Στατική Vs κινητική ιστορία

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Πριν από λίγες μέρες ολοκληρώθηκαν στην Αθήνα οι εργασίες ενός πολύ ενδιαφέροντος επιστημονικού συνεδρίου. Επρόκειτο για ένα διήμερο προβληματισμού, που διοργανώθηκε από τους καθηγητές ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αντώνη Λιάκο και Βαγγέλη Καραμανωλάκη, με θέμα «Πολιτισμικές μεταφορές και έννοιες που ταξιδεύουν. Έθνος και διανοούμενοι ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ευρώπη κατά τον μακρό 19ο αιώνα».
Παρόλο το ενδιαφέρον τους, δεν πρόκειται εδώ να σχολιάσω τα όσα επιμέρους ακούστηκαν από τους 30 περίπου σύνεδρους (ιστορικούς ως επί το πλείστον), αλλά και από το πολυπληθές κοινό που παρακολούθησε το συνέδριο. Θα περιοριστώ σε κάποια γενικά συμπεράσματα, που αφορούν νομίζω τον κάθε αναγνώστη, στο βαθμό που έχει μια διαμορφωμένη αντίληψη για το τι είναι ιστορία.
Κατά κύριο λόγο, αυτό που επιχειρήθηκε στο συνέδριο ήταν η αποδέσμευση από μια προσέγγιση της ιστορίας που ήταν, μέχρι πολύ πρόσφατα, εθνοκεντρική (και στη συγκεκριμένη περίπτωση «ελληνοκεντρική»). Νέες μέθοδοι και θεωρητικές προσεγγίσεις, όπως αυτές των «πολιτισμικών μεταφορών» και των «εννοιών που ταξιδεύουν», καλούν πλέον τους ιστορικούς να ξεπεράσουν τα στενά όρια της «εθνικής οπτικής» και να επανατοποθετήσουν το αντικείμενο της μελέτης τους στα πλαίσια μιας διαπολιτισμικής και διαδραστικής αντίληψης της ιστορίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το δεύτερο θέμα γύρω από το οποίο στόχευε να προβληματίσει το συνέδριο είναι η συγκριτική θεώρηση Ευρώπης – Ελλάδας. Παλιότερα η σύγκριση αυτή γινόταν στο πλαίσιο του διπόλου «πρότυπο/ κέντρο – κακέκτυπο/ περιφέρεια». Γινόταν δηλαδή μια σύγκριση ανάμεσα σε χώρες που συγκροτούσαν τον κανόνα-πρότυπο (όπως Γερμανία ή Γαλλία), και σε εκείνες που ήταν κακέκτυπα της περιφέρειας (όπως Ελλάδα ή Ισπανία). Στόχος λοιπόν του συνεδρίου ήταν να επαναπροσδιορίσει τους όρους της σύγκρισης, θεωρώντας πλέον την σχέση Ελλάδας – Ευρώπης ως μια σχέση ανοικτή, όπου και τα επιμέρους προσδιορίζουν και διαμορφώνουν αυτό που θεωρείται κύριος κορμός.
Αναπτύχθηκε, ακόμη, ένας έντονος προβληματισμός γύρω από την έννοια της σύγκρισης καθεαυτής. Όπως παρατήρησε ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος, κάθε ιστορική ανάλυση είναι από τη φύση της συγκριτική: «Λέμε λ.χ. η Ελλάδα, ή η Ιταλία στην εποχή της συγκρότησης των εθνικών κρατών, επομένως θέτουμε μια χώρα μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο είναι συγκριτικό. Χρησιμοποιούμε επίσης έννοιες οι οποίες εμπεριέχουν τη σύγκριση. Από τις πιο απλές, λ.χ. κοινωνική τάξη, αλυτρωτισμός, εκβιομηχάνιση, έως τις πιο σύνθετες λ.χ. Νεοελληνικός διαφωτισμός, Κρητική Αναγέννηση, κοινωνία πολιτών, κ.ο.κ. Η ανίχνευση των επιρροών επίσης, είναι μια μορφή συγκριτικής ιστορίας». Το θέμα δεν είναι τόσο η χρησιμότητα ή όχι της σύγκρισης, όσον ο τρόπος με τον οποίο επιχειρούμε μια συγκριτική προσέγγιση. Η παραδοσιακή συγκριτική ιστορία τείνει να συγκρίνει ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερα) σύνολα τα οποία θεωρεί ακίνητα, κλειστά και ολοκληρωμένα (π.χ. Ελλάδα και Ιταλία, Ευρώπη και Ελλάδα κ.ο.κ.). Προσπαθεί, με άλλα λόγια, να ανιχνεύσει ομοιότητες και διαφορές, μιλώντας με όρους ταυτοτήτων και υιοθετώντας τις γενικότητες της εθνικής ιστορίας. Καταλήγει έτσι ιδεολογικά να αναπαράγει τη συγκρότηση αυτών των διαφορών. Αντίθετα, οι νέες συγκριτικές μέθοδοι αντιμετωπίζουν τα συγκρινόμενα πεδία ως ανοιχτά και υπό διαμόρφωση, και τα πολιτισμικά στοιχεία που κινούνται ανάμεσά τους, συχνά ως υβριδικά και αταξινόμητα στοιχεία.
Τέλος, τονίστηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του συνεδρίου ότι για να κατανοήσει κανείς πως διαμορφώθηκε η ιστορία ενός έθνους, δεν πρέπει να βλέπει την ιστορία μέσα από τετελεσμένα, σαν μια αναπότρεπτη πορεία που οδήγησε σε αυτά. Η ιστορία δεν λειτουργεί με τελεολογικούς κανόνες. Πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι «τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν και διαφορετικά απ’ ότι εξελίχθηκαν». Με λίγα λόγια, πρέπει να μετακινηθούμε από μια αντίληψη που αντιμετωπίζει την ιστορία ως «στατική» και «τετελεσμένη», σε μια πιο σύγχρονη κατανόηση που βλέπει την ιστορική διαδικασία ως «ανοιχτή» και «κινητική». Όπως πολύ εύστοχα ανέφερε ο Αντώνης Λιάκος στα καταληκτικά του στο συνέδριο σχόλια: «Η ιστορία κινείται με διαφωνίες, όχι με θέσφατα».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com

«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 19/4/2009, σ. 14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου