Της αμύνης τα παιδιά ή «Το κράτος του Ττόφαλου»

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Η συζήτηση γύρω από την αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς και τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού της, με στόχο το «αξιόμαχον» και «αγωνιστικόν» του στρατού μας, παρά την ενδεχόμενη μείωση της στρατιωτικής θητείας, μονοπωλεί τελευταία το ενδιαφέρον των πολιτικών μας, αλλά και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Επί τη ευκαιρία, θα ήθελα να υποβάλω κάποια αφελή ερωτήματα στους επαΐοντες:
- Γιατί πρέπει να νιώθω περήφανη για την Εθνική Φρουρά; Μήπως για το ένδοξο ιστορικό και τα κατορθώματά της; Για τις δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις (1964 και 1967), που κατέληξαν σε φιάσκο, προκάλεσαν εκατοντάδες νεκρούς και μας έφεραν επανειλημμένα στα πρόθυρα εισβολής; Για τις σχέσεις της με τη χούντα και για το πραξικόπημα; Ή μήπως για το ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου του ’74 δεν κατόρθωσε να προβάλει καν τη στοιχειώδη αντίσταση και διαλύθηκε εντός 2-3 ημερών, αφήνοντας αβοήθητους και εκτεθειμένους στα πυρά των Τούρκων εκατοντάδες στρατιώτες;
- Σε τι χρησιμεύει η ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς; Μήπως, σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία, υπάρχει έστω η παραμικρή πιθανότητα, ό,τι εξοπλισμό κι αν διαθέτουμε, να νικήσουμε τον τουρκικό στρατό, ή έστω να τον απωθήσουμε προσωρινά; Δυστυχώς ο πόλεμος δεν είναι τουρνουά ποδοσφαίρου, όπου μπορούμε να διαλέγουμε τον αντίπαλό μας με βάση την αναλογία του μεγέθους του. Αν έπρεπε να διεξάγουμε μάχη με τα νησιά Φερόε, το Σαν Μαρίνο ή την Ανδόρα (όπως γίνεται στο τουρνουά ποδοσφαίρου μικρών κρατών της Ευρώπης), θα είχε ίσως κάποιο νόημα να εξοπλιζόμασταν κατάλληλα. Όμως έχουμε να κάνουμε με την Τουρκία. Είναι αφελής η σκέψη μου ότι το κουνούπι, όσο κι αν εκσυγχρονιστεί, δεν μπορεί να τα βάλει με το λιοντάρι;
- Αλλά, έστω, να δεχτώ ότι, πριν από την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εθνική μας αξιοπρέπεια μας επέβαλλε την ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς, ούτως ώστε να κρατηθούμε ως κράτος για 2-3 μέρες, μέχρι να παρέμβουν οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί και να μας σώσουν (τους οποίους, βέβαια, διεθνείς οργανισμούς λοιδορούμε σήμερα σε κάθε ευκαιρία). Δεν θα έπρεπε όμως, με την είσοδο μας στην Ευρώπη, να διαλύσουμε το στρατό μας και να απαιτήσουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την προστασία μας; Αντί να σπαταλάμε τόσα εκατομμύρια ευρώ το χρόνο στην αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς, σε κάτι δηλαδή που στην ουσία έχει μόνο συμβολική σημασία, δεν θα έπρεπε να διοχετεύουμε αυτά τα χρήματα σε αναπτυξιακά έργα, στο υδατικό πρόβλημα, στο σύστημα ιατρικής περίθαλψης, στην ανάπτυξη της παιδείας και του πολιτισμού, σε οτιδήποτε τέλος πάντων έχει πραγματική σημασία και χρησιμότητα για τους πολίτες;
Μέχρι να μου λυθούν αυτές οι απορίες, επιτρέψτε μου να σας πω, πως η συζήτηση αυτή μου θυμίζει ένα θεατρικό έργο του Μιχάλη Πιτσιλλίδη, το «Κράτος του Ττόφαλου» (1965). Σ’ αυτή την σπαρταριστική παρωδία της κυπριακής πραγματικότητας, ο Ττόφαλος είναι ο αρχηγός του Κλωναρκού, ενός χωριού 15 κατοίκων που αποφασίζει να αποσχιστεί και να δημιουργήσει το δικό του κράτος. Με το που αυτό-χρίζεται, λοιπόν, Πρόεδρος, οργανώνει τους Κλωναρίτες σε στρατό, τους εξοπλίζει με δυο «σσιπέττους» και με ένα «αμαξούι», και τους στέλνει να καταλάβουν το διπλανό χωριό, τη Βίκλα. Η επιχείρηση εναντίον των Βικλιωτών καταλήγει σε ψυχρολουσία, αλλά ο Ττόφαλος παραμένει αδιόρθωτος. Το έργο τελειώνει με τον Ττόφαλο να αντιτείνει στα σαπισμένα απ’ το ξύλο και ανεπανορθώτως ηττημένα υπολείμματα του στρατού του: «Ου! Κύρ’ ελέησον! Δίχα πόλεμον λοούμαστον κράτος;».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com

«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 1/3/2009, σ. 14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου