Η κατοχική περίοδος πέρα απ΄ το «καλό» και το «κακό»

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Η κατοχική περίοδος πέρα απ’ το «καλό» και το «κακό»
«Αν χαρακτηρίσεις τους ναζιστές “κακούς”, εκεί σταματούν και τα περιθώρια της κατανόησης των πράξεών τους», δηλώνει σε μια πρόσφατη συνέντευξη του ο γνωστός ιστορικός Μάρκ Μαζάουερ. Και εξηγεί: «Οι ναζιστές αποτελούν σήμερα ένα είδος ηθικού μέτρου σύγκρισης ως ενσάρκωση του απόλυτου κακού … Προσωπικά, δεν αισθάνομαι άνετα με αυτό γιατί πιστεύω ότι μας διακρίνει σήμερα μια ροπή προς την υπερβολική ηθικολογία. Και η ηθική γλώσσα υποκαθιστά την πολιτική γλώσσα – κάτι που αποτρέπει την κατανόηση των πραγμάτων» (Συνέντευξη στον Μάρκο Καρασαρίνη, BHMagazino, τχ. 472, 1/11/2009, σ. 28-34).
Αυτό το αξίωμα πρέπει να είχε υπόψη της η βρετανίδα ιστορικός Σίλα Λεκέρ όταν συνέγραφε τη διδακτορική της διατριβή υπό την εποπτεία, ακριβώς, του Μάρκ Μαζάουερ. Αποτέλεσμα της διατριβής αυτής είναι το βιβλίο που κυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις Tauris με τίτλο «Mussolini's Greek Island, Fascism and the Italian Occupation of Syros in World War II» (Το Ελληνικό Νησί του Μουσολίνι. Ο Φασισμός και η Ιταλική Κατοχή της Σύρου στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Το βιβλίο της Λεκέρ είναι εμφανώς επηρεασμένο από τη δουλειά του Μαζάουερ, και κυρίως από το έργο του «Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Η εμπειρία της Κατοχής» (μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1994).
Οι προθέσεις της Λεκέρ είναι, ωστόσο, λιγότερο φιλόδοξες από αυτές του δασκάλου της. Στο έργο της, δεν επιχειρεί μια γενική ανάλυση της κατοχικής περιόδου στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Η έρευνά της εστιάζεται αποκλειστικά σε ένα συγκεκριμένο χωρο-χρονικό πλαίσιο: στη Σύρο κατά την περίοδο της φασιστικής κατοχής (Απρίλης 1941 – Σεπτέμβρης 1943). Όπως αναφέρει η ίδια στην εισαγωγή του βιβλίου της, η επιλογή της καθορίστηκε από τρεις κυρίως λόγους. Κατ’ αρχάς, η Σύρος διαθέτει ένα από τα πιο πλούσια και αρτιότερα διατηρημένα αρχεία για την περίοδο της Ιταλικής κατοχής – γεγονός το οποίο, αξίζει να σημειωθεί, οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στη συστηματική καταγραφή και ταξινόμησή του από τα προγράμματα της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού (υπό την εποπτεία του ιστορικού Χρήστου Λούκου).
Κατά δεύτερο λόγο, η περίπτωση της Σύρου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από ιστορικής πλευράς, τόσο λόγω του παρελθόντος της ως εύρωστης οικονομικής πρωτεύουσας των Κυκλάδων, όσο και λόγω της ιδιομορφίας της κοινωνικό-θρησκευτική σύστασης του πληθυσμού της. Η παρουσία της Καθολικής κοινότητας στο νησί δημιούργησε, πράγματι, μια πολύ ενδιαφέρουσα δυναμική, ανοίγοντας το πεδίο για τη δημιουργία, όχι μόνο διαφορετικών απαντήσεων προς τις κατοχικές αρχές κατά τη διάρκεια της υπό εξέτασης περιόδου, αλλά και διαφορετικών αναμνήσεων από τα γεγονότα κατά την μεταγενέστερη των γεγονότων εποχή. Με άλλα λόγια, η μελέτη της Λεκέρ επιχειρεί να κατανοήσει τον αντίκτυπο της Κατοχής πάνω σε κοινωνίες με έντονες ταυτοτικές διαφοροποιήσεις.
Τρίτον, πεποίθηση της Λεκέρ είναι πως η τοπική ιστορία παρέχει ένα πιο ασφαλές και καθαρό πλαίσιο για τη μελέτη των σχέσεων εξουσίας μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων. Ελάχιστα έργα, όντως, μελετούν σε τοπικό επίπεδο την κατοχή του Άξονα στην Ελλάδα. Τα περισσότερα ασχολούνται με το θέμα από μια συγκεντρωτική σκοπιά: μελετούν τους μηχανισμούς της Κατοχής και τον αντίκτυπό της στην κοινωνία από «τα πάνω». Η τοπική ιστορία μας επιτρέπει, αντίθετα, να μελετήσουμε την Κατοχή «από τα κάτω» – ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου η απώλεια του ελέγχου από την κεντρική κυβέρνηση και η αδυναμία της να χειριστεί την οικονομία, αλλά και να παράσχει βασικές υπηρεσίες (όπως τη διανομή φαγητού), διαμόρφωσε μια σειρά διαφορετικών τοπικοτήτων.
Ο γεωγραφικός περιορισμός του έργου της Λεκέρ αντισταθμίζεται, ωστόσο, από το θεματικό βάθος της έρευνάς της. Το βιβλίο προσφέρει, πράγματι, αν όχι μια ολοκληρωμένη, σίγουρα πολύπλευρη, προσέγγιση της περιόδου της φασιστικής κατοχής στο νησί. Το εισαγωγικό κεφάλαιο επιχειρεί μια ιστορική ανασκόπηση των συνθηκών που οδήγησαν στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη της Σύρου κατά τη διάρκεια κυρίως του 19ου αιώνα, και αναλύει τις σχέσεις που διαμορφώθηκαν ανάμεσα στο νησί και στην ελληνική κεντρική εξουσία στην προ του 1941 εποχή. Τοποθετώντας το ζήτημα στο ιστορικό του πλαίσιο, η συγγραφέας, προσπαθεί έτσι να κατανοήσει την καχυποψία που δημιουργήθηκε, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ανάμεσα στους Συριανούς και στο ελληνικό κράτος. Η αίσθηση της αποκοπής από την ελληνική πρωτεύουσα και της εγκατάλειψης του νησιού από το ελληνικό κράτος εξηγεί, πράγματι, το λόγο, για τον οποίο, στη Σύρο, η κεντρική εξουσία υποκαταστάθηκε τόσο εύκολα από τις τοπικές και τις κατοχικές αρχές.
Ακολουθεί μια σειρά κεφαλαίων, το καθένα από τα οποία προσεγγίζει το θέμα από μια ξεχωριστή σκοπιά. Το ιταλικό κατοχικό σύστημα διοίκησης μελετάται, από τη μια, ως μέρος του γενικότερου πολιτικού σχεδίου που ο Μουσολίνι οραματίστηκε για την περιοχή του Αιγαίου. Όπως είναι γνωστό, οι φασιστικές πολιτικές επιδιώξεις εμπεριείχαν και το όραμα της δημιουργίας μιας νέας «Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» στη Μεσόγειο (της Mare Nostrum). Στα πλαίσια αυτά, οι φασιστικές αρχές προσπάθησαν, έστω εικονικά, ν’ αποσυνδέσουν τα νησιά του Αιγαίου από την ηπειρωτική Ελλάδα, με στόχο τη δημιουργία μιας de facto κατάστασης διαχωρισμού της περιοχής από την κεντρική ελληνική κυβέρνηση και σύνδεσής της με την, υποκείμενη στους Ιταλούς, Δωδεκάνησο. Η πολιτική αυτή – που ονομάστηκε «Distacco» (δηλ. «αποκόλληση/αποσύνδεση») – ήταν, όχι μόνο ανεδαφική στο σύνολό της, αλλά και καταστροφική ως προς τις συνέπειες της για τα νησιά.
Από την άλλη, η φασιστική κατοχή της Σύρου προσεγγίζεται από την Λεκέρ και ως ένα σύστημα δομών εξουσίας που λειτούργησαν, με επιτυχία ή αποτυχία, σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στον τρόπο που οι κατοχικές αρχές επιχείρησαν να γεμίσουν το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε από την απουσία ενός αποτελεσματικού τοπικού και κρατικού μηχανισμού. Έτσι, ερευνάται το έργο των φασιστικών υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας (Assistenza Civile) και οι μηχανισμοί διαχείρισης των κρίσεων από τους Ιταλούς. Όπως πολύ σωστά αναφέρει η συγγραφέας, οι Συριανοί, αποκομμένοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, εξαρτήθηκαν τελικά από αυτές τις υπηρεσίες για την επιβίωσή τους (και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της έξαρσης του μεγάλου λιμού).
Η ανάλυση της Λεκέρ αγγίζει, επίσης, και μια σειρά άλλων θεμάτων που άπτονται της πολιτικο-κοινωνικής ιστορίας. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στον τρόπο που οι κατοχικές αρχές ασκούσαν προπαγάνδα και έλεγχαν την πληροφόρηση. Η συγγραφέας θέτει ερωτήματα γύρω από την αποτελεσματικότητα της προπαγανδιστικής πολιτικής: πόσο τελικά επηρέασε τον τρόπο που οι άνθρωποι σκέφτονταν, μυώντας τους στις αρχές του φασισμού; Πώς εκδηλώθηκαν οι τοπικές αντιστάσεις στη φασιστική προπαγάνδα; Πώς κινούνταν οι υπόγειες και απαγορευμένες πληροφορίες;
Επιπλέον, η Κατοχή δεν προσεγγίζεται μόνο μέσα από τα μάτια των κατακτημένων, αλλά και μέσα από αυτά των κατακτητών. Η συγγραφέας δεν αναλώνεται στην αφοριστική καταδίκη των Ιταλών ως των «κακών κατακτητών». Αντίθετα, μελετά με προσοχή τις αμοιβαίες αντιλήψεων που διαμόρφωσε η κάθε πλευρά για την άλλη, αλλά και τις αποκλίσεις από τις κυρίαρχες αυτές αντιλήψεις. Αναδεικνύει το «ανθρώπινο πρόσωπο» του κατακτητή, μελετώντας την καθημερινότητα των Ιταλών στρατιωτών στη Σύρο, το βαθμό της εμπλοκής τους στη φασιστική ιδεολογία, τις δικές τους αγωνίες, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν (στη σίτιση και σε άλλα θέματα επιβίωσης), την αίσθηση της απομόνωσης που βίωναν, τη νοσταλγία τους για την πατρίδα, τις περίπλοκες σχέσεις τους με τους ντόπιους κ.ο.κ.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως, όπως ο Μαζάουερ, έτσι και η Λεκέρ, αποφεύγει τις μανιχαϊστικές τοποθετήσεις και προσπαθεί να ερευνήσει το θολό πλέγμα των σχέσεων που διαμορφώνονται στις κατοχικές πραγματικότητες. Το βιβλίο της μας θυμίζει, πράγματι, πως η ιστορία ξεκινά εκεί που τελειώνει η ηθικολογία• πως μια ιστορική ανάλυση, για να είναι έγκυρη και σοβαρή, πρέπει ν’ αποδομεί την έννοια της «απόλυτης αξίας» και να προχωρεί σε μια έρευνα «πέρα απ’ το καλό και το κακό». Και αν η Λεκέρ υπολείπεται ίσως της αφηγηματικής δεινότητας του δασκάλου της, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την επιστημονική του εγκυρότητα.

Η μεγάλη πείνα
Σε κεντρικό θέμα του βιβλίου αναδεικνύεται ο λιμός που βίωσε η Σύρος καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της Κατοχής, με αποκορύφωμα ίσως τον Χειμώνα του 1942. Το μνημείο που ανήγειρε, το 1984, ο Δήμος Ερμούπολης προς τιμήν των νεκρών από πείνα κατά τη διάρκεια της Ιταλογερμανικής κατοχής, αναφέρεται σε 8.000 νεκρούς. Όπως επισημαίνει η Λεκέρ, αν και ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικός (σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, οι νεκροί από πείνα ήταν περίπου οι μισοί), γεγονός παραμένει πως η Σύρος βίωσε έναν από τους πιο καταστροφικούς λιμούς σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Το βιβλίο προσφέρει, πάντως, μια ενδελεχή ανάλυση των αιτιών και των συνεπειών του λιμού, της γεωγραφικής του κατανομής και του κοινωνικού του αντίκτυπου. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στις ψυχολογικές και κοινωνιολογικές διαστάσεις της πείνας. Η Λεκέρ ερευνά, αφενός, τον τρόπο που η πείνα επηρέασε τις παραδοσιακές οικογενειακές δομές και τη σχέση των ανθρώπων με το θάνατο• αφετέρου, αναλύει τις κοινωνικές αλλαγές που επέφερε ο λιμός: την αχρήστευση του χρήματος και την επιστροφή στο ανταλλακτικό σύστημα οικονομίας, τη μαύρη αγορά, το δωσιλογισμό, τις ληστείες, την πορνεία, την ανακατανομή του πλούτου, κ.ο.κ.
Τα ηθικά διλήμματα της εποχής δεν αποτελούν για τη Λεκέρ (όπως ούτε και για τον Μαζάουερ εξάλλου) αφορμή καταδικαστικών ή επαινετικών σχολίων. Σκοπός της συγγραφέως είναι να κατανοήσει με ποιο τρόπο οι άνθρωποι μπόρεσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους υπό συνθήκες Κατοχής. Όπως γράφει και η ίδια: «Στην Κατοχή, οι άνθρωποι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της ζωής. Έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί ζωντανή η ψευδαίσθηση έστω μιας κανονικότητας. Ήταν το μόνο δυνατό αντίδοτο απέναντι στο φόβο και την ανασφάλεια που τόσο απειλητικά γεννούσε η νέα καθημερινότητα. Όπως και να ‘χε, η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί…» (σ. 1).

Το «ανθρώπινο πρόσωπο» των Ιταλών
«Η πείνα κι ο φόβος αλλάζουν τον τρόπο που οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους και αναδιαμορφώνουν τις σχέσεις εξουσίας» (σ. 138). Αυτό δεν αφορά μόνο τους ίδιους τους Συριανούς, υποστηρίζει η Λεκέρ, αλλά και τους απλούς Ιταλούς φαντάρους που ήταν σταθμευμένοι στο νησί. Ένα μικρό ελληνικό νησί, συγκρινόμενο με τις κακουχίες του μετώπου, μπορεί να φάνταζε αρχικά, για τους περισσότερους απ’ αυτούς, «παράδεισος». Δεν περνούσε, όμως, πολύς καιρός για να συνειδητοποιήσουν πως το τοπίο δεν ήταν τόσο «ειδυλλιακό». Δεν ήταν μόνο η έλλειψη φαγητού και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο που δοκίμαζαν τις αντοχές τους. Ήταν κυρίως η νοσταλγία και το αίσθημα της απομόνωσης. Το φασιστικό καθεστώς δεν προέβλεπε, παρά μόνο σπάνια, «άδειες υπηρεσίας» για τους στρατιώτες στις Κυκλάδες. Έτσι, περνούσαν πολύ μεγάλα διαστήματα – σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και ολόκληρο το διάστημα της κατοχής – μέχρι να ξανασυναντήσουν οι Ιταλοί φαντάροι τις οικογένειές τους. Επιπλέον, είχαν ρητές εντολές να μην συγχρωτίζονται με τους ντόπιους και να διατηρούν μια συμπεριφορά απρόσιτη και πειθαρχημένη, σύμφωνη με τα πρότυπα του «νέου φασίστα άνδρα». «Μην παρασύρεστε από τη φιλική διάθεση ή την τρυφερότητα που μπορεί να επιδεικνύει ο ντόπιος πληθυσμός», τους προειδοποιούσε ο στρατιωτικός διοικητής τους τον Δεκέμβριο του 1941, «ο ρόλος σας είναι αυτός του κατακτητή» (σ. 140). Η πυκνότητα με την οποία εξαπολύονταν αυτού του είδους οι προειδοποιήσεις και οι παρατηρήσεις, καταδεικνύει σύμφωνα με τη Λεκέρ, και το μέγεθος της ανυπακοής των Ιταλών στρατιωτών. Πράγματι, σύμφωνα με όσα σημειώνονται στο ημερολόγιο του Μαριό Ριγουτσό, επίτιμου Γάλλου προξένου στη Σύρο κατά τα χρόνια εκείνα, οι Ιταλοί φαντάροι «αντί να μας λένε τα πολεμικά τους κατορθώματα, τις ναυτικές τους νίκες πάνω στους Εγγλέζους, όπως κάνει η δισεβδομαδιαία εφημερίδα τους, βρίσκουν ευχαρίστηση και παρηγοριά δείχνοντας φωτογραφίες από τις γυναίκες τους, τα μωρά τους, τις αρραβωνιαστικιές τους, ακόμα κι απ’ όλη τους την οκογένεια» (παρατίθεται στο Μ. Μαζάουερ, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Η εμπειρία της Κατοχής, σ. 77).

"ΤΑ ΝΕΑ", Βιβλιοδρόμιο, 23 Ιανουαρίου 2010