Κάτι γίνεται στην Λευκωσία. They “Occupy the Buffer Zone”!

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Η λέξη “Occupy” ηχεί βαριά στα αυτιά των Κυπρίων. Για τους Ελληνοκύπριους, αλλά και για πολλούς Τουρκοκύπριους, “occupation” σημαίνει “στρατιωτική κατοχή”. “Turkish occupation forces” είναι – στο ελληνοκυπριακό πολιτικό λεξιλόγιο – το επίσημο όνομα για τα τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο. Εδώ και τρεις μήνες όμως η λέξη έχει αρχίσει να αποκτά ένα καινούργιο νόημα, ένα νόημα εντελώς αντίθετο. “Occupy Nicosia”/“Occupy the Buffer Zone” έχουν ονομάσει το κίνημα τους όσοι άνθρωποι αποφάσισαν να καταλάβουν τον χώρο της Νεκρής Ζώνης, δηλώνοντας έτσι την αντίθεσή τους στα νομιμοποιημένα συστήματα βίας που βρίσκουν την έκφραση τους τόσο στο τοπικό όσο και στο παγκόσμιο επίπεδο. Για πρώτη φορά ίσως στην κυπριακή ιστορία ο όρος “occupation” κατοικείται από έννοιες που φέρουν θετικό και ανατρεπτικό πρόσημο: αποστρατικοποίηση, ενοποίηση, κοινωνική ισότητα, αλληλεγγύη.
Η "Νεκρή Ζώνη" στο κέντρο της Λευκωσίας

Η Νεκρή Ζώνη: από πέρασμα σε πλατεία

«Συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά προσπαθούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο» γράφει μια αυτοσχέδια πινακίδα που έχει αναρτηθεί πίσω από το ελληνοκυπριακό φυλάκιο στο πέρασμα από την οδό Λήδρας στην οδό Locmaci στο κέντρο της Λευκωσίας. Το φυλάκιο αυτό ελέγχει την διακίνηση σε ένα από τα λιγοστά σημεία διέλευσης που ενώνουν τη νότια πλευρά της Κύπρου με την βόρεια. Ανάμεσα σε αυτό και στο αντίστοιχο τουρκοκυπριακό φυλάκιο, μεσολαβεί ένα διάστημα 200 περίπου μέτρων που είναι ο χώρος ελέγχου των Ηνωμένων Εθνών, η λεγόμενη «Νεκρή Ζώνη». Από το 2008, οπότε και άνοιξε για πρώτη φορά το σημείο αυτό του οδοφράγματος, ξεκίνησαν και τα έργα ανάπλασης του περάσματος. Τα εγκαταλελειμμένα από το 1963 κτήρια που περιβάλλουν τις δύο πλευρές του δρόμου έχουν αποκτήσει νέες και απαστράπτουσες προσόψεις, ενώ οι διαχωριστικοί διάδρομοι που κατευθύνουν την πορεία Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων δια μέσου του οδοφράγματος οριοθετούνται από προσεκτικά τοποθετημένες ανθοφόρες γλάστρες.

Την «τακτοποιημένη» αυτή εικόνα βάλθηκε τώρα να ανατρέψει το κίνημα “Occupy the Buffer Zone”. Γιατί η κατοίκηση και επανανοηματοδότηση του χώρου της «κατοχής/occupation» που επιχειρεί το κίνημα δεν είναι μόνο μεταφορική, είναι και κυριολεκτική. Τα καθέτως στο πέρασμα παρατεταγμένα αντίσκηνα, το αυτοσχέδιο σαλονάκι από ανακυκλωμένα έπιπλα, ένα αναδιπλωμένο τραπέζι φορτωμένο με φαγητά και υγρά, ένα υπαίθριο γκάζι για το φαγητό, ένα βαρέλι για την εστία φωτιάς, και βεβαίως τα αμέτρητα συνθήματα σε τοίχους, πινακίδες και πανό (γραμμένα σε ελληνικά, τουρκικά και αγγλικά, ή ακόμα σε υβριδική τουρκο-ελληνική ιδιόλεκτο), όλα αυτά συνθέτουν ένα καινούργιο σκηνικό, πρωτόγνωρο για τα δεδομένα μιας στρατιωτικής ζώνης, έστω κι αν αυτή είναι μια ζώνη κατάπαυσης του πυρός. Ο χώρος κατοικείται. Όχι μόνο από φαντάσματα, αναμνήσεις ή φόβους, αλλά από ανθρώπους που συζητούν, τραγουδούν, γελάνε, μοιράζονται ζεστή σούπα και αλκοόλ. «Ένα από τα μεγαλύτερα πρακτικά και θεωρητικά διλήμματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυτή τη στιγμή ως κίνημα – διαβάζουμε σε ένα από τα κείμενά τους – έχει να κάνει με το εξής: πώς θα μπορέσουμε να επιτύχουμε δια μέσου της στατικής κατάληψης της ‘νεκρής ζώνης’ να αμφισβητήσουμε, από τη μια, τα όρια δικαιοδοσίας των παρατεταγμένων δυνάμεων και την κάθετη λογική της διαίρεσης του χώρου· από την άλλη, πως θα επαν-ενεργοποιήσουμε έναν de jure χώρο μετακίνησης σε μια de facto πλατεία». Το πέρασμα έχει μετατραπεί λοιπόν σε πλατεία και η Νεκρή Ζώνη από χώρος διαχωρισμού γίνεται χώρος συνάντησης. 

Απόψεις από τον χώρο της κατάληψης

Αιτήματα, τοπικά και παγκόσμια

Ποιοι είναι όμως αυτοί οι άνθρωποι και τι ζητάνε; Πρόκειται για μια ρευστή και ετερόκλητη ομάδα ατόμων, νεαρής κυρίως ηλικίας. Είναι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, αλλά και άλλοι, ακτιβιστές από κάθε γωνιά της γης, μέλη οι περισσότεροι της παγκόσμιας κοινότητας του κινήματος no-global – λίγη σημασία έχει η εθνικότητα. Προσέρχονται εδώ, όχι ως οργανωμένα σύνολα, αλλά ως άτομα, που συσκέφτονται όμως συλλογικά και αποφασίζουν συναινετικά μέσα από γενικές συνελεύσεις. «Έχουμε καταλάβει τον χώρο της Νεκρής Ζώνης – διαβάζουμε στο διακηρυκτικό τους κείμενο – για να εκφράσουμε με την σωματική μας παρουσία την κοινή επιθυμία μας για επανένωση και να σταθούμε αλληλέγγυοι στο παγκόσμιο κίνημα αγανάκτησης που προκαλείται από την αποτυχία του παγκόσμιου συστημικού παραδείγματος. Θέλουμε να προωθήσουμε την κατανόηση του τοπικού μας προβλήματος εντός του παγκόσμιου αυτού πλαισίου και να δείξουμε έτσι πως το Κυπριακό Πρόβλημα δεν είναι παρά μόνο ένα σύμπτωμα από τα πολλά του αρρωστημένου συστήματος». Είναι επομένως ένα κίνημα που παντρεύει το τοπικό με το παγκόσμιο, που προσπαθεί να απαντήσει συγχρόνως σε προβλήματα εθνοτικού/ταυτοτικού χαρακτήρα, κυρίαρχα στο τοπικό επίπεδο, και σε προβλήματα κοινωνικού/οικονομικού χαρακτήρα, κυρίαρχα στο παγκόσμιο.
Άποψη από τον χώρο της κατάληψης με στρατιώτες του Ο.Η.Ε.

Οι ρίζες του κινήματος

Το “Occupy the Buffer Zone” είναι σίγουρα ένα κίνημα με έντονα διεθνικά στοιχεία. Από την άλλη, έχει, κατά την άποψή μου, ρίζες σε συγκεκριμένες κυπριακές παραδόσεις πολιτικού και διανοητικού ακτιβισμού, ακουμπάει δηλαδή στις πλάτες μιας γενεαλογίας συμβάντων που έλαβαν χώρα στο τοπικό επίπεδο την τελευταία εικοσαετία. Η πρώτη είναι η παράδοση του αναστοχασμού γύρω από τη Νεκρή Ζώνη, η διαδικασία δηλαδή μέσα από την οποία η Νεκρή Ζώνη, από χώρος  εθνικιστικής διεκδίκησης και αντιπαράθεσης, έγινε χώρος θεωρητικού στοχασμού. Αυτή η παράδοση θα λέγαμε πως ξεκινάει με το ντοκιμαντέρ-ορόσημο των  Πανίκκου Χρυσάνθου και Niyazi Kizilyurek «Το τείχος μας» (1993), βρίσκει τη συνέχειά της στο εξαιρετικά πετυχημένο βιβλίο του κοινωνικού ανθρωπολόγου Γιάννη Παπαδάκη «Η ηχώ της Νεκρής Ζώνης. Οδοιπορικό στη διαιρεμένη Κύπρο» (2005), ενώ φτάνει μέχρι τις μέρες μας με τη δημιουργία του «Σπιτιού της Συνεργασίας», ενός πολιτιστικού πολυχώρου εντός της Πράσινης Γραμμής που διοικείται από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, μέλη του «Ομίλου Ιστορικού Διαλόγου και Έρευνας». Η παράδοση αυτή έφερε στο προσκήνιο ερωτήματα σχετικά με την φυσική και συμβολική διάσταση της Νεκρής Ζώνης και αποπειράθηκε, μέσα από την κατοίκηση και αμφισβήτηση των χρονοτόπων της, να την μετατρέψει από «Νεκρή» σε «Ζωντανή».

Το δεύτερο γεγονός, πιστεύω, πάνω στο οποίο ακουμπάει το κίνημα είναι σίγουρα η επανοικειοποίηση, την τελευταία πενταετία τουλάχιστον, της παλιάς πόλης από ομάδες νέων ανθρώπων. Η επανεκτίμηση του κέντρου της Λευκωσίας από κάποιους καλλιτέχνες πρώτα και από κάποια παιδιά με μετα-υλιστικές ανησυχίες ύστερα, όπως και η έντονη κοινωνικοποίηση των μεταναστών στον συγκεκριμένο χώρο, οδήγησε σε ένα ξαναζωντάνεμα των κάποτε εγκαταλελειμμένων «μεθοριακών» αστικών περιοχών. Οι ίδιοι πάνω-κάτω άνθρωποι που ανέδειξαν τον δημόσιο αστικό χώρο σε αξία, είναι αυτοί που ενεργοποιούνται τώρα στη Νεκρή Ζώνη, επανεντάσσοντάς την έτσι οργανικά στην υπόλοιπη πόλη. Από αυτή την άποψη λοιπόν, ο χώρος της κατάληψης θα μπορούσε να ειδωθεί ως προέκταση των επαναδραστηριοποιημένων πλατειών της παλιάς Λευκωσίας.

Τέλος, η πιο σημαντική αναφορά του “Occupy the Buffer Zone” είναι, νομίζω, ο κυπριακός αντιεξουσιαστικός χώρος∙ πιο συγκεκριμένα είναι η σύμπραξη του χώρου αυτού με το δικοινοτικό μέτωπο.

Η ριζοσπαστικοποίηση του δικοινοτικού μετώπου

Από το 2000 και εξής, ο ελληνοκυπριακός τουλάχιστον αντιεξουσιαστικός χώρος φάνηκε αρκετά επιφυλακτικός απέναντι στον δικοινοτικό αγώνα, επιδεικνύοντας μια σχετική αδιαφορία για την συζήτηση περί Κυπριακού. Ο λόγος ήταν η φιλελεύθερη και οικονομικίστικη τροπή που οι άνθρωποι του χώρου αυτού έβλεπαν να παίρνει, από την δεκαετία του ’90 και μετά, το δικοινοτικό μέτωπο. θεωρούσαν πως η μαζικοποίηση του δικοινοτικού αιτήματος και η σύνδεσή του με μια μερίδα της φιλελεύθερης και νέο-φιλελεύθερης Δεξιάς, οδηγούσε ταυτόχρονα σε μια εκποίηση του ριζοσπαστικού του χαρακτήρα. Κατά την άποψη των περισσότερων ατόμων που κινούνται στον χώρο αυτό, το πείραμα αυτό απέτυχε ή τουλάχιστον δεν αποδείχτηκε αρκετό για την δημιουργία ενός μακρόπνοου οράματος επανένωσης. Σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός ατόμου από τον χώρο, «οι ελπίδες που γεννήθηκαν με το άνοιγμα του οδοφράγματος της οδού Λήδρας/Locmaci και η διακίνηση από εκεί εκατοντάδων ανθρώπων καθημερινά δεν ήταν αρκετή για να βγει το Κυπριακό από τον φαύλο κύκλο. Αυτό είναι πρωτίστως μια ήττα της φιλελεύθερης αντίληψης που έλεγε ότι το Κυπριακό θα λυθεί εύκολα αν αναπτυχθεί η οικονομική συνεργασία των δύο πλευρών. Το “κάθε εμπόριο για καλό” διαψεύστηκε περίτρανα. Η στασιμότητα των συνομιλιών επίλυσης, η οποία θα έφερνε και την οριστική ενοποίηση της πόλης και της χώρας, επαναφέρει στο προσκήνιο των συζητήσεων την ανάγκη να συνδεθεί και πάλι το κίνημα επανένωσης με τα ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά».

Το “Occupy the Buffer Zone” επαναφέρει λοιπόν στον δικοινοτισμό τον ριζοσπαστικό του χαρακτήρα. Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή είναι εμφανής και στον τρόπο που αντιμετωπίζεται από το κίνημα ο συμβολικός και ουσιαστικός ρόλος των Ηνωμένων Εθνών. Ενώ το παραδοσιακό δικοινοτικό μέτωπο αντιμετωπίζει τους «κυανόκρανους» ως δυνάμει συμμάχους, οι περισσότεροι –όχι όλοι – από τους συμμετέχοντες στο “Occupy the Buffer Zone” θεωρούν πως ο Ο.Η.Ε. δεν είναι παρά μόνο ένας ακόμη στρατός, όχι μια «δύναμη ειρήνης», αλλά μια δύναμη που αντανακλά τις ισορροπίες του status quo, συντελώντας έτσι στην συντήρησή τους.

Συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με όλα αυτά, δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα συμπίλημα διαφορετικών παραδόσεων, τοπικών και παγκόσμιων, που βρίσκουν την έκφρασή τους στην δράση νέων ανθρώπων, ανθρώπων απαλλαγμένων τόσο από τα βαρίδια της εθνικής ιδεολογίας όσο κι από τις υποσχέσεις της ύστερης καπιταλιστικής κοινωνίας. Σε μια ανάρτηση στο πορτάλ του κινήματος – που έγινε με αφορμή την κατάληψη ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου στη Νεκρή Ζώνη και την μετατροπή του σε χώρο προβολής ταινιών, οργάνωσης εκθέσεων και άλλων εκδηλώσεων – διαβάζουμε: «Οι bufferers (όλοι αυτοί που αποκαλέστηκαν τεμπέληδες, χίπηδες και κατακάθια της κοινωνίας) οραματίζονται τον πιο προοδευτικό και περιεκτικό πολυχώρο τέχνης, κουλτούρας και σκέψης στην Κύπρο. Αντιθέτως, οι πολιτικοί που μας τάιζαν την καραμέλα του οικονομικού “θαύματος” της Κύπρου μετά το ’74 και οι “ειρηνοποιοί” διαμεσολαβητές, στάθηκαν ανίκανοι να οραματιστούν, πόσο μάλλον να προωθήσουν, μια πραγματικά κοινωνική και δημοκρατική πρωτοβουλία η οποία θα στόχευε στην καλλιέργεια της ενοποιητικής, αντί-δικοινοτικής ιδέας».

Κάτι γίνεται λοιπόν στην Λευκωσία. No bullshit.

*Δημοσιεύτηκε στο MONO magazine (13/3/2012)
http://monopressgr.wordpress.com/2012/03

Per la versione italiana clicca qui