Η Ιστορία ανάμεσα στον Θεό και στον Άνθρωπο

Αντώνης Λιάκος, «Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία. Οι Μεταμορφώσεις της Ιστορικής Συνείδησης», Αθήνα, Πόλις, 2011.
Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Πόσο παρελθόν είναι το παρελθόν και πότε τελειώνει η Ιστορία; Ξέρουμε ή όχι την κατάληξη της Ιστορίας; Είναι το μέλλον προδιαγεγραμμένο ή μπορεί να προσχεδιαστεί; Η Ιστορία συμβαίνει ή ποιείται; Έχει νόημα η πορεία των ανθρώπων στον χρόνο; Υπάρχει σχέδιο και σκοπός ή η Ιστορία είναι ένα άθροισμα ασύνδετων παραδειγμάτων; 

Αυτά είναι μερικά μόνο από τα πολλά και διεγερτικά ερωτήματα που θέτει το νέο βιβλίο του Αντώνη Λιάκου. Ένα έργο ιστορικό, όχι από ‘κείνα που ξεσηκώνονται από το ράφι κάθε φορά που χρειαζόμαστε μια πληροφορία, αλλά από ‘κείνα που διαβάζονται απνευστί, ως μυθιστορήματα. Αντικείμενο του βιβλίου αυτού είναι η σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο. Εξετάζοντας τον τρόπο που αρθρώνονται το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον σε κάθε εποχή, ο ιστορικός αναζητά τις μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης δια μέσου των αιώνων. Πώς, μέσα από τις αναμονές, τις εκπληρώσεις και τις διαψεύσεις, μεταμορφώθηκε ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την Ιστορία;

Σε ποιο σημείο της Ιστορίας βρισκόμαστε;

«Άραγε ποία είναι η βασιλεία του Μωάμεθ και εις ποίαν αράδα ευρίσκεται μέσα εις την Θείαν Γραφήν;» αναρωτιόταν στα τέλη του 17ου αιώνα ο λόγιος κληρικός  Αναστάσιος Γόρδιος,  σίγουρος ότι η ιστορική πορεία είχε προδιαγραφεί στη Βίβλο. Ήθελε να καταλάβει σε ποιο σημείο της Ιστορίας βρισκόταν η εποχή του σε σχέση με την αναμενόμενη συντέλεια του κόσμου και πόσος καιρός υπολειπόταν μέχρι το τέλος της Ιστορίας. Για πολλούς αιώνες, πράγματι, οι άνθρωποι – στην χριστιανική Δύση τουλάχιστον – προσανατολίζονταν στον χρόνο με βάση τα βιβλικά κείμενα, ειδικά το Βιβλίο του Δανιήλ και την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η ιστορική συνείδηση ήταν διαμορφωμένη ως εσχατολογία και η Ιστορία έμοιαζε με ένα προδιαγεγραμμένο σενάριο με αρχή (Δημιουργία) – μέση (Ανάσταση) – τέλος (Δευτέρα Παρουσία). Το παρόν δεν κρινόταν ως προέκταση και αποτέλεσμα του παρελθόντος, αλλά σε σχέση με ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει, σε σχέση με τα μελλούμενα που ήταν ήδη καθορισμένα. Οι άνθρωποι «ανέμεναν» τον χρόνο να έλθει. Η Ιστορία δεν ξεχώριζε από την Προφητεία.
Έργο του Ρούμπενς (1632), όπου παρουσιάζεται ο Χρόνος  να απωθεί στο χάος το καθεστώς ιστορικότητας που οριζόταν από το Βιβλίο του Δανιήλ, ενώ από αυτό το ίδιο το σκοτεινό χάος αναδύονται τα σύμβολα της αρχαιότητας που ανήκουν σε ένα καινούριο καθεστώς ιστορικότητας. [Εξώφυλλο του βιβλίου H. Goltzius, Romanae et Graecae Antiquitatis Monumenta (Opera Omnia), Antwerp, 1645]

Από την «αναμονή» στην «διεκδίκηση»

Παρά τα αλλεπάλληλα χαμένα ραντεβού με τις συντέλειες του κόσμου, η ανθρωπότητα δεν εγκατέλειψε την εσχατολογική σκέψη παρά μόνο αρκετά αργά, μέσα από μια μακρά μετάβαση που ξεκίνησε τον 15ο και ολοκληρώθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα – «ο βιβλικός χρόνος αποδείχτηκε πολύ στενός κορσές για το πληθωρικό σώμα των νέων γνώσεων», γράφει ο Λιάκος. Στην ουσία, βέβαια, η αποκαλυπτική σκέψη δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ. Αρκεί να σκεφτούμε την μεσσιανική αντίληψη με την οποία ντύθηκε η εθνική συνείδηση ή, ακόμη πιο κοντά στις μέρες μας, τον πολιτικό αποκαλυπτισμό του υιού Μπους στο στήσιμο του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία.
Το κυρίαρχο παράδειγμα πάντως άλλαξε. Και ο άνθρωπος πέρασε σε ένα νέο καθεστώς ιστορικότητας όπου ο χρόνος από-ιερώθηκε, «ανοίχτηκε» και «άδειασε». Η Ιστορία, από δράμα σε τρείς πράξεις, έγινε μυθιστόρημα που γράφεται επ’ άπειρον. Το παρελθόν ξεχώρισε και διαφοροποιήθηκε από το μέλλον και τα γεγονότα έχασαν την αναφορικότητα και την αμφισημία τους. Η εσχατολογία μετατράπηκε σε τελεολογία και η Ιστορία πέρασε από την «αναμονή» στη «διεκδίκηση». Και το συναίσθημα; Αυτό, μας λέει ο Λιάκος, εξορίστηκε από την Ιστορία και μετακόμισε στην Ουτοπία.

Η Ουτοπία που έγινε Δυστοπία

Στο έργο του Γιεβγκένι Ζαμιάτιν «Εμείς» (1920), όπου περιγράφεται η παγκόσμια κοινωνία του 26ου αιώνα, οι άνθρωποι αντί ονομάτων έχουν αριθμούς, ζουν σε διάφανες κατοικίες και καλούνται να λειτουργούν όπως οι μηχανές. Τους εμποδίζει όμως να γίνουν ισάξιοι των μηχανών το γεγονός ότι διαθέτουν φαντασία. Γι αυτό και το μονοκράτος στο οποίο κατοικούν αποφασίζει να προβεί σε μαζικές φαντασιεκτομές. Έκτοτε, οι άνθρωποι ζουν σε πλήρη μακαριότητα, δίχως να επιθυμούν ή να λυπούνται, πετυχαίνοντας παράλληλα τα μέγιστα επίπεδα εργασιακής αποδοτικότητας.
Το «Εμείς» είναι το πρώτο από τα μεγάλα δυστοπικά έργα του 20ου αιώνα. Γράφτηκε στην καρδιά των ουτοπικών πειραματισμών της Ρωσικής επανάστασης και απηχούσε την απαισιοδοξία και τους φόβους που γεννούσαν οι έννοιες της νεωτερικότητας και της προόδου, της τεχνολόγησης του ανθρώπου και  της μηχανοποίησης της κοινωνίας. Δεν αντανακλούσε όμως μόνο το τι συνέβαινε στο σοβιετικό περιβάλλον. Την ίδια εποχή στην Αμερική, οι Φρέντερικ Τεϋλορ και Χένρυ Φορντ ανέπτυσσαν τις θεωρίες τους περί τεχνοκρατικής διαχείρισης των ανθρώπινων κοινωνιών απαξιώνοντας κάθε είδος ιδεολογίας. Η «ορθολογική διαχείριση» καλούνταν να πάρει προτεραιότητα έναντι της πολιτικής και το παρόν έναντι του παρελθόντος («Η ιστορία είναι μπούρδες!» θα έλεγε εμφαντικά ο Φόρντ το 1916). Λίγα χρόνια πριν, εξάλλου, ο γερμανός νομπελίστας χημικός Βίλχελμ Όστβαλντ, συνεπαρμένος από τις δυνατότητες που ανοίγονταν μέσα από τη συζήτηση για τη μετατροπή της ύλης σε ενέργεια, θα έφτανε στο σημείο να διατυπώσει τη συνταγή της ευτυχίας με αλγεβρικούς όρους (G= Ε2- W2).
Σε μια εποχή λοιπόν όπου όλα ήταν δυνατά, όταν τα μεγάλα οράματα αναδιοργάνωσης της κοινωνίας σε δικαιότερες και ηθικότερες βάσεις ήταν όχι μόνο ζωντανά, αλλά μεσούρανα, και όταν, ακόμη, οι πρόοδοι της επιστήμης και της τεχνολογίας υπόσχονταν να λειτουργήσουν ως πανάκεια για όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας, γεννήθηκε η δυστοπία. Η δυστοπία είναι μια προειδοποίηση για τους κινδύνους της ουτοπίας, μας λέει ο Λιάκος. Αν οι τελευταίοι δύο αιώνες δημιούργησαν την προσδοκία ενός ανοιχτού μέλλοντος όπου «τα πράγματα θα γίνονται όλο και καλύτερα», γέννησαν παράλληλα και τη σκιά αυτού του μέλλοντος, την αβεβαιότητα και τον φόβο. Σήμερα, στην μετα-ουτοπική πια εποχή, όπου πράγματα αδιανόητα όχι μόνο έχουν πραγματοποιηθεί, αλλά ανήκουν ήδη στην αρχαιολογία της φαντασίας, και αφού έχει καταρρεύσει τόσο το όραμα της κοινοκτημοσύνης όσο κι αυτό της κοινωνίας της αφθονίας και της κατανάλωσης, η αντιφατικότητα της πραγματοποίησης της προόδου βιώνεται, πράγματι, ως ουτοπία μαζί και δυστοπία. 

Ο Αντώνης Λιάκος είναι δεξιοτέχνης τη μεταφοράς. Η ευρηματικότητα με την οποία αναπαρίστανται αφηρημένες και δύσκολες έννοιες καθιστά το βιβλίο αυτό ευχάριστο στην ανάγνωση και ελκυστικό για ένα κοινό πολύ ευρύτερο από το ακαδημαϊκό.

Η Ιστορία ως υπαρξιακή υπόθεση

Ένα από τα βασικότερα θέματα που αναδεικνύει το βιβλίο είναι η διάσταση της μελλοντικότητας στην ιστορική γραφή, το γεγονός δηλαδή πως η Ιστορία δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά το παρελθόν και το μέλλον μαζί. Οι άνθρωποι γράφουν και σκέφτονται την Ιστορία σε συνάρτηση με τις προσδοκίες ή τις αγωνίες τους. «Το αναδρομικό βλέμμα μας εξαρτάται από το προδρομικό», γράφει χαρακτηριστικά ο Λιάκος. Η Ιστορία είναι, με λίγα λόγια, υπαρξιακή υπόθεση. Είναι γεγονός πως πολλοί τη βιώνουμε έτσι χωρίς να το συνειδητοποιούμε, πράγμα που επιχειρεί να κάνει ο συγγραφέας, που τελικά όχι μόνο ιστορικοποιεί τον εαυτό του, αλλά και αναψηλαφεί  τα ίδια τα θεμέλια της ιστορικής γνώσης,  δηλαδή της Ιστορίας ως συνιστώσας του πολιτισμού μας αλλά και της προσωπικότητάς μας.

*Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, Βιβλιοδρόμιο, 19/11/2011

Ο Πατριωτισμός των εκπατρισμένων


ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Ο Πατριωτισμός των εκπατρισμένων

Της Χριστίνας Λάμπρου [εφ. ΠΟΛΙΤΗΣ, "Παράθυρο", 21/2/2011]

Πώς μεταφέρεται και πώς διαμεσολαβείται από τους εκπατρισμένους η κουλτούρα της χώρας καταγωγής στη χώρα διαμονής; Ποιος είναι ο ρόλος των εξόριστων διανοουμένων στη μεταφορά ιδεών; Σε ποιο βαθμό οι κοινότητες της διασποράς επηρέασαν την ανάπτυξη του πατριωτισμού και της εθνικής συνείδησης όταν οι έννοιες αυτές ήταν ακόμα υπό διαμόρφωση; Και ποιο ρόλο διαδραματίζει η ανθρώπινη κινητικότητα, η ρευστότητα των συνόρων αλλά και η νοσταλγία σε αυτή τη διαδικασία;

Το διεθνές συνέδριο με τίτλο «Ο πατριωτισμός των εκπατρισμένων. Διασπορά και εθνική συνείδηση ανάμεσα στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο και αλλού κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα» θέτει μια σειρά τέτοιων ερωτημάτων, μέσα από ένα εντατικό διήμερο πρόγραμμα στις 25 και 26 Φεβρουαρίου. Η ιστορικός Κωνσταντίνα Ζάνου, η οποία μαζί με τον Ιταλό ιστορικό Maurizio Isabella και τον Κύπριο κοινωνιολόγο Νίκο Περιστιάνη έχει αναλάβει την πρωτοβουλία και διοργάνωση του συνεδρίου εξηγεί, στη συνέντευξη που ακολουθεί, κάποιες από τις ιδέες που διατρέχουν το συνέδριο και εστιάζει στη σημασία του διαμεσολαβητικού ρόλου που διαδραμάτισαν οι «εκπατρισμένοι» σε σχέση με την διαμόρφωση εθνικής συνείδησης κατά το 19ο αιώνα.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα αυτού του συνεδρίου;

Όλα ξεκίνησαν πριν από κάποια χρόνια όταν, στα διαβάσματα για τη διδακτορική μου διατριβή, έπεσα πάνω σε μια μελέτη του Maurizio Isabella που αφορούσε τους Ιταλούς εξόριστους στο Παρίσι, στο Λονδίνο και σε άλλα ευρωπαϊκά κέντρα κατά τη διάρκεια του Risorgimento, της ιταλικής δηλαδή Παλιγγενεσίας. Εξέταζε τον τρόπο με τον οποίο διαμόρφωσαν την εθνική τους συνείδηση όσοι βρίσκονταν μακριά από την πατρίδα τους τη στιγμή που αυτή η πατρίδα μεταμορφωνόταν σε έθνος. Εγώ ερευνούσα παρόμοια ζητήματα στην ελληνική περίπτωση, μελετούσα δηλαδή τους Έλληνες εξόριστους στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ελβετία και αλλού κατά τις παραμονές και κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης. Διαβάζοντας τη μελέτη εκείνη συνειδητοποίησα πως οι δύο περιπτώσεις παρουσίαζαν μια σειρά αντιστοιχιών σε πολλά επίπεδα. Όταν, λοιπόν, γνωριστήκαμε με τον Maurizio υποσχεθήκαμε πως θα οργανώναμε κάποτε ένα συνέδριο όπου θα βάζαμε δίπλα δίπλα τις περιπτώσεις διαφόρων εξορίστων και διαφόρων εθνών, για να δούμε πώς λειτούργησε γενικότερα η σχέση εξορίας και εθνικής ταυτότητας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Από μια ευτυχή συγκυρία βρέθηκε στο δρόμο μας ο Νίκος Περιστιάνης, ο οποίος αγκάλιασε τα σχέδια μας και μάλιστα τα εμπλούτισε με τις δικές του αναζητήσεις γύρω από την κυπριακή διασπορά και τον ρόλο της στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας.

- Ο τίτλος του συνεδρίου «Οι πατρίδες των εκπατρισμένων» κάνει μια φαινομενικά παράδοξη δήλωση. Μπορεί κανείς να έχει περισσότερες από μια πατρίδες;

Φυσικά και μπορεί. Αν ρωτήσετε ανθρώπους που ζουν στις κοινότητες της λεγόμενης «διασποράς», οικονομικούς ή επαγγελματικούς μετανάστες, πολιτικούς εξόριστους ή ακόμα και ανθρώπους που φοιτούν χρόνια στο εξωτερικό, αυτό πιθανότατα θα σας απαντήσουν. Η τραγική ειρωνεία είναι πως όποιος έχει περισσότερες από μια πατρίδες, νιώθει συνήθως άπατρις και δυστυχισμένος. Ο Μάριος Πιέρης, ένας Κερκυραίος που ζούσε στη Φλωρεντία και είχε ως πρώτη γλώσσα του τα ιταλικά σε μια εποχή που οι ενθουσιασμένοι από την ελληνική Επανάσταση Ευρωπαίοι τον χαιρετούσαν ως «Έλληνα», έγραφε τα εξής: «Όποιος έχει δυο πατρίδες, αυτήν της γέννησής του κι αυτήν της επιλογής του, καταλήγει τελικά να μην έχει καμιά πατρίδα, και περιπλανιέται σαν εξόριστος σ’ όλη του τη ζωή. Όποιος έχει δυο πατρίδες, δεν έχει τελικά καμία. Του συμβαίνει συχνά να πάλλεται ανάμεσα στις δυο πατρίδες. Οι μνήμες του συγχέονται. Περνά απ’ τη μια στην άλλη και δεν ξέρει ακριβώς πού να σταματήσει». Και κατέληγε: «Αυτός ο άνθρωπος θα ζει πάντα σαν ξένος, σαν να είναι μόνιμα επιβιβασμένος πάνω σ’ ένα καράβι. Δεν θα βρει πουθενά παρηγοριά. Όπου και να βρίσκεται, ο θάνατος θα τον βρει σαν μέσα στο δωμάτιο ενός δημόσιου ξενοδοχείου»…

- Πως γεννιέται η ιδέα της εθνικής συνείδησης και ποια είναι η σχέση της με την ιδέα του κράτους; Πως διαμορφώθηκε η συνθήκη των ομάδων της διασποράς στα όρια των δύο αυτών εννοιών;

Η διαδικασία εθνικοποίησης των ανθρώπων δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Το πέρασμα από την προεθνική στην εθνική συνείδηση του εαυτού δεν ήταν πάντοτε γραμμικό και αυτονόητο. Πάρτε για παράδειγμα την περιοχή της Βαλκανικής. Η ανάδυση των εθνικών διακριτικών συνειδήσεων οδήγησε στη διάσπαση του προεθνικού ενιαίου πολιτισμικού χώρου της Βαλκανικής, ενός χώρου που καθοριζόταν με βάση την Ορθόδοξη νοοτροπία και την κλασική ελληνική παιδεία. Αυτό είχε ως συνεπακόλουθο και τον συνειδησιακό αποπροσανατολισμό πολλών ανθρώπων. Μέχρι ακόμα και τα μέσα του 19ου αιώνα, συναντούμε εκεί διανοουμένους που δεν έχουν ακόμα «κατασταλάξει» οριστικά σε μια εθνική ταυτότητα: παράδειγμα ο Grigor Părličev (ή Γρηγόριος Σταυρίδης), Βούλγαρος φοιτητής που διέμενε στην Αθήνα και που κέρδισε, το 1860, το πρώτο βραβείο στον εθνικό διαγωνισμό ποίησης. Ή ο Νικόλαος Πίκκολος, λόγιος βλάχικης καταγωγής, που γεννήθηκε άνευ εθνικής ταυτότητας, έζησε ως Έλληνας και πέθανε ως Βούλγαρος.

- Αντίστοιχα, τέτοιες κοσμοπολίτικες ταυτότητες επιδιώκονται συνειδητά από τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους του 20ου αιώνα, ως μορφή αντίστασης στις επιπτώσεις του εθνικισμού. Σε ποιο βαθμό ήταν επιθυμητή ή επιδιωκόμενη η υβριδική ταυτότητα αυτή στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεστε;

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο εθνικισμός δεν ήταν πάντοτε το ίδιο πράγμα. Άλλα πράγματα σηματοδοτούσε το εθνικό κίνημα στις αρχές του 19ου αιώνα, άλλα στα τέλη του αιώνα κι άλλα στον 20ο αιώνα. Όσο συντηρητική και φοβική φαντάζει σήμερα η ριζοσπαστική εθνική ιδεολογία, τόσο εκσυγχρονιστική και ελπιδοφόρα ήταν η ιδεολογία αυτή για τους διανοουμένους των αρχών του 19ου αιώνα. Μην ξεχνάμε ότι ο εθνικισμός αναδύθηκε χέρι με χέρι με τη δημοκρατία και στις περισσότερες των περιπτώσεων λειτούργησε ως όχημα για την πτώση της απολυταρχίας. Στα πρώτα του στάδια ο εθνικισμός αναπτύχθηκε ως ένα κίνημα πολιτικής ελευθερίας που ένωνε παρά χώριζε τους λαούς της Ευρώπης. Από την άλλη, ο κοσμοπολιτισμός έχει αποκτήσει σήμερα μια θετική χροιά. Στην εποχή όμως για την οποία μιλάμε ο κοσμοπολιτισμός ήταν μια έννοια οπισθοδρομική, καθώς παρέπεμπε στην αριστοκρατική κοινωνία των γραμμάτων του 17ου και 18ου αιώνα, «στο κατεστημένο» θα λέγαμε σήμερα. Όπως έγραφε το 1842 ο Δημήτριος Δάρβαρης, λόγιος από την περιοχή της Μακεδονίας που ζούσε στη Βιέννη: «Κοσμοπολίτης γίνεται όστις δεν θέλει να εκπληρώση τα προς το έθνος καθήκοντα. Ο αγαθός και ενάρετος πολίτης θέλει προσηλώσει αεί όλην αυτού την ενέργειαν εις όφελος της πατρίδος». Επομένως, η εθνική ιδιότητα ήταν συνυφασμένη με τον προοδευτισμό. Η ανθρωπότητα δεν είχε βιώσει ακόμα τις καταστροφικές συνέπειες του εθνικισμού.

- Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τη θέση των ανθρώπων της «διασποράς» σε σχέση με τα έθνη – κράτη;

Η διαμόρφωση των εθνών-κρατών δεν έγινε «μια κι έξω», ούτε ήταν μια στατική και καθαρή διαδικασία. Γι αυτό και οι σύγχρονες ιστορικές προσεγγίσεις στο φαινόμενο του έθνους εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην κινητικότητα των ιστορικών σχηματισμών και στη ρευστότητα των συνόρων, ιδιαίτερα των πολιτισμικών συνόρων. Έτσι δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των διαμεσολαβητών, δηλαδή των λογίων εκείνων, των μεταφραστών, των εκδοτών, ή άλλων επιχειρηματιών του πολιτισμού, που αναλάμβαναν ένα ρόλο διαμεσολαβητικό, λειτουργώντας ουσιαστικά ως κανάλια μέσα από τα οποία γινόταν η μεταφορά ιδεών και αντιλήψεων από ένα πολιτισμικό, θρησκευτικό, κοινωνικό ή εθνικό πλαίσιο, σε ένα άλλο ή σε πολλά άλλα. Η έμφαση εδώ είναι στο πέρασμα, στο γίγνεσθαι, στη διαδικασία.

- Ποια είναι τα αποτελέσματα αυτών των συνθηκών στη δημιουργία των «διαμεσολαβητών» αυτών, στο πολιτιστικό τους προϊόν;

Η διγλωσσία (νοηματική και γλωσσική) είναι συνήθως αυτό που χαρακτηρίζει το «ενδιάμεσο» πολιτιστικό προϊόν. Ένα πολύ γνωστό παράδειγμα είναι αυτό του Διονυσίου Σολωμού. Όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο, ο «εθνικός ποιητής» της Ελλάδας άρχισε να ανακαλύπτει αρκετά αργά την ελληνικότητά του. Σε ηλικία 20 χρονών, όταν επιστρέφει στα Επτάνησα μετά από πολύχρονη παραμονή στην Ιταλία, ο ιταλόφωνος και ιταλογράφος Σολωμός παίρνει την απόφαση να γίνει «Έλληνας ποιητής». Ένα συνειδητό, αλλά και δύσκολο, πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη. Ο αγώνας του στέφεται με επιτυχία, αν συλλογιστεί κανείς πως αυτό που τον ανέδειξε τελικά ήταν το ελληνικό του έργο, ασυγκρίτως καλύτερο από τις ιταλικές του συνθέσεις. Ωστόσο, μέχρι τέλους ο Σολωμός δεν έπαψε να σκέφτεται στα ιταλικά. Τα προσχέδια των ποιητικών του ασκήσεων αποκαλύπτουν ότι συχνά έγραφε σε ιταλικό πεζό λόγο τις ιδέες που αμέσως μετά μετέφραζε σε ελληνικό ποιητικό στίχο. Στα περιθώρια των ελληνικών του χειρογράφων βρίσκουμε σκέψεις και παρατηρήσεις που σημείωνε στα ιταλικά («Pensa», «Bada», «Bisogna» κτλ.), πράγμα που δείχνει πως ο εσωτερικός του διάλογος διεξάγονταν ακόμα σ’ εκείνη τη γλώσσα. Ακόμα, κάποιες φορές, κατέληγε να γράφει σε μια τρίτη υβριδική γλώσσα, μια περίεργη σύμφυση ιταλικών και ελληνικών, μαζί όλα στην ίδια φράση σου ’παν νησιά, στεριές της γης, tu seil fior della Grecia»). Δεν είναι καθόλου περίεργο, λοιπόν, ότι ο Σολωμός στα γεράματα του ξανάρχισε να γράφει ποιήματα στα ιταλικά. Αν τα ελληνικά ήταν γι’ αυτόν η υψηλή γλώσσα της ποίησης, τα ιταλικά παρέμειναν πάντοτε η γλώσσα του «ανεπεξέργαστου» εαυτού του. Παρόλο που υπήρξε διαμορφωτής της ελληνικής γλώσσας, ο ίδιος ο Σολωμός έμεινε στην ουσία έξω απ’ αυτήν.

- Πως λειτουργεί η απόσταση και η νοσταλγία; Πόσο αφηρημένες έννοιες είναι και ποιος είναι ο αντίκτυπός τους στον «πραγματικό» κόσμο;

Κατ’ αρχάς, υπάρχουν δύο είδη νοσταλγίας: η «πραγματική νοσταλγία» και η «φαντασιακή νοσταλγία». Ας πάρουμε το παράδειγμα της σύγχρονης Κύπρου: πραγματική είναι η νοσταλγία που νιώθουν, λόγου χάρη, οι πρόσφυγες γονείς μου για το σπίτι όπου μεγάλωσαν. Η δική μου όμως νοσταλγία, για ένα σπίτι που δεν είδα ποτέ (αφού γεννήθηκα μετά το ‘74), πώς εξηγείται; Αυτό είναι που ονομάζω «φαντασιακή νοσταλγία», η επιθυμία, δηλαδή, επιστροφής σε ένα τόπο άγνωστο και εντούτοις «οικείο». Είναι μια νοσταλγία διαμεσολαβημένη από τις αφηγήσεις των άλλων και από τη συλλογική μνήμη. Τέτοιου τύπου ήταν και η νοσταλγία που ένιωθαν οι περισσότεροι Έλληνες εξόριστοι που μελετάω: πόθος επιστροφής σε μια Ελλάδα που δεν γνώριζαν παρά μόνο μέσα από τα βιβλία, μέσα από τον Ηρόδοτο και τον Πλάτωνα. Γι αυτό και όσοι επέστρεψαν, ένιωσαν τελικά «εξόριστοι» μέσα σε μια πατρίδα που δεν ανταποκρινόταν στις φαντασιώσεις τους. Διότι, τελικά τι είναι αυτό που νοσταλγούμε; Είναι πραγματικά ο μακρινός τόπος ή ο ανεπίστρεπτα απομακρυσμένος χρόνος; Οι γονείς μου, για παράδειγμα, νοσταλγούν το σπίτι τους ή την παιδική τους ηλικία; Πιστεύω, εντέλει, πως η νοσταλγία αρέσκεται στην αυτό-αναφορικότητα, αναπτύσσεται δηλαδή περισσότερο ως ένα ρομάντζο με τη φαντασία μας, παρά ως ένα συναίσθημα με συγκεκριμένο εκπληρωτέο στόχο. Στην πραγματικότητα, κανείς, ποτέ, δεν «επιστρέφει».

+ Το διεθνές συνέδριο «Ο πατριωτισμός των εκπατρισμένων. Διασπορά και εθνική συνείδηση ανάμεσα στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο και αλλού κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα» πραγματοποιείται στις 25 και 26 Φεβρουαρίου, στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας (αίθουσα ΟΥΝΕΣΚΟ).

Διοργανωτές: Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και Πανεπιστήμιο Queen Mary, Λονδίνο.

THE PATRIOTISM OF THE EXPATRIATES

International History Conference

THE PATRIOTISM OF THE EXPATRIATES

Diasporas and national consciousness between Europe, the Mediterranean and beyond in the long 19th century

University of Nicosia, Cyprus & Queen Mary, University of London

With the support of the Association for Historical Dialogue and Research of Cyprus (AHDR)

25 and 26 February 2011, UNESCO Amphitheatre, University of Nicosia

A common feature of several national movements of the nineteenth century was their development outside the territorial space of the state or states they aimed at creating. National consciousness was often elaborated within the circles of diaspora intellectuals and patriots living in exile. Likewise liberalism, socialism, republicanism, conservative doctrines, in short all the post-revolutionary ideologies often developed thanks to the displacement of groups of thinkers, politicians and men of letters who created international networks in constant contact with their countries of origin as well as with other countries and continents.

The aim of the conference is to explore the role that intellectual and revolutionary diasporas played in creating, disseminating and negotiating ideas, and in producing shared values, principles and discursive patterns among patriots of different national origins. It seeks to investigate how ideas are shaped, how they circulate, and the contribution that diasporas themselves gave to the main ideological currents advocating change in the post-revolutionary world. By looking at trans-national exchanges and trans-national civil societies, the conference will aim to de-nationalize the study of national consciousness, encourage comparative analysis and study the connections, relations and exchanges between different intellectual traditions and currents.

In particular, the conferences will help discussing the following questions and problems:

· The role of exiled intellectuals and patriots as cultural mediators between their hosting country and the country of origin.

· The degree to which diasporas retained the culture of their country of origin, endorsed the political culture of the host country, or produced new original ideas.

· The existence of specifically diasporic Enlightenment, Romanticism, republicanism, liberalism, socialism, and how they related to the development of patriotism and national consciousness.

· The importance of distance and nostalgia in the process of nationalization of exiled intellectuals and patriots.

· The contribution of the displaced writers or communities to building bridges between various intellectual traditions and their impact on the internationalization of 19th century cultural and intellectuals trends. How were French or British political concepts translated by Southern European intellectuals, or scholars and thinkers coming from the Ottoman Empire, to formulate new nationalisms, or to develop new notions of what “liberal” meant?

· The existence of ideological models that challenged not only existing Empires and states, but proposed ideas of statehood and nationality accommodating ethnic pluralism, advocating “regional” integration, or celebrating double or cosmopolitan identities, that do not fit into conventional understandings of the birth of nation states.

It is hoped that the conference will represent an opportunity to discuss, question and revise some of the theoretical frameworks used by historiography to explore and interpret the circulation of ideas between Europe, the Mediterranean and the rest of the world, and that it will provide an opportunity to improve our understanding of the intellectual and cultural dynamics facilitated by the cross-border and cross national encounters.

Organizers:

MAURIZIO ISABELLA (Lecturer in Modern European History, Queen Mary College, London)

KONSTANTINA ZANOU (History researcher, University of Nicosia, Cyprus)

NICOS PERISTIANIS (President of the Council, University of Nicosia)

For more information:
http://www.unic.ac.cy/nqcontent.cfm?a_id=6234

PROGRAMME

FRIDAY, 25 FEBRUARY 2011

8:30- 9:00

Coffee

9:00-9:30

Welcoming note: NICOS PERISTIANIS

Introductory remarks: MAURIZIO ISABELLA, KONSTANTINA ZANOU

9:30-10:10

Keynote Lecture

PASCHALIS M. KITROMILIDES, The patriotism of the expatriates: a perspective from the Cypriot diaspora

10:10-10:25

Discussion

10:25-10:40

Coffee break

10:40-11:40

Session One: Multiple loyalties and overlapping identities

Chair: MICHALIS ATTALIDES

MATHIEU GRENET, Micro-patriotism? Regional identities and national consciousness in the Greek diaspora: the cases of Venice and Livorno, c. 1770-c.1830

KONSTANTINA ZANOU, The last intellectuals-“rings” between Italy and Greece: Andrea Mustoxidi and Niccolò Tommaseo (first half of the 19th century)

VANGELIS KECHRIOTIS, A Cappadocian in Athens, an Athenian in Izmir/Smyrna and an Ottoman in Istanbul: the multiple loyalties of Pavlos Carolidis

11:40-11:55

Discussion

12:10-12:50

Session Two: Ideological and cultural transfers

Chair: ANTONIS HADJIKYRIACOU

CATHERINA BREGIANNI, Autobiographies of Ionian politicians: The perception of national identity, 19th century

MICHALIS SOTIROPOULOS, Bridging the Legal Gap: The Professors of Law of the University of Athens between a cosmos (Europe) and a patria (Greece)


12:50-13:05

Discussion

13:05-15:00

Lunch

15:00-16:00

Session Three: Intellectuals as cultural mediators

Chair: KONSTANTINA ZANOU

OLGA AUGUSTINOS, Gained in Translation: “Metakenosis” as a Modality of Cross-Cultural Encounters

NASSIA YAKOVAKI, Ιs there a diaspora dimension in the Greek language question? Insights drawn from a private exchange between Korais and Philippidis on language theory and politics

VIVI PERRAKY, Adamantios Korais: "Paris, that I love equally to Greece, my homeland" [Korais' Epitaph, written by himself, Montparnasse cemetery , Paris]

16:00-16:15

Discussion

16:15-16:30

Coffee break

16:30-17:30

Session Four: Intercultural exchange phenomena across the Mediterranean

Chair: EMILIOS SOLOMOU

ANTHONY SANTILLI, The Egyptian Modernization process through its “cultural mediators”: the case of Joseph Hekekyan Bey (1820s-1860s)

IAN COLLER, “Fy ardak”: Egyptian Independence and the Transformation of Exile in France 1801-1831

ANDREW ARSAN, Finding strength in dispersal: reformist thought and action in the Eastern Mediterranean diaspora, 1908-1919

17:30-17:45

Discussion

SATURDAY, 26 FEBRUARY 2011

8:30-9:00

Coffee

9:00-9:40

Session Five: Intellectual activity across frontiers

Chair: MAURIZIO ISABELLA

ADA DIALLA, The Greek Philhellenic Lobby of St’ Petersburg during the Greek War of Independence: Patriotic and Cosmopolitan Aspects of Identity

DESSISLAVA LILOVA, Importing Ancestors: The Bulgarian Diaspora and the Production of Historical Canon in 19th Century

9:40-9:55

Discussion

9:55-10:10

Coffee break

10:10-11:10

Session Six: Cypriot diasporas and national consciousness

Chair: NIYAZI KIZILYÜREK

NICOS PERISTIANIS, Which imagined community? Continuities/Discontinuities of patriotism among Greek Cypriots

IRENE POPHAIDES, The Dialectic of Nationalism: From the National Centre to the Periphery, the Case of Cyprus

PANAYIOTIS PERSIANIS, The patriotism of the 19th century Greek Cypriot expatriates in Egypt and their politics of education: Two completely opposite conceptions of patriotic duty

11:10-11:25

Discussion

11:25-12:25

Round Table

MAURIZIO ISABELLA

KONSTANTINA ZANOU

PASCHALIS KITROMILIDES

12:25-12:40

Closing remarks: NICOS PERISTIANIS

12:40-14:30

Lunch