Κυπριακός σουρεαλισμός

Της Κωνσταντίνας Ζάνου[*]

Στις περισσότερες χώρες ο σουρεαλισμός εκδηλώθηκε ως καλλιτεχνικό κίνημα που επηρέασε τις τέχνες, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Για να απολαύσει κανείς σουρεαλιστικές δημιουργίες πρέπει να επισκεφθεί κάποια πινακοθήκη, ν’ ανοίξει κάποιο βιβλίο ή να παρακολουθήσει συγκεκριμένες ταινίες. Ευτυχώς στην Κύπρο δεν έχουμε ανάγκη απ’ όλα αυτά. Σε μας, ο σουρεαλισμός δεν εκδηλώθηκε τόσο ως καλλιτεχνικό κίνημα, όσο ως καθημερινή δημόσια πρακτική. Έτσι έχουμε την ευχέρεια να παρακολουθούμε σουρεαλιστικές σκηνές απείρου κάλλους ακόμα και στις πιο πεζές και καθημερινές μας ασχολίες. Μια τέτοια σκηνή θα σας διηγηθώ σήμερα.
Ένα δημόσιο δημοτικό σχολείο στην Κύπρο, που τυγχάνει να βρίσκεται σε μια περιοχή που διαμένουν πολλοί μετανάστες κι έτσι απαρτίζεται κυρίως από ξένους μαθητές (μόνο περίπου το 35% των μαθητών είναι Ελληνοκύπριοι), οργάνωσε μια εκδήλωση για να γιορτάσει την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Επρόκειτο να παρευρεθεί στην εκδήλωση και ένας πολύ σημαντικός τοπικός εκκλησιαστικός παράγοντας. Το ύψος των περιστάσεων επέβαλλε λοιπόν και την ανάλογη προετοιμασία εκ μέρους της διευθύντριας. Όταν έφτασε η πολυαναμενόμενη μέρα, όλα ήταν οργανωμένα στην εντέλεια: το γυμναστήριο-θέατρο του σχολείου είχε μεταμορφωθεί σε αυτοκρατορική αίθουσα. Ένα κόκκινο χαλί είχε τοποθετηθεί κατά μήκος του γυμναστηρίου, ξεκινώντας από την είσοδο και καταλήγοντας σε ένα επιβλητικό βάθρο, πάνω στο οποίο δέσποζε ένας ξυλόγλυπτος, χρυσοποίκιλτος θρόνος. Οι μαθητές (ως επί το πλείστον προερχόμενοι από χώρες της Βαλκανικής και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, της Αφρικής, αλλά και της Μέσης και Άπω Ανατολής) είχαν ντυθεί με κυπριακές και ελληνικές παραδοσιακές στολές και περίμεναν παραταγμένοι κατά μήκος της εισόδου. Στα μικρότερα παιδιά είχαν δοθεί καλάθια με ροδοπέταλα, με την εντολή να βρίσκονται σε ετοιμότητα για να τα πετάξουν στον Ιεράρχη ακριβώς τη στιγμή που αυτός θα εισερχόταν στην αίθουσα.
Και η μεγάλη στιγμή φθάνει! Ο σημαντικότατος εκκλησιαστικός αξιωματούχος κάνει την μεγαλοπρεπή του εμφάνιση. Ζωηρά χειροκροτήματα τον υποδέχονται, ενώ αυτός χαιρετάει τα πλήθη κουνώντας αργά και σταθερά την παλάμη του. Κοντοστέκεται μια στιγμή για να ευλογήσει τους μαθητές (με τη γνωστή ένωση του μεσαίου δακτύλου με τον αντίχειρα), που εντωμεταξύ τον ραίνουν με ροδοπέταλα. Μετά, προχωράει κατά μήκος του κόκκινου τάπητα και κάθεται νηφάλιος στο θρόνο του. Η τελετή αρχίζει! Η διευθύντρια καταλαμβάνει το βήμα και με ύφος που θυμίζει περισσότερο πολιτικό ρήτορα του 19ου αιώνα, παρά διευθύντρια του 21ου, εκφωνεί σε άπταιστη αρχαΐζουσα την εναρκτήρια ομιλία. Μιλάει για την ανάγκη να διατηρήσει η Εκκλησία τον εθναρχικό της ρόλο, για τη «σεπτή προσωπικότητα» του Παναγιοτάτου και για άλλα παρεμφερή. Ίσως να νιώθει κάποιο άγχος (θέλεις για το μακροσκελές της ομιλίας της, θέλεις γιατί οι μαθητές δεν καταλαβαίνουν γρι από τα λεγόμενά της – οι περισσότεροι από αυτούς ίσα που καταλαβαίνουν τη δημοτική κυπριακή, πόσο μάλλον την αρχαΐζουσα ελληνική), διότι σε κάποια στιγμή πέφτει σε μια γλωσσική παραδρομή – κατά το δη λεγόμενον, «lapsus linguae» – και απευθύνεται στους δασκάλους με την εκφώνηση «Πανιερώτατοι εκπαιδευτικοί!».
Πάντως, κανείς δεν φαίνεται να το παίρνει χαμπάρι και η εκδήλωση συνεχίζεται κανονικά. Μετά από την επίδειξη των σχετικών καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων από τους μαθητές, φθάνει η στιγμή που η Αυτού Σεβασμιότης ο Ιεράρχης θα εκφωνήσει τον καταληκτικό λόγο. Με το γνωστό γαλήνιο ύφος των ανθρώπων της Εκκλησίας, επιβεβαιώνει τους ντυμένους βρακάδες και τσολιάδες ξένους μαθητές και τις ντυμένες κυπριωτοπούλες Γεωργιανές, Ρωσίδες, Ρουμάνες, Αρμένισσες, Ταϊλανδέζες, Κούρδισσες, Καζακστανές κ.α. μαθήτριες, πως η παιδεία αυτού του τόπου ήταν ανέκαθεν ελληνοχριστιανική και έτσι θα παραμείνει στον αιώνα τον άπαντα. Τους υπενθυμίζει ότι είναι χρέος τους να μείνουν πιστοί στις ιερές αξίες των προγόνων τους. Τέλος, τους εγγυάται πως η ιστορία μας, έτσι όπως καταγράφεται στα βιβλία, είναι «σωστή» και πως αν γίνουν κάποιες προσθήκες, θα γίνουν μόνο όταν τα κατοχικά στρατεύματα αποχωρήσουν από την νήσον. Όλα τα παιδιά «πισκαλίζουν». Η διευθύντρια είναι προφανώς πανευτυχής. Κι ο Ιεράρχης με τη συνοδεία του αποχωρούν ευχαριστημένοι. Η Εκκλησία επιτέλεσε για άλλη μια φορά το εθναρχικό της έργο.
Μόνο κάποιοι λιγοστοί δάσκαλοι και ορισμένοι εξωτερικοί επισκέπτες, που κάθονται στα πίσω-πίσω καθίσματα, παραμένουν αποσβολωμένοι προσπαθώντας να χωνέψουν το μεγαλείο της σουρεαλιστικής σκηνής που μόλις εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους.
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.

«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 22/2/2009, σ. 14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου