Παρουσίαση βιβλίου: "Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό"


Ο ΟΠΕΚ διοργανώνει εκδήλωση με θέμα:



"Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό"

παρουσίαση του ομώνυμου βιβλίου του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Νιαζί Κιζίλγιουρεκ.

Ομιλητές:
Στέφανος Στεφάνου (Κυβερνητικός Εκπρόσωπος)
Χάρης Γεωργιάδης (Εκπρόσωπος Τύπου ΔΗΣΥ)

Το βιβλίο παρουσιάζει η Κωνσταντίνα Ζάνου (ιστορικός)

Συντονισμός: Ρένα Χόπλαρου (Μέλος Δ.Σ. ΟΠΕΚ)

16 Δεκεμβρίου, 19:00, Αίθουσα Εκδηλώσεων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου), Λεωφόρος Μακαρίου 15, Λευκωσία

Ο Γκουρογιάννης απ’ την «καλή» κι απ’ την «ανάποδη»

Από την Κωνσταντίνα Ζάνου

Βασίλης Γκουρογιάννης, Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή, Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, σελ. 447

«Πρέπει όλοι οι σκελετοί Τούρκων και Ελλήνων να δουν το φως. Δεν μπορεί κάποιος να κοιμάται ήσυχος με σκελετούς κάτω από το κρεβάτι», γράφει ο Βασίλης Γκουρογιάννης (σ. 278). Το μυθιστόρημά του "Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή" λειτουργεί, όντως, σαν εκσκαφέας. Ένας εκσκαφέας μνήμης που βάλθηκε να κυλήσει πάνω σε ένα έδαφος ολισθηρότατο. Το βιβλίο του ήρθε να ταράξει τα νερά σε ένα ζήτημα-ταμπού της ελληνικής και της κυπριακής ιστορίας. Ο Γκουρογιάννης τολμά ν’ αγγίξει το «ανέγγιχτο», εδώ και 35 χρόνια, θέμα των Ελλήνων που πολέμησαν στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος και της εισβολής.
Ο ήρωας του μυθιστορήματός του, ένας πετυχημένος δικηγόρος, που καταφέρνει για χρόνια να κρύβει επιμελώς –ακόμα κι από τον ίδιο του τον εαυτό– τη συμμετοχή του στα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο, ξυπνάει από τον πολύχρονο λήθαργό του όταν του συμβαίνει ένα απρόοπτο περιστατικό. Μια μέρα, παίρνοντας το τρένο να γυρίσει στο σπίτι του, τον πλησιάζει ένας ζητιάνος και, αγκαλιάζοντάς τον, του ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Σειρούλα! Γλύτωσες; Το πόδι, το πόδι…». Σοκαρισμένος από αυτή την απρόσμενη «επίθεση», ο δικηγόρος αφήνει το βαγόνι και με μουδιασμένα τα σαγόνια καταφέρνει να ψευδίσει: «Θεέ μου, ποιος είναι; Ποιος θα μιλήσει για το δικό μας Βιετνάμ;». Η δυσωδία του ζητιάνου αρχίζει σταδιακά να μπλέκεται με τη δυσοσμία που αναδίδουν οι δικές του ξεχασμένες και πρόχειρα κουκουλωμένες πληγές. «Τότε ήταν που αντιλήφθηκα», ομολογεί ο δικηγόρος, «πώς μυρίζουν οι ζωντανοί νεκροί. Αφόρητα, αφόρητα!». Έτσι λοιπόν αποφασίζει να αναμετρηθεί με το παρελθόν του. Συστήνει ένα σύλλογο βετεράνων και τους προτρέπει, μέσα από τη διοργάνωση ενός ταξιδιού στην Κύπρο και ενός συνεδρίου, να κάνουν το ίδιο: «Γίνεται όπως με τις πληγές», τους λέει στην εισαγωγική του ομιλία, «αν δεν τις αφήσεις να τρέξουν το αίμα τους και τις ράψεις στα γρήγορα, κρατάς στο σώμα φυλακισμένα τα μικρόβια του τετάνου κι άλλα βακτήρια, που με τον καιρό σε διαλύουν. Αυτό συνέβη σε πολλούς από μας, γι’ αυτό ας έχετε το θάρρος να ανοίξετε εκ νέου τις πληγές και να φύγει όσο αίμα και όσα δάκρυα όφειλαν να φύγουν από ποτέ» (σ. 117).
Ο Γκουρογιάννης καταφέρνει να ξεδιπλώσει με μαεστρία τις μαρτυρίες των ελλήνων βετεράνων του 1974 και να αναδείξει την πολυπρισματικότητα ενός θέματος που, ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις που συζητείται, προεξοφλείται με εύκολους αφορισμούς. «Εμείς ήμασταν η ντροπή της Ελλάδας», ομολογεί ένας απ’ τους ήρωες του βιβλίου του. «Ήμασταν οι χουντικοί, ήμασταν οι ανεπιθύμητοι, ήμασταν αυτοί που πήγαμε να πολεμήσουμε τον Μακάριο και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με Τούρκους χωρίς να το περιμένουμε και να το πολυκαταλάβουμε». Για να συνεχίσει: «Τι υπερασπιζόμασταν στην Κύπρο; Τον ελληνισμό ή τη χούντα των συνταγματαρχών; Ποιος μας καθοδήγησε εναντίον ποιου πρέπει να υψώσουμε το όπλο;» (σ. 172). Πράγματι, αυτό που μοιάζει να εισηγείται ο συγγραφέας είναι ότι, αν εξαιρέσουμε τους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους περίπου 2.000 έλληνες στρατιώτες που βρέθηκαν στην Κύπρο το 1974 «πολέμησαν χωρίς να γνωρίζουν τον εχθρό τους» (σ. 333). Και όχι μόνο: όσοι στάλθηκαν στην Κύπρο, με απόφαση που εξέδωσε η χούντα στις 21 Ιουλίου, όσοι δηλαδή αποτελούσαν το μοναδικό τάγμα πεζικού και της μοίρας καταδρομέων που στάλθηκε πρόχειρα, παρά την άρνηση των συνταγματαρχών (αλλά λόγω της επιμονής του Ιωαννίδη και της πίεσης που ασκούσε ο Σαμψών), ίσως να ήταν και οι λιγότερο ευνοούμενοι του καθεστώτος, αφού ουσιαστικά στέλνονταν σε μια επιχείρηση αυτοκτονίας. Το αν αληθεύουν αυτές οι υποθέσεις ή όχι εναποτίθεται, βέβαια, στην έρευνα των εξειδικευμένων στο θέμα ιστορικών. Μια έρευνα που πρέπει ακόμα να γίνει.
Η αλήθεια είναι πως το μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη επιδέχεται πολλαπλές και αντιφατικές μεταξύ τους αναγνώσεις. Είναι το πρώτο βιβλίο που συναντώ, το οποίο διαβάζεται τέλεια κι απ’ την «καλή» κι απ’ την «ανάποδη». Όλα εξαρτώνται από την οπτική γωνία του αναγνώστη και από το ιδεολογικό του οπλοστάσιο, από το τι, με λίγα λόγια, θεωρεί ο ίδιος ο αναγνώστης ως «καλή» και τι ως «ανάποδη». Θα ήθελα, λοιπόν, σε ένα πρώτο στάδιο, να επισημάνω τα στοιχεία αυτά από το βιβλίο που ανταποκρίνονται στη δική μου «καλή» και, που γι’ αυτόν τον λόγο, θεωρώ πολύτιμα. Στη συνέχεια, θα διατυπώσω σε μορφή ερωτημάτων ό,τι μου παρουσιάζεται μέσα στο βιβλίο ως μέρος μιας «ανάποδης» ανάγνωσης και τα οποία, επομένως, θεωρώ προβληματικά.
Αρχίζω λοιπόν απ’ την «καλή» και στέκομαι στα τέσσερα κυριότερα σημεία μέσα από τα οποία το βιβλίο αυτό με έκανε κατά τι πλουσιότερη:

1. Πρόκειται, πιστεύω, για ένα έργο που καταδεικνύει πως ο πραγματικός πόλεμος ξεκινά μετά τη λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Αυτός ο πόλεμος, μας λέει ο συγγραφέας, λαμβάνει χώρα στο πεδίο της μνήμης και της ιστορίας, εκεί όπου τα λόγια μάχονται με τη σιωπή, οι υπόγειες ερμηνείες με τις επίσημες αφηγήσεις, οι ατομικές αλήθειες με τα εθνικά στερεότυπα: «Το πρόβλημα δεν είναι η ψύξη του μυαλού [κατά τη διάρκεια του πολέμου], είναι η απόψυξη, που κρατάει χρόνια», διαβάζουμε κάπου μέσα στο βιβλίο (σ. 264). Και αλλού: «Ένα δίδαγμα, ένα συμπέρασμα σχετικό με την ιστορία, το οποίο μάλλον αντέχει στο χρόνο, δεν είναι ο κόπος να τη μάθεις αλλά να την ξεμάθεις. Δεν εννοώ ασφαλώς να την ξεχάσεις, ούτε να την αγνοήσεις […] Είναι σαν ένα στραβοπιασμένο κάταγμα που όταν θρέφει πρέπει να το ξανασπάσουμε για να κολλήσει σωστά» (σ. 156).

2. Θεωρώ ιδιαίτερα αποκαλυπτικό τον παραλληλισμό ανάμεσα στην εμπειρία των αμερικανών στρατιωτών από τον πόλεμο του Βιετνάμ και στα βιώματα που είχαν οι έλληνες στρατιώτες κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο της Κύπρου. Ο Γκουρογιάννης, με άλλα λόγια, μας αναγκάζει να αντικρίσουμε την ύπαρξη ενός «ελληνικού Βιετνάμ», μας καλεί να αναμετρηθούμε με μια ανοιχτή πληγή της ελληνικής ιστορίας, που έκλεισε πρόχειρα και καταχωνιάστηκε όπως όπως στην αποθήκη της συλλογικής μας συνείδησης. Μας προειδοποιεί πως οι κοινωνίες που αρνούνται να ανοίξουν τα τραύματά τους, να τα φροντίσουν και να τα καθαρίσουν, παθαίνουν σύντομα γάγγραινα και οδηγούνται προς το θάνατο.

3. Απ’ την άλλη, το βιβλίο αυτό πιστοποιεί την αμφιθυμία που αναπτύσσουν συνήθως οι άνθρωποι απέναντι στα τραύματα του παρελθόντος τους. «Εμείς δεν θέλουμε ούτε να ξεχάσουμε ούτε να θυμηθούμε ούτε να μάθουμε ούτε να γιατρευτούμε», λέει κάποια στιγμή ένας από τους ήρωες, «εμείς έχουμε πάθει μια μακροχρόνια φαγούρα από τις πληγές μας. Μας αρέσει, σαν τους λεπρούς, να ξυνόμαστε, να γδερνόμαστε. Έχουμε νευρολογική εξάρτηση από τις πληγές μας» (σ. 139). Πιστεύω πως ο συγγραφέας αποδεικνύεται ιδιαίτερα αριστοτέχνης στην ανάδειξη ενός κοινωνικού φαινομένου που αγγίζει τα όρια της διαστροφής. Αναφέρομαι, βέβαια, σε αυτό που ο Φρόυντ αποκαλεί «ηθικό μαζοχισμό», στο φαινόμενο δηλαδή όπου οι άνθρωποι αναζητούν για τον εαυτό τους τη θέση του θύματος με σκοπό να δομήσουν την ταυτότητά τους. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ο πόνος ανάγεται σε νομιμοποιητικό στοιχείο της ατομικής, αλλά και της συλλογικής, ύπαρξης.

4. Τέλος, νομίζω ότι, παρ’ όλο που πολλές φορές φαίνεται πως ο συγγραφέας συμπαθεί τους ήρωές του, εντέλει δεν προσπαθεί να τους δικαιώσει. Σκοπός του πιστεύω είναι να καταγγείλει τον πόλεμο εν γένει. «Νιώθετε εθνική υπερηφάνεια για την ανάμειξή σας στα πολεμικά γεγονότα της Κύπρου;», ρωτάει ένας ιστορικός τον βασικό ήρωα του έργου. «Κανένας δεν βγαίνει από τον πόλεμο περήφανος», του απαντά εκείνος, «απλώς οι άλλοι τον δοξάζουν για τα κατορθώματά του, εξαιτίας των οποίων αυτός χάνει για πάντα τον ύπνο του. […] Ο πόλεμος είναι μια παλαίστρα με σκατά. Όσες αρωματικές δάφνες κι αν στρώσεις από πάνω, η σκατίλα δεν φεύγει. Την έχεις για πάντα στα ρουθούνια» (σ. 270).


Ας πάμε, λοιπόν, τώρα στις απορίες που μου γέννησε μια «ανάποδη» ανάγνωση του μυθιστορήματος:

1. Όπως είδαμε, το 1974 χαρακτηρίζεται ως το «ελληνικό Βιετνάμ». Ο συγγραφέας, όμως, συστήνει την προσοχή μας: ο παραλληλισμός με το Βιετνάμ αφορά αποκλειστικά και μόνο τις μετατραυματικές εμπειρίες των ελλήνων στρατιωτών. Όπως πολλοί Αμερικανοί του Βιετνάμ, έτσι και Έλληνες της Κύπρου επέστρεψαν σε μια Ελλάδα της μεταπολίτευσης και της ευφορίας με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Επιπλέον, αντίκρισαν την παγωμένη αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία όχι μόνο δεν αναγνώρισε τον πόλεμο της Κύπρου ως τέτοιο αλλά και προχώρησε αδιάκριτα στο στιγματισμό και στην περιφρόνηση όσων είχαν συμμετάσχει σ’ εκείνα τα γεγονότα. Σύμφωνα με τον Γκουρογιάννη, όμως, η ελληνική περίπτωση διαφέρει από την αμερικανική στο εξής: «Για τους Έλληνες, η Κύπρος έχει μιαν άλλη τραγικότητα: δεν πήγαμε σε μια ξένη, μακρινή χώρα να πολεμήσουμε, στους αδελφούς μας πήγαμε, νιώσαμε εμείς οι ίδιοι την απειλή, και στο τέλος οι μάχες που έδωσαν όλα εκείνα τα παιδιά αγνοήθηκαν απ’ όλους» (συνέντευξη στον Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή, 3.5.2009). Σε μια άλλη συνέντευξή του, ο συγγραφέας γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρος. Σε σχόλιο του δημοσιογράφου πως «δεν υπάρχουν Ελλαδίτες και Κύπριοι, αλλά οι Κύπριοι είναι Έλληνες, κάτι το οποίο πια αποσιωπάται από όλους», ο Γκουρογιάννης απαντά: «Δυστυχώς βλέπω τον διαχωρισμό να τον υιοθετούν ακόμα και οι Κύπριοι. Κυρίως οι νέοι, που όταν λένε Ελλάδα λες και εννοούν κάποια άλλη χώρα. Και μου κακοφαίνεται πάρα πολύ αυτό. Εγώ, όταν λέω Κύπριος, είναι όπως λέω Κρητικός, Θεσσαλός, Ηπειρώτης κ.ο.κ. […] Την Κύπρο τη θεωρώ όχι μόνο κομμάτι του ελληνισμού, αλλά τη θεωρώ και κομμάτι της Ελλάδος […] Άσχετα με το αν έχει δική της εξουσία» (συνέντευξη στον Γ. Καραμπελιά, Άρδην, τχ. 76, 2009). Την ίδια αυτή οπτική συναντάμε και στο μυθιστόρημα υπό μορφή μεταφοράς: το ακρωτηριασμένο πόδι του κεντρικού ήρωα συμβολίζει τον ακρωτηριασμό του ελληνισμού από τα γεγονότα της Κύπρου. Η απορία, λοιπόν, που μου γεννάται είναι η εξής: αν οι Κύπριοι είναι Έλληνες και η Κύπρος είναι κομμάτι της Ελλάδας, τότε οι Τουρκοκύπριοι τι είναι; Ποια είναι η θέση τους σ’ αυτή την ιστορία; Αν μείνουμε στη μεταφορά της Κύπρου ως «του ακρωτηριασμένου ποδιού του ελληνισμού», τότε μου φαίνεται πως δεν μας μένει άλλη επιλογή από το να θεωρήσουμε τους Τουρκοκύπριους απλώς τα «μικρόβια» και τα «βακτήρια» της γάγγραινας. Θέση την οποία βέβαια θεωρώ τόσο προβληματική όσο και επικίνδυνη.

2. Σε κάποιο απόσπασμα του βιβλίου, ο συγγραφέας βάζει στο στόμα του κεντρικού του ήρωα τα εξής, θυμωμένα, θα έλεγα, λόγια:

"Έλεος πια με τις αλήθειες των άλλων! Τα τελευταία χρόνια τις πιπιλάει η λογοτεχνία μας, μα τώρα άρπαξε από το στόμα της την πιπίλα η επίσημη ιστορία […] Αυτοί οι σοφοί ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και οι σπουδαίοι λογοτέχνες μας γιατί δεν έψαξαν πρώτα για τις αλήθειες των Κυπρίων, των πολεμιστών της Κύπρου, και μετά να κλάψουν για τους Σκοπιανούς, τους Τσάμηδες, τους Τουρκοκρητικούς;"(σ. 212).

Στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων σχετικά με αυτό το σημείο, και ιδιαίτερα στην πολύ εύστοχη παρατήρηση του Ηλία Μαγκλίνη της Καθημερινής ότι είναι ανεξήγητη η στηλιτευτική στάση του Γκουρογιάννη απέναντι στην τάση που επικρατεί σήμερα να μιλάμε για τα αίσχη που διαπράξαμε εις βάρος των άλλων, δεδομένου μάλιστα ότι ο ίδιος είναι ο συγγραφέας του μυθιστορήματος "Το ασημόχορτο ανθίζει" (εκδ. Καστανιώτη, 1992), ενός βιβλίου που πραγματεύεται τον αφανισμό των Τσάμηδων, ο Γκουρογιάννης απαντά: «Αυτοσαρκάζομαι είναι η αλήθεια, όμως σκεφτείτε ότι όταν εγώ έγραψα το "Ασημόχορτο" κανένας δεν μιλούσε γι’ αυτά τα πράγματα. Το ρίσκο ήταν μεγάλο, θα μπορούσε να θεωρηθεί αντεθνικό βιβλίο. Σήμερα, όλο αυτό γίνεται λίγο εκ του ασφαλούς, επικρατεί μια υπερβολή, μια μόδα που δεν ξεκινάει από κάπου βαθιά» (Καθημερινή, 3.5.2009). Και σε μια άλλη, ανάλογή του απάντηση, αναφέρει: «Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο να λέμε πράγματι τις αλήθειες των άλλων και να μην έχουμε δουλέψει τις δικές μας» (Άρδην, τ. 76, 2009). Το ερώτημά μου είναι, λοιπόν, διπλό σε αυτό το σημείο: Γιατί θεωρείται αρνητικό το γεγονός ότι έγινε λιγότερο ριψοκίνδυνο σήμερα να μιλάει κανείς για τις αλήθειες των άλλων; Γιατί ο συγγραφέας είναι δυσαρεστημένος που όλο και περισσότερος κόσμος, από τον λογοτεχνικό και τον ακαδημαϊκό χώρο, μιλάει για πράγματα που δεν κολακεύουν καθόλου την εικόνα του παρελθόντος μας; Νομίζω πως αυτό θα έπρεπε, αντίθετα, να μας προξενεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Είναι δείγμα μιας κοινωνίας που εκδημοκρατίζεται και αποκτά περισσότερη αυτοπεποίθηση, που αρχίζει να ψυχαναλύεται και που, σταδιακά, αποπειράται, μέσα από τις αλήθειες των άλλων, να αντικρίσει και τις δικές της οδυνηρές αλήθειες. Αυτό δεν είναι και το μεγάλο στοίχημα του βιβλίου που παρουσιάζεται εδώ;

3. Είναι κομβικός ο ρόλος μέσα στο βιβλίο ενός νεαρού ιστορικού, που καλείται να παρακολουθήσει το συνέδριο και να καταγράψει τις εμπειρίες των βετεράνων. Αυτός ο ιστορικός ονομάζεται στο μυθιστόρημα Μάριος Λιάκος, παρουσιάζεται ως σπουδαγμένος στην Οξφόρδη και «πνευματικό παιδί» του γνωστού ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ. Ο ήρωας αυτός θα μπορούσε να παραπέμπει στον ιστορικό και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αντώνη Λιάκο, πάντως, χωρίς αμφιβολία, παραπέμπει στη σχολή της ιστορικής έρευνας που ο Αντώνης Λιάκος ανήκει. Η πλοκή, λοιπόν, του μυθιστορήματος μας αποκαλύπτει ότι ο ιστορικός αυτός στήνει μια ίντριγκα, από την οποία καταλαβαίνουμε πως το μόνο που θέλει είναι να χρησιμοποιήσει τις μαρτυρίες των βετεράνων για να κερδίσει φήμη, δημοσιεύοντας σε έγκυρα διεθνή περιοδικά μελέτες γύρω από τα εγκλήματα πολέμου του έθνους του. Έτσι, όπως σημειώνει και η Μάρη Θεοδοσοπούλου σε μια κριτική της στην Ελευθεροτυπία (12.6.2009), «ο μυθιστορηματικός ιστορικός φτάνει στα όρια να επεμβαίνει στην “αλήθεια των βετεράνων” για να γράψει μια ευρύτερα αρεστή εκδοχή της ιστορίας προς διαπαιδαγώγηση, όχι μόνο του ελληνικού, αλλά και του παγκόσμιου κοινού». Ο συγγραφέας φαίνεται, πράγματι, να ενοχλείται από την αποστασιοποιημένη και ψυχρή ματιά της επαγγελματικής ιστορίας, χαρακτηρίζοντας σε μια συνέντευξή του τη στάση αυτή ως «παχυδερμία∙ μια παχυδερμία που όλη η γνώση εξαντλείται στο να βγει μια επιστημονική άποψη τεκμηριωμένη, χωρίς ένα πόνο πατρίδας» (Άρδην, τχ. 76, 2009). Σε έναν εσωτερικό μονόλογο του κεντρικού του ήρωα, όπου βλέπουμε να αντιτάσσεται, από τη μια, η ιστορική γνώση και, από την άλλη, η βιωματική εμπειρία, ο συγγραφέας φαίνεται να γέρνει ξεκάθαρα προς το δεύτερο. Πιο συγκεκριμένα, ο ήρωας «δεν δεχόταν να το ακούει από ανθρώπους άκαπνους που ήταν τεχνοκράτες και γραφειοκράτες της ιστορίας, που ήξεραν μόνο να πατούν το σωστό κουμπί στον υπολογιστή, να ταξιδεύουν άνετα στο ίντερνετ και να μπαινοβγαίνουν στα πάθη των ανθρώπων και των εθνών σαν να μπαινοβγαίνουν σε κινηματογράφους που παίζουν πολεμικές ταινίες…» (σ. 212). Διερωτώμαι, λοιπόν: γιατί ενοχλεί τον κ. Γκουρογιάννη η ψυχρότητα αυτή των ιστορικών; Δεν ξέρει μήπως ότι η αποστασιοποίηση από το συναίσθημα είναι ο βασικότερος κανόνας για την εγγύηση μιας οποιασδήποτε νηφάλιας, επαγγελματικής και σοβαρής ιστορικής ανάλυσης;

4. Θα ήθελα, τέλος, να κλείσω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο, που μου γεννά επίσης κάποια ερωτήματα. Ο βετεράνος δικηγόρος, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, επισκέπτεται κάποια στιγμή στην Κύπρο το σπίτι μιας παλιάς του γνώριμης. Η γνώριμή του απουσιάζει κι έτσι αυτός πιάνει κουβέντα μ’ ένα γείτονα. Ετοιμάζεται κάποια στιγμή να φύγει, όταν ο γείτονας του λέει:

"– Μη φεύγετε προτού σας κεράσομε κάτι, ένα νερό, μια μπύρα...
– Δεν ήρθα να με κεράσετε. Ήρθα να με κρεμάσετε μ’ αυτές τις ίδιες θηλειές των Άγγλων που κρέμονται ακόμη στα Φυλακισμένα Μνήματα.
– Μα τι λόγια είναι αυτά που λες, αδελφέ μας! Όλα εδώ έχουν ξεχαστεί, έχουν συγχωρεθεί τα πάντα. Οι μάνες που βάσταγαν την πίκρα, όπως οι γάτες του Αϊ Νικόλα το φαρμάκι, χάθηκαν πια. Δεν υπάρχει εδώ, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη, κάποιος με κουράγιο να σε μισήσει, δεν υπάρχει κάποιος πρόθυμος να σε κρεμάσει. Μια απέραντη ξεγνοιασιά επικρατεί – οι ζωντανοί με τους ζωντανούς κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Δεν ξέρω τι σε βασανίζει, αλλά, προς Θεού, μη βασανίζεσαι.
– Μα εγώ είμαι πολεμιστής, δεν μπορώ να λησμονήσω.
– Το βλέπω. Βγάλε την περικεφαλαία σου, ρίξε χάμω την ασπίδα και κάν’ την πιατέλα να τη γεμίσουμε μεζέδες" (σ. 304).

Δεν θα αναφερόμουν σε αυτό το απόσπασμα αν δεν κινούσε σ’ αυτό την προσοχή μου μια συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα ο κ. Γκουρογιάννης στο ραδιοφωνικό σταθμό του ΡΙΚ (εκπομπή «Περίπλους», ΡΙΚ, Α΄ Πρόγραμμα, 5.11.2009) και στην οποία αναγνώστηκε το συγκεκριμένο απόσπασμα ως ενδεικτικό του κεντρικού προβληματισμού που διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο. Στη συνέντευξή του, ο συγγραφέας φάνηκε να συμπαθεί τη στάση του βετεράνου παρά εκείνη του κύπριου γείτονα. Μάλιστα, συνέστησε την προσοχή μας απέναντι σε αυτή την «επικίνδυνη ξεγνοιασιά» που επικρατεί στις μέρες μας. Θα ήθελα, λοιπόν, να κλείσω την παρουσίασή μου με αυτό το ερώτημα: ποιος από τους δύο αυτούς μυθιστορηματικούς ήρωες έχει συμπεριφορά διαταραγμένη; Αυτός που πιστεύει ότι η θέση των ζωντανών είναι με τους ζωντανούς και των πεθαμένων με τους πεθαμένους και που επικαλείται τη δύναμη της συγγνώμης για να μπορέσει να προχωρήσει προς ένα καλύτερο μέλλον ή εκείνος που έχει μείνει προσκολλημένος στα μίση του παρελθόντος και αδυνατεί να ξεπεράσει το τραύμα που αυτά του προκάλεσαν;

(*) Ιδιαίτερες ευχαριστίες στη Ρένα Χόπλαρου και στον Χρίστο Ζάνο που με ώθησαν, με τα πολύ διορατικά σχόλιά τους, να διαβάσω το βιβλίο κι απ’ την «ανάποδη».
Δημοσιεύεται στο:
Athens Review of Books-
Αθηναϊκή Επιθεώρηση Βιβλίου
τχ. 2, Νοέμβριος 2009
[Κεντρική Διάθεση για Κύπρο:
I-BOOK BOOKSTORES.
Αθαλάσσης 28, Αγλαντζιά,
τηλ. 0035722462932]

"Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή"


Η ΕΘΑΛ και ο ΟΠΕΚ φιλοξενούν στη Λεμεσό τον συγγραφέα Βασίλη Γκουρογιάννη, παρουσιάζοντας το νέο του μυθιστόρημα "Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή".
Το βιβλίο παρουσιάζει η Κωνσταντίνα Ζάνου, ενώ θα μιλήσει κι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Τεχνοχώρος ΕΘΑΛ, Λεμεσός, 5 Νοεμβρίου, 19:30

Διάλεξη από την Κωνσταντίνα Ζάνου


Η νόσος του έρωτα/The disease of love

Στέγη Σύγχρονου Χορού, Λεμεσός (Πλατεία Ηρώων, δίπλα στο Θέατρο Ριάλτο)
Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου, 20:00

Series of Lectures at Dance House Lemesos under the theme “Arts and Love”:
  1. 19 October – Dr. Yiannis Papadakis: "Romantic Love: An agelong desire or a product of Modernism?"

  2. 2nd November – Dr. Constantina Zanou: "The desease of love"

  3. 16th November – Dr Andreas Onoufriou: «Lacan other as a lost object or probably the loved other wants to tell us I don’t want you any more.

  4. 30th November – Dr. Matthias Kappler: «The afflicted lover and the beautiful beloved: love relationships in Ottoman Poetry.»

All lectures start on 8pm.


Οι αόρατοι άνθρωποι

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Το ομολογώ. Κι εγώ μερικές φορές υποκύπτω στη συνήθεια να αντιμετωπίζω κάποιους ανθρώπους ως «αόρατους». Η επιλεκτικότητα της όρασής μου οξύνεται ιδιαίτερα σε περιόδους διακοπών και ανεμελιάς. Όπως το προηγούμενο καλοκαίρι. Που πέρασα κάποιες μέρες σε ξενοδοχείο του Πρωταρά και απορροφημένη από την προσπάθεια να εξασφαλίσω τη χαλάρωσή μου, δεν έβλεπα πως γύρω μου κάποιοι άνθρωποι, στο σύνολό τους μετανάστες, δούλευαν ασταμάτητα χωρίς ούτε μια στιγμή ανάπαυσης. Δεν διερωτήθηκα τότε – ίσως και επίτηδες, για να μην ταράξω την πολύτιμη γαλήνη μου – από πού έρχονται αυτοί οι άνθρωποι, τι φέρουν μαζί τους, τι συνθήκες συνάντησαν στην Κύπρο, τι όνειρα έχουν για το μέλλον. Με λίγα λόγια, επέλεξα να μην τους βλέπω. Τους κατέστησα αόρατους για να μπορέσω απερίσπαστα να απολαύσω τις διακοπές μου.
Εκ των υστέρων ντράπηκα. Λες και το σύμπαν συνωμότησε τελευταία για να μου υποδείξει το μέγεθος του σφάλματός μου. Μια σειρά αλλεπάλληλων και, κατά τα άλλα, τυχαίων γεγονότων με έθεσαν αντιμέτωπη με τη συνείδησή μου. Πρώτα ήταν η ανακάλυψη εκ μέρους μου μιας εξαιρετικής κυπριακής ταινίας, του «Kalabush» (σενάριο Άδωνη Φλωρίδη και σκηνοθεσία του ίδιου και του Θεόδωρου Νικολαΐδη, 2002), η οποία καταπιάνεται με την ιστορία ενός παράνομου μετανάστη που τον ξεβράζει κατά λάθος η θάλασσα στις ακτές της Λεμεσού. Έπειτα, μια δεύτερη, πιο πρόσφατη ταινία ήρθε να συμπληρώσει την εικόνα: «Ο Παράδεισος στη Δύση» του Κώστα Γαβρά (2009) εξιστορεί την οδύσσεια ενός λαθρομετανάστη που ονειρεύεται να φτάσει στο Παρίσι, για να ανακαλύψει τελικά πως είχε βασίσει το ταξίδι του πάνω σε κούφιες ελπίδες.
Στη συνέχεια, ένα αφιέρωμα της εκπομπής «Έρευνα» του Παύλου Τσίμα (MEGA Ελλάδος, 10/2/2009: «Ο Κώστας Γαβράς συναντά την Κωνσταντίνα Κούνεβα») με έφερε στα βήματα της Κωνσταντίνας Κούνεβα και μου θύμισε την περίπτωση της μετανάστριας αυτής από την Βουλγαρία, που διεκδίκησε τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των συναδέλφων της, οι οποίες δούλευαν, όπως αυτή, καθαρίστριες στον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο της περιοχής Αθηνών. Αποτέλεσμα της συνδικαλιστικής της δράσης ήταν η «παραδειγματική τιμωρία» της τον περασμένο Δεκέμβριο με μια δολοφονική επίθεση με βιτριόλι, από την οποία αγωνίζεται ακόμη να επιβιώσει.
Έπειτα, είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον φίλο μου Γρηγόρη Ιωάννου, ο οποίος μελετά το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο. Ο Γρηγόρης με διαφώτισε πάνω σε διάφορα θέματα, άγνωστα προηγουμένως σε μένα: Πως οι εποχιακοί μετανάστες, που στελεχώνουν την τουριστική μας βιομηχανία (ιδιαίτερα στις περιοχές του Πρωταρά και της Αγίας Νάπας) δουλεύουν κάτω από άθλιες συνθήκες. Πως δεν εξασφαλίζονται συνήθως από κανενός είδους συμβόλαιο εργασίας. Πως οι εργοδότες τους (στην «καλή» θέληση των οποίων έγκειται το ποσό της πληρωμής τους) τους αναγκάζουν να δουλεύουν ασταμάτητα έξι μέρες τη βδομάδα για 9-10 ώρες τη μέρα (σε μια περίπτωση, μάλιστα, μια αλλοδαπή υπάλληλος ξενοδοχείου λιποθύμησε μετά από 18 μέρες συνεχούς εξαντλητικής εργασίας), πως τους στοιβάζουν σε άθλια δωμάτια όπου διαμένουν τέσσερεις-τέσσερεις και πως η διατροφή που τους υπόσχονται είναι και κακής ποιότητας και ανεπαρκής. Και βέβαια αποτρέπονται απειλητικά από το να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε συνδικαλιστική δραστηριότητα.
Το τελικό χτύπημα στη συνείδησή μου το δέχτηκα, όμως, την προηγούμενη εβδομάδα, όταν παρακολούθησα στην τηλεόραση την «επιχείρηση σκούπα» της κυπριακής αστυνομίας στην περιοχή της παλιάς Λευκωσίας. Όταν είδα τον τρόπο με τον οποίο οι αστυνομικοί μας εισέβαλλαν στα «σπίτια», τρομοκρατούσαν, συλλάμβαναν, περνούσαν χειροπέδες και τσουβάλιαζαν σε αστυνομικές κλούβες, υπό την ηδονιστική παρακολούθηση της τηλεοπτικής κάμερας, τους «μελαμψούς» κυρίως κατοίκους της πόλης μου (η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, διαμένουν νόμιμα στην Κύπρο).
Και ντράπηκα. Ντράπηκα για την αστυνομία μας και για τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ντράπηκα για την Αριστερή μας κυβέρνηση, που δεν έπαυσε από τα καθήκοντά τους αμέσως, χωρίς δεύτερη κουβέντα, τους εγκεφάλους της ανεύθυνης και εξευτελιστικής αυτής επιχείρησης. Ντράπηκα για τον εαυτό μου που συνήθισα να βλέπω κάποιους ανθρώπους μόνο όταν αυτοί «απειλούν» την υποτιθέμενη μου ασφάλεια. Ντράπηκα, τέλος, για όλους εμάς, που επιλέγουμε να μετατρέπουμε τους κατά τα άλλα «αόρατους» αυτούς ανθρώπους σε «ηδονιστικό αντικείμενο» προς τέρψιν των ξενοφοβικών μας αισθημάτων. Σε όλους αυτούς τους μετανάστες, λοιπόν, απολογούμαι. Τέλος, νιώθω υποχρέωση να απολογηθώ προς τους δεκάδες στενούς μου συγγενείς και σε όσους άλλους Κύπριους βίωσαν τα ίδια πράγματα στην Αγγλία, την Αμερική, την Αυστραλία και αλλού, μόλις πριν από μισό αιώνα.

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 4/10/2009

Άδοξα τέλη

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
»

Κωνσταντίνος Καβάφης, «Η Σατραπεία»

Διαβάζοντας πρόσφατα, στο βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη «Δυο Απόπειρες και μια Δολοφονία» (Λευκωσία, 2009), τα περί ζωής και θανάτου του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, προβληματίστηκα – ανάμεσα σε άλλα – και για το θέμα του άδοξου τέλους «ένδοξων» ανδρών. Η θλιβερή κατάληξη του άλλοτε παντοδύναμου Υπουργού Εσωτερικών και Άμυνας, και συγκεκριμένα η εικόνα του νεκρού σώματός του να κείτεται σαν πεταμένο σκουπίδι στο χωράφι όπου επέλεξαν οι πρώην φίλοι και συνεργοί του να τον δολοφονήσουν, μου έφερε στο νου μια σειρά ανάλογων περιπτώσεων από την ελληνική ιστορία.
Η πιο γνωστή ιστορία «άδοξου τέλους» από την κλασική αρχαιότητα είναι αυτή που αναφέρεται στον Αθηναίο στρατηγό Θεμιστοκλή (527-461 π.Χ.). Ο άλλοτε κραταιός πολιτικός και ένδοξος ήρωας του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, εξοστρακίστηκε από τους συμπολίτες του το 471 π.Χ., ως αποτέλεσμα της υπερβολικής δύναμης και υπεροψίας που είχε αποκτήσει. Έζησε για κάποιο διάστημα ως εξόριστος στο Άργος και μετά στους Μολοσσούς, ώσπου ανακηρύχθηκε επίσημα από τους Αθηναίους ως προδότης και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Κατέφυγε τελικά στην αυλή του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη. Έμαθε περσικά και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπηρετώντας τον τέως εχθρό του. Φημολογείται πως ο θάνατος του προήλθε από αυτοκτονία.
Γνωστή είναι επίσης και η ιστορία του Αθηναίου στρατηγού και πολιτικού Αλκιβιάδη (450-404 π.Χ.). Ο φιλόδοξος πρωταγωνιστής του Πελοποννησιακού Πολέμου και της Σικελικής εκστρατείας κατηγορήθηκε για τον ακρωτηριασμό των αγαλμάτων του Ερμή και, για ν’ αποφύγει τη δίκη, συνήψε τελικά συμμαχία με τους εχθρούς του Σπαρτιάτες και, με τη βοήθεια επιπλέον του Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη, στράφηκε εναντίον της πατρίδας του. Ο θάνατος τον βρήκε κάπου στη Φρυγία, ενώ υπερασπιζόταν την οικία του βασιλιά Αρταξέρξη από δολοφόνους.
Αλλά και η νεώτερη ελληνική ιστορία έχει να παρουσιάσει δείγματα άδοξου τέλους ένδοξων ζωών. Παροιμιώδες αυτό του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Πώς πέθανε ο ήρωας της Γραβιάς; Φοβούμενος την ανερχόμενη δύναμη του πρώην πρωτοπαλίκαρου και καλύτερου του φίλου, Γιάννη Γκούρα, αποφάσισε, το 1822, να συμμαχήσει με τους Τούρκους και να στραφεί εναντίον της επανάστασης. Συνελήφθη όμως από τους άντρες του Γκούρα και φυλακίστηκε στον πύργο της Ακρόπολης. Ο Μπάμπης Άννινος, ο οποίος συνέγραψε την «Απολογία του Οδυσσέα Ανδρούτσου» (1925), περιγράφει με εξαιρετική παραστατικότητα την μεταφορά του άλλοτε ένδοξου άνδρα στην Ακρόπολη: «Ο ήρως της Γραβιάς, εις την πόλιν, ης εχρημάτισεν αρχηγός και προστάστης και εις ην ωνειροπόλησεν εν τη οργή του να εισέλθη θριαμβευτικώς ως αμείλικτος τιμωρός, εισήλθεν απεναντίας σιδηροδέσμιος, κατησχυμμένος και συντετριμμένος υπό τας ύβρεις και τους εμπτυσμούς του όχλου, οικτρόν σύντριμμα καταπεσσόντος μεγαλείου!». Το σώμα του Ανδρούτσου βρέθηκε τελικά να κείτεται νεκρό στους βράχους κάτω από τον ναό της Απτέρου Νίκης, απ’ όπου τον έριξαν οι εχθροί του αφού πρώτα τον στραγγάλισαν.
«Αληθώς, τινών των επιφανών ανδρών η τύχη παρουσιάζει ενίοτε τοιαύτας τραγικώς αλλοκότους μεταστροφάς», μας λέει ο Άννινος. Να είναι τυχαίο άραγε αυτό; Ο ίδιος αποδίδει το άδοξο τέλος του Ανδρούτσου στα ατίθασα πάθη και στο φθόνο του, όπως και «στας γνωστάς περί το σκευωρείν έξεις του». Ο Θουκυδίδης, από την άλλη, αναλύοντας την περίπτωση του Αλκιβιάδη, αναφέρεται στον υπέρμετρο πλούτο και τη φιλοδοξία του, στην υπεροψία και τον εγωισμό του. Τα χαρακτηριστικά αυτά συνοψίζει ο αρχαίος ιστορικός με την λέξη «παρανομία»: το να δίνει, δηλαδή, κανείς την εντύπωση πως είναι πέρα από τα συνηθισμένα και παραδεχτά (VI 15.4). Υπό το φως της θουκυδίδειας σοφίας ας αναλογιστούμε, λοιπόν, και τις δικές μας μικρές περιπτώσεις «ένδοξων» ανδρών με άδοξα τέλη.

Υ.Γ. Κι αφού μιλάμε για άδοξους θανάτους, μήπως ξέρετε πώς πέθανε η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα; Μια μέρα του 1825, κι ενώ ζούσε στις Σπέτσες, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα γείτονα, τον Χριστόδουλο Κούτση, ο οποίος την κατηγορούσε ότι ο γιός της έκλεψε κι ατίμασε την κόρη του. Στην προσπάθεια της να υπερασπίσει την τιμή του γιού της (και με τη θρυλική της, φαντάζομαι, αθυροστομία), η Μπουμπουλίνα βρέθηκε με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ατυχής παρά άδοξος, θα έλεγα, ο θάνατός της.

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 27/9/2009

Μακάβριες Εξισώσεις

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Ο Michel Foucault, στο κλασικό πλέον άρθρο του «Τι είναι ένας συγγραφέας;» («Qu’est-ce-qu’un auter?», Gallimard, Paris, 1994), υποστηρίζει πως δεν έχει τόση σημασία το «ποιος λέει κάτι», παρά το «τι λέγεται» και υπό ποιες συνθήκες «αυτό το κάτι που λέγεται» γεννιέται, στέφεται με επιτυχία και μετατρέπεται σταδιακά σε κοινό τόπο, αποκτά, δηλαδή, τη δική του ρητορική αυτονομία και συστηματικότητα.
Σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο, θα ήθελα να εξετάσω τις απαρχές ενός ρητορικού σχήματος που τυγχάνει ευρείας διάδοσης στον τόπο μας. Το ρητορικό (και, επομένως, βαθιά ιδεολογικό) αυτό σκαρίφημα έχει ως εξής: όταν μιλούμε για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από Ελληνοκύπριους εναντίον Τουρκοκυπρίων (κυρίως κατά την περίοδο ’63-’67, αλλά και το 1974) σημαίνει πως «εξισώνουμε» τα «ελάχιστα εγκλήματα που διέπραξαν κάποιοι ελαχιστότατοι αδέσποτοι ανθρωπόμορφοι Ε/κ εγκληματίες σε βάρος αθώων αμάχων Τ/κ» με τα «μαζικά και συστηματικά εγκλήματα πολέμου που η Τουρκία, διά των στρατευμάτων της, διέπραξε και διαπράττει στην Κύπρο» (δειγματοληπτικά αποσπάσματα από ένα άρθρο, το οποίο θεωρώ αντιπροσωπευτικό εκατοντάδων άλλων άρθρων και δηλώσεων που υιοθετούν την ίδια προσέγγιση).
Ας εξετάσουμε τώρα υπό ποιες συνθήκες γεννήθηκε το ρητορικό αυτό σχήμα της «εξίσωσης». Μια πρόχειρη έρευνα, μου κατέδειξε ότι πρόκειται για σχετικά πρόσφατη επινόηση. Νομίζω πως αρχίζει να εμφανίζεται συστηματικά, από τον Μάρτιο του 2007 και εξής, στις στήλες κάποιων ακροδεξιών ή, εν πάση περιπτώσει, ακραία συντηρητικών εφημερίδων. Έκτοτε, έχει μετατραπεί σχεδόν σε «κοινό τόπο» και έχει εισχωρήσει στην επιχειρηματολογία της μεγαλύτερης πλειοψηφίας των δημοσιογράφων, των πολιτικών, αλλά και των απλών πολιτών. Γιατί όμως εμφανίζεται τότε;
Το 2007 ήταν μια σημαδιακή χρονιά στην πορεία αυτοσυνειδησίας της ε/κ κοινότητας. Η επαναδραστηριοποίηση της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων (ΔΕΑ) άρχισε σταδιακά, από τον Ιούλιο του 2007 και εξής, να αποκαλύπτει μια όψη της ιστορίας που τρόμαζε πολλούς από μας. Οι εκταφές λειψάνων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που αγνοούνταν από το ’63-’64 και από το ’74 μας καλούσε να αντιμετωπίσουμε μια απλή αλήθεια, που για λόγους εθνικής προστασίας, κρατούσαμε για χρόνια βαθύτατα θαμμένη: ότι, δηλαδή, εγκλήματα δεν διέπραξαν μόνο οι Τουρκοκύπριοι και ο τουρκικός στρατός, αλλά και οι Ελληνοκύπριοι. Ολοένα και περισσότερα λείψανα Τουρκοκυπρίων ξεπρόβαλλαν από πηγάδια και μαζικούς τάφους, διεκδικώντας τη δική τους θέση στην ιστορία. Η ε/κ κοινωνία αναγκάστηκε τότε να εισέλθει σε μια περίοδο ενδοσκόπησης σε σχέση με το παρελθόν της. Άρχισαν να ακούγονται δυνατότερα πράγματα τα οποία μέχρι τότε μονάχα ψιθυριστά μπορούσαν να ειπωθούν. Έτσι, εκών άκων, αρχίσαμε να μιλάμε για τις «αλήθειες των άλλων» και για το δικό μας μερίδιο ευθύνης στην τύχη αυτού του τόπου. Μπήκαμε, δηλαδή, σε μια διαδικασία αυτοσυνειδησίας, η οποία πόρρω απέχει, βέβαια, από την ολοκλήρωση.
Κανείς απ’ όσους τόλμησαν και τολμούν να μιλήσουν για τα «αμίλητα» δεν αναφέρθηκε ποτέ σε «ζυγαριές καταστροφής» και «εξισώσεις εγκλημάτων». Οι θάνατοι, εξάλλου, δεν ζυγίζονται όπως τα πορτοκάλια. Ούτε υπόκεινται σε σύγκριση. Το επιχείρημα της «εξίσωσης» γεννήθηκε ακριβώς απ’ όσους αντιστέκονταν σε ό,τι έβλεπαν να ξεδιπλώνεται μπροστά τους ως μια άλλη εκδοχή της ιστορίας. Από όσους, δηλαδή, εκλάμβαναν και εκλαμβάνουν την ιστορική ενδοσκόπηση ως μια αόριστη απειλή.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, σαν από αμυντικό ένστικτο, οι κοινωνίες τείνουν να μεταθέτουν την ευθύνη σε κάποια «μεμονωμένα εξτρεμιστικά στοιχεία», σε άτομα που κατά κάποιο τρόπο αποτελούν «εξαίρεση» από την ιστορική πορεία της υπόλοιπης κοινωνίας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της αμυντικής στάσης αποτελεί η Γερμανία στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Η αρχική αντίδρασή της γερμανικής κοινωνίας στο σοκ που υπέστη από την αποκάλυψη του ολοκαυτώματος ήταν να αποδώσει τα πάντα στο «μεμονωμένο», «εξω-ιστορικό» και «εξαιρετικό δαιμόνιο» του Χίτλερ. Χρειάστηκαν γύρω στα τριάντα χρόνια για να μπορέσει η γερμανική κοινωνία να αποδεχτεί την οργανική σχέση που υπήρχε ανάμεσα στον Χίτλερ, την ναζιστική ελίτ και την κοινωνία ως σύνολο, και ακόμη πιο πολλά για να αναγνωρίσει ως «ευθύνη», όχι μόνο την διάπραξη και απόκρυψη των εγκλημάτων αυτών από τους άμεσα αναμεμειγμένους, αλλά ακόμα κι αυτή την αδιαφορία ή τη σιωπή της ευρύτερης κοινωνίας.
Ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα χρειαστούν στην Κύπρο για να μπορέσουν να λεχθούν δυνατά όσα ακόμα ψιθυρίζονται για τη σχέση των «εξτρεμιστικών ομάδων» με το ίδιο το κράτος αλλά και την ευρύτερη κοινωνία, θεωρώντας την «συνυπεύθυνη» τόσο για την ιδεολογική της υποστήριξη όσο και για την παρασιώπηση ή την αδιαφορία της; (Και μην μου πείτε πως «συγκρίνω» τα ναζιστικά εγκλήματα με τα δικά μας. Αναφέρομαι στις πορείες ιστορικής αυτοσυνειδησίας των κοινωνιών και όχι στο μέγεθος των εγκλημάτων. Όπως είπαμε, τα εγκλήματα εναντίον ανθρώπινων ζωών είναι μια απόλυτη και μη συγκρίσιμη πραγματικότητα).

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 20/9/2009

Νιαζί Κιζίλγκιουρεκ: Ενοχλητικές αλήθειες και αντιλήψεις-ταμπού για τους "άλλους" κατοίκους της Κύπρου


Γράφει η Κωνσταντίνα Ζάνου

Μην υποτιμάμε τους Τουρκοκύπριους


ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΙ, ΠΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΤΕΛΗΞΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΩΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΩΝ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΜΙΑΣ ΔΙΖΩΝΙΚΗΣ, ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΣΠΟΝΔΗΣ ΚΥΠΡΟΥ; ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΑΖΙ ΚΙΖΙΛΓΚΙΟΥΡΕΚ ΦΩΤΙΖΕΙ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑΤΑΜΠΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΜΑΣ, ΚΑΤΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΟΤΙΜΑΤΑΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ ΟΤΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΕΙ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ

«Οι μουσουλμάνοι της Κύπρου είναι απλώς μια μειονότητα με χαμηλό επίπεδο πολιτισμού». Αυτή την απάντηση έλαβε από τους εκπροσώπους της ελληνοκυπριακής κοινότητας ο Ουίνστον Τσώρτσιλ το 1907, όταν σε μια επίσκεψή του στην Κύπρο ως υπουργός Αποικιών ζήτησε από τους Ελληνοκύπριους να σεβαστούν τα συναισθήματα του μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί. Πάνω από ένας αιώνας πέρασε από τότε. Πόσο όμως άλλαξε η αντίληψή μας για τους «άλλους κατοίκους» της Κύπρου; Τι διαφορετικό μάθαμε, όλα αυτά τα χρόνια για την κοινωνία, μέχρι προχθές δίπλα μας, και τώρα «απέναντι» της Πράσινης Γραμμής;

Απάντηση στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί τώρα να δώσει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο: Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό, που φέρει την υπογραφή του γνωστού καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Νiyazi Κizilyurek. Το βιβλίο συγκεντρώνει μία σειρά παλαιότερων και πιο πρόσφατων άρθρων και ομιλιών του, που καταπιάνονται τόσο με την ιστορία, την κοινωνικο-πολιτική υπόσταση και την πολιτισμική ταυτότητα της τουρκοκυπριακής κοινότητας όσο και με τις αντιλήψεις που η «αντίθετη πλευρά», δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι (ως εκ τούτου, και οι Έλληνες), διαμόρφωσε γι΄ αυτήν. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Κιζίλγιουρεκ, στη νεώτερη ιστορία της Κύπρου, η επικρατούσα αντίληψη ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους ήθελε να προσδιορίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως «μια απλή μειονότητα και αμελητέο στοιχείο», ακόμα κι όταν ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία ως δικοινοτικό κράτος.


