Το «σύνοικο στοιχείο»

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Οι Μουσουλμάνοι της Κύπρου είναι απλώς μια μειονότητα με χαμηλό επίπεδο πολιτισμού». Αυτή την απάντηση έλαβε από τους εκπροσώπους της ελληνοκυπριακής κοινότητας ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, όταν, το 1907, σε μια επίσκεψή του στην Κύπρο ως Υπουργός Αποικιών, ζήτησε από τους Ελληνοκύπριους να σεβαστούν τα συναισθήματα του μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί. Πάνω από ένας αιώνας πέρασε από τότε. Πόσο όμως άλλαξε η αντίληψή μας για τους «άλλους κατοίκους» της Κύπρου; Τι παραπάνω, τι διαφορετικό μάθαμε, όλα αυτά τα χρόνια, για το «σύνοικό» μας «στοιχείο»; Τι ξέρουμε, εν τέλει, για τους Τουρκοκύπριους;
Απάντηση στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί τώρα να δώσει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. «Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση (2009), φέρει την υπογραφή του γνωστού καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Niyazi Kizilyürek. Το βιβλίο συγκεντρώνει μια σειρά παλαιότερων και πιο πρόσφατων άρθρων και ομιλιών του συγγραφέα, που καταπιάνονται τόσο με την ιστορία, την κοινωνικο-πολιτική υπόσταση και την πολιτισμική ταυτότητα της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όσο και με τις αντιλήψεις που η «αντίθετη πλευρά», δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι, διαμόρφωσε γι αυτήν.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Kizilyürek, στη νεότερη ιστορία της Κύπρου, η επικρατούσα αντίληψη ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους ήθελε να προσδιορίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως «μια απλή μειονότητα και αμελητέο στοιχείο». «Κι αυτό», επισημαίνει ο καθηγητής, «όχι μόνο στην ιστορική περίοδο κατά την οποία οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι προσδιόριζαν τον εαυτό τους ως μειονότητα, αλλά και μετέπειτα, όταν ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, ως δικοινοτικό κράτος, στη βάση της πολιτικής ισότητας των δύο εθνοτικών ομάδων».
Αυτή η αντίληψη, που επικρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του α’ μισού του 20ου αιώνα, κλονίστηκε το 1960. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που οδήγησαν στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, μετέτρεψαν τους Τουρκοκύπριους από «αμελητέο στοιχείο» σε εθνικό εταίρο, σε μια «κοινότητα» που σύμφωνα με τις επικρατούσες ελληνοκυπριακές αντιλήψεις της εποχής, «είχε συμπράξει με τη βρετανική αποικιακή δύναμη και την Τουρκία με μοναδικό στόχο την αποτροπή της ένωσης με την Ελλάδα». Οι Συμφωνίες κρίθηκαν έτσι ως «άδικες» για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Χαρακτηριστική της αντίληψης αυτής είναι και η φράση που συναντά κανείς στα φυλλάδια της μυστικής ένοπλης οργάνωσης Ακρίτας: «η βασική πολιτική γραμμή έναντι των Τούρκων παραμένει να κατανοήσουν ούτοι ότι δεν αποτελούν παρά μιαν απλή μειονότητα και ότι επομένως δεν δικαιούνται να έχουν τα υπερπρονόμια τα οποία σήμερον έχουν».
Μετά την τουρκική εισβολή το 1974, η αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων ήταν τέτοια, που ανάγκασε τους Ελληνοκύπριους να αποδεχτούν, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία τους, την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων και να τους αντιμετωπίσουν ως μια «κοινότητα» με την οποία μπορούσαν να συνομιλήσουν για την εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό. Η τουρκοκυπριακή «αμελητέα πολιτισμική μειονότητα» μετατρέπεται έτσι σε μια «κοινότητα με την οποία οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν». Υπό τη σκιά της κατοχής, ο μύθος της «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο κοινοτήτων στην προ του ’74 εποχή, καλλιεργείται συστηματικά και αποκτά βαρύνουσα σημασία για τη μάχη των Ελληνοκυπρίων ενάντια στην κατοχική Τουρκία. Όταν πλέον, δηλαδή, η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ανεπανόρθωτα πληγεί, μόνο τότε οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να πιστεύουν σε αυτήν.
Όπως επισημαίνει όμως ο Niyazi Kizilyürek, αυτή η ξαφνική «ανακάλυψη των αδελφών Τουρκοκυπρίων» χρησιμοποιήθηκε μόνο ως εργαλείο ενάντια στην κατοχή, ενώ πόρρω απέχει από την ανάπτυξη μιας πολιτικής κουλτούρας που να σέβεται τη διαφορετικότητα. Ακόμα και σήμερα, σύμφωνα με τον καθηγητή, οι Ελληνοκύπριοι δεν αντιμετωπίζουν τους Τουρκοκύπριους ως μια πολιτική κοινότητα με βούληση. Είναι διάχυτη η αντίληψη ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στη λύση του Κυπριακού. Η πολιτική πεποίθηση ότι «το κλειδί για τη λύση βρίσκεται στην Άγκυρα» οδηγεί και πάλι σε μια υποτίμηση της αυτόνομης πολιτικής βούλησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο της ελληνοκυπριακής πλευράς, οι Τουρκοκύπριοι μοιάζουν έτσι να είναι σχεδόν «ανυπόστατοι», ένας «απών συνομιλητής». Όπως συμπεραίνει, λοιπόν, ο συγγραφέας: «Όπως στις αρχές του 20ου αιώνα, έτσι και στις μέρες μας, η παραγνώριση της ύπαρξης και της βούλησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας μοιάζει με την εγελιανή διαλεκτική του αφέντη και του σκλάβου και έχει ως μοναδικό μέλημα την επιδίωξη άσκησης εξουσίας».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 30/8/2009

Το ελληνικό Βιετνάμ

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Πρέπει όλοι οι σκελετοί Τούρκων και Ελλήνων να δουν το φως. Δεν μπορεί κάποιος να κοιμάται ήσυχος με σκελετούς κάτω από το κρεβάτι»

(ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, «ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ», ΑΘΗΝΑ, 2009)

Το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» ήρθε να ταράξει τα νερά σε ένα ζήτημα-ταμπού της ελληνικής και κυπριακής ιστορίας. Ο Γκουρογιάννης τολμά ν’ αγγίξει το, εδώ και 35 χρόνια, «ανέγγιχτο» θέμα των Ελλήνων που πολέμησαν στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος και της εισβολής. Ο ήρωας του μυθιστορήματός του, ένας πετυχημένος δικηγόρος, που καταφέρνει για χρόνια να κρύβει επιμελώς – ακόμα κι από ίδιο του τον εαυτό – την συμμετοχή του στα γεγονότα του ’74 στην Κύπρο, ξυπνάει από τον πολύχρονο λήθαργό του όταν του συμβαίνει ένα απρόοπτο περιστατικό. Μια μέρα, παίρνοντας το τρένο να γυρίσει στο σπίτι του, τον πλησιάζει ένας ζητιάνος και, αγκαλιάζοντάς τον, του ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Σειρούλα! Γλύτωσες; Το πόδι, το πόδι…». Σοκαρισμένος από αυτή την απρόσμενη «επίθεση», ο δικηγόρος αφήνει το βαγόνι και με μουδιασμένα τα σαγόνια καταφέρνει να ψευδίσει: «Θεέ μου, ποιος είναι; Ποιος θα μιλήσει για το δικό μας Βιετνάμ;». Η δυσωδία του ζητιάνου αρχίζει σταδιακά να μπλέκεται με την δυσοσμία που αναδίδουν οι δικές του ξεχασμένες και πρόχειρα κουκουλωμένες πληγές. «Τότε ήταν που αντιλήφθηκα», ομολογεί ο δικηγόρος, «πώς μυρίζουν οι ζωντανοί νεκροί. Αφόρητα, αφόρητα!». Έτσι λοιπόν, αποφασίζει να αναμετρηθεί με το παρελθόν του. Συστήνει ένα σύλλογο βετεράνων και τους προτρέπει, μέσα από τη διοργάνωση ενός ταξιδιού στην Κύπρο και ενός συνεδρίου, να κάνουν το ίδιο: «Γίνεται όπως με τις πληγές», τους λέει στην εισαγωγική του ομιλία, «αν δεν τις αφήσεις να τρέξουν το αίμα τους και τις ράψεις στα γρήγορα, κρατάς στο σώμα φυλακισμένα τα μικρόβια του τετάνου κι άλλα βακτήρια, που με τον καιρό σε διαλύουν. Αυτό συνέβη σε πολλούς από μας, γι αυτό ας έχετε το θάρρος να ανοίξετε εκ νέου τις πληγές και να φύγει όσο αίμα και όσα δάκρυα όφειλαν να φύγουν από ποτέ».
Ο Γκουρογιάννης καταφέρνει να ξεδιπλώσει με μαεστρία τις μαρτυρίες των Ελλήνων βετεράνων του ’74 και να αναδείξει την πολυπρισματικότητα ενός θέματος που, ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις που συζητείται, προεξοφλείται με εύκολους αφορισμούς. «Εμείς ήμασταν η ντροπή της Ελλάδας», ομολογεί ένας βετεράνος, «Ήμασταν οι χουντικοί, ήμασταν οι ανεπιθύμητοι, ήμασταν αυτοί που πήγαμε να πολεμήσουμε τον Μακάριο και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με Τούρκους χωρίς να το περιμένουμε και να το πολυκαταλάβουμε». Για να συνεχίσει: «Τι υπερασπιζόμασταν στην Κύπρο; Τον ελληνισμό ή τη χούντα των συνταγματαρχών; Ποιος μας καθοδήγησε εναντίον ποιού πρέπει να υψώσουμε το όπλο;». Πράγματι, αυτό που μοιάζει να εισηγείται ο συγγραφέας είναι ότι, αν εξαιρέσουμε τους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους 2000 περίπου Έλληνες στρατιώτες που στάλθηκαν στην Κύπρο το ‘74 «πολέμησαν χωρίς να γνωρίζουν τον εχθρό τους». Και όχι μόνο: Όσοι στάλθηκαν στην Κύπρο, με απόφαση που εξέδωσε η χούντα στις 21 Ιουλίου, όσοι δηλαδή αποτελούσαν το μοναδικό τάγμα πεζικού και της μοίρας καταδρομέων που στάλθηκε πρόχειρα, παρά την άρνηση των συνταγματαρχών (αλλά λόγω της επιμονής του Ιωαννίδη και της πίεσης που ασκούσε ο Σαμψών), ήταν οι λιγότερο ευνοούμενοι του καθεστώτος, αφού ουσιαστικά στέλνονταν σε μια επιχείρηση αυτοκτονίας.
Το αν αληθεύουν αυτές οι υποθέσεις ή όχι εναποτίθεται στην έρευνα των εξειδικευμένων στο θέμα ιστορικών. Από τις πολλαπλές και διαφορετικές αναγνώσεις που επιδέχεται το μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη, εγώ θα ήθελα να κρατήσω τις εξής:
Α) Πρόκειται για ένα έργο που καταδεικνύει πως ο πραγματικός πόλεμος ξεκινά μετά την λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Αυτός ο πόλεμος, μας λέει ο συγγραφέας, λαμβάνει χώρα στο πεδίο της μνήμης και της ιστορίας, εκεί όπου τα λόγια μάχονται με τη σιωπή, οι υπόγειες ερμηνείες με τις επίσημες αφηγήσεις, οι ατομικές αλήθειες με τα εθνικά στερεότυπα: «Το πρόβλημα δεν είναι η ψύξη του μυαλού [κατά τη διάρκεια του πολέμου], είναι η απόψυξη, που κρατάει χρόνια».
Β) Αν και πολλές φορές ο συγγραφέας φαίνεται να συμπαθεί τους ήρωες του, πιστεύω πως εν τέλει δεν προσπαθεί να τους δικαιώσει. Σκοπός του είναι να καταγγείλει τον πόλεμο εν γένει. «Νιώθετε εθνική υπερηφάνεια για την ανάμειξή σας στα πολεμικά γεγονότα της Κύπρου;», ρωτάει ένας ιστορικός τον βασικό ήρωα του έργου. «Κανένας δεν βγαίνει από τον πόλεμο περήφανος», του απαντά εκείνος, «απλώς οι άλλοι τον δοξάζουν για τα κατορθώματά του, εξαιτίας των οποίων αυτός χάνει για πάντα τον ύπνο του… Ο πόλεμος είναι μια παλαίστρα με σκατά. Όσες αρωματικές δάφνες κι αν στρώσεις από πάνω, η σκατίλα δεν φεύγει. Την έχεις για πάντα στα ρουθούνια».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 24/8/2009

Φθινοπωρινές Πληγές

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Η οδός Ιστικλάλ είναι σήμερα ένας από τους πιο όμορφους και πολυσύχναστους δρόμους της Πόλης. Τα μοντέρνα εμπορικά καταστήματα, τα κομψά εστιατόρια κι οι καφετέριες, το πλήθος των τουριστών που πηγαινοέρχεται αμέριμνο, το βιαστικό βήμα των ντόπιων που τρέχουν στις καθημερινές τους ασχολίες, το ιστορικό τραμ που εκτελεί βαρύθυμα τη διαδρομή «Ταξίμ-Τουνέλ», όλα αυτά προσδίνουν ένα τόνο κοσμοπολίτικης ανεμελιάς στην περιοχή. Τίποτα από το σημερινό σκηνικό δεν μαρτυρά πως ακριβώς εδώ, πριν από 54 χρόνια, ο κοσμοπολιτισμός της Πόλης δέχονταν ουσιαστικά το θανάσιμο του πλήγμα.
Οι νεότερες γενιές της Τουρκίας δεν φαίνεται, πράγματι, να γνωρίζουν πολλά για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη τη νύχτα μεταξύ 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955. Όλα άρχισαν όταν το μεσημέρι της 6ης Σεπτεμβρίου το κρατικό ραδιόφωνο μετέδωσε την είδηση πως είχε γίνει βομβιστική επίθεση στο σπίτι του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη (επίθεση, που όπως αποκαλύφθηκε αργότερα είχε οργανωθεί από συνεργάτες των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών). Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, ύστερα από πρόσκληση φοιτητικών οργανώσεων και του συλλόγου «Η Κύπρος είναι τουρκική», έγινε στην πλατεία Ταξίμ μια διαδήλωση διαμαρτυρίας. Η διαδήλωση κατευθύνθηκε προς την οδό Ιστικλάλ, όπου και διασπάστηκε σε διάφορες ομάδες, που άρχισαν να ρίχνουν πέτρες στις βιτρίνες των καταστημάτων των μη μουσουλμάνων. Μέσα σε λίγη ώρα, οι περιοχές γύρω από την Ταξίμ – όπου κατά παράδοση έμεναν και εργάζονταν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι – πλημμύρισαν από πλήθη ανθρώπων που εξοπλισμένοι με ανάλογα αντικείμενα κατεδάφισαν καταστήματα, σπίτια, σχολεία, εκκλησίες και κοιμητήρια. Θεωρείται ότι στα επεισόδια έλαβαν μέρος περίπου 100.000 άνθρωποι. Μέσα σε 9 ώρες λεηλατήθηκαν και κάηκαν περίπου 4.500 μαγαζιά, 3.500 σπίτια, 90 ναοί, 41 σχολεία, 8 εφημερίδες και 2 νεκροταφεία. Το 59% των καταστημάτων και το 80% των σπιτιών που καταστράφηκαν ανήκαν σε Έλληνες. Τα επεισόδια αυτά σήμαναν ουσιαστικά το τέλος της ύπαρξης της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Υπολογίζεται ότι από τους 130.000 Έλληνες που ζούσαν εκεί, εκείνο τον Σεπτέμβριο επηρεάστηκαν περίπου 110.000 άνθρωποι, οι οποίοι αποφάσισαν σταδιακά να εγκαταλείψουν την Πόλη.
«Η νύχτα των Κρυστάλλων» ή «Τα Σεπτεμβριανά» (όπως συνηθίζεται ν’ αποκαλούνται τα εν λόγω γεγονότα) αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της τουρκικής ιστορίας και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να παραμένουν έξω από τις σελίδες των τουρκικών σχολικών βιβλίων. Το θέμα άρχισε να ανακινείται όταν το 2006 μια εξαιρετικά θαρραλέα τουρκάλα ιστορικός, η Ντιλέκ Γκιουβέν, δημοσίευσε τα αποτελέσματα της διδακτορικής της διατριβής. Η Γκιουβέν, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά άγνωστες τουρκικές πηγές, αναδεικνύει την εσωτερική διάσταση των «Σεπτεμβριανών», καθώς υποστηρίζει πως η κυβέρνηση Μεντερές, έχοντας εμπλακεί σε οικονομική και πολιτική κρίση, προσπάθησε επίτηδες να στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης στο Κυπριακό. Ενώ λοιπόν τα επεισόδια υποκινήθηκαν και οργανώθηκαν από κυβερνητικούς παράγοντες, η ίδια η κυβέρνηση προσπάθησε να τα παρουσιάσει, αρχικά, ως «αυθόρμητη» λαϊκή αντίδραση για τη δράση της ΕΟΚΑ, και σε ένα δεύτερο στάδιο, να τα αποδώσει στην «κομμουνιστική συνωμοσία» – συλλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, και τον συγγραφέα Αζίς Νεσίν (Ντ. Γκιουβέν, «Εθνικισμός, κοινωνικές μεταβολές και μειονότητες. Τα επεισόδια εναντίον των μη μουσουλμάνων της Τουρκίας, 6/7 Σεπτεμβρίου 1955», Εστία, 2006).
Αν η μελέτη της Γκιουβέν δεν είχε αντίκτυπο παρά μόνο στο σχετικά περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο και για την πρόσφατη ταινία «Φθινοπωρινές Πληγές», σε σκηνοθεσία της Τομρίς Γκιριτλίογλου, που καταπιάνεται με το ίδιο θέμα. Η ταινία (που προβάλλεται ήδη στις κυπριακές αίθουσες) παρουσιάζει την ιστορία αγάπης ενός Τούρκου και μιας Ρωμιάς, με φόντο τα «Σεπτεμβριανά» στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για μια τολμηρή και τίμια προσπάθεια, που αποκαλύπτει όλα όσα διαδραματίστηκαν τον μαύρο εκείνο Σεπτέμβρη, καταγγέλλοντας τόσο τους φανατισμένους πλιατσικολόγους και τρομοκράτες, όσο και το κρατικό σύστημα των προβοκατόρικων μηχανισμών.
Φαίνεται λοιπόν πως μια μερίδα του τουρκικού διανοητικού και καλλιτεχνικού κόσμου δεν φοβάται πλέον να αντιμετωπίσει κατάματα όλα όσα η επίσημη ιστορία ξέρει να καλύπτει με τόση μαεστρία. Αναμένω την στιγμή που κι εμείς θα εξοπλιστούμε με την ίδια τόλμη και ειλικρίνεια. Όπως πολύ σωστά το έθεσε πρόσφατα ο Δημήτρης Δανίκας («ΤΑ ΝΕΑ», 2/5/09): «Μην βαυκαλίζεστε. Όλοι σχεδόν οι λαοί σε κάποιο σημείο της ιστορικής τους διαδρομής κολύμπησαν σε ωκεανούς από αίμα αθώων. Είδατε εσείς Έλληνα σκηνοθέτη με την ίδια τόλμη ν’ ανοίξει τον φάκελο της Μικράς Ασίας; Τότε που εμείς, ως λιλιπούτειοι ιμπεριαλιστές διαπράτταμε τα μύρια όσα στο πέρασμά μας μέχρι τη Σμύρνη;». Για να καταλήξει: «Εμείς ακόμα από το 1974 δεν τολμούμε ν’ ανοίξουμε τον φάκελο της Κύπρου. Χωνέψτε το καλά. Η ελίτ της τουρκικής καλύβας είναι πολύ πιο μπροστά από την Ελλάδα της ευρωπαϊκής πολυτελούς οικίας».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 15/8/2009

Αμήν!

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Η ιστορία επαναλαμβάνεται: οι θρησκόληπτοι που άλλοτε ακρωτηρίαζαν τα αγάλματα, σήμερα επεμβαίνουν και κόβουν τις εικόνες. Το πεδίο των λογοκριτών εμπλουτίσθηκε με ανώτερους δημοσίους λειτουργούς των οποίων το καθήκον είναι η προστασία της Δημοκρατίας»
(Απόσπασμα από την επιστολή διαμαρτυρίας του Κώστα Γαβρά προς τα ελληνικά ΜΜΕ, 27/8/2009)

Μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον (δεν ξέρω τι γίνεται σήμερα), στον προθάλαμο της γυάλινης αίθουσας με τα γλυπτά του Παρθενώνα, στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει μια 13λεπτη ταινία που φέρει την υπογραφή του διεθνούς φήμης Έλληνα σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά. Η ταινία παρουσιάζει συνοπτικά και σε μορφή animation την ιστορία του μνημείου διά μέσου των αιώνων, εστιάζοντας στις πολλές περιπέτειες και καταστροφές που γνώρισε ο ναός. Ξεκινά από τους Έρουλους, που το 267 μ.Χ. τον έκαψαν, προχωρά στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, δείχνοντας την απολάξευση των αναγλύφων του και την πτώση και καταστροφή του αγάλματος του Ποσειδώνα, και συνεχίζει με σύντομες αναφορές στις μετατροπές του μνημείου από το 500 μ.Χ. περίπου και εξής: Σε εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, σε εκκλησία λατινικού δόγματος από τους Φράγκους μετά την Δ' Σταυροφορία, σε μουσουλμανικό τέμενος και, τέλος, σε πυριτιδαποθήκη των Οθωμανών, που είχε συνέπεια τον βομβαρδισμό του Παρθενώνα από τα στρατεύματα του Μοροζίνι (1687). Η ταινία τελειώνει με μια εκτενή αναφορά στη λεηλασία του μνημείου από τον λόρδο Έλγιν. Κατά τα λεγόμενα του σκηνοθέτη, σκοπός της ταινίας είναι «να δείξει – βασιζόμενη σε αναμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα – ότι η σταδιακή “συρρίκνωση” του Παρθενώνα δεν πρέπει να αποδοθεί σε τυχόν φθορές μέσα στο χρόνο ή σε ενδεχόμενες αδυναμίες της κατασκευής του, αλλά αντίθετα οφείλεται στον φανατισμό των ανθρώπων καθώς και στην βαρβαρότητα των διαδοχικών εισβολέων».
Φαίνεται όμως πως η ταινία, και συγκεκριμένα η διάρκειας 1,5 λεπτού σκηνή που αναφέρεται στην παλαιοχριστιανική εποχή και παρουσιάζει ρασοφόρους να καταστρέφουν τις μετόπες του Παρθενώνα, ενόχλησε έντονα την Εκκλησία της Ελλάδος. Κατ' απαίτηση, λοιπόν, μελών της Ιεράς Συνόδου, αλλά και του ίδιου του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, ο Υπουργός Πολιτισμού Αντώνης Σαμαράς και ο πρόεδρος του Μουσείου Δημήτρης Παντερμαλής αποφάσισαν να λογοκρίνουν το φιλμάκι, αποκόπτοντας την εν λόγω σκηνή. «Το μουσείο δεν διχάζει ούτε σκανδαλίζει», δήλωσε ως απάντηση στις διαμαρτυρίες ο κ. Σαμαράς.
Ομολογουμένως, αυτή η μικρού μήκους ταινία δεν είναι από τα αριστουργήματα του Κώστα Γαβρά. Πρόκειται ξεκάθαρα για ένα φιλμάκι που γυρίστηκε επί παραγγελία και με ένα και μοναδικό σκοπό: να καταγγείλει την παρατεταμένη κατοχή των μαρμάρων του Παρθενώνα από την Μεγάλη Βρετανία, παρουσιάζοντας έτσι ως αυτονόητη την αναγκαιότητα επιστροφής τους – σκοπός που συμπίπτει εξάλλου και με τον κυριότερο λόγο ύπαρξης του Νέου Μουσείου. Δεν είναι το θέμα μας, όμως, η καλλιτεχνική αξία του έργου. Άσχετα αν μας αρέσει ή όχι, ένα είναι το δεδομένο: ότι το φιλμ προβλήθηκε στους αρμόδιους και πήρε την έγκρισή τους πολύ πριν από τα εγκαίνια του Μουσείου.
Με ποιο δικαίωμα, λοιπόν, οι κκ. Σαμαράς και Παντερμαλής έρχονται εκ των υστέρων να το λογοκρίνουν; Γιατί υπέκυψαν στην «τρομοκρατική επίθεση» της Εκκλησίας; Και, κυρίως, γιατί η Εκκλησία επεμβαίνει σε θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά της; Γιατί δεν περιορίζεται στα δικά της χωράφια; Μήπως η πολιτεία ελέγχει προηγουμένως τη φωνή του κ. Ιερώνυμου ή τα ράσα του κ. Άνθιμου για να τους επιτρέψει να λειτουργήσουν;
Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που ο Κώστας Γαβράς έρχεται αντιμέτωπος με την εκκλησιαστική λογοκρισία. Όταν, το 2002, σκηνοθέτησε το «Αμήν», μια ταινία που καταγγέλλει την σιωπή του Βατικανού, και ειδικά του Πάπα Πίου ΧΙΙ, στο ολοκαύτωμα των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς, δέχτηκε τη σκληρή επίθεση του προέδρου της Επισκοπικής Συνόδου της Γαλλίας, Ζαν Πιέρ Ρικάρ. Ο Ρικάρ χαρακτήρισε «πρόκληση» την ταινία και τόνισε ότι θα πρέπει να «καταδικαστεί από όλους αυτούς που τιμούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Τότε, ωστόσο, η Επισκοπική Σύνοδος δεν απαίτησε επίσημα την απόσυρση της ταινίας.
Η είδηση, πάντως, για την πρωτοφανή λογοκρισία που δέχτηκε το φιλμάκι του Γαβρά για την ιστορία του Παρθενώνα, έχει κάνει το γύρο του κόσμου, προκαλώντας στη διεθνή φήμη της Ελλάδας ένα μεγάλο πλήγμα. Αυτές οι τακτικές αυτό-ακυρώνουν στην ουσία τον απώτερο σκοπό ύπαρξης του ίδιου του Μουσείου, που δεν είναι βέβαια άλλος από την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων στον φυσικό τους χώρο. Για να επιστραφούν, όμως, κύριοι, στην Ελλάδα τα μάρμαρα του Παρθενώνα δεν πρέπει να υπάρχουν μόνο οι κατάλληλες υποδομές για να τα δεχτούν. Θα πρέπει να υπάρχουν και οι κατάλληλες νοοτροπίες. Αμήν!

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 9/8/2009

Τα άρματα που χορεύουν

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

"Τα τανκς χορεύουν βαλς στις πλατείες της Πράγας"
(Ο Γιάννης Ρίτσος για την εισβολή των σοβιετικών αρμάτων στην πρωτεύουσα της Τσεχοσλοβακίας, 1968)

Απαράδεχτα κι επικίνδυνα κρίθηκαν από τον Υπουργό Άμυνας τα συνθήματα που ακούστηκαν πρόσφατα στα Κέντρα Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων στη Λάρνακα και στην Πάφο. «Νεκρός Τούρκος καλός Τούρκος!», «Με τ’αρματα στην Πόλη θα μπούμε μια βραδιά, παρέλαση να κάνουμε μπρος ‘την Αγιά Σοφιά!», «Ελλάς, Ελλάς, σκέπασε κι εμάς!» ήταν μερικά από τα συνθήματα που υποχρεώθηκαν να φωνάξουν οι εθνοφρουροί μας (σ.σ. πληροφορίες για το ότι αναφωνήθηκε και το ιστορικό «Την Ελλάδαν θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες!» χρήζουν ακόμη εξακρίβωσης). Ο Υπουργός χαρακτήρισε τα συνθήματα «σοβινιστικά» και «ρατσιστικά» και επιβεβαίωσε πως όσοι εκπαιδευτές διέταξαν την εκφώνησή τους θα τιμωρηθούν πειθαρχικά. Όπως καταγγέλλει, βέβαια, το Κυπριακό Παρατηρητήριο για τη Ρατσισμό και τη Ξενοφοβία, η αναφώνηση και η διαταγή για την αναφώνηση των συγκεκριμένων συνθημάτων δεν αποτελούν απλώς και μόνο πειθαρχικά παραπτώματα εντός του στρατού, αλλά ποινικά αδικήματα που αντιβαίνουν το σύνταγμα, το διεθνές δίκαιο, τους νόμους και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, και υποδαυλίζουν το εθνοτικό και φυλετικό μίσος. Επομένως, όπως πολύ σωστά υποστηρίζει το Παρατηρητήριο, λόγο και υποχρέωση για δράση δεν έχει μόνο το Υπουργείο Άμυνας αλλά και η πολιτεία.
Για κάποιους βουλευτές της αντιπολίτευσης, ωστόσο, όπως π.χ. για τον κ. Σωτήρη Σαμψών, αυτή και μόνο ακόμη η πειθαρχική τιμωρία που διέταξε ο Υπουργός είναι άδικη, αφού «είναι ανήκουστο ν’ απαγορεύεται η αναφώνηση συνθημάτων υπέρ της Ελλάδας και εναντίον της Τουρκίας στο στράτευμα». Πώς, εξάλλου, θα τονωθεί και θα ισχυροποιηθεί το ηθικό της Εθνικής Φρουράς, η μαχητική και αποτρεπτική της ικανότητα; «Τι ρατσιστικό υπάρχει στην επίκληση της μητέρας πατρίδας από τους στρατιώτες μας;», διερωτήθηκε ο κ. Σαμψών, για να καταλήξει έξαλλος πως «αν είναι να έχουμε εθνοφρουρούς χωρίς εθνικό φρόνημα καλύτερα να διαλύσουμε εντελώς την Εθνική Φρουρά!».
Ο Υπουργός Άμυνας, εντούτοις, και μαζί του η κυβέρνηση, παρουσιάζονται αποφασισμένοι να διαφυλάξουν, μεν, την ακεραιότητα της Εθνικής Φρουράς, να πατάξουν, δε, τον (πρωτοφανή;) εθνικιστικό, ρατσιστικό και σοβινιστικό χαρακτήρα του στρατεύματός μας. Σε κάθε Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων έχει αναρτηθεί, μάλιστα, για το σκοπό αυτό, ένας κατάλογος πιο «αθώων» συνθημάτων τα οποία θα δικαιούνται να αναφωνούν στο εξής οι εθνοφρουροί. Είμαι πολύ περίεργη, αλήθεια, να δω αυτό τον κατάλογο (όσο κι αν έψαξα δεν τον βρίσκω πουθενά). Θέλω να πιστεύω, ωστόσο, ότι τα συνθήματα αυτά θα είναι το ίδιο «αντιρατσιστικά» όπως και τα 41 μεταχειρισμένα βαρέα άρματα μάχης Τ80, που αγόρασε πρόσφατα η κυβέρνηση από τη Ρωσία σε τιμή ευκαιρίας (το τελικό κόστος υπολογίζεται μόνο στα 115 εκ. ευρώ, ενώ η μικρή προκαταβολή που καταθέσαμε δεν ξεπερνάει τα 11,5 εκ. ευρώ). Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως τα άρματα αυτά δεν είναι «σοβινιστικά», διότι: α) προέρχονται από το αντιρατσιστικό και διεθνιστικό οπλοστάσιο της Σοβιετικής Ένωσης και πιθανόν να χρησιμοποιήθηκαν μόνο σε ειρηνιστικές επεμβάσεις, όπως αυτή στο Αφγανιστάν, ή στην καταστολή της εξέγερσης στην Τσετσενία και β) μέσα στα πλαίσια των συνομιλιών και του ειρηνικού κλίματος που προσπαθεί να προωθήσει η κυβέρνηση, τα τανκς αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως άρματα ειρήνης (για παράδειγμα, να ανθοστολιστούν και να παρελάσουν οδηγούμενα από αγκαλιασμένους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους).
Ας σοβαρευτούμε όμως. Θέλω να διατυπώσω ξεκάθαρα την άποψή μου: Η κυβέρνηση αυτή εκλέχθηκε με την προσδοκία της λύσης και της ειρήνης. Η επίτευξη αυτών των δύο, ωστόσο, προϋποθέτει και την εις βάθος ρήξη με το κατεστημένο. Προϋποθέτει τόλμη, όχι αμυντική στάση. Προϋποθέτει θάρρος και γερά βήματα προς τα μπρος, όχι την τακτική του «δυο βήματα μπροστά και τρία πίσω». Η αλλαγή δεν θα έρθει με την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού εν καιρώ συνομιλιών, ούτε με την επιβολή «μαλακών» συνθημάτων στην εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων. Θα έρθει μόνο με την οριστική απόφαση της πλήρους διάλυσης της Εθνικής Φρουράς. Και όχι βέβαια έτσι όπως το εννοεί ο αγανακτισμένος κ. Σαμψών, αλλά έτσι όπως το υπαγορεύουν οι κανόνες της κοινής και νηφάλιας λογικής. Δεν υπάρχουν «άρματα που χορεύουν», κύριε Πρόεδρε, όπως δεν υπάρχουν ούτε «μετριοπαθείς Σαμψών», ούτε «αντιρατσιστική» και «αντισοβινιστική» Εθνική Φρουρά. Το μέλλον που θέλουμε δεν είναι γκρίζο, δεν είναι «λίγο άσπρο και λίγο μαύρο». Είναι κάτασπρο.

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.