Πώς "τραγουδούμε το νησί μας";

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Παρακολουθήσαμε τις προάλλες (11 Σεπτεμβρίου, Τάφρος Ντ 'Αβίλα, Λευκωσία) τη μουσική παράσταση "Τραγουδώ το νησί μου", μια καλλιτεχνική υπερπαραγωγή που φιλοδοξεί, όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα, να αναπαραστήσει την ιστορία της Μεγαλονήσου. Ο εμπνευστής του πολυθεάματος, συνθέτης Γιώργος Θεοφάνους, συνέλεξε και μελοποίησε ένα ποτ-πουρί κυπριακών ποιητικών κειμένων, που κατά την άποψή του σκιαγραφούν την ιστορία της Κύπρου από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Το όλο εγχείρημα υποστηρίχθηκε από σημαντικές φωνές του ελληνικού τραγουδιού (Μαρινέλλα, Αντώνης Ρέμος, Πέτρος Γαϊτάνος) και από άλλους νεότερους συντελεστές, από ζωντανή ορχήστρα και πολυμελή χορωδία, από δεκάδες χορευτές/ ηθοποιούς που, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Κακλέα, εικονογραφούσαν επί σκηνής τους στίχους των τραγουδιών (ντυμένοι άλλοτε ως εξωγήινοι, άλλοτε ως Κύπριοι χωρικοί, πρόσφυγες ή αγωνιστές), από ένα σκηνικό εν είδει λαϊκής αθηναϊκής πίστας συνοδευόμενο με τα απαραίτητα οπτικά εφφέ (καπνοί, φωτιζόμενα σκαλοπάτια, φωτορυθμικοί προβολείς, κτλ.), όπως και από ένα υπερσύγχρονο εξοπλισμό ψηφιακών πολυμέσων που πρόβαλλαν σε γιγαντοοθόνες επιλεγμένες σκηνές από την κυπριακή ιστορία που κατά τον εμπνευστή συνδέονταν με τα πεπραγμένα επί σκηνής. Το όλο "Γιουροβιζιονικό" θέαμα εξελίχθηκε μπροστά στα μάτια 5000 περίπου θεατών. Άλλοι τόσοι θα το παρακολουθήσουν πιθανώς στις δύο προγραμματισμένες παραστάσεις του στο Ηρώδειο και ακόμα περισσότεροι ίσως από τους τηλεοπτικούς τους δέκτες όταν αυτό μεταδοθεί.
Η παράσταση ανήκει στην κατηγορία των θεαμάτων που αναπαράγουν ιστορικό αφήγημα στη δημόσια σφαίρα, θα ήθελα να σχολιάσω το νοηματικό της πλαίσιο. Είδαμε και άλλοτε τέτοιου είδους μεγάλα ιστορικά αφηγήματα: για παράδειγμα στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, αλλά και σε αυτήν του Πεκίνου. Αν και τα μεγέθη είναι ασύγκριτα, η λογική παραμένει η ίδια: μέσα σε 2-3 ώρες ξετυλίγεται με τρόπο συμβολικό όλο το νήμα της παγκόσμιας ή της εθνικής ιστορίας, ή ακόμα και των δύο. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ιστορία λειτουργεί ως ατραξιόν, ως ένα προϊόν προς μαζική κατανάλωση. Και ως τέτοιο πρέπει να ακολουθεί τους κανόνες της αγοράς και της διαφήμισης: πρέπει να μιλάει με τρόπο άμεσο, με σύμβολα ευρέως διαδεδομένα και ευδιάκριτα στην ιστορική συλλογική μνήμη. Κυρίως όμως πρέπει να διακινεί συναίσθημα. Επιπλέον, η δημόσια αφήγηση της ιστορίας προϋποθέτει, περισσότερο από κάθε άλλη μορφή ιστορικής αφήγησης, μια διαδικασία επιλογής και αφαίρεσης, ούτως ώστε το προϊόν να ανταποκρίνεται απόλυτα στις ανάγκες της μαζικής τέρψης. Ας δούμε λοιπόν πως επεξεργάστηκε αυτά τα θέματα ο κ. Θεοφάνους:
Α. Κατ'αρχάς, η επιλογή. Τα 40 κείμενα που επιλέχθηκαν να παρουσιαστούν φέρονται ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της κυπριακής διαχρονικής λογοτεχνικής παραγωγής και ιστορίας. Εκτός από ένα, όλα τα ποιήματα είναι ελληνοκυπριακής αποκλειστικά προέλευσης. Η τουρκοκυπριακή λογοτεχνική δημιουργία συρρικνώνεται σε ένα και μοναδικό ποίημα που παρουσιάζεται ως άλλοθι στο τέλος της παράστασης. Με άλλα λόγια, η ιστορία και η πολιτισμική ταυτότητα της Κύπρου παρουσιάζονται από την εν λόγω παράσταση ως αμιγώς και αποκλειστικά ελληνικές και ο όρος "Κύπριος" εξομοιώνεται με τον όρο "Ελληνοκύπριος".
Β. Όλα σχεδόν τα κείμενα επιστρατεύτηκαν για να εξυπηρετήσουν τον κεντρικό αφηγηματικό άξονα της παράστασης, ακόμα και ποιήματα που είχαν εντελώς διαφορετικό ιδεολογικό υπόβαθρο και ήταν άσχετα με τα γεγονότα που σκιαγραφούνταν. Οι αναχρονισμοί και οι μεταποιήσεις νοήματος έγιναν με δυο τρόπους:
1) με τη μελοποίηση και ειδικότερα με την επανάληψη κάποιων στίχων που, αποσπασμένοι από το υπόλοιπο νοηματικό πλαίσιο του ποιήματος, τραγουδιόνταν συνέχεια ως ρεφρέν ή τονίζονταν μέσω της πρόζας, αποκτώντας συχνά και ένα αμφιλεγόμενο πολιτικο-ιστορικό νόημα (π.χ. το δίστιχο "Μην μου τ' αποσυνθέτετε αυτά, μη/ όλα τ' αγάπησα γραμμή" από ποίημα του Κώστα Μόντη, που επαναλαμβανόταν συνέχεια με ιδιαίτερη έμφαση στη λέξη "γραμμή", η επανάληψη με μαχητικό ύφος της λέξης "δηλώνω!" στη μελοποίηση του ποιήματος του Πάμπου Κουζάλη "Τελωνείο", ή το τρίστιχο "Αξιότιμον Ελληνικόν Κυπριακόν λαόν / Οδόν Ελευθερίας ή θανάτου / χωριά και πόλεις, Κύπρον" από ποίημα του Γιάννη Κ. Παπαδόπουλου, που απαγγελλόταν με ύφος εθνικού διαγγέλματος από την Μαρινέλλα),
2) με την παρανόηση του συνόλου του ποιήματος και την παρουσίασή του συνοδεία κινηματογραφικών ιστορικών ντοκουμέντων ή σκηνικών δρωμένων που δεν είχαν καμία σχέση με το νόημα και τις επιδιώξεις του κειμένου (π.χ. το προσωπικού-υπαρξιακού περιεχομένου ποίημα της Ντίνας Κατσούρη "Η Σιωπή" τραγουδήθηκε συνοδεία κινηματογραφικών σκηνών από τον πόλεμο και την προσφυγιά, ενώ το κοινωνικού-επαναστατικού περιεχομένου ποίημα του Φοίβου Σταυρίδη "Πάτερ ημών" τραγουδήθηκε υπό μορφή βυζαντινού ύμνου από τον Γαϊτάνο και συνοδεύτηκε από ένα σκηνικό δρώμενο που παρέπεμπε σε εσωτερικό εκκλησίας). Για χάρη, επομένως, του κεντρικού ιστορικού εθνικο-ελληνοκεντρικού αφηγήματος της παράστασης αποσιωπήθηκαν, αφαιρέθηκαν και παραποιήθηκαν όλα τα θεωρούμενα ως περιττά και ασύνδετα στοιχεία.
Γ. Δυο λόγια, τέλος, και για τα συναισθήματα που διακίνησε η αφηγηματική αυτή παρουσίαση της ιστορίας της Κύπρου. Οι δραματικές σκηνές από την (ελληνοκυπριακή, επαναλαμβάνω, μόνο) προσφυγιά, οι σκηνές από τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις, τις σφαγές και τις λεηλασίες και οι φωτογραφίες των Ελληνοκύπριων αγνοουμένων που προβάλλονταν κατά συρροή από τις γιγαντοοθόνες δεν μπορούσαν παρά να μας ξυπνήσουν αισθήματα πίκρας, θυμού, ακόμα και μίσους. Οποιαδήποτε προσπάθεια επεξεργασίας του τραύματος και επούλωσής του καταπνίγεται στο συνεχώς επαναπροβαλλόμενο μπροστά μας σύνθημα: "Τίποτα δεν ξεχνώ. Δεν ξεχνιέται τίποτα". Καταδικασμένοι σε μια αιώνια αναβίωση του αξεπέραστου τραύματος, δεν έχουμε καμία δυνατότητα συνδιαλλαγής και συμφιλίωσης μαζί του. Ανίκανοι να ξεπεράσουμε, λοιπόν, το τραυματικό μας παρελθόν, βαδίζουμε με την ίδια ανασφάλεια και με τον ίδιο φόβο προς το μέλλον. Αυτό ήταν, κατά τη γνώμη μου, και το καταληκτικό μήνυμα της παράστασης, που μεταφέροντας ένα στίχο του Τεύκρου Ανθία στα συμφραζόμενα της σύγχρονης ιστορικής κατάστασης, μας αποχαιρέτησε με τα εξής λόγια: "Και μένω με το στήθος έτοιμο/ για νέα χτυπήματα και χάδια!".
Ο κ. Θεοφάνους είναι ένας αρκετά δημοφιλής και επιτυχημένος καλλιτέχνης. Δεν θα παρήγαγε εύκολα ένα αντιεμπορικό προϊόν. Μέτοχος ή όχι των ιδεών που μας παρουσίασε, απέδειξε για άλλη μια φορά ότι κατέχει άριστα τους επικοινωνιακούς κώδικες της μαζικής κουλτούρας. Διότι, δυστυχώς, τα μηνύματα της παράστασής του δεν αντανακλούν κάποιες περιθωριακές, μη- αποδεκτές και μη-εξαγώγιμες απόψεις για την ιστορία της Κύπρου. Αντίθετα, καθρεφτίζουν την παγιωμένη ιστορική αντίληψη της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνοκυπριακού και ίσως του ελληνικού ακόμα κοινού, τις ιστορικές αναλύσεις που ακούγονται καθημερινά στα τηλεπαράθυρα, τους κεντρικούς άξονες της ιστορίας που διδάσκεται στα σχολεία μας κ.ο.κ. Με λίγα λόγια, η κυπριακή ιστορία που είδαμε να μας αφηγείται ο κ. Θεοφάνους δεν αποτελεί άλλο παρά μια σύνοψη του κυρίαρχου ελληνοκυπριακού δημόσιου ιστορικού λόγου, της συλλογικής μας εθνικής ιστορικής φαντασίωσης. Έτσι ακριβώς "τραγουδούμε το νησί μας". Μήπως είναι καιρός να αλλάξουμε σκοπό;

* Η Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας

«Ο ΠΟΛΙΤΗΣ» - 21/09/2008, σ. 17

3 σχόλια:

  1. Φοβάμαι πως είσαι πολύ μικρή, παρ' όλο το διδακτορικό δίπλωμα ιστορίας για να έχεις άποψη, γιατί δεν έχεις μνήμες ούτε έχεις πάθει λες και ζεις σε ένα άλλο κόσμο όμορφο αγγελικά πλασμένο.
    Απλώς συλλογίσου, αν έκαναν (που σίγουρα έκαναν) τέτοιες παραστάσεις τα "αδέλφια" σας, θα έβαζαν τους Έλληνες ή θα παρέθεταν Ελληνικά στοιχεία στην όλη εκδήλωση;
    Τους βλέπουμε με ποιο τρόπο ξεναγούν τους δικούς τους τουρίστες στην Σαλαμίνα, στην Κερύνεια, στην Αγιά Σοφιά στην Έφεσο, στην Σμύρνη κλπ
    Ναι, δεν θέλω να ξεχάσω, ούτε να ξεγράψω.
    Λούλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητή Λούλα,
    πιστεύω πως η εγκυρότητα ή όχι μιας άποψης δεν έχει να κάνει με την ηλικία. Πολλές φορές, οι νεώτερες γενιές, ακριβώς επειδή δεν έχουν περάσει από όλα αυτα τα βιώματα, έχουν πιο καθαρό μυαλό και μπορούν να ωθήσουν την κοινωνία να οδεύσει προς μια πιο υγιή κατεύθυνση.
    Δεν ισχυρίζομαι πως οι Τουρκοκύπριοι είναι "αδέρφια" μας, με την έννοια που το λέτε εσείς. Αυτό είναι ένα παραμύθι της αριστεράς, που βασίστηκε στον επιπλαστο μύθο της "ειρηνικής συμβίωσης". Πιστεύω απλούστατα πως α) πρέπει να έχουμε ανοχή στη διαφορετικότητα, β) να κατανοήσουμε πως αυτό το νησί, είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν είναι μόνο ελληνικό και γ) να αφήσουμε στην πάντα την υπεροψία που πάντα χαρακτηρίζει τις πλειοψηφίες.
    Δεν ισχυρίζομαι, επίσης, πως πρέπει να ξεχάσουμε. Αυτό που λέω είναι πως πρέπει να "θυμόμαστε με έναν υγιή τρόπο" και πως αν θέλουμε να προχωρήσουμε δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να κάνουμε χώρο στους ζωντανούς, έναντι των νεκρών. Να αφήσουμε και τους νεκρούς μας να αναπαυτούν, έτσι.
    Τέλος, το ότι η άλλη πλευρά δεν προχωρά πάντα προς μια κατεύθυνση αυτογνωσίας, δεν σημαίνει πως εμείς δεν πρέπει να το κάνουμε. Αυτό, με συγχωρείτε, αλλά είναι παιδιάστικη αντίδραση (μοιάζει με το παράδειγμα της δασκάλας που κάνει παρατήρηση σε ένα μαθητή γιατί τσιμπάει τον διπλανό του, κι αυτός της αποκρίνεται: "Μα αυτός με τσίμπησε πιο δυνατά!). Οπότε, όπως βλέπετε, πολλές φορές και τα δεδομένα της ηλικίας είναι σχετικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μα τι αρνητικός άνθρωπος είστε. Όλο αυτό το πλήθος σε Κύπρο και Ελλάδα που κατασυγκινήθηκαν από το μεγαλειώδες αυτό έργο, δεν έχει γούστο και έχετε εσείς; Πολύ άρνηση, δεν βρήκατε τίποτα να πείτε ότι ήταν καλό. Αν ο σκοπός ήταν από την αρχή να θέσετε τον εαυτό σας υπεράνω αφού κατέχετε τα πάντα πέραν από το διδακτορικό στην ιστορία, το πετύχατε. Πραγματικά τέτοιοι άνθρωποι σαν και σας πρέπει να αποφεύγονται. Οι άνθρωποι πλήρωσαν ένα ποσό για να δουν ένα θέαμα. Αν ήταν ένα θέαμα στημένο εκ του προχείρου όπως θέλατε να είναι, τότε δικαίως θα διαμαρτύρονταν. Όμως πλήρωσαν και απόλαυσαν μια φαντασφαγορική παράσταση με τους καλύτερους καλλιτέχνες στο είδος τους και με την καλύτερη δυνατή σκηνοθεσία και άκουσαν μελωποιημένα ποιήματα που στην αντίθετη περίπτωση δεν θα τα διάβαζαν ποτέ τους. Τέλος. Δεν θα πω άλλα γιατί θα επανέλθετε και εγώ δεν θέλω να σας αντιμετωπίσω. Προτιμώ διάλογο ουσίας όχι άρνησης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή