ίσως ιδιοτυπία: ο συγγραφέας αποτελεί ταυτόχρονα υποκείμενο, αλλά και αντικείμενο της έρευνας. Αυτό προσδίδει στο έργο του ένα διπλό χαρακτήρα: από τη μια, αποτελεί μια επιστημονική διατριβή για τη σύγχρονη ιστορία και τη σημερινή κατάσταση της Κύπρου, από την άλλη, είναι ένα βιβλίο σχεδόν αυτοβιογραφικό. Για την ακρίβεια, η αυτοβιογραφική διάσταση αναδεικνύεται σταδιακά. Όσο ο συγγραφέας προχωρά στην έρευνά του, τόσο προβαίνει σε μια κριτική θέαση του εαυτού του, αντιλαμβανόμενος σταδιακά πως αποτελεί κι ο ίδιος προϊόν των καταστάσεων που μελετά. Είναι ξεκάθαρη, εξάλλου, η διπλή πρόθεση του Παπαδάκη. Αφενός, να επιτρέψει την ταύτιση του αναγνώστη με τα λόγια των πρωταγωνιστών και με τις ιστορίες που περιγράφονται στο βιβλίο. Αυτός είναι κι ο λόγος που οι αφηγήσεις-μαρτυρίες παρατίθενται στην κυπριακή διάλεκτο (με επεξηγηματικές αγκύλες, όπου κρίνεται απαραίτητο, για την πλήρη κατανόηση από το ελληνικό κοινό). Αφετέρου, να προκαλέσει την αποστασιοποίηση του αναγνώστη απ’ ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσε δεδομένο και αδιαμφισβήτητα αληθές.
Το γενικότερο ύφος του βιβλίου δηλώνει, επιπλέον, την προσπάθεια του συγγραφέα ν’ απλοποιήσει όσο περισσότερο γίνεται την επιστημονική γλώσσα, για να καταστήσει το έργο του προσιτό σε ένα όσο το δυνατό ευρύτερο κοινό. Παρόλο, λοιπόν, που το βιβλίο είναι επιστημονικό (στηρίζεται μάλιστα στα αποτελέσματα της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα), διαβάζεται σχεδόν σαν ένα μυθιστόρημα. Αξιοπρόσεχτο, για ένα βιβλίο του είδους, είναι επίσης και το γεγονός ότι επιστρατεύει συχνά το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό για να περιγράψει καταστάσεις που για χρόνια εγκλωβίζονταν υπό το βάρος ενός «ενδύματος σοβαρότητας», το οποίο και εμπόδιζε την οποιαδήποτε κριτική διάθεση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Ο λόγος για το Κυπριακό έπρεπε να συνοδεύεται από πικρά δάκρυα. Το χαμόγελο, πόσο μάλλον ο αυτοσαρκασμός, ήταν απολύτως ανάρμοστη εκδήλωση» (σ. 264).
Αν κρίνουμε μόνο από τις πωλήσεις της πρωτότυπης αγγλικής έκδοσης του βιβλίου, το εγχείρημα του Παπαδάκη φαίνεται επιτυχημένο. Όντως, το βιβλίο, αν και εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα (Tauris, 2005), αποτελεί ήδη ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα για την Κύπρο. Είναι ευτύχημα λοιπόν που μεταφράστηκε και κυκλοφορεί επιτέλους και στα ελληνικά. Επιπλέον, η σχεδόν ταυτόχρονη έκδοσή του στα τουρκικά, το καθιστά ένα από τα σπάνια βιβλία του είδους, που υπάρχουν και στις τρεις γλώσσες.
Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Όπως μαρτυρεί κι ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου, πρόκειται για ένα οδοιπορικό, ένα ταξίδι του συγγραφέα δια μέσου της Νεκρής Ζώνης που διαχωρίζει στα δύο το νησί και τους ανθρώπους του. Είναι όμως παράλληλα κι ένα ταξίδι εσωτερικό, μια διανοητική πορεία που διασχίζει τη «Ζώνη των Νεκρών», τη ζώνη δηλαδή της ιστορίας. Η έρευνα του Παπαδάκη ξεκινάει από μια γειτονιά εντός των τειχών της ελεύθερης Λευκωσίας, η οποία κατοικούνταν παλιότερα από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Ο συγγραφέας συλλέγει πληροφορίες και παραθέτει τις αφηγήσεις των Ελληνοκυπρίων πια μονάχα κατοίκων της γειτονιάς. Σκοπός του είναι κυρίως να κατανοήσει πώς αυτοί οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ιστορία και την ταυτότητά τους, αλλά και πώς θυμούνται την συμβίωση με τους Τουρκοκύπριους γείτονές τους. Οι προσωπικές αυτές αφηγήσεις διασταυρώνονται και συγκρίνονται με την επίσημη εκδοχή της ιστορίας, έτσι όπως οι Ελληνοκύπριοι της γενιάς του Παπαδάκη (όσοι γεννήθηκαν δηλαδή λίγο πριν ή λίγο μετά την τουρκική εισβολή) την έχουν βιώσει δια μέσου των σχολικών εγχειριδίων, των χαρτών, των μουσείων, των εθνικών επετείων και του δημόσιου πολιτικού και άλλου λόγου.
Στη συνέχεια, ο ερευνητής-συγγραφέας περνάει στην άλλη πλευρά της Νεκρής Ζώνης (της λεγόμενης και «Πράσινης Γραμμής») για ν’ αναζητήσει πρωταρχικά τους Τουρκοκύπριους πρώην κατοίκους της ίδιας γειτονιάς και να δει πώς αυτοί θυμούνται τη συμβίωσή τους με τους Ελληνοκύπριους, αλλά και για να διερευνήσει τον τρόπο που συνολικά η τουρκοκυπριακή κοινότητα, σε επίσημο και ανεπίσημο επίπεδο, αντιλαμβάνεται το παρόν και το παρελθόν της. Πρέπει να σημειωθεί πως το 1991, όταν ο Παπαδάκης κατάφερε να εξασφαλίσει την έστω μηνιαία άδεια από το καθεστώς Ντενκτάς για να διεξαγάγει την έρευνά του, ήταν από τους ελάχιστους Ελληνοκύπριους που περνούσαν απέναντι.
Εκεί είναι λοιπόν που ο συγγραφέας, και μαζί του ο αναγνώστης, θα έρθει αντιμέτωπος με νέες αποκαλύψεις. Αποκαλύψεις που ενίοτε ενοχλούν και οπωσδήποτε ανοίγουν δύσκολα ερωτήματα. Θα ανακαλύψει πως οι αλήθειες της κάθε κοινότητας, η μνήμη και η λήθη της, κάθε άλλο παρά συναντιούνται. Πως οι ίδιες λέξεις έχουν διαφορετικό νόημα σε κάθε πλευρά. Πως, νότια και βόρεια της Νεκρής Ζώνης, ακόμα κι η αντίληψη του χωροχρόνου έχει δομηθεί διαφορετικά. Ταυτόχρονα όμως, θα συνειδητοποιήσει και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα σ’ αυτές τις διαφορετικότητες: στο πώς η κάθε κοινότητα μεταχειρίστηκε τις ίδιες πρακτικές (λ.χ. Μουσεία «Εθνικού Αγώνα», εθνικο-γεωγραφικοί χάρτες, σχέση με τις «μητέρες-πατρίδες», το δίπτυχο «αληθινός ο δικός μας πόνος–προπαγάνδα ο πόνος των άλλων» κ.ο.κ.) για να εμπεδώσει δύο αποκλίνουσες αλήθειες.
Θα έρθει αντιμέτωπος ακόμα με το γεγονός πως δεν υπάρχει μόνο μια Νεκρή Ζώνη που διαχωρίζει Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, αλλά πολλές Νεκρές Ζώνες, που διαχωρίζουν με τον ίδιο τρόπο Ελληνοκύπριους από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους από Τουρκοκύπριους. Θα ανακαλύψει, τέλος, πως η αλήθεια δεν είναι μόνο μία, δεν είναι ούτε καν δύο: οι αλήθειες είναι πολλές, αλήθειες που ακούγονται φωναχτά κι άλλες που ψιθυρίζονται, που είναι διαφορετικές, όχι μόνο από τη μια στην άλλη πλευρά της Νεκρής Ζώνης, αλλά και στο εσωτερικό των ίδιων των κοινοτήτων. Ο συγγραφέας μας φέρνει, εν τέλει, αντιμέτωπους με τις αλήθειες τις δικές μας και με τις αλήθειες των άλλων, χωρίς να προσπαθεί να μας πείσει για καμιά από αυτές, αλλά καλώντας μας, αντίθετα, να σταθούμε κριτικά απέναντι σε όλες.

Η Νεκρή Ζώνη, η Λευκωσία /Lefkosha και τα απόβλητα

«Οι χάρτες ήτα πάντα ελλιπείς. Η άλλη πλευρά σβηνόταν πάντοτε, έτσι ήταν δύσκολο να βρει κανείς χάρτη ολόκληρης της Λευκωσίας /Lefkosha, εκτός από έναν που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Κατά την επίσημη εκδοχή, οι Ελληνοκύπριοι ζούσαν σε μια διαιρεμένη πόλη, στη διαιρεμένη Λευκωσία. Επίσημα, οι Τουρκοκύπριοι ζούσαν σε μιαν ολόκληρη πόλη, την Lefkosha. Το τι υπήρχε δίπλα τους δεν είχε σημασία, ήταν η πρωτεύουσα μιας άλλης χώρας […] Και στους χάρτες αποτυπωνόταν η θλιβερή ιστορία της Λευκωσίας: πώς από Lefkosha και Λευκωσία μετατράπηκε σε Lefkosha ή Λευκωσία […]
Μόνον ένας χάρτης της Λευκωσίας /Lefkosha ήταν κοινής αποδοχής: ο χάρτης του αποχετευτικού συστήματος. Το αποχετευτικό σύστημα της πρωτεύουσας ήταν το πιο εύγλωττο παράδειγμα δικοινοτικής συνεργασίας στην Κύπρο. Ήταν το μεγαλύτερο, το παλαιότερο και το πιο επιτυχημένο δικοινοτικό έργο. Οι δράσεις εκκαθάρισης αυτήν τη φορά έφερναν τις δύο κοινότητες πιο κοντά, αν και ήταν προφανώς διαφορετικές από τις συνήθεις πράξεις εκκαθάρισης των δύο κοινοτήτων […] Αφού ολοκληρώθηκε το έργο, δημοσιεύτηκε μια γελοιογραφία στον ελληνοκυπριακό Τύπο. Έδειχνε τους δύο χαμογελαστούς δημάρχους, με κατεβασμένα τα παντελόνια, να κάθονται σε αντικριστές τουαλέτες και να τραβούν μαζί το κοινό καζανάκι»


Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Παπαδάκη, Η ηχώ της Νεκρής Ζώνης. Οδοιπορικό στη διαιρεμένη Κύπρο, εκδ. Scripta, 2009 (σ. 252-255).

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

"ΤΑ ΝΕΑ", Σάββατο, 2 Μαΐου 2009 (αναδημοσιεύτηκε στην εφ."Ο ΠΟΛΙΤΗΣ" στις 24/5/2009)

6 σχόλια:

  1. Πώς έχει πραγματευθεί ο συγγραφέας αυτή τη "διαφορετική αντίληψη του χωρόχρονου" στο βιβλίο του, και μήπως η Νεκρή Ζώνη/Πράσινη Γραμμή έχει κάποιο μεταφορικό χαρακτήρα οθόνης ή καθρέφτη;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ωραία σκέψη! Πράγματι, ο Παπαδάκης αναφέρει κάπου στο βιβλίο του ότι η μια κοινότητα αποτελεί αντικατοπτρισμό της άλλης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. 1. Εάν μπορούσαμε να ισχυριστούμε κάποιον αντικατοπτρισμό, πρόκειτε για ετερόχρονο φαινόμενο;

    2. Κατα πόσον η αντανάκλαση αυτή προσφέρει κοινά σημεία αναφοράς για τα δύο κοινοτικά σύνολα ή εάν πρόκειτε για δύο ολοσδιόλου διαφορετικά imaginaries;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Είναι ενδιαφέρον και από ψυχαναλυτικής πλευράς αυτό το θέμα. Δηλαδή συνήθως χρησιμοποιούμε τον φίλο μας, τον πλησίον μας ως καθρεπτη του εαυτού μας. Γιαυτό τα ακούν συνήθως οι φίλοι μας, γιατί μας υποδεικνύουν τα χειρότερα λάθη μας. ίσως γιαυτό λοιπόν δεν θέλουμε να ακούμε τις αλήθειες των τουρκοκυπρίων: γιατί θα μας υποδείξουν τα δικά μας οδυνηρότερα σφάλματα. Και ως κοινωνία adolescent δεν θα μπορούσαμε να πάρουμε την ευθύνη αυτή παρά μόνο να την ρίξουμε πίσω στον άλλο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Σόφη μου, συμφωνώ με αυτό το πολύ ενδιαφέρον σχόλιο. Η ταυτότητα μας (συλλογική ή ατομική) φτιάχνεται, όντως, μέσα από μια σειρά αντικατοπτρισμούς: βλέπουμε τους εαυτούς μας δια μέσου των άλλων και διαμορφώνουμε το εγώ μας μέσα από την ταύτιση ή την αντιπαράθεση με αυτή την εικόνα. Το να συνειδητοποιήσει κανείς πως ο άλλος λειτουργεί ως ένας καθρέφτης του εαυτού του δεν είναι όμως εύκολο πράγμα. Πρέπει να έχει και την ωριμότητα και τη δύναμη για να δεχθεί την εικόνα που βλέπει (ιδιαίτερα όταν αυτή δεν του αρέσει). Γι αυτό το λόγο χρειάζεται το σωστό timing. Δεν υπάρχει τίποτα πιο άτσαλο και επιζήμιο από το να δείχνεις σε έναν άνθρωπο ή σε μια κοινωνία μια εικόνα του εαυτού της, την οποία δεν είναι προετοιμασμένη να δει. Τότε εισπράττεις τα χειρότερα αποτελέσματα: δηλαδή, περισσότερο κλείσιμο και αντίδραση και του ανθρώπου και της κοινωνίας. Γι αυτό εξάλλου υπάρχουν και ολόκληρες συζητήσεις για το πώς και πότε πρέπει η κάθε κοινωνία να έρχεται αντιμέτωπη με τα τραύματά της. Δεν είναι εύκολη υπόθεση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ναι αλλά σύμφωνα με τα δικά σου γραφόμενα, η κυπριακή κοινωνία έχει ήδη προετοιμαστεί για αυτή την συνάντηση. Διαφορετικά δεν θα έγραφες αυτά τα άρθρα. Γιατί λοιπόν δυσκολεύεται να τα αποδεχθεί;

    ΑπάντησηΔιαγραφή