Οι λογαριασμοί με το παρελθόν μας

Της Κωνσταντίνας Ζάνου[*]

Ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο αντιμετωπίζει και χειρίζεται το παρελθόν του είναι ενδεικτικός του βαθμού της ωριμότητάς του. Το ίδιο ισχύει και σε συλλογικό επίπεδο: όσο πιο ώριμη είναι μια κοινωνία τόσο πιο ισορροπημένα και πετυχημένα καταφέρνει να αναμετρηθεί με το παρελθόν της, ενώ, αντίθετα, όσο πιο ανώριμη είναι τόσο πιο αμήχανα και προβληματικά σχετίζεται με αυτό. Οι έντονες και διχαστικές συζητήσεις που γεννιούνται στην Κύπρο κάθε φορά που αναδύεται στο προσκήνιο ένα θέμα της πρόσφατης ιστορίας μας, δείχνουν πως κάθε άλλο παρά ισορροπημένα έχουμε κάνει τους λογαριασμούς μας με το τραυματικό μας παρελθόν.
Θα προσπαθήσω, παίρνοντας ως παράδειγμα τους δύο βασικούς χαρακτήρες που δομούν ένα θεατρικό έργο, το δράμα του Βασίλη Κατσικονούρη «Οι αγνοούμενοι (μια ενδιαφέρουσα ζωή)», να σκιαγραφήσω τις δύο επικρατέστερες στάσεις που έχουμε υιοθετήσει ως κοινωνία απέναντι στο παρελθόν μας. Το έργο – που ανεβάζεται αυτή την εποχή στην Κύπρο – αναφέρεται στην ιστορία δύο Ε/Κ γυναικών, των οποίων ο αδελφός αγνοείται από το 1974. Η μεγαλύτερη αδελφή, ακολουθώντας το παράδειγμα και τις επιταγές της μάνας της, θέτει ως σκοπό της ζωής της την ανεύρεση του χαμένου αδελφού ή έστω (όταν της αποκαλύπτεται εν τέλει μετά από 35 χρόνια σε όραμα ότι αυτός έχει πεθάνει) των οστών του. Ως εκ τούτου, απαρνείται όλες τις γήινες απολαύσεις (έρωτα, γάμο, παιδιά), είναι ντυμένη μονίμως στα μαύρα, κουβαλάει πάντα μαζί της τη φωτογραφία του αγνοουμένου μαζί μ’ ένα καντήλι και δεν χάνει ευκαιρία να συμμετάσχει σε κάθε διαδήλωση διαμαρτυρίας. Καθηλωμένη σχεδόν αρρωστημένα στο τραύμα της, δεν κατορθώνει να αναμετρηθεί δυναμικά μαζί του, να το ξεπεράσει και να δομήσει μια υγιή ζωή. Κατασπαραγμένη από την ίδια της τη μνήμη, καταλήγει στην αυτοπυρπόληση.
Η μικρότερη αδελφή πάλι – που, καθόλου τυχαία, ονομάζεται Ισμήνη – παρουσιάζεται ως το ακριβώς αντίθετο. Έχοντας αποδράσει από την Κύπρο και από το τραυματικό οικογενειακό της παρελθόν, προσπαθεί με τον Ελλαδίτη σύζυγό της να χτίσει μια «ενδιαφέρουσα ζωή», γεμάτη ανέμελα ταξιδάκια και ακίνδυνες ασχολίες. Στην πεισματική της προσπάθεια «να ξεχάσει», ούτε αυτή επιτυγχάνει να συνδιαλλαγεί με το παρελθόν της. Φοβούμενη την αναμέτρηση με το τραύμα, καταφέρνει μόνο επιφανειακά να το κουκουλώσει και, όταν αυτό αναδύεται κάποια στιγμή εκρηκτικά στην επιφάνεια, καταλήγει να την παραλύσει βουλιάζοντάς την ακόμη περισσότερο στην κενότητα της ζωής της.
Ο συγγραφέας, βεβαίως – όπως και η μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας μας εξάλλου – δεν υιοθετεί την ίδια κριτική στάση απέναντι στους δύο αυτούς χαρακτήρες. Ενώ καταδικάζει κάθετα τον δεύτερο, ηρωοποιεί και ανάγει σε υπόδειγμα ιστορικής ευθύνης τον πρώτο (εξ’ ου και ο έμμεσος παραλληλισμός με τις τραγικές ηρωίδες Αντιγόνη και Ισμήνη).
Είναι όμως έτσι; Κατά την άποψή μου, πρόκειται για δύο στάσεις απέναντι στην ιστορία μας εξίσου προβληματικές. Με ψυχαναλυτικούς όρους, θα λέγαμε πως αποτελούν τις δύο όψεις της ίδιας νεύρωσης, της ίδιας διαταραγμένης σχέσης με το παρελθόν μας. Μια ώριμη κοινωνία – όπως κι ένας ώριμος άνθρωπος – έχει το θάρρος να αντικρίζει κατάματα τα τραύματά της, να μπαίνει σε διαλεκτική σχέση μαζί τους και να τα επεξεργάζεται, ούτως ώστε να αποφεύγει την επανάληψη των συνθηκών που τα δημιούργησαν. Με λίγα λόγια, να τα αναλύει, να τα ξεπερνάει και να προχωράει μπροστά. Αντίθετα, μια ανώριμη κοινωνία αδυνατεί να μιλήσει ανοιχτά για το παρελθόν της και αμφιταλαντεύεται μονίμως ανάμεσα σε μια αρρωστημένη προσκόλληση ή σε μια ψευδο-επικάλυψη του τραύματος. Είναι καταδικασμένη έτσι να διαιωνίζει το ίδιο αυτό παρελθόν που την έχει στιγματίσει.
Είναι καιρός, νομίζω, ν’ απεγκλωβιστούμε από αυτά τα δύο μοντέλα συμπεριφοράς και ν’ ανοίξουμε, πάνω σε εντελώς διαφορετική βάση, τους λογαριασμούς με το ιστορικό μας παρελθόν. Τόσο να πενθήσουμε σωστά και να θάψουμε επιτέλους εν ειρήνη τους νεκρούς μας (αλλά και τους νεκρούς των άλλων), όσο και να αναμετρηθούμε με τα λάθη και τις ευθύνες μας. Με νηφαλιότητα και θάρρος ας αντιμετωπίσουμε τα τραύματά μας, για να μπορέσουμε τελικά να τα ξεπεράσουμε.
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.



«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 15/2/2009, σ. 14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου