«Ήταν όλοι τους παιδιά μου!»

Της Κωνσταντίνας Ζάνου[*]

Όλοι, νομίζω, λίγο-πολύ αντιλαμβανόμαστε πως η ομολογία Αττίλα Ολγάτς άνοιξε και το δικό μας Κουτί της Πανδώρας. Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια που ομολογούνται δημόσια τα εγκλήματα της Κύπρου. Είναι όμως η πρώτη φορά που έχουμε διαφορετικά αυτιά για να τα ακούσουμε. Οι δημόσιες συζητήσεις που ανοίχτηκαν με αφορμή το γεγονός αυτό δεν εστιάζονται πλέον αποκλειστικά στα εγκλήματα του τουρκικού στρατού στην Κύπρο, αλλά θέτουν επί τάπητος, στο σύνολό τους, ΟΛΑ τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν σ’ αυτό το νησί τον τελευταίο μισό αιώνα, ανεξαρτήτως αν έγιναν από Τούρκους ή Έλληνες, Ελληνοκύπριους ή Τουρκοκύπριους, από οργανωμένους κρατικούς στρατούς ή από άτακτες εξτρεμιστικές ομάδες. Υπάρχει μια νέα γενιά ανθρώπων (και μαζί της όσοι φωτισμένοι της παλαιότερης γενιάς) που έχει το θάρρος πια να ονομάζει τα εγκλήματα εγκλήματα και να τα καταδικάζει στο σύνολό τους, που έχει την περιέργεια να μάθει την αλήθεια, που δεν φοβάται ν’ ανοίξει επιτέλους το για χρόνια επτασφράγιστο δικό μας Κουτί της Πανδώρας, ν’ αναμετρηθεί με το επικίνδυνο περιεχόμενό του και ν’ απελευθερώσει έτσι, μια και καλή, την ελπίδα που κρύβεται μέσα του.
Ένας παραλληλισμός ανάμεσα σ’ αυτά που βιώνουμε με τα όσα διαδραματίζονται στο έργο του Άρθουρ Μίλλερ «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» (που παίζεται αυτή την εποχή στην Κύπρο) είναι πιστεύω ιδιαίτερα διαφωτιστικός. Στο έργο, ο Τζο Κέλλερ, ένας αυτοδημιούργητος εργοστασιάρχης, παράγει, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εξαρτήματα πολεμικών αεροπλάνων και τα πουλάει στην Αμερικανική Αεροπορία. Όταν μια παρτίδα από τα εξαρτήματα αυτά βγαίνουν ελαττωματικά, δεν διστάζει να τα πουλήσει εν συνειδήσει του στην Αεροπορία, προκαλώντας έτσι τη συντριβή 21 πολεμικών αεροπλάνων και το θάνατο άλλων τόσων αεροπόρων. Στη δίκη που ακολουθεί ο Τζο κατορθώνει με ένα ψέμα να αθωωθεί, αποδίδοντας αποκλειστικά την ευθύνη στο συνέταιρό του, που καταδικάζεται έτσι σε χρόνια φυλάκιση. Στο μεταξύ ο πόλεμος τελειώνει και ο Τζο περιμένει τους δυο γιους του να γυρίσουν από το μέτωπο. Ενώ όμως ο ένας γυρνά πίσω σώος, ο άλλος καταγράφεται στη λίστα των αγνοουμένων. Διατηρώντας επτασφράγιστο το μυστικό του, ο Τζο συνεχίζει εντούτοις να καμώνεται τον αθώο, να μεγαλώνει την εταιρία του και ν’ αποτελεί πρότυπο καλού οικογενειάρχη και πατριώτη για τον μικρότερο και επιβιώσαντα γιο του. Η τραγωδία αρχίζει απ’ τη στιγμή που μια σειρά συγκυριών αναγκάζει αυτόν τον τελευταίο, τον Κρις, να ξυπνήσει από τον συνειδησιακό του λήθαργο και να πάρει τη ζωή στα χέρια του. Ο έρωτάς του με την πρώην αρραβωνιαστικιά του χαμένου αδελφού του και κόρη του καταδικασμένου συνεταίρου του Τζο, τον σπρώχνει να ερευνήσει και τελικά να ανακαλύψει όλη την αλήθεια για τον πατέρα του. Αντιμέτωπος με την απογοήτευση και την κριτική του Κρις, ο πατέρας προσπαθεί αρχικά να δικαιολογηθεί, για να συντριβεί όμως αμέσως μετά, υπό το βάρος της αποκάλυψης ότι ο άλλος γιος του που αγνοείται, στην πραγματικότητα αυτοκτόνησε από ντροπή για τα κατορθώματα του πατέρα του. Τα λόγια του Κρις στους γονείς του, όταν αυτοί, προς το τέλος του έργου, συντετριμμένοι διερωτώνται τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν, είναι συγκλονιστικά: «Να γίνετε καλύτεροι! Να καταλάβετε πως ένας ολόκληρος κόσμος ζει και κινείται έξω από την αυλή σας και πως είστε υπεύθυνοι γι αυτόν. Αν δεν το καταλάβετε, σημαίνει πως ο γιος σας σκοτώθηκε άσκοπα. Γιατί αυτοκτόνησε ακριβώς για να σας δώσει ένα μάθημα!». Η κάθαρση πράγματι επέρχεται μόνο όταν ο Τζο αντιλαμβάνεται τη βαθιά σχέση που συνδέει τους (φαινομενικά άσχετους) θανάτους των 21 αεροπόρων με το θάνατο του γιου του, όταν αντιλαμβάνεται δηλαδή την ΣΥΝΟΛΙΚΗ ευθύνη που τον βαραίνει. Εκστομίζοντας ένα συνταρακτικό «ΉΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ!», αποφασίζει να αποσυρθεί από τη ζωή. Και πιστεύω πως μόνο έτσι ξανακερδίζει την εκτίμηση και την πραγματική αγάπη του γιου του.
Το έργο του Μίλλερ μου γεννάει αναπόφευκτα το ερώτημα: Πότε θα ακούσουμε κι εμείς τους δικούς μας πατεράδες να λένε, με την ίδια ειλικρίνεια και μεγαλείο ψυχής, «ΉΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ!»; Πότε θα μας δώσουν την ευκαιρία να μάθουμε την αλήθεια, να τους κρίνουμε, να τους κατανοήσουμε και στα λάθη τους και, εν τέλει, να τους αγαπήσουμε και να τους εκτιμήσουμε πραγματικά;
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.



«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 8/2/2009, σ. 14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου