«OSTAVKA!» Σκέψεις από τη Σόφια των οδοφραγμάτων


Της Κωνσταντίνας Ζάνου

 
Ήταν δροσερός φέτος ο Ιούλιος στη Σόφια. Έτσι λένε τουλάχιστον οι ντόπιοι. Σήμερα το πρωί όμως, όταν κατηφόριζα το δρομάκι του πάρκου δίπλα στο κτίριο του Κοινοβουλίου, έκανε πραγματικά ζέστη. Στα δεξιά μου, οι δεκάδες αστυνομικοί που είναι αυτές τις μέρες επιφορτισμένοι με τη φύλαξη του κτιρίου, φαίνονταν εξαντλημένοι. Κάποιοι, όρθιοι ακόμη στα πόστα τους, χασμουριόντουσαν νωχελικά. Προσπερνώντας μια αυτοσχέδια πινακίδα με γράμματα αγγλικά, διαβάζω «Enough Cleptocracy!» (Αρκετά με την Κλεπτοκρατία!). Στα αριστερά μου, υπάλληλοι του δήμου εργάζονται μανιωδώς: πρέπει άμεσα, πριν βραδιάσει και μαζευτεί πάλι ο κόσμος, να τσιμεντώσουν τα πλακάκια όλων των παρακείμενων πεζοδρομίων. Αποδείχτηκε τελικά πως ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της Σόφιας, δηλαδή τα ξεμονταρισμένα πεζοδρόμια, μπορεί να μετατραπεί σε φοβερό πλεονέκτημα σε περίοδο διαδηλώσεων.

Χθες το βράδυ πάντως τα πλακάκια των πεζοδρομίων είχαν την τιμητική τους! Οι χιλιάδες άνθρωποι που μαζεύτηκαν γύρω από το Κοινοβούλιο για να διαδηλώσουν για τεσσαρακοστή συνεχόμενη μέρα ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης του Πλάμεν Ορεσάρσκι και του Βουλγαρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος που τον υποστηρίζει (Bulgarian Socialist Party-BSP), χρησιμοποίησαν κυρίως πλακάκια για να στήσουν τα οδοφράγματά τους. Βεβαίως κι ό,τι άλλο πρόχειρο βρήκαν μπροστά τους. Πινακίδες σήμανσης, κάδοι απορριμμάτων, ακόμα και διακοσμητικές γλάστρες με φυτά, επιστρατεύτηκαν για να φράξουν τους δρόμους στα οχήματα των βουλευτών που σκέφτονταν να γυρίσουν στα σπίτια τους. «Ostavka!» (Παραίτηση!) ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσες να ακούσεις ανάμεσα σε σφυρίχτρες, βουβουζέλες και τύμπανα. Πρόσωπα οργισμένα, αλλά και όμορφα. Ορισμένοι σχολιαστές περιέγραψαν τους διαδηλωτές ως «καλλιεργημένους, καλοντυμένους πολίτες της μεσαίας τάξης, που είναι σε θέση να πληρώσουν τους φόρους τους και τον λογαριασμό του ηλεκτρικού, αλλά απαιτούν ηθική στην πολιτική». Αυτές οι περιγραφές γίνονται συνήθως για να αντιπαραβάλουν τις σημερινές διαδηλώσεις με αυτές του προηγούμενου Φεβρουαρίου, όταν δεκάδες χιλιάδες εξαθλιωμένοι πολίτες βγήκαν στους δρόμους διαδηλώνοντας ενάντια στη ραγδαία αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος (οφειλόμενη στην ιδιωτικοποίηση των εταιρειών διανομής του) και απαιτώντας την παραίτηση του τότε πρωθυπουργού Μπόικο Μπορίσοφ και του κεντροδεξιού κόμματός του «Πολίτες για την Ευρωπαϊκή Ανάπτυξη της Βουλγαρίας» (Citizens for European Development of Bulgaria-GERB). Εκατοντάδες αυτοκτονίες, ανάμεσα τους και επτά αυτοπυρπολήσεις, ανάγκασαν τελικά την προηγούμενη κυβέρνηση να παραιτηθεί.

Αυτή τη φορά δεν υπάρχουν αυτοκτονίες – τουλάχιστον όχι δημόσια. Δεν υπάρχουν ούτε καν τραυματισμοί. Η αστυνομία της Σόφιας είναι η πιο ευγενική αστυνομία που έχω ποτέ συναντήσει. Μερικοί λένε πως έχει λάβει εντολή να μην πειράξει κανέναν, διότι αν προκληθούν τραυματισμοί η εικόνα της ήδη ασθμαίνουσας κυβέρνησης θα αμαυρωθεί οριστικά. Άλλοι πάλι λένε πως οι χαμογελαστοί αστυνομικοί που βλέπω με κατεβασμένες ασπίδες και κράνη είναι όσοι ανήκουν στις τοπικές δυνάμεις του δήμου της Σόφιας, ο οποίος τάσσεται ανοιχτά με την αντιπολίτευση. Η Νεβένα Ντίμοβα πάντως, ανθρωπολόγος στο New Bulgarian University, σχολιάζει το ζήτημα κάπως πιο κυνικά: «Η αστυνομία είναι πάντοτε στο πλευρό των διαδηλωτών στη Βουλγαρία. Ποτέ δεν ταυτίστηκε με το κράτος. Μάλλον επειδή αυτό το κράτος δεν το παίρνει κανείς στα σοβαρά, ούτε καν τα ίδια τα όργανά του!», μου λέει καθώς κοιτάζουμε μαζί το σκυλάκι ενός διαδηλωτή που τρέχει τυλιγμένο με τη βουλγαρική σημαία.
Ναι, είναι αλήθεια πως είναι όμορφα τα πρόσωπα σε αυτές τις διαδηλώσεις. Οι περισσότεροι γύρω μου είναι νέοι, σίγουρα κάτω των 50, «επιμελώς ατημέλητα» ντυμένοι, με ένα σκυλί, ένα παιδί, ή ένα ποδήλατο (και απαραίτητα τσιγάρο) στο χέρι. Φαίνονται φοιτητές, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, οπωσδήποτε κόσμος αστικός και καλλιεργημένος. Το κατά πόσον βέβαια αυτή είναι η «μεσαία τάξη» είναι αμφιλεγόμενο. Ακόμα κι έτσι να ‘ναι, τότε μιλάμε για μια μεσαία τάξη στα όρια της φτώχειας. «Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό», μου λέει η Γκεργκάνα Ντίνεβα, λέκτορας φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας, «διότι είμαι η μόνη από τους φίλους μου που έχει δουλειά, ας είναι και με 250 ευρώ τον μήνα», και τρέχει να φωτογραφήσει με τη μαγική της κάμερα ένα παιδάκι που κυματίζει τη σημαία της Ευρώπης.

Μόνο τις σημαίες της Βουλγαρίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης βλέπεις σε αυτές τις διαδηλώσεις. Και τα δύο φάνταζαν αρχικά κάπως αστεία στα κυπριακά μου μάτια. Στην Κύπρο, όταν βλέπει κανείς ελληνικές σημαίες, καταλαβαίνει αμέσως πως πρόκειται για διαδήλωση με εθνικιστικές αποχρώσεις – συνήθως της Δεξιάς ή της Ακροδεξιάς. Εδώ το αντίθετο. Το εθνικιστικό ακροδεξιό κόμμα «Επίθεση» (ΑΤΑΚΑ) που κέρδισε αρκετές έδρες ώστε να μπει στη βουλή και το οποίο υποστηρίζει την παρούσα «σοσιαλιστική» κυβέρνηση, ανεμίζει συνήθως τις δικές του μαύρες σημαίες. Οι οποίες, βεβαίως, είναι απούσες από τις τωρινές διαδηλώσεις (σε αντίθεση με τις διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου). Αλλά ούτε και τα σύμβολα του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, του GERB, δεν εμφανίζονται πουθενά. «Η Αριστερά και η Δεξιά έχουν διαφορετικό νόημα στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, πολύ πιο συγκεχυμένο απ’ ότι στη Δύση», μου λέει ο Μπογιάν Ζνεπόλσκι, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. «Εδώ η βουλγαρική σημαία υποδηλώνει πως το κίνημα δεν είναι κομματικό, αλλά ευρύτερα πολιτικό-κοινωνικό».

Οι σημαίες όμως της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Πώς μπορούν να μη μοιάζουν με ανέκδοτο στα απογοητευμένα από την ευρωπαϊκή κρίση ‘δυτικά’ μου μάτια; Κι όμως, στη Βουλγαρία η σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει διαφορετικό νόημα: σημαίνει περισσότερο την απομάκρυνση από τον εφιάλτη της Ρωσίας, παρά τη γνώση για το τι συμβαίνει πραγματικά στην Ευρώπη. Στις μετακομμουνιστικές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, έστω και σε αυτές του 21ου αιώνα, ο παράγοντας Ρωσία – τόσο στην πραγματική όσο και στη φαντασιακή του διάσταση – είναι ακόμα πολύ έντονα παρών και βιώνεται με δραματικό τρόπο στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Η ευρωπαϊκή σημαία λοιπόν συμβολίζει την απαλλαγή από τις σκοτεινές πρακτικές του παρελθόντος, το αίτημα για περισσότερη αστική δημοκρατία, το σπάσιμο της ιστορικής αλυσίδας ∙ εν ολίγοις, συμβολίζει το μέλλον.

Λίγοι βλέπουν, βεβαίως, πως αλλού αυτό το μέλλον βρίσκεται ήδη σε ένα βραχυκυκλωμένο παρόν. Όπως, για παράδειγμα, η ανθρωπολόγος Μαρία Ιβάντσεβα: «Οι διαδηλωτές», γράφει σε μια εξαιρετική της ανάλυση που κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, «δεν φώναζαν αντικαπιταλιστικά συνθήματα ούτε διατύπωσαν οικονομικά αιτήματα. Διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στους ολιγάρχες και τη μαφία, αλλά υπέρ της ελεύθερης αγοράς κι ενός ‘λιγότερο ανατολίτικου’ καπιταλισμού: μια στάση που απαιτεί την άκριτη υιοθέτηση από τη Βουλγαρία, σαν να πρόκειται για απόλυτες αξίες, των προηγμένων μορφών καπιταλισμού των χωρών του ‘κέντρου’, χωρίς καμιά ανάλυση για το πώς και αυτές οι χώρες σαρώνονται από διαδηλώσεις ενάντια στη λιτότητα, ιδιαίτερα μετά τον ελληνικό χειμώνα του 2008».

Πράγματι, πολλοί από όσους βγήκαν αυτή τη φορά στους δρόμους της Σόφιας, κατέβηκαν για να διαδηλώσουν κυρίως για την έλλειψη ηθικής στην πολιτική ζωή. Η αντίδραση πυροδοτήθηκε όταν ο  Ορεσάρσκι – που έγινε πρωθυπουργός στις εκλογές του Φεβρουαρίου παρόλο που το κόμμα του πήρε λιγότερους ψήφους από το GERB, (το οποίο παρότι είχε μόλις ανατραπεί, ψηφίστηκε ειρωνικά και πάλι ως πρώτο κόμμα, αλλά επέστρεψε την εντολή σχηματισμού) – διόρισε με συνοπτικές διαδικασίες τον Ντέλυαν Πεέβσκι ως επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας. Ο Πεέβσκι είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα: παρότι εθνοτικά Βούλγαρος, εκλέχτηκε βουλευτής του «Κινήματος για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες» (Movement for Rights and Liberties-DPS), του κόμματος δηλαδή της τουρκικής μειονότητας (το οποίο και συμμετέχει στην κυβέρνηση) ∙ είναι επίσης κάτοχος του μονοπωλίου των ΜΜΕ και κληρονόμος μιας τεράστιας αυτοκρατορίας πρώην κρατικών και νυν ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων ∙ και κυρίως είναι ύποπτος για εμπόριο όπλων και για άλλες δραστηριότητες που συνδέονται με τα δίκτυα της μαφίας. Μάλιστα, η υπόθεση του ερευνήθηκε δυο φορές από την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (την ίδια δηλαδή που κλήθηκε τώρα να διευθύνει!), αλλά δεν απαγγέλθηκαν ποτέ κατηγορίες. Την επόμενη κιόλας μέρα, υπό την πίεση των αντιδράσεων, ο Ορεσάρσκι απέσυρε τον διορισμό και απολογήθηκε δημόσια.

Αυτό όμως δεν φαίνεται να αρκεί στον κόσμο, ο οποίος μέρα με την ημέρα όλο και πληθαίνει στους δρόμους. Ακόμα και εν μέσω διακοπών οι διαδηλωτές καταμετρούνται σε δεκάδες χιλιάδες. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ζητούν μόνο την παραίτηση του Ορεσάρσκι και της κυβέρνησής του. Θέλουν να μπει επιτέλους ένα φρένο στην έπαρση των ολιγαρχών. Ζητούν διαφάνεια και πολιτική αντιπροσώπευση. Απαιτούν την επαναφορά του «κοινωνικού συμβολαίου» από τα βάθη όπου χάθηκε αυτής της κατ’ επίφασιν δημοκρατίας. Αξιώνουν, εν ολίγοις, να (ξανα)γίνουν πολίτες. Και αν υπάρχει μια συνέχεια με τις διαδηλώσεις του προηγούμενου Χειμώνα, αυτή έγκειται στο γεγονός ότι ο κόσμος νιώθει πως η παρουσία του στον δημόσιο χώρο έχει πια πολιτικό εκτόπισμα ∙ πως η δημόσια σωματική του υπόσταση ίσως δημιουργήσει τελικά και μια πολιτική υπόσταση.

Πάντως οι διαδηλωτές δεν έχουν ακόμη καταφέρει να ρίξουν την κυβέρνηση. Ούτε και να ελκύσουν το μαζικό ενδιαφέρον από τα διεθνή μέσα (χωρίς τραυματισμούς είναι δύσκολο άλλωστε). Αφού περίμενε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες για να φυγαδεύσει τους βουλευτές του, ο Ορεσάρσκι δήλωσε σήμερα πως θεωρεί τις διαμαρτυρίες αδικαιολόγητες και ζητά από τον κόσμο να τον αφήσει να «φέρει σε πέρας ένα πρόγραμμα για τη σωτηρία του έθνους από την τρέχουσα κρίση». Πώς θα το κάνει αυτό με μπλοκαρισμένους κάθε βράδυ τους δρόμους του Κοινοβουλίου, δεν ξέρω. Ίσως να βρεθεί μια λύση και οι βουλευτές να μπαίνουν τελικά στη Βουλή με ελικόπτερα. Πάντως, προς το παρόν, φαίνεται πως όσο περισσότερο ο κόσμος φωνάζει τόσο η κυβέρνηση κωφεύει. «Ποιος ξέρει;», μου λέει ένας φίλος μου, «μπορεί εντέλει οι διαδηλώσεις να καταλήξουν να γίνουν ένα με το τοπίο, κάτι σαν φυσιολογικό και αναπόσπαστο μέρος της πόλης, μια ατραξιόν για τους τουρίστες». Και γυρνάει από την άλλη για να φυσήξει στη σφυρίχτρα του τον ρυθμό του «O-sta-vka!».

Σόφια, 24 Ιουλίου 2013
* Δημοσιεύτηκε στο http://www.chronosmag.eu/index.php/ostavka-sps-p-sf-efg.html

«Ακαδημαϊκοί νομάδες» και απάτριδες του ευρωπαϊσμού




Πήγαμε να ανοίξουμε την πόρτα και μας έμεινε η μπετούγια στο χέρι.

 – ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ

 

Με ρωτάνε για την πρόσφατη έκρηξη της κρίσης στην Κύπρο. Η κρίση όμως για μένα δεν ήταν κάτι το ξαφνικό. Τη βιώνω μέσα από την προσωπική μου πορεία εδώ και μια πενταετία περίπου. Θα μιλήσω λοιπόν για τη δική μου κρίση, για τον εαυτό μου ως αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής πολιτικής της δεκαετίας του ’90 και των μετέπειτα χρόνων, ως δημιούργημα (αλλά και απομεινάρι) μιας εποχής που φαίνεται να αργοπεθαίνει.  

Σε ένα γνωστό άρθρο με τίτλο Το ευρωπαϊκό κενό (2007) ο ολλανδός κοινωνιολόγος Abram de Swaan, προβάλλοντας το ζήτημα του δημοκρατικού ελλείμματος στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αναφέρει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση απέτυχε στο να δημιουργήσει μια ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα: «δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ευρωπαϊκά μίντια, ευρωπαίοι διανοούμενοι ή ευρωπαϊκές συζητήσεις». Νομίζω, ωστόσο, πως ο De Swaan παραγνωρίζει μια τάση που αναπτύχθηκε έντονα – κυρίως στις ζώνες της «ευρωπαϊκής περιφέρειας» – κατά τη δεκαετία του ’90 και, πνέοντας ίσως τα λοίσθια, συνεχίζει μέχρι σήμερα.

Αναφέρομαι στο δίπολο «ευρωπαϊκή ταυτότητα» και «κοινωνία της γνώσης». Αν στην πρώτη φάση της πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δόθηκε έμφαση στην ίδρυση και σταθερότητα των θεσμών, από τη δεκαετία του ’90 και εξής το ενδιαφέρον μετακινήθηκε προς την δόμηση μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας. Η καλλιέργεια μιας πανευρωπαϊκής ταυτότητας δίπλα στις εθνικές ταυτότητες των πολιτών σε όλες τις χώρες-μέλη θεωρήθηκε προϋπόθεση για τη δημοκρατία και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα, κέρδισαν μεγάλη ώθηση οι θεωρίες περί δημιουργίας μιας κοινωνίας της γνώσης, η οποία θα αντικαθιστούσε την βιομηχανική κοινωνία και θα οδηγούσε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της ανάπτυξης των γνωστικών δεξιοτήτων. Όλα αυτά μεταφράστηκαν σε συγκεκριμένες πολιτικές:  ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα (Erasmus, Marie Curie Training Programs), οργανισμοί χρηματοδότησης (European Research Council, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης), ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά ιδρύματα (European University Institute) και διδακτορικά προγράμματα (European Doctorate).

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στα πρώτα χρόνια ακόμα του νέου αιώνα, η Ευρώπη θεωρούνταν η πιο σίγουρη επένδυση, μια προοπτική όλο υποσχέσεις: «Στην Ευρώπη και με θέματα ευρωπαϊκά! Εκεί ανοίγονται οι πόρτες του μέλλοντος!» μας συμβούλευαν οι καθηγητές μας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν προβληματιζόμασταν για τις μεταπτυχιακές μας σπουδές. Ήταν πράγματι η εποχή που άνοιγαν τμήματα ευρωπαϊκών σπουδών, δομούνταν η ευρωπαϊκή ιδέα και σφυρηλατούνταν η ιστορία της.

Μέσα σε αυτό το τοπίο δεν φτιάχτηκαν μόνο επιστημονικοί κλάδοι. Φτιάχτηκαν και άνθρωποι, ένα είδος homo europeus. Είναι άνθρωποι που ζουν και κινούνται έξω από τα στενά εθνικά τους πλαίσια, που έχουν σπουδάσει σε τρία-τέσσερα διαφορετικά ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, που μιλούν άλλες τόσες ευρωπαϊκές γλώσσες και που μελετούν θέματα διεθνικά, συγκριτικά και διαπολιτισμικά. Είναι μια τάξη ανθρώπων που δεν ανήκει στα ξεχωριστά της εθνοκράτη, αλλά στην υποτιθέμενη Ευρώπη του αύριο. Τα προγράμματα ενδοευρωπαϊκής κινητικότητας ήταν πράγματι επιτυχή στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής επιστημονικής κοινότητας, μιας διανοητικής ελίτ που θα έθετε τις πολιτισμικές βάσεις της Ευρώπης του μέλλοντος. Οι πρώτοι πολίτες της μελλοντικής Ευρώπης.

Ενώ όμως έγιναν οι πολίτες, δεν έγινε η πολιτεία. Αυτοί όλοι δημιουργήθηκαν, αλλά δεν δημιουργήθηκε το πλαίσιο για να τους δεχτεί. Το τρίτο στάδιο προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν ακολούθησε τον δρόμο της κοινωνίας για τον οποίο μας προετοίμαζαν, αλλά τον δρόμο της οικονομίας. Η χαμένη σύνδεση μεταξύ της Ευρώπης των αγορών και της Ευρώπης της κοινωνίας και μεταξύ των αγορών και της δημοκρατίας αναίρεσε και τις προοπτικές του ευρωπαϊκού μέλλοντος. Από την αρχή της νέας χιλιετίας και έκτοτε, οι πολιτικές λιτότητας οδήγησαν στην συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και στην υποτίμηση της αξίας της πλήρους απασχόλησης, της κοινωνικής ασφάλισης και των συλλογικών αγαθών. Το σχέδιο για την ανάπτυξη και επέκταση των πανεπιστημίων θυσιάστηκε στον βωμό της ανταγωνιστικότητας και του περιορισμού των δαπανών. Η επισφαλής εργασία και η ευελιξία (flexibility) έγιναν ο νέος εργασιακός κανόνας. Όπως γράφει ο ιστορικός Chris Lorenz, «στο νεοφιλελεύθερο κόσμο του ρίσκου, οι δουλειές και η κοινωνική ασφάλιση για τους ακαδημαϊκούς έγινε κάτι το εντελώς ντεμοντέ». Τα πανεπιστήμια λειτουργούν πλέον με λιγότερο μόνιμο προσωπικό και περισσότερους συμβασιούχους, οι οποίοι δουλεύουν συχνά σε ένα εργασιακό καθεστώς που χαρακτηρίζεται από χαμηλές αμοιβές, υπερεργασία, πολυαπασχόληση, προσωρινότητα, ανομία και άναρχη ευελιξία. Οι «ακαδημαϊκοί νομάδες» (“scholar gypsies”), όπως εύστοχα τους αποκαλεί ο Lorenz, ανήκουν στο ευρωπαϊκό «πρεκαριάτο», είναι δηλαδή η ακαδημαϊκή εκδοχή της χαμένης γενιάς της ευρωπαϊκής κρίσης.

Τι έγινε λοιπόν με την πρώην διανοητική ελίτ της μελλοντικής Ευρώπης; Αυτοί οι άνθρωποι είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που έμεινε στην μέση.  Αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα της ευρωπαϊκής ιδέας που δεν ολοκληρώθηκε, τα ανθρώπινα παραλειπόμενα της αποτυχίας του ευρωπαϊσμού. Δημιουργήθηκε δηλαδή μια κοινωνική ομάδα απάτριδων Ευρωπαίων ∙ νέοι και νέες οι οποίοι στολίστηκαν και ετοιμάστηκαν για ένα γάμο που δεν έγινε ποτέ. Και τώρα κρατάνε τη βαλίτσα τους και σέρνονται απο προτζεκτ σε προτζεκτ και από χώρα σε χώρα, με απώτερο ίσως στόχο να φύγουν για άλλες «μελλοντικές Ευρώπες»…

Βλέποντας, τέλος, την κρίση και μέσα από την ιδιαίτερη σκοπιά της Κύπρου, ως μέλος μιας γενιάς που γεννήθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο και από γονείς πρόσφυγες, μιας γενιάς που ενσάρκωσε το όραμα της λύσης του Κυπριακού και την ανάγκη για ειρήνη, ασφάλεια και ευημερία, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω μια θλιβερή γενεαλογία προσφυγοποιημένων ζωών.
*Δημοσιεύτηκε στο http://www.chronosmag.eu/ (5/4/2013)

For the English version press here