Εθνικισμός

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι απαρχές της κοινότητας που θα ονομαζόταν αργότερα «τουρκοκυπριακή» ανάγονται στο 1572 όταν, με την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Κύπρου από τους Οθωμανούς, άρχισε και η μεταφορά μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί, για λόγους κυρίως κοινωνικο-οικονομικής αναβάθμισης. Αυτό συνεχίστηκε και κατά τους επόμενους αιώνες. Κατά την πρώτη απογραφή πληθυσμού που διενεργήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1853, καταγράφονται 14.983 μουσουλμάνοι άνδρες στο νησί, ενώ οι χριστιανοί ανέρχονται σε 29.223.

Ως γνωστόν, στο οθωμανικό σύστημα διοίκησης που στηριζόταν στα «μιλέτ» (θρησκευτικές κοινότητες), η εθνοτική καταγωγή δεν είχε καμία σημασία για τον προσδιορισμό της ταυτότητας. Όλα αυτά αλλάζουν με την άνοδο του εθνικισμού κατά τη διάρκεια του 19ου αι. Ιδιαίτερα, η γένεση του ελληνικού εθνικισμού (του πρώτου από τα αντίστοιχα κινήματα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και η ίδρυση του ελληνικού κράτους επηρεάζουν άμεσα την Κύπρο. Κυρίως το δόγμα της Μεγάλης Ιδέας και η διπλωματική και εκπαιδευτική πολιτική που προώθησε η Ελλάδα στο πλαίσιο της πραγματοποίησής του, θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνειδήσεις των Ελληνοκυπρίων. Η υιοθέτηση εκ μέρους τους των ιδεών περί έθνους, δημιούργησε μια νέα δυναμική για τις κινητοποιήσεις που είχαν στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Στο μεταξύ, ο μουσουλμανικός πληθυσμός του νησιού βρισκόταν ακόμα μακριά από τις ιδέες του εθνικισμού. Ο απόηχος του τουρκικού εθνικισμού έφτασε στις συνειδήσεις της τουρκοκυπριακής ελίτ μόνο κατά τη δεκαετία του 1930. Η ανάπτυξη των κεμαλικών αντιλήψεων ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους και η διαδικασία εκκοσμίκευσης της τουρκοκυπριακής κοινότητας επιτεύχθηκαν με σχετικά γοργούς ρυθμούς, αφού ήδη κατά τη δεκαετία του 1940 ο κυρίαρχος τουρκοκυπριακός λόγος εμφανίζεται ως κοσμικός και εθνικιστικός.


Σύγκρουση

Η Κύπρος έχει περάσει, το 1878, υπό την κυριαρχία των Βρετανών. Το γεγονός ότι το αγγλικό αποικιακό καθεστώς επέλεξε μια μορφή διοίκησης βασισμένης σε μεγάλο βαθμό στον δικοινοτισμό, σε συνδυασμό με την προσκόλληση της κάθε κοινότητας σε μια πολιτική αλυτρωτισμού, θα οδηγήσει σταδιακά στη διαμόρφωση μιας συγκρουσιακής σχέσης ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους: «Στην Κύπρο ο μοντερνισμός δεν δημιούργησε ένα κοινό αίσθημα του “εμείς”. Αντίθετα, οι δύο παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες εξελίχθηκαν ως δύο ξεχωριστές εθνοτικές κοινότητες και δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα κοινό πολιτικό όραμα για το μέλλον της Κύπρου» (σ. 47).

Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι ελπίδες των Ελληνοκυπρίων για την ένωση αυξάνονται, οι δύο κοινότητες αναδιοργανώνουν τα εθνικιστικά τους μέτωπα και το χάσμα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μαζικοποιείται, κινητοποιώντας και τα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Το πάθος των μεν για την ένωση συγκρούεται με το πάθος των δε κατά της ένωσης. Χαρακτηριστικά του κλίματος της εποχής είναι τα λόγια του Τουρκοκύπριου πρώην ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς: «Αυτοί έλεγαν: Πεθαίνουμε για την ένωση κι εμείς λέγαμε ότι πεθαίνουμε για να μη γίνει η ένωση, γιατί αν γίνει, έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε». Η ένταση ανάμεσα στις δύο κοινότητες κορυφώνεται με την έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα το 1955. Από τη μια, η ΕΟΚΑ (Ελληνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) διεκδικεί την ένωση με την Ελλάδα και μονοπωλεί τον αντιαποικιακό ένοπλο αγώνα (στον οποίο αντιτασσόταν η Αριστερά, προτάσσοντας αντ΄ αυτού τον «μαζικό πολιτικό αγώνα»), αποξενώνοντας έτσι μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δηλαδή τους αριστερούς και τους Τουρκοκύπριους. Από την άλλη, το 1957 δημιουργείται και η τουρκοκυπριακή ένοπλη οργάνωση ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης), που θέτει στόχο τη διχοτόμηση της Κύπρου. Υπό αυτές τις συγκυρίες ιδρύεται το 1960 η Κυπριακή Δημοκρατία. Το χάσμα όμως ανάμεσα στις δύο κοινότητες ήταν ήδη πολύ μεγάλο. Τα διαμορφωμένα αποκλίνοντα οράματα Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων δεν μπορούσαν να χωρέσουν υπό τη σκέπη του νεοσύστατου κράτους. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Κizilyurek, «Η Κυπριακή Δημοκρατία γεννήθηκε ως ένα ανεπιθύμητο παιδί που εμφανιζόταν ως εμπόδιο στην ένωση της κάθε κοινότητας με τη μητέρα-πατρίδα».

"Προέκταση της Τουρκίας"



«Με τον πολιτισμό, τη γλώσσα και την ιστορία μου και με όλο το είναι μου, είμαι Τούρκος. Εγώ έχω το κράτος μου... τη μητέρα πατρίδα μου. Κυπριακή κουλτούρα, Τουρκοκύπριοι, Ελληνοκύπριοι, κοινό κράτος στην Κύπρο... όλα αυτά είναι λόγια του αέρα... Στην Κύπρο το μοναδικό πράγμα που είναι κυπριακό είναι το γαϊδούρι». Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Ραούφ Ντενκτάς, τον πρώην ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, που το 2003 κατακρημνίστηκε κακήν κακώς από την εξουσία έπειτα από περίπου 50 χρόνια εμπλοκής στην πολιτική ζωή του τόπου. Όπως επισημαίνει ο Κιζίλγκιουρεκ στο διορατικό άρθρο του για τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, η θέση πως η τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι «προέκταση της Τουρκίας» και πρωτίστως εξυπηρετεί τα συμφέροντά της ήταν, όλως παραδόξως, και το δόγμα του Ντενκτάς. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το 2004, όταν οι Τουρκοκύπριοι εξέφρασαν δυναμικά τη βούλησή τους για μια ενωμένη Κύπρο, ο Ντενκτάς αντιδρούσε τονίζοντας πως 133.000 Τουρκοκύπριοι δεν έχουν το δικαίωμα να καθορίσουν το μέλλον του τουρκικού έθνους.

"Ασφαλείς και ανελεύθεροι"




«Οι άνθρωποι που από τη μια ήθελαν να ξεχωρίσουν τον εαυτό τους από τους Τούρκους της Τουρκίας, αλλά από την άλλη δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τους Ελληνοκύπριους, βρέθηκαν μεταξύ σφύρας και άκμονος», γράφει για τους Τουρκοκύπριους ο Κιζίργκιουλεκ. Εδώ, στιγμιότυπο από την μεταφορά Τουρκοκυπρίων στα κατεχόμενα, το 1974

Το 1974, καθώς οι Τουρκοκύπριοι στοιβαγμένοι στα λεωφορεία ξεκινούσαν για τον Βορρά, ονόμασαν το ταξίδι αυτό «ταξίδι προς την ελευθερία». Σύντομα θα ανακάλυπταν ωστόσο πως η ασφάλεια που παρείχαν τα τουρκικά στρατεύματα δεν αρκούσε για την ελευθερία. «Γιατί», όπως τονίζει ο συγγραφέας, «όταν η ασφάλεια είναι βασισμένη στην παρουσία στρατευμάτων, όλοι οι τομείς της ζωής στρατιωτικοποιούνται» (σ. 114). Οι άνθρωποι αυτοί εγκλωβίστηκαν σταδιακά σε ένα κράτος «μη-κράτος», όπου τίποτα δεν μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την οικονομική υποστήριξη της Άγκυρας και όπου, τουλάχιστον μέχρι πολύ πρόσφατα, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας (υπό την ηγεσία του Ντενκτάς και μετέπειτα του Έρογλου) χειραγωγούσε την πολιτική ζωή. Η κατάσταση οδήγησε στο να αισθάνεται σήμερα η Βόρεια Κύπρος ως ένα προτεκτοράτο της Τουρκίας: η Άγκυρα ασκεί, όντως, πολύ μεγάλη επιρροή σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής. Επιπλέον, η μαζική μεταφορά εποίκων από την Τουρκία εμπεριέχει τον κίνδυνο να μετατραπούν εκ νέου οι Τουρκοκύπριοι, για δεύτερη φορά στην ιστορία τους, σε μειονότητα. Έτσι, όπως παρατηρεί ο Κιζίλγιουρεκ, «οι άνθρωποι που από τη μια ήθελαν να ξεχωρίσουν τον εαυτό τους από τους Τούρκους της Τουρκίας, αλλά από την άλλη δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τους Ελληνοκύπριους, βρέθηκαν μεταξύ σφύρας και άκμονος». Μόνος τρόπος απεγκλωβισμού της τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι, κατά τον συγγραφέα, η αναζήτηση μιας ομόσπονδης λύσης που θα βασίζεται στη συμμετοχή και την αυτονομία. Η ομοσπονδία είναι το μόνο σύστημα ικανό να προστατεύσει τα συμφέροντα των δύο κοινοτήτων, χωρίς την καταπίεση της μιας από την άλλη, και να διασφαλίσει τις προϋποθέσεις για να ανελιχθούν οι διάφορες κουλτούρες και εθνικές ταυτότητες.

"Αμελητέα Πολιτισμική μειονότητα"



Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 Έλληνες και Ελληνοκύπριοι αρχίζουν να καλλιεργούν τον μύθο ότι οι δύο κοινότητες συνυπήρχαν ειρηνικά πριν από την κατοχή. Εδώ Τουρκοκύπριες παίρνουν προμήθειες από τον ΟΗΕ το 1964

«Για τους Ελληνοκύπριους [και για τους Έλληνες], οι Τουρκοκύπριοι ήταν και αντιμετωπίζονταν ως μια μειωμένης αξίας πολιτισμική κοινότητα παρά ως πολιτική οντότητα», σημειώνει ο συγγραφέας. Αυτή η αντίληψη, που επικρατούσε καθ΄ όλη τη διάρκεια του α΄ μισού του 20ού αι., κλονίστηκε το 1960. Οι Συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου που οδήγησαν στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, μετέτρεψαν τους Τουρκοκύπριους από «αμελητέο στοιχείο» σε εθνικό εταίρο, σε μια «κοινότητα» που σύμφωνα με τις επικρατούσες ελληνοκυπριακές αντιλήψεις της εποχής, «είχε συμπράξει με τη βρετανική αποικιακή δύναμη και την Τουρκία με μοναδικό στόχο την αποτροπή της ένωσης με την Ελλάδα». Οι Συμφωνίες κρίθηκαν ως «άδικες» για την ελληνοκυπριακή πλευρά και οι δικοινοτικές σχέσεις, ιδιαίτερα από το 1963 και εξής, περνούν στη χειρότερη φάση της ιστορίας τους. Την πρωτοβουλία του Μακαρίου για αλλαγή των περίφημων «13 σημείων» του κυπριακού Συντάγματος ακολούθησαν ένοπλες και αιματηρές συγκρούσεις, που σταδιακά γενικεύτηκαν σε ολόκληρη την Κύπρο. Πρωταγωνιστές σε αυτά τα γεγονότα ήταν, από τη μια, η τουρκοκυπριακή οργάνωση ΤΜΤ, που καλλιεργούσε συστηματικά τον εθνοτικό ανταγωνισμό και ασκούσε τρομοκρατία σε όσους Τουρκοκύπριους υποστήριζαν την Κυπριακή Δημοκρατία και τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων. Από την άλλη, διάφορες ελληνοκυπριακές μυστικές παρακρατικές οργανώσεις ανέλαβαν ένοπλη δράση. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους: «Η βασική πολιτική γραμμή έναντι των Τούρκων παραμένει να κατανοήσουν ούτοι ότι δεν αποτελούν παρά μιαν απλή μειονότητα και ότι επομένως δεν δικαιούνται να έχουν τα υπερπρονόμια τα οποία σήμερον έχουν» (απόσπασμα από φυλλάδιο της ένοπλης οργάνωσης Ακρίτας). Σε αυτά τα χρόνια, η εικόνα που επικρατεί είναι αυτή του διαχωρισμού. Οι Τουρκοκύπριοι, υπό συνεχή αίσθηση απειλής, θα συγκεντρωθούν σε διάφορα γκέτο, τα οποία πολιτικά και στρατιωτικά ελέγχονται από την Άγκυρα και, τουλάχιστον μέχρι το 1968 οπότε αρχίζουν οι δικοινοτικές συνομιλίες, κάθε είδους συναλλαγή με την άλλη κοινότητα θα διακοπεί.


Ο μύθος

Μετά την τουρκική εισβολή το 1974, η αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων ήταν τέτοια, που ανάγκασε τους Ελληνοκύπριους να αποδεχθούν, ίσως πρώτη φορά στην ιστορία τους, την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων και να τους αντιμετωπίσουν ως μια «κοινότητα» με την οποία αναγκάστηκαν να συνομιλήσουν για το μέλλον της Κύπρου. «Κοινότητα με την οποία οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν». Υπό την σκιά της κατοχής, ο μύθος της «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο κοινοτήτων στην προ του ΄74 εποχή καλλιεργείται συστηματικά και αποκτά βαρύνουσα σημασία για τη μάχη των Ελληνοκυπρίων ενάντια στην κατοχική Τουρκία. Όταν πλέον, δηλαδή, η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ανεπανόρθωτα πληγεί, μόνο τότε οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να πιστεύουν σε αυτήν.

Όπως επισημαίνει όμως ο Νίαζι Κιζίλγιουρεκ, αυτή η ξαφνική «ανακάλυψη των αδελφών Τουρκοκυπρίων» χρησιμοποιήθηκε μόνο ως εργαλείο ενάντια στην κατοχή, ενώ πόρρω απέχει από την ανάπτυξη μιας πολιτικής κουλτούρας που να σέβεται τη διαφορετικότητα. Ακόμα και σήμερα, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι διάχυτη η αντίληψη ανάμεσα, τόσο στους Ελληνοκύπριους όσο και στους Έλληνες, ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στη λύση του Κυπριακού. Η πολιτική πεποίθηση ότι «το κλειδί για τη λύση βρίσκεται στην Άγκυρα» οδηγεί και πάλι σε μια υποτίμηση της αυτόνομης πολιτικής βούλησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο της ελληνοκυπριακής πλευράς, οι Τουρκοκύπριοι μοιάζουν έτσι να είναι σχεδόν «ανυπόστατοι», ένας «απών συνομιλητής».

Niyazi Kizilyurek: διανοούμενος-γέφυρα

«Η διαχωριστική γραμμή που επιβλήθηκε με τη βία και διατηρείται με τη βία, δεν διαιρεί μονάχα τους ανθρώπους μεταξύ τους, αλλά διχάζει και τους ίδιους τους ανθρώπους», γράφει στο βιβλίο του ο Νiyazi Κizilyurek. Κανείς δεν ενσαρκώνει καλύτερα από τον ίδιο τον Τουρκοκύπριο καθηγητή αυτό τον εσωτερικό διχασμό. Από την αρχή ενάντιος στην ιδέα της διχοτόμησης της Κύπρου, δραστηριοποιήθηκε ως διανοούμενος και συγγραφέας. Δημοσίευσε βιβλία και άρθρα κατά του τουρκικού εθνικισμού και της ιδέας της διχοτόμησης. Έμαθε ελληνικά και επέλεξε να συνεργαστεί με τους Ελληνοκύπριους συμπατριώτες του, κάτι που τον έφερε σε άμεση σύγκρουση με την τουρκική και τουρκοκυπριακή εθνικιστική ελίτ (ανάμεσα σε άλλα, στιγματίστηκε ανοιχτά από το καθεστώς Ντενκτάς ως προδότης). Από την άλλη, η δράση του για τη δημιουργία μιας «ολικής Κύπρου» τον έφερε συχνά σε αντιπαλότητα και με τους Ελληνοκύπριους εθνικιστές. Σήμερα ζει στη νότια πλευρά του νησιού και λειτουργεί ως διανοούμενοςγέφυρα ανάμεσα στις δύο κοινότητες, χωρίς ουσιαστικά να ταυτίζεται απόλυτα με καμία. Το αίσθημα της εξορίας είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, εγγενές στοιχείο της ταυτότητάς του. Ενδεικτική της στάσης του είναι και η ταινία «Το τείχος μας», που έγραψε ο ίδιος σε συνεργασία με τον Πανίκο Χρυσάνθου (http://www. cyprus-tube. com/el/cyprustube. html? catid=11).

Η Κωνσταντίνα Ζάνου είναι ιστορικός,ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. http: //www. czanou. blogspot. com/

"ΤΑ ΝΕΑ" (Βιβλιοδρόμιο), 19-9-2009

Εμείς θέλουμε λύση;

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Οι Τούρκοι είναι Τούρκοι»
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’ (Αύγουστος 2009)

Τώρα που πέρασαν κάποιες μέρες, νομίζω πως μπορούμε να ανασυστήσουμε με μεγαλύτερη νηφαλιότητα τα γεγονότα που οδήγησαν στο «φιάσκο Λιμνίτη» και να εξετάσουμε, υπό το πρίσμα μιας απόστασης, τα ερωτήματα που γεννάει αυτή η υπόθεση.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το καζάνι είχε αρχίσει να βράζει ήδη από τα τέλη Αυγούστου. Μια βδομάδα περίπου πριν από τη γιορτή του Αγίου Μάμαντος και εν όψει του αιτήματος των κατοίκων της περιοχής Τηλλυρίας να μεταβούν για προσκύνημα εκείνη τη μέρα στον κατεχόμενο ναό του Αγίου μέσω του οδοφράγματος του Λιμνίτη, κάποιοι είχαν αρχίσει να ασχολούνται προκαταβολικά με το θέμα. Ήδη στις 29 και 31 Αυγούστου, η εφημερίδα «Σημερινή» δημοσίευε ολοσέλιδα και «προφητικά» ρεπορτάζ για την υπόθεση. Στο πρώτο δήλωνε ότι «οι Τούρκοι προβάλλουν απαιτήσεις για να δυσκολέψουν τη μετάβαση στον Άγιο Μάμαντα στη Μόρφου» και παρέθετε τα παράπονα του κοινοτάρχη Κάτω Πύργου Τηλλυρίας. Ο ευφάνταστος κοινοτάρχης (μετά προφανώς «Θείας» ή «κομματικής» υποδείξεως) σκέφτηκε να θέσει το ζήτημα ως εξής: αφού «τα 72 λεωφορεία των Τούρκων γεμάτα Τουρκοκύπριους μουτζαχίντ και εποίκους επισκέφθηκαν τα Κόκκινα την αποφράδα μέρα του βομβαρδισμού της Τηλλυρίας, για να πανηγυρίσουν για τη νίκη τους, χωρίς να τους ελέγξει κανένας», και μάλιστα χωρίς «να πουν ένα ευχαριστώ», γιατί «τώρα, που πρόκειται για προσκυνηματική εκδρομή Ελληνοκυπρίων, προβάλλονται προσκόμματα»; Τα «προσκόμματα» στα οποία αναφερόταν ο κοινοτάρχης αφορούσαν την απαίτηση του κατοχικού καθεστώτος για ονομαστικό κατάλογο των προσκυνητών στα αγγλικά και στον οποίο θα αναγράφονταν οι αριθμοί ταυτοτήτων όσων ενδιαφέρονταν να μεταβούν στα κατεχόμενα. Κάτι, δηλαδή, που από το 2003 και εξής γίνεται, είτε μας αρέσει είτε όχι, σε όλα τα σημεία διέλευσης προς τα κατεχόμενα.
Μετά από δυο μέρες, η τοποθέτηση του κοινοτάρχη μεταδόθηκε από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΡΙΚ, για ν’ απορριφθεί αμέσως μετά από τον Προεδρικό Επίτροπο, ο οποίος τόνισε πως τέτοιου είδους συμφωνία (δηλαδή να περάσουν οι Ε/κ προσκυνητές χωρίς έλεγχο, ως αντάλλαγμα για τη μετάβαση των Τ/κ στα Κόκκινα) δεν είχε γίνει ποτέ με την άλλη πλευρά. Παρ’ όλα αυτά, στο ίδιο δελτίο, ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ Γιαννάκης Ομήρου δήλωσε με αποφασιστικότητα: «Αν οι Τούρκοι ζητήσουν είτε ταυτότητες, είτε να κατεβάσουν τους προσκυνητές από τα λεωφορεία, πρέπει να ακυρωθεί η μετάβαση». Συνάμα, τις προκαταβολικές ανησυχίες τους εξέφρασαν οι εκπρόσωποι του ΔΗΚΟ, του ΕΥΡΩΚΟ και των Οικολόγων, οι οποίοι προειδοποίησαν πως «πρέπει όλοι να σκεφτούμε ποιες θα είναι οι συνέπειες αν με τις οποιεσδήποτε αποφάσεις μας αναβαθμίζουμε το κατοχικό καθεστώς».
Από τη χορωδία δεν μπορούσε βεβαίως να λείψει ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος, σε τέτοιες περιπτώσεις, επιδεικνύει ένα εξαιρετικό χάρισμα: Θέλεις λόγω έλλειψης διπλωματικότητας, θέλεις λόγω αφέλειας, θέλεις λόγω υπερβάλλοντος λαϊκισμού, ο Αρχιεπίσκοπος καταφέρνει να εκφράσει με πιο «λαϊκό» και «ενστικτώδη» τρόπο όλα όσα οι παραπάνω δεν τολμούν να εκστομίσουν από το φόβο μιας κακώς νοούμενης «πολιτικής ορθότητας». Έτσι, την ίδια εκείνη μέρα (και, υπενθυμίζω, τέσσερεις μέρες πριν από τη γιορτή του Αγίου Μάμαντος) ακούσαμε δια του στόματος του (τόσο στο προαναφερθέν δελτίο του ΡΙΚ, όσο και στο προαναφερθέν δημοσίευμα της «Σημερινής») τα εξής: «Εμείς ποτέ δεν πιστέψαμε πως θα άνοιγε το οδόφραγμα του Λιμνίτη… Οι Τούρκοι είναι Τούρκοι, για 35 ολόκληρα χρόνια δεν έχουν κάνει πίσω ούτε πόντο… Ουδέποτε πίστεψα στη λεγόμενη “καλή θέληση” των Τούρκων… Γι αυτό να προσέξουμε μη δούμε την πατρίδα μας τουρκοποιημένη».
Διερωτώμαι λοιπόν: η κυβέρνηση δεν είχε αντιληφθεί όλο αυτό το προκαταβολικό πανηγύρι εθνικής έξαρσης; Δεν είχε φανταστεί πως το παραμικρό λάθος στα ονόματα των προσκυνητών θα έδινε αφορμή στο κατοχικό καθεστώς να προβεί σε προκλητικές επιδείξεις εξουσίας; Δεν έβλεπε ξεκάθαρα πως αυτό το λάθος και οι συνέπειές του, θα φούντωνε ακόμα πιο πολύ τους ήδη φουντωμένους «πατριώτες» μας; Γιατί λοιπόν έλειπε από τη διαδικασία; Γιατί δεν έστειλε κάποιους λειτουργούς να ελέγξουν τα ονόματα των επιβατών των λεωφορείων και άφησε τη δουλειά αυτή σε κάποιους ανεύθυνους τοπικούς παράγοντες, στις προδιατεθειμένες αρνητικά τοπικές αρχές και, εν τέλει, στο κατοχικό καθεστώς; Γιατί δεν μερίμνησε με εξαιρετική σχολαστικότητα για την ομαλή διεξαγωγή της μετάβασης, προσπαθώντας πάση θυσία να διαφυλάξει το καλό κλίμα, μέσα στο οποίο υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει ο β’ γύρος των συνομιλιών;
Το να ρίχνουμε όλες τις ευθύνες στους «απέναντι» και εύκολο είναι και βολικό. Εντάξει, δεκτό, οι «απέναντι» δεν έδειξαν με το επεισόδιο αυτό πως έχουν ιδιαίτερη διάθεση για λύση. Εμείς όμως; Εμείς έχουμε; Ρωτώ τον καθένα από σας και περιμένω μια ειλικρινή, έστω σιωπηρή, απάντηση: Εμείς θέλουμε λύση;

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 13/9/2009

Ηθικός Μαζοχισμός

Της Κωνσταντίνα Ζάνου

«Εμείς δεν θέλουμε ούτε να ξεχάσουμε ούτε να θυμηθούμε ούτε να μάθουμε ούτε να γιατρευτούμε. Εμείς έχουμε πάθει μια μακροχρόνια φαγούρα από τις πληγές μας. Μας αρέσει, σαν τους λεπρούς, να ξυνόμαστε, να γδερνόμαστε. Έχουμε νευρολογική εξάρτηση από τις πληγές μας»
(Βασίλης Γκουρογιάννης, «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή», Αθήνα, 2009)

Ανάμεσα στις ποικίλες διαστροφές της ελληνοκυπριακής κοινωνίας είναι και ο παρατεταμένος «ηθικός μαζοχισμός». Ο όρος δομήθηκε από τον Φρόυντ για να επεκτείνει την έννοια του μαζοχισμού πέρα από τη διαστροφή που έχει περιγραφεί από τους σεξολόγους. Με τον όρο αυτό ο Φρόυντ προσπαθεί να εξηγήσει την συμπεριφορά εκείνη κατά την οποία το κοινωνικό υποκείμενο αναζητεί για τον εαυτό του τη θέση του θύματος με σκοπό να δομήσει την ταυτότητά του. Στη διαδικασία αυτή, ο πόνος ανάγεται σε νομιμοποιητικό στοιχείο της ταυτότητας. Ο πόνος ερμηνεύεται, δηλαδή, για τους μαζοχιστές σαν απόδειξη της ύπαρξής τους.
Θα προσπαθήσω να γίνω πιο σαφής μέσα από την ανάλυση ενός παραδείγματος: Πρόσφατα ανακαλύφθηκαν σε ένα πηγάδι στο Τζιάος τα λείψανα των πέντε άτυχων εθνοφρουρών που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αφού συνελήφθησαν από τον τουρκικό στρατό, δολοφονήθηκαν στη συνέχεια από Τουρκοκύπριους παραστρατιωτικούς το 1974. Δεν είναι η πρώτη φορά που ανακαλύπτονται λείψανα ανθρώπων που μέχρι χθες θεωρούνταν αγνοούμενοι. Τα τελευταία χρόνια, η δράση της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων (ΔΕΑ) έφερε στο φως και ταυτοποίησε με την μέθοδο του DNA τα οστά περίπου 128 Ελληνοκυπρίων και 44 Τουρκοκυπρίων, που η τύχη τους ήταν άγνωστη από το 1964 ή από το 1974. Το θέμα λοιπόν δεν αποτελεί από μόνο του «πρωτοφανή» είδηση. Στο βαθμό που αποτελεί είδηση, αυτή θα έπρεπε να συντονίζεται με τη δημοσιότητα που έλαβαν και οι υπόλοιπες 170 περίπου περιπτώσεις εκταφών λειψάνων. Διακρίσεις ανάμεσα σε νεκρούς δεν πρέπει να γίνονται.
Ωστόσο, το θέμα ανάχθηκε από τα ελληνοκυπριακά κανάλια (και ως εκ τούτου και από τα ελληνικά) ως κύριο. Για πάνω από μια βδομάδα η κοινή γνώμη βομβαρδιζόταν από ειδήσεις και πληροφορίες για τον τρόπο που διαπράχθηκε η δολοφονία, για τον χαρακτήρα των θυτών και των θυμάτων, για τα αισθήματα των οικογενειών των αγνοουμένων κ.ο.κ. Σε αυτά όλα προστέθηκε και η χορωδία των «πατριωτών» της πολιτικής και κάποιων «υπερευαίσθητων» εντύπων, που θυμήθηκαν, μετά από 35 χρόνια, να ζητήσουν την παραπομπή της Τουρκίας σε διεθνή δικαστήρια για εγκλήματα πολέμου. Με λίγα λόγια, στήθηκε γύρω από το περιστατικό μια ολόκληρη και εν πολλοίς – αν σκεφτεί κανείς τη δημοσιότητα που έλαβαν οι υπόλοιπες περιπτώσεις – αδικαιολόγητη επιχείρηση προβολής του πόνου. Η οδύνη των συγγενών, αντί να αντιμετωπισθεί με σεβασμό και με τη δέουσα διακριτικότητα, έγινε στόχος εκμετάλλευσης για την ανακίνηση συναισθήματος στην κοινή γνώμη. Εξάλλου, στην Κύπρο, όσο πιο πολύ προβάλλεται ο πόνος (ειδικά ο πόνος που συνδέεται με εθνικά θέματα), τόσο πιο πολύ ανεβαίνουν τα νούμερα τηλεθέασης.
Μια άλλη αποκάλυψη, ωστόσο, ήρθε να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές, την ύπαρξη, δηλαδή, στις ελληνοκυπριακές δομές εξουσίας ενός συστήματος αναπαραγωγής και διατήρησης του πόνου. Η είδηση (που έλαχε, βεβαίως, λιγότερης δημοσιότητας) αποκάλυψε πως ο ίδιος ο Τούρκος φωτογράφος που αποθανάτισε τους πέντε αιχμαλώτους στις τελευταίες στιγμές της ζωής τους, φωτογράφισε στη συνέχεια και τη σκηνή της ταφής των άτυχων στρατιωτών. Οι εν λόγω φωτογραφίες κατασχέθηκαν από Ελληνοκύπριους στρατιώτες και μεταφέρθηκαν στο ΓΕΕΦ μετά την σύλληψη του φωτογράφου. Εν μέσω πολέμου και καταστροφών, κάποιοι θεώρησαν τότε ότι θα μπορούσαν να βγάλουν λεφτά από αυτή την υπόθεση. Έτσι, πούλησαν τις φωτογραφίες στην εφημερίδα «Μάχη» του Νίκου Σαμψών, η οποία και τις δημοσίευσε. Υπάρχει όμως μια σημαντική όσο και μακάβρια λεπτομέρεια: Ποτέ δεν δημοσιεύτηκαν οι φωτογραφίες που παρουσίαζαν τους πέντε στρατιώτες ήδη νεκρούς. Παρά την ύπαρξη φωτογραφικών τεκμηρίων και παρά τις πολλαπλές καταθέσεις του Τούρκου φωτογράφου για τις σκηνές στις οποίες έγινε μάρτυρας, ποτέ δεν αποκαλύφθηκε στους συγγενείς πως οι αιχμάλωτοι είχαν τελικά δολοφονηθεί. Αντίθετα, η φωτογραφία που τους αποθανάτισε ακόμη ζωντανούς έτυχε υπερ-προβολής και ανήχθη σε σύμβολο της αναμονής και της ελπίδας των συγγενών αγνοουμένων για επιστροφή των αγαπημένων τους προσώπων. «Μας άφησαν στην άγνοια και μας χρησιμοποίησαν για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Αυτό είναι το πιο τραγικό», δηλώνει σήμερα η αδελφή ενός από τους πέντε δολοφονηθέντες στρατιώτες. Όπως και τόσοι άλλοι, έτσι κι αυτή, έπεσε θύμα της στρατηγικής του «ηθικού μαζοχισμού» που μας επιβλήθηκε από τα άνω, με τη σιωπηρή βέβαια συναίνεσή μας, την τελευταία τουλάχιστον πεντηκονταετία.

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 6/9/2009

Το «σύνοικο στοιχείο»

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Οι Μουσουλμάνοι της Κύπρου είναι απλώς μια μειονότητα με χαμηλό επίπεδο πολιτισμού». Αυτή την απάντηση έλαβε από τους εκπροσώπους της ελληνοκυπριακής κοινότητας ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, όταν, το 1907, σε μια επίσκεψή του στην Κύπρο ως Υπουργός Αποικιών, ζήτησε από τους Ελληνοκύπριους να σεβαστούν τα συναισθήματα του μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί. Πάνω από ένας αιώνας πέρασε από τότε. Πόσο όμως άλλαξε η αντίληψή μας για τους «άλλους κατοίκους» της Κύπρου; Τι παραπάνω, τι διαφορετικό μάθαμε, όλα αυτά τα χρόνια, για το «σύνοικό» μας «στοιχείο»; Τι ξέρουμε, εν τέλει, για τους Τουρκοκύπριους;
Απάντηση στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί τώρα να δώσει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. «Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση (2009), φέρει την υπογραφή του γνωστού καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Niyazi Kizilyürek. Το βιβλίο συγκεντρώνει μια σειρά παλαιότερων και πιο πρόσφατων άρθρων και ομιλιών του συγγραφέα, που καταπιάνονται τόσο με την ιστορία, την κοινωνικο-πολιτική υπόσταση και την πολιτισμική ταυτότητα της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όσο και με τις αντιλήψεις που η «αντίθετη πλευρά», δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι, διαμόρφωσε γι αυτήν.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Kizilyürek, στη νεότερη ιστορία της Κύπρου, η επικρατούσα αντίληψη ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους ήθελε να προσδιορίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως «μια απλή μειονότητα και αμελητέο στοιχείο». «Κι αυτό», επισημαίνει ο καθηγητής, «όχι μόνο στην ιστορική περίοδο κατά την οποία οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι προσδιόριζαν τον εαυτό τους ως μειονότητα, αλλά και μετέπειτα, όταν ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, ως δικοινοτικό κράτος, στη βάση της πολιτικής ισότητας των δύο εθνοτικών ομάδων».
Αυτή η αντίληψη, που επικρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του α’ μισού του 20ου αιώνα, κλονίστηκε το 1960. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που οδήγησαν στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, μετέτρεψαν τους Τουρκοκύπριους από «αμελητέο στοιχείο» σε εθνικό εταίρο, σε μια «κοινότητα» που σύμφωνα με τις επικρατούσες ελληνοκυπριακές αντιλήψεις της εποχής, «είχε συμπράξει με τη βρετανική αποικιακή δύναμη και την Τουρκία με μοναδικό στόχο την αποτροπή της ένωσης με την Ελλάδα». Οι Συμφωνίες κρίθηκαν έτσι ως «άδικες» για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Χαρακτηριστική της αντίληψης αυτής είναι και η φράση που συναντά κανείς στα φυλλάδια της μυστικής ένοπλης οργάνωσης Ακρίτας: «η βασική πολιτική γραμμή έναντι των Τούρκων παραμένει να κατανοήσουν ούτοι ότι δεν αποτελούν παρά μιαν απλή μειονότητα και ότι επομένως δεν δικαιούνται να έχουν τα υπερπρονόμια τα οποία σήμερον έχουν».
Μετά την τουρκική εισβολή το 1974, η αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων ήταν τέτοια, που ανάγκασε τους Ελληνοκύπριους να αποδεχτούν, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία τους, την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων και να τους αντιμετωπίσουν ως μια «κοινότητα» με την οποία μπορούσαν να συνομιλήσουν για την εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό. Η τουρκοκυπριακή «αμελητέα πολιτισμική μειονότητα» μετατρέπεται έτσι σε μια «κοινότητα με την οποία οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν». Υπό τη σκιά της κατοχής, ο μύθος της «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο κοινοτήτων στην προ του ’74 εποχή, καλλιεργείται συστηματικά και αποκτά βαρύνουσα σημασία για τη μάχη των Ελληνοκυπρίων ενάντια στην κατοχική Τουρκία. Όταν πλέον, δηλαδή, η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ανεπανόρθωτα πληγεί, μόνο τότε οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να πιστεύουν σε αυτήν.
Όπως επισημαίνει όμως ο Niyazi Kizilyürek, αυτή η ξαφνική «ανακάλυψη των αδελφών Τουρκοκυπρίων» χρησιμοποιήθηκε μόνο ως εργαλείο ενάντια στην κατοχή, ενώ πόρρω απέχει από την ανάπτυξη μιας πολιτικής κουλτούρας που να σέβεται τη διαφορετικότητα. Ακόμα και σήμερα, σύμφωνα με τον καθηγητή, οι Ελληνοκύπριοι δεν αντιμετωπίζουν τους Τουρκοκύπριους ως μια πολιτική κοινότητα με βούληση. Είναι διάχυτη η αντίληψη ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στη λύση του Κυπριακού. Η πολιτική πεποίθηση ότι «το κλειδί για τη λύση βρίσκεται στην Άγκυρα» οδηγεί και πάλι σε μια υποτίμηση της αυτόνομης πολιτικής βούλησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο της ελληνοκυπριακής πλευράς, οι Τουρκοκύπριοι μοιάζουν έτσι να είναι σχεδόν «ανυπόστατοι», ένας «απών συνομιλητής». Όπως συμπεραίνει, λοιπόν, ο συγγραφέας: «Όπως στις αρχές του 20ου αιώνα, έτσι και στις μέρες μας, η παραγνώριση της ύπαρξης και της βούλησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας μοιάζει με την εγελιανή διαλεκτική του αφέντη και του σκλάβου και έχει ως μοναδικό μέλημα την επιδίωξη άσκησης εξουσίας».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 30/8/2009

Το ελληνικό Βιετνάμ

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Πρέπει όλοι οι σκελετοί Τούρκων και Ελλήνων να δουν το φως. Δεν μπορεί κάποιος να κοιμάται ήσυχος με σκελετούς κάτω από το κρεβάτι»

(ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, «ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ», ΑΘΗΝΑ, 2009)

Το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» ήρθε να ταράξει τα νερά σε ένα ζήτημα-ταμπού της ελληνικής και κυπριακής ιστορίας. Ο Γκουρογιάννης τολμά ν’ αγγίξει το, εδώ και 35 χρόνια, «ανέγγιχτο» θέμα των Ελλήνων που πολέμησαν στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος και της εισβολής. Ο ήρωας του μυθιστορήματός του, ένας πετυχημένος δικηγόρος, που καταφέρνει για χρόνια να κρύβει επιμελώς – ακόμα κι από ίδιο του τον εαυτό – την συμμετοχή του στα γεγονότα του ’74 στην Κύπρο, ξυπνάει από τον πολύχρονο λήθαργό του όταν του συμβαίνει ένα απρόοπτο περιστατικό. Μια μέρα, παίρνοντας το τρένο να γυρίσει στο σπίτι του, τον πλησιάζει ένας ζητιάνος και, αγκαλιάζοντάς τον, του ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Σειρούλα! Γλύτωσες; Το πόδι, το πόδι…». Σοκαρισμένος από αυτή την απρόσμενη «επίθεση», ο δικηγόρος αφήνει το βαγόνι και με μουδιασμένα τα σαγόνια καταφέρνει να ψευδίσει: «Θεέ μου, ποιος είναι; Ποιος θα μιλήσει για το δικό μας Βιετνάμ;». Η δυσωδία του ζητιάνου αρχίζει σταδιακά να μπλέκεται με την δυσοσμία που αναδίδουν οι δικές του ξεχασμένες και πρόχειρα κουκουλωμένες πληγές. «Τότε ήταν που αντιλήφθηκα», ομολογεί ο δικηγόρος, «πώς μυρίζουν οι ζωντανοί νεκροί. Αφόρητα, αφόρητα!». Έτσι λοιπόν, αποφασίζει να αναμετρηθεί με το παρελθόν του. Συστήνει ένα σύλλογο βετεράνων και τους προτρέπει, μέσα από τη διοργάνωση ενός ταξιδιού στην Κύπρο και ενός συνεδρίου, να κάνουν το ίδιο: «Γίνεται όπως με τις πληγές», τους λέει στην εισαγωγική του ομιλία, «αν δεν τις αφήσεις να τρέξουν το αίμα τους και τις ράψεις στα γρήγορα, κρατάς στο σώμα φυλακισμένα τα μικρόβια του τετάνου κι άλλα βακτήρια, που με τον καιρό σε διαλύουν. Αυτό συνέβη σε πολλούς από μας, γι αυτό ας έχετε το θάρρος να ανοίξετε εκ νέου τις πληγές και να φύγει όσο αίμα και όσα δάκρυα όφειλαν να φύγουν από ποτέ».
Ο Γκουρογιάννης καταφέρνει να ξεδιπλώσει με μαεστρία τις μαρτυρίες των Ελλήνων βετεράνων του ’74 και να αναδείξει την πολυπρισματικότητα ενός θέματος που, ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις που συζητείται, προεξοφλείται με εύκολους αφορισμούς. «Εμείς ήμασταν η ντροπή της Ελλάδας», ομολογεί ένας βετεράνος, «Ήμασταν οι χουντικοί, ήμασταν οι ανεπιθύμητοι, ήμασταν αυτοί που πήγαμε να πολεμήσουμε τον Μακάριο και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με Τούρκους χωρίς να το περιμένουμε και να το πολυκαταλάβουμε». Για να συνεχίσει: «Τι υπερασπιζόμασταν στην Κύπρο; Τον ελληνισμό ή τη χούντα των συνταγματαρχών; Ποιος μας καθοδήγησε εναντίον ποιού πρέπει να υψώσουμε το όπλο;». Πράγματι, αυτό που μοιάζει να εισηγείται ο συγγραφέας είναι ότι, αν εξαιρέσουμε τους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους 2000 περίπου Έλληνες στρατιώτες που στάλθηκαν στην Κύπρο το ‘74 «πολέμησαν χωρίς να γνωρίζουν τον εχθρό τους». Και όχι μόνο: Όσοι στάλθηκαν στην Κύπρο, με απόφαση που εξέδωσε η χούντα στις 21 Ιουλίου, όσοι δηλαδή αποτελούσαν το μοναδικό τάγμα πεζικού και της μοίρας καταδρομέων που στάλθηκε πρόχειρα, παρά την άρνηση των συνταγματαρχών (αλλά λόγω της επιμονής του Ιωαννίδη και της πίεσης που ασκούσε ο Σαμψών), ήταν οι λιγότερο ευνοούμενοι του καθεστώτος, αφού ουσιαστικά στέλνονταν σε μια επιχείρηση αυτοκτονίας.
Το αν αληθεύουν αυτές οι υποθέσεις ή όχι εναποτίθεται στην έρευνα των εξειδικευμένων στο θέμα ιστορικών. Από τις πολλαπλές και διαφορετικές αναγνώσεις που επιδέχεται το μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη, εγώ θα ήθελα να κρατήσω τις εξής:
Α) Πρόκειται για ένα έργο που καταδεικνύει πως ο πραγματικός πόλεμος ξεκινά μετά την λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Αυτός ο πόλεμος, μας λέει ο συγγραφέας, λαμβάνει χώρα στο πεδίο της μνήμης και της ιστορίας, εκεί όπου τα λόγια μάχονται με τη σιωπή, οι υπόγειες ερμηνείες με τις επίσημες αφηγήσεις, οι ατομικές αλήθειες με τα εθνικά στερεότυπα: «Το πρόβλημα δεν είναι η ψύξη του μυαλού [κατά τη διάρκεια του πολέμου], είναι η απόψυξη, που κρατάει χρόνια».
Β) Αν και πολλές φορές ο συγγραφέας φαίνεται να συμπαθεί τους ήρωες του, πιστεύω πως εν τέλει δεν προσπαθεί να τους δικαιώσει. Σκοπός του είναι να καταγγείλει τον πόλεμο εν γένει. «Νιώθετε εθνική υπερηφάνεια για την ανάμειξή σας στα πολεμικά γεγονότα της Κύπρου;», ρωτάει ένας ιστορικός τον βασικό ήρωα του έργου. «Κανένας δεν βγαίνει από τον πόλεμο περήφανος», του απαντά εκείνος, «απλώς οι άλλοι τον δοξάζουν για τα κατορθώματά του, εξαιτίας των οποίων αυτός χάνει για πάντα τον ύπνο του… Ο πόλεμος είναι μια παλαίστρα με σκατά. Όσες αρωματικές δάφνες κι αν στρώσεις από πάνω, η σκατίλα δεν φεύγει. Την έχεις για πάντα στα ρουθούνια».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 24/8/2009

Φθινοπωρινές Πληγές

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Η οδός Ιστικλάλ είναι σήμερα ένας από τους πιο όμορφους και πολυσύχναστους δρόμους της Πόλης. Τα μοντέρνα εμπορικά καταστήματα, τα κομψά εστιατόρια κι οι καφετέριες, το πλήθος των τουριστών που πηγαινοέρχεται αμέριμνο, το βιαστικό βήμα των ντόπιων που τρέχουν στις καθημερινές τους ασχολίες, το ιστορικό τραμ που εκτελεί βαρύθυμα τη διαδρομή «Ταξίμ-Τουνέλ», όλα αυτά προσδίνουν ένα τόνο κοσμοπολίτικης ανεμελιάς στην περιοχή. Τίποτα από το σημερινό σκηνικό δεν μαρτυρά πως ακριβώς εδώ, πριν από 54 χρόνια, ο κοσμοπολιτισμός της Πόλης δέχονταν ουσιαστικά το θανάσιμο του πλήγμα.
Οι νεότερες γενιές της Τουρκίας δεν φαίνεται, πράγματι, να γνωρίζουν πολλά για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη τη νύχτα μεταξύ 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955. Όλα άρχισαν όταν το μεσημέρι της 6ης Σεπτεμβρίου το κρατικό ραδιόφωνο μετέδωσε την είδηση πως είχε γίνει βομβιστική επίθεση στο σπίτι του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη (επίθεση, που όπως αποκαλύφθηκε αργότερα είχε οργανωθεί από συνεργάτες των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών). Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, ύστερα από πρόσκληση φοιτητικών οργανώσεων και του συλλόγου «Η Κύπρος είναι τουρκική», έγινε στην πλατεία Ταξίμ μια διαδήλωση διαμαρτυρίας. Η διαδήλωση κατευθύνθηκε προς την οδό Ιστικλάλ, όπου και διασπάστηκε σε διάφορες ομάδες, που άρχισαν να ρίχνουν πέτρες στις βιτρίνες των καταστημάτων των μη μουσουλμάνων. Μέσα σε λίγη ώρα, οι περιοχές γύρω από την Ταξίμ – όπου κατά παράδοση έμεναν και εργάζονταν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι – πλημμύρισαν από πλήθη ανθρώπων που εξοπλισμένοι με ανάλογα αντικείμενα κατεδάφισαν καταστήματα, σπίτια, σχολεία, εκκλησίες και κοιμητήρια. Θεωρείται ότι στα επεισόδια έλαβαν μέρος περίπου 100.000 άνθρωποι. Μέσα σε 9 ώρες λεηλατήθηκαν και κάηκαν περίπου 4.500 μαγαζιά, 3.500 σπίτια, 90 ναοί, 41 σχολεία, 8 εφημερίδες και 2 νεκροταφεία. Το 59% των καταστημάτων και το 80% των σπιτιών που καταστράφηκαν ανήκαν σε Έλληνες. Τα επεισόδια αυτά σήμαναν ουσιαστικά το τέλος της ύπαρξης της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Υπολογίζεται ότι από τους 130.000 Έλληνες που ζούσαν εκεί, εκείνο τον Σεπτέμβριο επηρεάστηκαν περίπου 110.000 άνθρωποι, οι οποίοι αποφάσισαν σταδιακά να εγκαταλείψουν την Πόλη.
«Η νύχτα των Κρυστάλλων» ή «Τα Σεπτεμβριανά» (όπως συνηθίζεται ν’ αποκαλούνται τα εν λόγω γεγονότα) αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της τουρκικής ιστορίας και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να παραμένουν έξω από τις σελίδες των τουρκικών σχολικών βιβλίων. Το θέμα άρχισε να ανακινείται όταν το 2006 μια εξαιρετικά θαρραλέα τουρκάλα ιστορικός, η Ντιλέκ Γκιουβέν, δημοσίευσε τα αποτελέσματα της διδακτορικής της διατριβής. Η Γκιουβέν, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά άγνωστες τουρκικές πηγές, αναδεικνύει την εσωτερική διάσταση των «Σεπτεμβριανών», καθώς υποστηρίζει πως η κυβέρνηση Μεντερές, έχοντας εμπλακεί σε οικονομική και πολιτική κρίση, προσπάθησε επίτηδες να στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης στο Κυπριακό. Ενώ λοιπόν τα επεισόδια υποκινήθηκαν και οργανώθηκαν από κυβερνητικούς παράγοντες, η ίδια η κυβέρνηση προσπάθησε να τα παρουσιάσει, αρχικά, ως «αυθόρμητη» λαϊκή αντίδραση για τη δράση της ΕΟΚΑ, και σε ένα δεύτερο στάδιο, να τα αποδώσει στην «κομμουνιστική συνωμοσία» – συλλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, και τον συγγραφέα Αζίς Νεσίν (Ντ. Γκιουβέν, «Εθνικισμός, κοινωνικές μεταβολές και μειονότητες. Τα επεισόδια εναντίον των μη μουσουλμάνων της Τουρκίας, 6/7 Σεπτεμβρίου 1955», Εστία, 2006).
Αν η μελέτη της Γκιουβέν δεν είχε αντίκτυπο παρά μόνο στο σχετικά περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο και για την πρόσφατη ταινία «Φθινοπωρινές Πληγές», σε σκηνοθεσία της Τομρίς Γκιριτλίογλου, που καταπιάνεται με το ίδιο θέμα. Η ταινία (που προβάλλεται ήδη στις κυπριακές αίθουσες) παρουσιάζει την ιστορία αγάπης ενός Τούρκου και μιας Ρωμιάς, με φόντο τα «Σεπτεμβριανά» στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για μια τολμηρή και τίμια προσπάθεια, που αποκαλύπτει όλα όσα διαδραματίστηκαν τον μαύρο εκείνο Σεπτέμβρη, καταγγέλλοντας τόσο τους φανατισμένους πλιατσικολόγους και τρομοκράτες, όσο και το κρατικό σύστημα των προβοκατόρικων μηχανισμών.
Φαίνεται λοιπόν πως μια μερίδα του τουρκικού διανοητικού και καλλιτεχνικού κόσμου δεν φοβάται πλέον να αντιμετωπίσει κατάματα όλα όσα η επίσημη ιστορία ξέρει να καλύπτει με τόση μαεστρία. Αναμένω την στιγμή που κι εμείς θα εξοπλιστούμε με την ίδια τόλμη και ειλικρίνεια. Όπως πολύ σωστά το έθεσε πρόσφατα ο Δημήτρης Δανίκας («ΤΑ ΝΕΑ», 2/5/09): «Μην βαυκαλίζεστε. Όλοι σχεδόν οι λαοί σε κάποιο σημείο της ιστορικής τους διαδρομής κολύμπησαν σε ωκεανούς από αίμα αθώων. Είδατε εσείς Έλληνα σκηνοθέτη με την ίδια τόλμη ν’ ανοίξει τον φάκελο της Μικράς Ασίας; Τότε που εμείς, ως λιλιπούτειοι ιμπεριαλιστές διαπράτταμε τα μύρια όσα στο πέρασμά μας μέχρι τη Σμύρνη;». Για να καταλήξει: «Εμείς ακόμα από το 1974 δεν τολμούμε ν’ ανοίξουμε τον φάκελο της Κύπρου. Χωνέψτε το καλά. Η ελίτ της τουρκικής καλύβας είναι πολύ πιο μπροστά από την Ελλάδα της ευρωπαϊκής πολυτελούς οικίας».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 15/8/2009

Αμήν!

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Η ιστορία επαναλαμβάνεται: οι θρησκόληπτοι που άλλοτε ακρωτηρίαζαν τα αγάλματα, σήμερα επεμβαίνουν και κόβουν τις εικόνες. Το πεδίο των λογοκριτών εμπλουτίσθηκε με ανώτερους δημοσίους λειτουργούς των οποίων το καθήκον είναι η προστασία της Δημοκρατίας»
(Απόσπασμα από την επιστολή διαμαρτυρίας του Κώστα Γαβρά προς τα ελληνικά ΜΜΕ, 27/8/2009)

Μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον (δεν ξέρω τι γίνεται σήμερα), στον προθάλαμο της γυάλινης αίθουσας με τα γλυπτά του Παρθενώνα, στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει μια 13λεπτη ταινία που φέρει την υπογραφή του διεθνούς φήμης Έλληνα σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά. Η ταινία παρουσιάζει συνοπτικά και σε μορφή animation την ιστορία του μνημείου διά μέσου των αιώνων, εστιάζοντας στις πολλές περιπέτειες και καταστροφές που γνώρισε ο ναός. Ξεκινά από τους Έρουλους, που το 267 μ.Χ. τον έκαψαν, προχωρά στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, δείχνοντας την απολάξευση των αναγλύφων του και την πτώση και καταστροφή του αγάλματος του Ποσειδώνα, και συνεχίζει με σύντομες αναφορές στις μετατροπές του μνημείου από το 500 μ.Χ. περίπου και εξής: Σε εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, σε εκκλησία λατινικού δόγματος από τους Φράγκους μετά την Δ' Σταυροφορία, σε μουσουλμανικό τέμενος και, τέλος, σε πυριτιδαποθήκη των Οθωμανών, που είχε συνέπεια τον βομβαρδισμό του Παρθενώνα από τα στρατεύματα του Μοροζίνι (1687). Η ταινία τελειώνει με μια εκτενή αναφορά στη λεηλασία του μνημείου από τον λόρδο Έλγιν. Κατά τα λεγόμενα του σκηνοθέτη, σκοπός της ταινίας είναι «να δείξει – βασιζόμενη σε αναμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα – ότι η σταδιακή “συρρίκνωση” του Παρθενώνα δεν πρέπει να αποδοθεί σε τυχόν φθορές μέσα στο χρόνο ή σε ενδεχόμενες αδυναμίες της κατασκευής του, αλλά αντίθετα οφείλεται στον φανατισμό των ανθρώπων καθώς και στην βαρβαρότητα των διαδοχικών εισβολέων».
Φαίνεται όμως πως η ταινία, και συγκεκριμένα η διάρκειας 1,5 λεπτού σκηνή που αναφέρεται στην παλαιοχριστιανική εποχή και παρουσιάζει ρασοφόρους να καταστρέφουν τις μετόπες του Παρθενώνα, ενόχλησε έντονα την Εκκλησία της Ελλάδος. Κατ' απαίτηση, λοιπόν, μελών της Ιεράς Συνόδου, αλλά και του ίδιου του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, ο Υπουργός Πολιτισμού Αντώνης Σαμαράς και ο πρόεδρος του Μουσείου Δημήτρης Παντερμαλής αποφάσισαν να λογοκρίνουν το φιλμάκι, αποκόπτοντας την εν λόγω σκηνή. «Το μουσείο δεν διχάζει ούτε σκανδαλίζει», δήλωσε ως απάντηση στις διαμαρτυρίες ο κ. Σαμαράς.
Ομολογουμένως, αυτή η μικρού μήκους ταινία δεν είναι από τα αριστουργήματα του Κώστα Γαβρά. Πρόκειται ξεκάθαρα για ένα φιλμάκι που γυρίστηκε επί παραγγελία και με ένα και μοναδικό σκοπό: να καταγγείλει την παρατεταμένη κατοχή των μαρμάρων του Παρθενώνα από την Μεγάλη Βρετανία, παρουσιάζοντας έτσι ως αυτονόητη την αναγκαιότητα επιστροφής τους – σκοπός που συμπίπτει εξάλλου και με τον κυριότερο λόγο ύπαρξης του Νέου Μουσείου. Δεν είναι το θέμα μας, όμως, η καλλιτεχνική αξία του έργου. Άσχετα αν μας αρέσει ή όχι, ένα είναι το δεδομένο: ότι το φιλμ προβλήθηκε στους αρμόδιους και πήρε την έγκρισή τους πολύ πριν από τα εγκαίνια του Μουσείου.
Με ποιο δικαίωμα, λοιπόν, οι κκ. Σαμαράς και Παντερμαλής έρχονται εκ των υστέρων να το λογοκρίνουν; Γιατί υπέκυψαν στην «τρομοκρατική επίθεση» της Εκκλησίας; Και, κυρίως, γιατί η Εκκλησία επεμβαίνει σε θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά της; Γιατί δεν περιορίζεται στα δικά της χωράφια; Μήπως η πολιτεία ελέγχει προηγουμένως τη φωνή του κ. Ιερώνυμου ή τα ράσα του κ. Άνθιμου για να τους επιτρέψει να λειτουργήσουν;
Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που ο Κώστας Γαβράς έρχεται αντιμέτωπος με την εκκλησιαστική λογοκρισία. Όταν, το 2002, σκηνοθέτησε το «Αμήν», μια ταινία που καταγγέλλει την σιωπή του Βατικανού, και ειδικά του Πάπα Πίου ΧΙΙ, στο ολοκαύτωμα των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς, δέχτηκε τη σκληρή επίθεση του προέδρου της Επισκοπικής Συνόδου της Γαλλίας, Ζαν Πιέρ Ρικάρ. Ο Ρικάρ χαρακτήρισε «πρόκληση» την ταινία και τόνισε ότι θα πρέπει να «καταδικαστεί από όλους αυτούς που τιμούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Τότε, ωστόσο, η Επισκοπική Σύνοδος δεν απαίτησε επίσημα την απόσυρση της ταινίας.
Η είδηση, πάντως, για την πρωτοφανή λογοκρισία που δέχτηκε το φιλμάκι του Γαβρά για την ιστορία του Παρθενώνα, έχει κάνει το γύρο του κόσμου, προκαλώντας στη διεθνή φήμη της Ελλάδας ένα μεγάλο πλήγμα. Αυτές οι τακτικές αυτό-ακυρώνουν στην ουσία τον απώτερο σκοπό ύπαρξης του ίδιου του Μουσείου, που δεν είναι βέβαια άλλος από την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων στον φυσικό τους χώρο. Για να επιστραφούν, όμως, κύριοι, στην Ελλάδα τα μάρμαρα του Παρθενώνα δεν πρέπει να υπάρχουν μόνο οι κατάλληλες υποδομές για να τα δεχτούν. Θα πρέπει να υπάρχουν και οι κατάλληλες νοοτροπίες. Αμήν!

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 9/8/2009

Τα άρματα που χορεύουν

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

"Τα τανκς χορεύουν βαλς στις πλατείες της Πράγας"
(Ο Γιάννης Ρίτσος για την εισβολή των σοβιετικών αρμάτων στην πρωτεύουσα της Τσεχοσλοβακίας, 1968)

Απαράδεχτα κι επικίνδυνα κρίθηκαν από τον Υπουργό Άμυνας τα συνθήματα που ακούστηκαν πρόσφατα στα Κέντρα Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων στη Λάρνακα και στην Πάφο. «Νεκρός Τούρκος καλός Τούρκος!», «Με τ’αρματα στην Πόλη θα μπούμε μια βραδιά, παρέλαση να κάνουμε μπρος ‘την Αγιά Σοφιά!», «Ελλάς, Ελλάς, σκέπασε κι εμάς!» ήταν μερικά από τα συνθήματα που υποχρεώθηκαν να φωνάξουν οι εθνοφρουροί μας (σ.σ. πληροφορίες για το ότι αναφωνήθηκε και το ιστορικό «Την Ελλάδαν θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες!» χρήζουν ακόμη εξακρίβωσης). Ο Υπουργός χαρακτήρισε τα συνθήματα «σοβινιστικά» και «ρατσιστικά» και επιβεβαίωσε πως όσοι εκπαιδευτές διέταξαν την εκφώνησή τους θα τιμωρηθούν πειθαρχικά. Όπως καταγγέλλει, βέβαια, το Κυπριακό Παρατηρητήριο για τη Ρατσισμό και τη Ξενοφοβία, η αναφώνηση και η διαταγή για την αναφώνηση των συγκεκριμένων συνθημάτων δεν αποτελούν απλώς και μόνο πειθαρχικά παραπτώματα εντός του στρατού, αλλά ποινικά αδικήματα που αντιβαίνουν το σύνταγμα, το διεθνές δίκαιο, τους νόμους και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, και υποδαυλίζουν το εθνοτικό και φυλετικό μίσος. Επομένως, όπως πολύ σωστά υποστηρίζει το Παρατηρητήριο, λόγο και υποχρέωση για δράση δεν έχει μόνο το Υπουργείο Άμυνας αλλά και η πολιτεία.
Για κάποιους βουλευτές της αντιπολίτευσης, ωστόσο, όπως π.χ. για τον κ. Σωτήρη Σαμψών, αυτή και μόνο ακόμη η πειθαρχική τιμωρία που διέταξε ο Υπουργός είναι άδικη, αφού «είναι ανήκουστο ν’ απαγορεύεται η αναφώνηση συνθημάτων υπέρ της Ελλάδας και εναντίον της Τουρκίας στο στράτευμα». Πώς, εξάλλου, θα τονωθεί και θα ισχυροποιηθεί το ηθικό της Εθνικής Φρουράς, η μαχητική και αποτρεπτική της ικανότητα; «Τι ρατσιστικό υπάρχει στην επίκληση της μητέρας πατρίδας από τους στρατιώτες μας;», διερωτήθηκε ο κ. Σαμψών, για να καταλήξει έξαλλος πως «αν είναι να έχουμε εθνοφρουρούς χωρίς εθνικό φρόνημα καλύτερα να διαλύσουμε εντελώς την Εθνική Φρουρά!».
Ο Υπουργός Άμυνας, εντούτοις, και μαζί του η κυβέρνηση, παρουσιάζονται αποφασισμένοι να διαφυλάξουν, μεν, την ακεραιότητα της Εθνικής Φρουράς, να πατάξουν, δε, τον (πρωτοφανή;) εθνικιστικό, ρατσιστικό και σοβινιστικό χαρακτήρα του στρατεύματός μας. Σε κάθε Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων έχει αναρτηθεί, μάλιστα, για το σκοπό αυτό, ένας κατάλογος πιο «αθώων» συνθημάτων τα οποία θα δικαιούνται να αναφωνούν στο εξής οι εθνοφρουροί. Είμαι πολύ περίεργη, αλήθεια, να δω αυτό τον κατάλογο (όσο κι αν έψαξα δεν τον βρίσκω πουθενά). Θέλω να πιστεύω, ωστόσο, ότι τα συνθήματα αυτά θα είναι το ίδιο «αντιρατσιστικά» όπως και τα 41 μεταχειρισμένα βαρέα άρματα μάχης Τ80, που αγόρασε πρόσφατα η κυβέρνηση από τη Ρωσία σε τιμή ευκαιρίας (το τελικό κόστος υπολογίζεται μόνο στα 115 εκ. ευρώ, ενώ η μικρή προκαταβολή που καταθέσαμε δεν ξεπερνάει τα 11,5 εκ. ευρώ). Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως τα άρματα αυτά δεν είναι «σοβινιστικά», διότι: α) προέρχονται από το αντιρατσιστικό και διεθνιστικό οπλοστάσιο της Σοβιετικής Ένωσης και πιθανόν να χρησιμοποιήθηκαν μόνο σε ειρηνιστικές επεμβάσεις, όπως αυτή στο Αφγανιστάν, ή στην καταστολή της εξέγερσης στην Τσετσενία και β) μέσα στα πλαίσια των συνομιλιών και του ειρηνικού κλίματος που προσπαθεί να προωθήσει η κυβέρνηση, τα τανκς αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως άρματα ειρήνης (για παράδειγμα, να ανθοστολιστούν και να παρελάσουν οδηγούμενα από αγκαλιασμένους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους).
Ας σοβαρευτούμε όμως. Θέλω να διατυπώσω ξεκάθαρα την άποψή μου: Η κυβέρνηση αυτή εκλέχθηκε με την προσδοκία της λύσης και της ειρήνης. Η επίτευξη αυτών των δύο, ωστόσο, προϋποθέτει και την εις βάθος ρήξη με το κατεστημένο. Προϋποθέτει τόλμη, όχι αμυντική στάση. Προϋποθέτει θάρρος και γερά βήματα προς τα μπρος, όχι την τακτική του «δυο βήματα μπροστά και τρία πίσω». Η αλλαγή δεν θα έρθει με την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού εν καιρώ συνομιλιών, ούτε με την επιβολή «μαλακών» συνθημάτων στην εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων. Θα έρθει μόνο με την οριστική απόφαση της πλήρους διάλυσης της Εθνικής Φρουράς. Και όχι βέβαια έτσι όπως το εννοεί ο αγανακτισμένος κ. Σαμψών, αλλά έτσι όπως το υπαγορεύουν οι κανόνες της κοινής και νηφάλιας λογικής. Δεν υπάρχουν «άρματα που χορεύουν», κύριε Πρόεδρε, όπως δεν υπάρχουν ούτε «μετριοπαθείς Σαμψών», ούτε «αντιρατσιστική» και «αντισοβινιστική» Εθνική Φρουρά. Το μέλλον που θέλουμε δεν είναι γκρίζο, δεν είναι «λίγο άσπρο και λίγο μαύρο». Είναι κάτασπρο.

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.

Διαστρεβλωμένες λέξεις

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Ήταν ένα απόγεμα του ’56 … Τότες που πατριωτισμός σήμαινε αλληλοσκοτωμός … Τότες που οι λέξεις άλλαζαν τις σημασίες τους. Τους εθνικά άφρονες φώναζαν εθνικόφρονες, τους τρομοκράτες-αγωνιστές και τους αγωνιστές-προδότες»

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑΣ, «ΕΞΑΡΕΣ», 1979 (ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΨΕΜΑ»)

Κάπως έτσι περιγράφει το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετεί την ιστορία του ο κύπριος λογοτέχνης Χρήστος Χατζήπαπας. Η ιστορία που μας διηγείται αναφέρεται πράγματι στον παρεξηγημένο ρόλο δύο Ελληνοκυπρίων κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας του ’50. Ο ένας, ο Κώστας ο Μπουρής, αναπτύσσει φιλική σχέση με έναν Τουρκοκύπριο πραματευτή και όταν, ένα ανύποπτο απόγευμα, ο τελευταίος πέφτει αναίσθητος από τα πυρά ενός άλλου Ελληνοκύπριου, ο Μπουρής σπεύδει να τον πάει στο νοσοκομείο. Την επομένη όμως, «τα φυλλάδια γράφαν πως ο Μπουρής ήταν προδότης και πως αυτός και οι φίλοι του ώφειλαν να προσέξουν καλώς διότι εάν εσυνέχιζαν την προδοτικήν τακτικήν των έναντι του Ιερού Αγώνος θα είχαν την ιδίαν τύχην μετά του αλλοθρήσκου συντρόφου των». Όσο για τον άλλο Ελληνοκύπριο, δηλαδή τον φονιά, αυτός κατάφερε να φυγαδευτεί μέχρι να ξεχαστεί η πράξη του: «Δεν ξέρει πια κανένας για την απόπειρα ενάντια στον Χουσεΐνη. Ποιος τόκανε, ποιος δεν τόκανε – προείχε ο Αγώνας». Μετά από λίγο καιρό, ωστόσο, ακούστηκαν τα νέα του από το ραδιόφωνο: «Σε μια ενέδρα εναντίον των ‘Δυνάμεων Ασφαλείας’ κι από κακή χρήση της χειροβομβίδας σκοτώθηκε…». Εν τέλει, ο φονιάς θάφτηκε με τιμές ήρωα. Κι ο πραγματικός ήρωας στιγματίστηκε για πάντα ως προδότης. «Τότες που οι λέξεις άλλαζαν τις σημασίες τους» λοιπόν …
Ξετρύπωσα το διήγημα του Χατζήπαπα όταν τις προάλλες γύρισα από μια άκρως συγκινητική εκδήλωση. Μέσα στον κυκεώνα των «πατριωτικών» εκδηλώσεων που οργανώνονται κάθε Ιούλιο για να μνημονεύσουν τα μαρτυρικά γεγονότα του πραξικοπήματος και της εισβολής, κάποιοι άνθρωποι θέλησαν φέτος να πρωτοτυπήσουν: με πρωτοβουλία της δημοσιογράφου Sevgul Uludag και με την υποστήριξη πολλών, μη κυβερνητικών, κυρίως, οργανώσεων, πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη Τετάρτη (22 Ιουλίου) μια δικοινοτική εκδήλωση για να τιμηθούν «Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι για πράξεις θάρρους και ανθρωπισμού εν καιρώ πολέμου». Οι ανδραγαθίες όσων τιμήθηκαν δεν είχαν να κάνουν ούτε με πολεμικά κατορθώματα ούτε με δολοφονίες. Οι «πράξεις θάρρους και ανθρωπισμού» αναφέρονταν στη δράση απλών ανθρώπων κι από τις δύο κοινότητες που, με κίνδυνο πολλές φορές την ίδια τους τη ζωή, στάθηκαν μπροστά για να σώσουν (από τα εγκληματικά χέρια των «δικών τους» πατριωτών) συνανθρώπους τους που ανήκαν στην κοινότητα «του εχθρού». Οι αφανείς αυτοί ήρωες, υπό συνθήκες πολέμου, διατήρησαν την ανθρωπιά τους κι έσωσαν ή προστάτευσαν συγχωριανούς, συναδέλφους, φίλους ή και αγνώστους από βέβαιο θάνατο, σφαγή ή βιασμό.
Τιμήθηκαν έτσι κάποιοι από τους εκατοντάδες ξεχασμένους «Μπουρήδες» της κυπριακής ιστορίας: ανάμεσα σε άλλους, ο Alpay Topuz, υπεύθυνος για τη φύλαξη των Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων στη Βόννη, που σταμάτησε όσους «δικούς του» βίαζαν αιχμάλωτες γυναίκες και βοήθησε πολλές από αυτές να διαφύγουν στον νότο για να αποβάλουν• ο μουχτάρης του Στρογγυλού και «αγνοούμενος» πλέον, Σταύρος Ποϊράζης, που προστάτευσε τους Τουρκοκύπριους του χωριού του από επιθέσεις Ελληνοκυπρίων το ’63 και το ’74• ο Ertan Akincioglu, ένας βοσκός από το Λάπαθος που, το 1974, έσωσε από βέβαιο θάνατο μια ομάδα Ελληνοκυπρίων από τη Γύψου και αργότερα διώχθηκε ως «κατάσκοπος» από το καθεστώς Ντενκτάς• ο παπά-Κλεάνθης από τη Δρομολαξιά και ο τέως μουχτάρης Κιτίου Παναγιώτης Κωστή Πάτσαλου, που έσωσαν τη ζωή όσων Τουρκοκυπρίων της Δρομολαξιάς είχαν συλληφθεί και μεταφερθεί στο Κίτι με σκοπό να εκτελεστούν από την ΕΟΚΑ Β’. Και τόσοι άλλοι. Κανένας όμως από τους τιμώμενους δεν «καμάρωσε» για την πράξη του. Αντίθετα, λαμβάνοντας με σεμνότητα την τιμητική πλακέτα (πολλές φορές από τα χέρια του ίδιου του ανθρώπου που είχε σώσει), δήλωσε, ο καθένας με τη σειρά του, πως δεν έκανε τίποτα άλλο πέραν από το «καθήκον» που του υπέβαλλε η συνείδησή του.
Να, λοιπόν, αγαπητέ μου Χρήστο Χατζήπαπα, που οι διαστρεβλωμένες λέξεις αρχίζουν δειλά-δειλά να ισιώνουν, να ξαναβρίσκουν το σωστό νόημά τους… Ας ελπίσουμε πως κάποτε σ’ αυτό τον τόπο όλοι οι ήρωες θα ονομάζονται «ήρωες» και όλοι οι φονιάδες «φονιάδες».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 26/7/2009

Οι μετέωροι Έλληνες στο μικροσκόπιο

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Διασπορά: Ένα παραμύθι «εθνικής υπερηφάνειας»;


Ο συλλογικός τόμος «Greek Diaspora and Migration since 1700: Society, Politics and Culture», που κυκλοφόρησε πρόσφατα υπό την επιμέλεια του καθηγητή νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Birmingham, Δημήτρη Τζιόβα (England, Ashgate, 2009), αποτελεί το πρώτο βιβλίο του είδους που μελετά συνδυαστικά τα φαινόμενα της ελληνικής διασποράς, της εξορίας και της μετανάστευσης από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Η πρωτοτυπία του βιβλίου δεν έγκειται μόνο στη συνδυαστική αυτή διάσταση. Ο διεπιστημονικός χαρακτήρας, η πολυμορφία των προσεγγίσεων και η ιδιαίτερη βαρύτητα στην πολιτισμική πτυχή του φαινομένου προσδίδουν επιπλέον αξία στο όλο εγχείρημα.

Τα 19 κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: σ’ αυτά που υιοθετούν μια ιστορική/κοινωνική προσέγγιση, σ’ όσα αναλύουν τη θεσμική/πολιτική πτυχή του φαινομένου και σ’ όσα εξετάζουν την εξορία και τη μετανάστευση στις πολιτισμικές τους διαστάσεις. Τα βασικά συμπεράσματα από τις αναλύσεις αυτές θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:

α) πως η εθνικότητα (ή ιθαγένεια) δεν αποτελεί μια αμετακίνητη αξία που υπάρχει έξω από τον χρόνο, αλλά μια ρευστή κατασκευή η οποία αλλάζει συνεχώς, αναλόγως των ιστορικό-κοινωνικών περιστάσεων. Ιδιαίτερα διαφωτιστικές προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι συμβολές των Δημήτρη Χριστόπουλου και Λίνας Βεντούρα, αναφορικά με τις διάφορες στρατηγικές ενσωμάτωσης και αποκλεισμού των «ομογενών», τις οποίες υιοθέτησε κατά τη διάρκεια της νεώτερης και σύγχρονης ιστορίας του το ελληνικό κράτος.

β) πως «έθνος» και «κρατική εδαφική επικράτεια» δεν ταυτίζονται πάντα, αλλά αντίθετα μπορεί να αλληλοσυμπληρώνονται ή να βρίσκονται σε συγκρουσιακή σχέση. Πιο συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζεται επαρκώς από την Ελπίδα Βόγλη, από την αρχή της δημιουργίας του, το ελληνικό έθνος έγινε κατανοητό ως μια «από-εδαφοποιημένη» πραγματικότητα. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης ήταν ο σχηματισμός μιας νοερής ταξινόμησης που τοποθετούσε τους Έλληνες σε μια αλληλουχία ομόκεντρων κύκλων: στον κεντρικό κύκλο δεσπόζουν οι Έλληνες που κατοικούσαν στο ελληνικό κράτος· ακολουθούν οι «αλύτρωτοι Έλληνες» που διέμεναν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο εξωτερικός κύκλος εμπεριέχει τους «Έλληνες της Διασποράς», όσους δηλαδή κατοικούσαν σε άλλες από τις προαναφερθείσες περιοχές (κυρίως στις ελληνικές παροικίες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης).

γ) πως η εθνοκεντρικές και υμνολογικές προσεγγίσεις του φαινομένου της Ελληνικής διασποράς είναι, λόγω των ιδεολογικών τους υποδηλώσεων, ελλιπείς και επιστημονικά ξεπερασμένες. Το κείμενο του Thomas Gallant, που επικεντρώνεται στην «σκοτεινή» πλευρά της ελληνικής διασποράς του 19ου αιώνα, δηλαδή στην ιστορία των ανθρώπων του περιθωρίου, όσων μετακινούνταν από λιμάνι σε λιμάνι δουλεύοντας στον κόσμο του εγκλήματος ή της πορνείας, καταρρίπτει αποτελεσματικά το στερεότυπο του Έλληνα «επιτυχημένου» μετανάστη και μας θυμίζει πως η διασπορά δεν πρέπει να εξιστορείται μόνο ως ένα παραμύθι «εθνικής υπερηφάνειας».

Την εθνοκεντρική προσέγγιση του φαινομένου κριτικάρουν, από την άλλη, τα κείμενα των Jonathan Harris, Μαρίας Χριστίνας Χατζηϊωάννου, Anthony Gorman και Αλέξανδρου Καζαμία. Τα δύο πρώτα είναι αφιερωμένα στις ελληνικές εμπορικο-επιχειρηματικές κοινότητες της Αγγλίας του 18ου και 19ου αιώνα, ενώ τα δύο τελευταία αφορούν την ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου κατά την μεταπολεμική κυρίως περίοδο. Κοινό των παραπάνω αναλύσεων είναι το ότι επιχειρούν να «ιστορικοποιήσουν» τις διασπορικές κοινότητες και να τις μελετήσουν, όχι σαν αυτόνομα φαινόμενα έξω από το χωρο-χρονικό τους πλαίσιο και σε επαφή μόνο με το μακρινό έθνος, αλλά ως κοινωνικούς μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν σε σχέση με τις ιστορικές πραγματικότητες της εκάστοτε χώρας υποδοχής.

Οι άλλοι Έλληνες

Λίγο καιρό μετά το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, ο εγκατεστημένος στην Ιταλία Κερκυραίος λόγιος, Μάριος Πιέρης, κατέγραφε στο ημερολόγιό του την αμηχανία που του προξενούσε η απόσταση από την Ελλάδα:

«Μα γιατί εμείς οι άλλοι Έλληνες παραμένουμε ακόμα μακριά από το θέατρο της εθνικής μας δόξας; … Δεν έχω ούτε όπλα ούτε χρήματα για να βοηθήσω την πατρίδα, ούτε μπορώ να την ευεργετήσω με τη γραφίδα μου, αφού αυτή δεν ξέρει να χρωματίζει τις σκέψεις μου παρά μόνο στα ιταλικά. Θα πάω εγώ, άχρηστο βάρος, να ζητιανέψω απ’ την Ελλάδα ψωμί, σαν ξένος κι εξόριστος, παρά σαν πολίτης της χώρας; … Αποφάσισα λοιπόν να την υπηρετήσω μένοντας μακριά της με όποιο τρόπο ξέρω καλύτερα, δηλαδή με την ιταλική μου πέννα»

(Mario Pieri, «Della vita di Mario Pieri Corcirese scritta da lui medesimo», Φλωρεντία, 1850, σ. 31).

Έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, ένας άλλος εκπατρισμένος διανοούμενος, ο Γιάννης Ψυχάρης, θα σημείωνε στο ταξιδιωτικό του ημερολόγιο:

«Η ζωή μου είναι της Γαλλίας. Ό,τι είμαι στη Γαλλία το χρωστώ. Την αγαπώ σα μητέρα και σαν πατρίδα. Έγινα παιδί της στην ώρα της δυστυχίας και της θλίψης· πώς να μην τη λατρέβω; Γεννήθηκα όμως Ρωμιός και δεν μπορώ να το ξεχάσω· έχω χρέη και στην Ελλάδα. Θέλησα να της το δείξω. Αφού δεν μπορεί να της είμαι χρήσιμος στον πόλεμο, τουλάχιστο πολεμώ για την εθνική μας γλώσσα»

(Γιάννης Ψυχάρης, «Το Ταξίδι μου», Αθήνα, 1905, σ. 23).

Παρά τις διαφορές στις χωρο-χρονικές τους συντεταγμένες, τα αποσπάσματα αυτά εκφράζουν κάτι κοινό: την εσωτερική υβριδικότητα και τη διπλή εθνική συνείδηση των αυτό-εξόριστων συγγραφέων τους. Ο Πιέρης κι ο Ψυχάρης ανήκουν πράγματι στο ίδιο είδος «μετέωρων» ανθρώπων, στη συνομοταξία των «άλλων Ελλήνων», όσων δηλαδή αναγκάστηκαν, ή ακόμα και επέλεξαν, να ζήσουν μακριά από την ιδιαίτερή τους πατρίδα.

Το μεγαλύτερο ίσως προτέρημα του βιβλίου που παρουσιάζεται εδώ είναι ακριβώς η προσέγγιση της εξορίας και της μετανάστευσης μέσα από τα μάτια των ίδιων των εξόριστων υποκειμένων. Τα φαινόμενα αυτά αντιμετωπίζονται, όχι μόνο ως δημογραφικές, αλλά και ως υπαρξιακές κατηγορίες. Η εξορία, δηλαδή, δεν αναλύεται μόνο ως ένα φαινόμενο υλικών διαστάσεων, αλλά κυρίως ως μια πνευματική κατάσταση. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται έτσι στο λεξιλόγιο και στις αναπαραστάσεις που υιοθετούν οι διασπορικές αφηγήσεις, είτε πρόκειται για προσωπικές μνήμες και αυτό-αφηγήσεις (Αναστασία Χρίστου), είτε για λογοτεχνικές αφηγήσεις (Ελένη Παπαργυρίου, Γεράσιμος Κατσάν, Βενετία Αποστολίδου, Μάρθα Κληρονόμος), είτε για ταξιδιωτικές (Δημήτρης Τζιόβας), ποιητικές (Lena Hoff), κινηματογραφικές (Δημήτρης Παπανικολάου) ή μουσικές αφηγήσεις (Stathis Gaunlett).

Αναδύονται έτσι κάποια πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα, χωρίς την κατανόηση των οποίων η γνώση μας για το θέμα φαντάζει πλέον ελλιπής. Λόγου χάρη: η σχέση της εξορίας με τη μνήμη και τη νοσταλγία· η διαλογική ένταση μεταξύ του «εσωτερικού» και του «εξωτερικού», του παρελθόντος και του παρόντος, μεταξύ της μνήμης και της εμπειρίας· η ιδέα του «σπιτιού» ή της «πατρίδας» ως ένα συμβολικό πεδίο, το οποίο, σε φαντασιακό επίπεδο, μπορεί να αντικατασταθεί ακόμα και από την ίδια τη διαδικασία της γραφής· η διασπορική λογοτεχνική γραφή ιδωμένη ως μετα-τραυματική αφήγηση, κ. ο. κ.

Το πιο πρόσφορο πεδίο συλλογισμού ανοίγεται, ωστόσο, από τη συσχέτιση των φαινομένων της εξορίας και της μετανάστευσης με τα ζητήματα της ταυτότητας. Η εξορία συνεπάγεται μια συνεχή επαναδιαπραγμάτευση των στοιχείων που συνιστούν την ταυτότητα. Στον «ενδιάμεσο» κόσμο των μεταναστών και των εξόριστων τίποτα δεν είναι δεδομένο και τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο: η υβριδικότητα, οι διπλές ή πολλαπλές ταυτίσεις, ή αντίθετα, το αίσθημα της μη-ταύτισης, του μη-ανήκειν, μπορούν να εναλλάσσονται συνεχώς στα πλαίσια μιας ταυτότητας που διαμορφώνεται στο περιθώριο και «εν κινήσει».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
"ΤΑ ΝΕΑ", Σάββατο, 25 Ιουλίου 2009