Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Προ ημερών δημιουργήθηκε μεγάλη αναστάτωση στο Υπουργείο Άμυνας. Οι παράγοντες του Υπουργείου συγχύστηκαν όταν αντίκρισαν την πρόσκληση που τους αποστάληκε εκ μέρους του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού για την προώθηση της κυπριακής συμμετοχής στην Μπιενάλε Εικαστικών Τεχνών της Βενετίας. Η εν λόγω πρόσκληση, που φέρει εκτός των άλλων και τα διακριτικά της Κυπριακής Δημοκρατίας, κοσμείται από μια φωτογραφία του καλλιτέχνη Σωκράτη Σωκράτους, που απεικονίζει σε πρώτο πλάνο τον κορμό ενός φοίνικα και στο φόντο μια τουρκική φρεγάτα, σημαιοστολισμένη μάλιστα, ν’ αρμενίζει αμέριμνα στα κατεχόμενα χωρικά μας ύδατα! Όπως πολύ σωστά τόνισαν οι επί των «εθνικών θεμάτων» στο Υπουργείο Άμυνας, το έργο δείχνει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η Κύπρος ανήκει στην τουρκική επικράτεια.
Τόσο ο ίδιος ο Υπουργός Άμυνας, όσο και ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας Νίκος Τορναρίτης (ΔΗΣΥ), αντέδρασαν ευτυχώς άμεσα, καταδικάζοντας, ο μεν, ως «απαράδεχτη παράλειψη» το ότι στην πρόσκληση δεν γίνεται ονομαστική αναφορά στην τουρκική κατοχή, ο δε, ως «προκλητική τη στάση της Κυβέρνησης Χριστόφια να αποστείλει επίσημες προσκλήσεις με την τουρκική σημαία να κυματίζει στην πλώρη ενός τουρκικού πολεμικού πλοίου». Το ΕΥΡΩΚΟ εξέδωσε μάλιστα ανακοίνωση με την οποία καλεί το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού να αποσύρει την πρόσκληση και να την αντικαταστήσει με άλλη, στην οποία να δεικνύεται «εμφανώς ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, χώρα μέλος της ΕΕ, υποφέρει από τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής».
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Ο Υπουργός Παιδείας δήλωσε πως «η απόλυτη ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι αδιαπραγμάτευτη», κι έτσι, εκών άκων, οι προσκλήσεις, όπως και το ίδιο το έργο που θα εκπροσωπήσει την Κύπρο στην Μπιενάλε, δεν μπορούν ν’ αντικατασταθούν.
Δεν είναι άτοπο νομίζω να πούμε ότι τελευταία έχουμε παρεκτραπεί καλλιτεχνικώς: πρώτα η πρόθεση μιας δασκάλας να ανεβάσει στο κατεχόμενο σχολείο Ριζοκαρπάσου το ανεκδιήγητου περιεχομένου έργο «Το Ποτάμι»· μετά, η λανθασμένη ανάκρουση του εθνικού ύμνου από μπάντα της Εθνικής Φρουράς· έπειτα, οι παραστάσεις του Rooftop Theatre που περιελάμβαναν την έκφραση «χέστηκα για την πατρίδα!»· και τώρα, ο διασυρμός της πατρίδας μας στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Αυτά όλα ας μας προβληματίσουν επιτέλους. Πότε θα καταλάβουμε ότι τα εθνικά συμφέροντα δεν προασπίζονται με ερασιτεχνισμούς και αντανακλαστικές αντιδράσεις της τελευταίας στιγμής; Πιστεύω λοιπόν ακράδαντα πως πρέπει να δράσουμε με επαγγελματισμό: Να συσταθεί μια επιτροπή που θα προβλέπει τέτοιου είδους «παραστρατήματα», ελέγχοντας εκ των προτέρων το εθνικό περιεχόμενο των έργων τέχνης που παράγονται ή προωθούνται σ’ αυτό τον τόπο.
Το εγχείρημα είναι βέβαια δύσκολο και χρειάζεται να στρατολογηθούν άτομα με υπευθυνότητα και επαγγελματισμό. «Μέγας Ιεροεξεταστής» θα μπορούσε να διοριστεί ένας άνθρωπος με άμεπτο πατριωτικό φρόνημα, όπως ο κ. Ζαχαρίας Κουλίας. Η θέση του «Αναπληρωτή Ιεροεξεταστή» θα πρέπει να πληρωθεί σίγουρα από ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Εκκλησίας. Για γραμματέα θα πρότεινα είτε τον κ. Δ. Ταλιαδώρο, είτε τον κ. Ν. Τορναρίτη. Στα μέλη θα μπορούσαν να περιληφθούν συλλέκτες έργων τέχνης, αλλά και δημοσιογράφοι (οι πρώτοι λόγω της αποδεδειγμένης αγάπης τους για την καλλιτεχνική δημιουργία, οι δεύτεροι λόγω της συμβολής τους στην άμεση και αντικειμενική πληροφόρηση). Θα ήταν βέβαια άδικο να μην συμμετείχαν, έστω τιμητικά, οι κ. Γ. Βαρνάβα και Ν. Φαλάς.
Πέραν του αυστηρού ελέγχου που θα διεξάγει επί της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής, θα πρέπει η επιτροπή αυτή να επανεξετάσει και κάποιες παρελθοντικές «ύποπτες» δημιουργίες, που έχουν απερίσκεπτα αναχθεί σε σύμβολα της εθνικής πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Επισημαίνω μόνο κάποια παραδείγματα: Επιτρέπεται οι πίνακες του Διαμαντή, που απεικονίζουν ανθρώπους με φέσι να κάθονται στα κυπριακά καφενεία, να βρίσκονται στην Εθνική μας Πινακοθήκη; Επιτρέπεται να διδάσκεται στα σχολεία μας το ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη «9η Ιουλίου 1821», χωρίς να αποκόπτεται το απόσπασμα που αναφέρει πως ο Κκιόρογλου προσπαθεί να γλυτώσει απ’ το θάνατο τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό; Πώς γίνεται να εκτιμούμε ως «εθνικούς ποιητές» τον Παύλο Λιασίδη και τον Παντελή Μηχανικό, απ’ την στιγμή που ο πρώτος συνέγραψε ποίημα προς τον φίλο του τουρκοκύπριο Μεμμέτη, ενώ ο δεύτερος την «Ωδή για ένα σκοτωμένο τουρκάκι»; Και μήπως πρέπει να επαναπροσδιοριστεί η αξία του έργου του Μάριου Τόκα, λαμβάνοντας υπόψη πως μελοποίησε το ποίημα της τουρκοκύπριας Νεσιέ Γιασίν «Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο»; Πολλή δουλειά για τους σεβάσμιους «Ιεροεξεταστές» μας!
Υποσημείωση: Το ξέρω πως είναι πλέον μάταιο, αλλά προσωπικά θα εισηγούμουν να αντικατασταθεί το αμφιλεγόμενο έργο του Σωκράτους από ένα άλλο που στέλνει ξεκάθαρα μηνύματα για την ελληνικότητα του νησιού μας. Εννοώ τον Κύπριο χορευτή Stavros Flatley που διέπρεψε πρόσφατα σε αγγλικό talent show χορεύοντας με φουστανέλα και επιδεικνύοντας στο γυμνό του στήθος ένα τεράστιο τατουάζ με τον χάρτη της Cyprus (http://www.youtube.com/watch?v=kZCw42UopdU).
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 31/5/2009
Το οχυρωμένο βασίλειο της μετριότητας
της Κωνσταντίνας Ζάνου
«Ο φόβος είναι το κυρίαρχο αίσθημα στον άνθρωπο», λέει ένας φίλος μου, «όλα τα άλλα (έρωτας, θαυμασμός, ευχαρίστηση, ελπίδα) έπονται. Ο φόβος και η ανασφάλεια είναι όμως αυτά που καθορίζουν τις πράξεις των ανθρώπων». Αυτό αληθεύει τόσο στο ατομικό, όσο και στο συλλογικό επίπεδο.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την επιλογή ερωτικού συντρόφου. Πόσες φορές δεν βλέπουμε ανθρώπους (και ιδιαίτερα όσους διαθέτουν ένα επισφαλές πνευματικό επίπεδο, ταλέντο ή οποιαδήποτε άλλη μορφή εξουσίας) να απορρίπτουν ένα/μία σύντροφο με ανάλογα ή περισσότερα προσόντα, όχι επειδή δεν τον/την επιθυμούν, αλλά επειδή ενδόμυχα φοβούνται ότι η συνύπαρξη μαζί του/της θα επισκιάσει τα δικά τους χαρακτηριστικά ή θα αναδείξει τις δικές τους πιθανές ελλείψεις; Αντ’αυτού, προτιμούν ένα/μία σύντροφο πολύ περιορισμένου βεληνεκούς, που μπορεί μεν να μην τους ενθουσιάζει, αλλά τουλάχιστον δεν απειλεί την επιθυμητή ισορροπία δυνάμεων εντός της σχέσης. Πανικοβλημένοι μπροστά στο φόβο που γεννάει η γοητεία της πρόκλησης, οι περισσότεροι προτιμούν να οχυρωθούν πίσω από μια «λιγότερο απειλητική» μετριότητα. Γι αυτό και οι ισότιμες σχέσεις σπανίζουν.
Στο συλλογικό επίπεδο συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αναλογιστείτε, για παράδειγμα, πώς γίνονται συνήθως οι επιλογές υποψηφίων για την πλήρωση μιας νέας θέσης εργασίας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μια πολλά υποσχόμενη θέση σ’ ένα χώρο εργασίας κλειστό και ανταγωνιστικό. Όσο πιο μέτριοι αισθάνονται οι ήδη κατέχοντες εξουσία σ’ αυτό τον χώρο (γιατί ακόμα και να διατυμπανίζει κανείς το αντίθετο, άμα είναι ημιμαθής και μετριότητα το γνωρίζει κατά βάθος πολύ καλά), τόσο πιο μέτριους υποψηφίους θα επιλέξουν. Οι ανασφαλείς άνθρωποι δεν αρέσκονται στις προκλήσεις, ούτε ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την πρόοδο που θα μπορούσε να επιφέρει στο χώρο εργασίας τους η συμβολή ενός νέου και ικανού ανθρώπου. Αυτό που βασικά τους ενδιαφέρει είναι να κρατήσουν τα πρωτεία, να παραμείνουν αυτοί για πάντα «οι βασιλείς», έστω κι αν το βασίλειό τους αποτελείται από μια πλειάδα αμαθών (και κάποιων ίσως έξυπνων ανθρώπων που για λόγους επιβίωσης καμώνονται τους αμαθείς).
Αυτά λοιπόν σκέφτομαι παρακολουθώντας την αντίδραση της ΟΕΛΜΕΚ στην απόφαση του Πανεπιστημίου Κύπρου να δεχθεί ως φοιτητές ένα ποσοστό υποψηφίων (3%) στη βάση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων τους για τα GCE ή άλλων διεθνών εξετάσεων. Η οργάνωση των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης αντιδρά, γιατί θεωρεί πως έτσι υποσκάπτεται το κύρος των παγκυπρίων εξετάσεων, δηλαδή του συστήματος αυτού διάχυσης και ελέγχου της γνώσης που στήνεται με πρωταγωνιστές τους ίδιους (είτε στα δημόσια σχολεία, είτε, κυρίως, στις επιχειρήσεις ιδιωτικών φροντιστηρίων που οι ίδιοι διευθύνουν). Πιστεύουν οι καθηγητές – και για να είμαστε ακριβείς, όχι όλοι οι καθηγητές, αλλά όσοι είναι εξουσιοδοτημένοι να μιλούν εκ μέρους της ΟΕΛΜΕΚ– πως οποιαδήποτε μορφή γνώσης ξεπερνά τα πλαίσια της δικής τους, είναι επιζήμια, όχι μόνο για τους μαθητές, αλλά ακόμη και για ολόκληρο το έθνος: Όσοι εισέρχονται με διεθνείς εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, υποστηρίζουν, δεν κατέχουν την ελληνική γλώσσα τόσο καλά όσο οι υπόλοιποι, με κίνδυνο έτσι να αφελληνιστεί η ανώτατη παιδεία της χώρας!
Δύο είναι λοιπόν τα τινά: Α) Είτε οι θεματοφύλακες αυτοί της «σωστής γνώσης» και του ελληνισμού δεν ξέρουν πως η παιδεία έχει πλέον διεθνοποιηθεί, πως το πρώτο πτυχίο δεν αρκεί πια για να ξεχυθεί κανείς διεκδικητικά στην αγορά εργασίας, πως όσοι φοιτητές θέλουν να εξασκήσουν το επάγγελμα για το οποίο σπουδάζουν πρέπει πλέον να εκπονήσουν μεταπτυχιακά και διδακτορικά προγράμματα (κυρίως στο εξωτερικό) και πως για να το κάνουν αυτό θα πρέπει να γνωρίζουν τουλάχιστον άλλες δυο γλώσσες πέραν της ελληνικής· Β) Είτε οι καθηγητές τα γνωρίζουν καλά όλα αυτά, αλλά, θέλεις από πείσμα και στενοκεφαλιά, θέλεις από μια λανθασμένη ερμηνεία των ορίων του συνδικαλισμού, θέλεις ίσως από κάποιο ενδόμυχο φόβο μήπως η σημερινή γενιά μαθητών κάποτε τους «ξεπεράσει», προτιμούν να κρατούν τον πήχη της γνώσης στα συμβατικά για τη δική τους εποχή επίπεδα. Αλήθεια, διερωτηθήκατε ποτέ πόσες γλώσσες γνωρίζουν πέραν της ελληνικής όσοι προασπίζονται με τόσο πάθος την περιχαράκωση της ελληνοκεντρικής παιδείας;
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 24/5/2009, σ. 16
«Ο φόβος είναι το κυρίαρχο αίσθημα στον άνθρωπο», λέει ένας φίλος μου, «όλα τα άλλα (έρωτας, θαυμασμός, ευχαρίστηση, ελπίδα) έπονται. Ο φόβος και η ανασφάλεια είναι όμως αυτά που καθορίζουν τις πράξεις των ανθρώπων». Αυτό αληθεύει τόσο στο ατομικό, όσο και στο συλλογικό επίπεδο.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την επιλογή ερωτικού συντρόφου. Πόσες φορές δεν βλέπουμε ανθρώπους (και ιδιαίτερα όσους διαθέτουν ένα επισφαλές πνευματικό επίπεδο, ταλέντο ή οποιαδήποτε άλλη μορφή εξουσίας) να απορρίπτουν ένα/μία σύντροφο με ανάλογα ή περισσότερα προσόντα, όχι επειδή δεν τον/την επιθυμούν, αλλά επειδή ενδόμυχα φοβούνται ότι η συνύπαρξη μαζί του/της θα επισκιάσει τα δικά τους χαρακτηριστικά ή θα αναδείξει τις δικές τους πιθανές ελλείψεις; Αντ’αυτού, προτιμούν ένα/μία σύντροφο πολύ περιορισμένου βεληνεκούς, που μπορεί μεν να μην τους ενθουσιάζει, αλλά τουλάχιστον δεν απειλεί την επιθυμητή ισορροπία δυνάμεων εντός της σχέσης. Πανικοβλημένοι μπροστά στο φόβο που γεννάει η γοητεία της πρόκλησης, οι περισσότεροι προτιμούν να οχυρωθούν πίσω από μια «λιγότερο απειλητική» μετριότητα. Γι αυτό και οι ισότιμες σχέσεις σπανίζουν.
Στο συλλογικό επίπεδο συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αναλογιστείτε, για παράδειγμα, πώς γίνονται συνήθως οι επιλογές υποψηφίων για την πλήρωση μιας νέας θέσης εργασίας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μια πολλά υποσχόμενη θέση σ’ ένα χώρο εργασίας κλειστό και ανταγωνιστικό. Όσο πιο μέτριοι αισθάνονται οι ήδη κατέχοντες εξουσία σ’ αυτό τον χώρο (γιατί ακόμα και να διατυμπανίζει κανείς το αντίθετο, άμα είναι ημιμαθής και μετριότητα το γνωρίζει κατά βάθος πολύ καλά), τόσο πιο μέτριους υποψηφίους θα επιλέξουν. Οι ανασφαλείς άνθρωποι δεν αρέσκονται στις προκλήσεις, ούτε ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την πρόοδο που θα μπορούσε να επιφέρει στο χώρο εργασίας τους η συμβολή ενός νέου και ικανού ανθρώπου. Αυτό που βασικά τους ενδιαφέρει είναι να κρατήσουν τα πρωτεία, να παραμείνουν αυτοί για πάντα «οι βασιλείς», έστω κι αν το βασίλειό τους αποτελείται από μια πλειάδα αμαθών (και κάποιων ίσως έξυπνων ανθρώπων που για λόγους επιβίωσης καμώνονται τους αμαθείς).
Αυτά λοιπόν σκέφτομαι παρακολουθώντας την αντίδραση της ΟΕΛΜΕΚ στην απόφαση του Πανεπιστημίου Κύπρου να δεχθεί ως φοιτητές ένα ποσοστό υποψηφίων (3%) στη βάση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων τους για τα GCE ή άλλων διεθνών εξετάσεων. Η οργάνωση των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης αντιδρά, γιατί θεωρεί πως έτσι υποσκάπτεται το κύρος των παγκυπρίων εξετάσεων, δηλαδή του συστήματος αυτού διάχυσης και ελέγχου της γνώσης που στήνεται με πρωταγωνιστές τους ίδιους (είτε στα δημόσια σχολεία, είτε, κυρίως, στις επιχειρήσεις ιδιωτικών φροντιστηρίων που οι ίδιοι διευθύνουν). Πιστεύουν οι καθηγητές – και για να είμαστε ακριβείς, όχι όλοι οι καθηγητές, αλλά όσοι είναι εξουσιοδοτημένοι να μιλούν εκ μέρους της ΟΕΛΜΕΚ– πως οποιαδήποτε μορφή γνώσης ξεπερνά τα πλαίσια της δικής τους, είναι επιζήμια, όχι μόνο για τους μαθητές, αλλά ακόμη και για ολόκληρο το έθνος: Όσοι εισέρχονται με διεθνείς εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, υποστηρίζουν, δεν κατέχουν την ελληνική γλώσσα τόσο καλά όσο οι υπόλοιποι, με κίνδυνο έτσι να αφελληνιστεί η ανώτατη παιδεία της χώρας!
Δύο είναι λοιπόν τα τινά: Α) Είτε οι θεματοφύλακες αυτοί της «σωστής γνώσης» και του ελληνισμού δεν ξέρουν πως η παιδεία έχει πλέον διεθνοποιηθεί, πως το πρώτο πτυχίο δεν αρκεί πια για να ξεχυθεί κανείς διεκδικητικά στην αγορά εργασίας, πως όσοι φοιτητές θέλουν να εξασκήσουν το επάγγελμα για το οποίο σπουδάζουν πρέπει πλέον να εκπονήσουν μεταπτυχιακά και διδακτορικά προγράμματα (κυρίως στο εξωτερικό) και πως για να το κάνουν αυτό θα πρέπει να γνωρίζουν τουλάχιστον άλλες δυο γλώσσες πέραν της ελληνικής· Β) Είτε οι καθηγητές τα γνωρίζουν καλά όλα αυτά, αλλά, θέλεις από πείσμα και στενοκεφαλιά, θέλεις από μια λανθασμένη ερμηνεία των ορίων του συνδικαλισμού, θέλεις ίσως από κάποιο ενδόμυχο φόβο μήπως η σημερινή γενιά μαθητών κάποτε τους «ξεπεράσει», προτιμούν να κρατούν τον πήχη της γνώσης στα συμβατικά για τη δική τους εποχή επίπεδα. Αλήθεια, διερωτηθήκατε ποτέ πόσες γλώσσες γνωρίζουν πέραν της ελληνικής όσοι προασπίζονται με τόσο πάθος την περιχαράκωση της ελληνοκεντρικής παιδείας;
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 24/5/2009, σ. 16
Όταν ο πόνος δεν γίνεται σημαία
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Ο Πέτρος Σουππουρής ήταν δέκα χρονών όταν, τον Αύγουστο του 1974, εισέβαλαν στο σπίτι των γονιών του, στο χωριό Παλαίκυθρο, τρεις ένοπλοι Τουρκοκύπριοι και σκότωσαν εν ψυχρώ ολόκληρη την οικογένειά του: τον πατέρα του Ανδρέα (48 ετών), τη μητέρα του Αρετή (39 ετών), τους αδελφούς του Γιάννη και Δημητράκη (9 και 4 ετών), την αδελφή του Ιουλία (2 ετών) και τη θεία του Θέκλα (47 ετών). Μόνο ο 8χρονος αδελφός του Κώστας κατάφερε να διαφύγει. Ο Πέτρος δυστυχώς έμεινε πίσω. Ένα παιδάκι φοβισμένο κι απροστάτευτο που έβλεπε να χάνεται, σε κάθε πυροβολισμό, κι ένα κομμάτι από τον κόσμο του. Ώσπου έπεσε κι αυτός κάτω αναίσθητος και τραυματισμένος. Συνήλθε μετά από 20-30 λεπτά, όταν ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός για να περιμαζέψει τους τραυματίες.
Ο Πέτρος είναι σήμερα ένας 45χρονος άνδρας, δουλεύει ως πιλότος, είναι παντρεμένος και έχει παιδιά. Πριν από μια βδομάδα, αυτός κι ο μοναδικός πλέον αδελφός του, κηδέψανε, μετά από 35 χρόνια, τα αδικοχαμένα μέλη της οικογένειάς τους. Τα λείψανά τους (όλων, εκτός από αυτά του 9χρονου τότε αδελφού τους Γιάννη) εντοπίσθηκαν πρόσφατα σε ομαδικό τάφο μαζί με άλλα 12 άτομα που δολοφονήθηκαν στο ίδιο φοβερό περιστατικό και ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA. Στο τραγικό ύστατο χαίρε που απηύθυνε ο Πέτρος, μίλησε για τον αδελφό του Δημητράκη: «Σε ένα από τα μικρά αυτά φέρετρα που βλέπετε εδώ βρίσκονται τα λείψανα του αδελφού μου του Δημήτρη. Το 1974 ήταν τεσσάρων χρονών, όταν σκοτώθηκε. Καθώς τον πυροβολούσανε, κρατούσε σφιχτά μικρά παιχνιδάκια με γράμματα του αλφαβήτου, τα οποία έκρυψε πριν ξεψυχήσει στην αριστερή του τσέπη και βρέθηκαν κι αυτά δίπλα στα οστά του».
Τα τραύματα αυτού του τύπου χαράσσονται συνήθως ανεξίτηλα μέσα στον άνθρωπο και καθορίζουν τον τρόπο που εξελίσσεται στο υπόλοιπο της ζωής του: διαμορφώνουν τα συναισθήματα, τις σχέσεις, ακόμα και την ιδεολογία του. Θα περίμενε κανείς να δει στο πρόσωπο του Πέτρου και του Κώστα δυο ανθρώπους γεμάτους θυμό, μίσος και επιθυμία εκδίκησης. Δυο ανθρώπους φοβισμένους και επιφυλακτικούς μπροστά σε κάθε νέα απόπειρα επίλυσης του Κυπριακού και επαναπροσέγγισης με τους Τουρκοκυπρίους.
Κι όμως, αυτές τις μέρες, τα δυο αδέλφια μας θύμισαν τι σημαίνει να επεξεργάζεσαι το τραύμα σου σωστά, να βιώνεις τον πόνο σου με σεμνότητα (δίχως μεγάλα λόγια και συναισθηματισμούς), τι σημαίνει να μετατρέπεις την τραυματική σου εμπειρία σε αγάπη και συμπάθεια για όλους όσους έχουν πονέσει από παρόμοια εγκλήματα, ανεξάρτητα από την εθνικότητα τους. Τα δυο αδέλφια δεν φρόντισαν να μάθουν καν τα ονόματα των στυγνών δολοφόνων. Η ουσία δεν βρίσκεται εδώ όπως τονίζουν: «Φυσικά οι εγκληματίες δεν παύουν να είναι εγκληματίες», δήλωσε ο Πέτρος, «όμως η ουσία παραμένει το μέλλον και τι θα επιλέξουμε ως Κύπριοι. Να συνεχίσουμε τη βεντέτα και τους σκοτωμούς ή να ενημερωθούμε γι αυτά που έγιναν και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το γιατί έγιναν; Εγώ επέλεξα το δεύτερο».
Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, ο Πέτρος πήγε τα παιδιά του στο Παλαίκυθρο, τους έδειξε το μαρτυρικό σπίτι των παιδικών του χρόνων και τους εξήγησε τι έγινε. Τώρα το σπίτι κατοικούνταν από Τουρκοκύπριους πρόσφυγες που μεταφέρθηκαν στο βορρά μετά το ’74. «Τους είπα», δήλωσε στη δημοσιογράφο Sevgül Uludaĝ, «ότι δεν έχει σημασία που το σπίτι μας κατοικείται τώρα από Τουρκοκύπριους, αν μας το πήραν ή όχι. Αυτό που έχει σημασία είναι να μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί με αυτούς τους ανθρώπους. Όχι μόνο με τους Τουρκοκύπριους, αλλά με κάθε λογής ανθρώπους, κάθε εθνικότητας και θρησκείας» (Sevgül Uludaĝ, “Oysters with the Missing Pearls”, Λευκωσία, 2006, σ. 99).
Μαζί με τον Πέτρο και τον Κώστα, είναι κι άλλοι άνθρωποι που σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο: όσοι απαρτίζουν, για παράδειγμα, την ομάδα της «Δικοινοτικής Πρωτοβουλίας Συγγενών Αγνοουμένων, Δολοφονηθέντων και άλλων Θυμάτων Πολέμου». Ο Veli, ο Χρίστος, ο Huseyin, ο Σπύρος, ο Πέτρος και άλλοι, άνθρωποι που έχασαν ένα ή περισσότερα μέλη της οικογένειάς τους στα ειδεχθή γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας. Άνθρωποι που δεν διαλαλούν προπαγανδιστικά τον πόνο τους, αλλά που εργάζονται σεμνά και σιωπηλά για τη δημιουργία μιας καλύτερης κοινωνίας μακριά από τα λάθη του παρελθόντος.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας
Ο Πέτρος Σουππουρής ήταν δέκα χρονών όταν, τον Αύγουστο του 1974, εισέβαλαν στο σπίτι των γονιών του, στο χωριό Παλαίκυθρο, τρεις ένοπλοι Τουρκοκύπριοι και σκότωσαν εν ψυχρώ ολόκληρη την οικογένειά του: τον πατέρα του Ανδρέα (48 ετών), τη μητέρα του Αρετή (39 ετών), τους αδελφούς του Γιάννη και Δημητράκη (9 και 4 ετών), την αδελφή του Ιουλία (2 ετών) και τη θεία του Θέκλα (47 ετών). Μόνο ο 8χρονος αδελφός του Κώστας κατάφερε να διαφύγει. Ο Πέτρος δυστυχώς έμεινε πίσω. Ένα παιδάκι φοβισμένο κι απροστάτευτο που έβλεπε να χάνεται, σε κάθε πυροβολισμό, κι ένα κομμάτι από τον κόσμο του. Ώσπου έπεσε κι αυτός κάτω αναίσθητος και τραυματισμένος. Συνήλθε μετά από 20-30 λεπτά, όταν ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός για να περιμαζέψει τους τραυματίες.
Ο Πέτρος είναι σήμερα ένας 45χρονος άνδρας, δουλεύει ως πιλότος, είναι παντρεμένος και έχει παιδιά. Πριν από μια βδομάδα, αυτός κι ο μοναδικός πλέον αδελφός του, κηδέψανε, μετά από 35 χρόνια, τα αδικοχαμένα μέλη της οικογένειάς τους. Τα λείψανά τους (όλων, εκτός από αυτά του 9χρονου τότε αδελφού τους Γιάννη) εντοπίσθηκαν πρόσφατα σε ομαδικό τάφο μαζί με άλλα 12 άτομα που δολοφονήθηκαν στο ίδιο φοβερό περιστατικό και ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA. Στο τραγικό ύστατο χαίρε που απηύθυνε ο Πέτρος, μίλησε για τον αδελφό του Δημητράκη: «Σε ένα από τα μικρά αυτά φέρετρα που βλέπετε εδώ βρίσκονται τα λείψανα του αδελφού μου του Δημήτρη. Το 1974 ήταν τεσσάρων χρονών, όταν σκοτώθηκε. Καθώς τον πυροβολούσανε, κρατούσε σφιχτά μικρά παιχνιδάκια με γράμματα του αλφαβήτου, τα οποία έκρυψε πριν ξεψυχήσει στην αριστερή του τσέπη και βρέθηκαν κι αυτά δίπλα στα οστά του».
Τα τραύματα αυτού του τύπου χαράσσονται συνήθως ανεξίτηλα μέσα στον άνθρωπο και καθορίζουν τον τρόπο που εξελίσσεται στο υπόλοιπο της ζωής του: διαμορφώνουν τα συναισθήματα, τις σχέσεις, ακόμα και την ιδεολογία του. Θα περίμενε κανείς να δει στο πρόσωπο του Πέτρου και του Κώστα δυο ανθρώπους γεμάτους θυμό, μίσος και επιθυμία εκδίκησης. Δυο ανθρώπους φοβισμένους και επιφυλακτικούς μπροστά σε κάθε νέα απόπειρα επίλυσης του Κυπριακού και επαναπροσέγγισης με τους Τουρκοκυπρίους.
Κι όμως, αυτές τις μέρες, τα δυο αδέλφια μας θύμισαν τι σημαίνει να επεξεργάζεσαι το τραύμα σου σωστά, να βιώνεις τον πόνο σου με σεμνότητα (δίχως μεγάλα λόγια και συναισθηματισμούς), τι σημαίνει να μετατρέπεις την τραυματική σου εμπειρία σε αγάπη και συμπάθεια για όλους όσους έχουν πονέσει από παρόμοια εγκλήματα, ανεξάρτητα από την εθνικότητα τους. Τα δυο αδέλφια δεν φρόντισαν να μάθουν καν τα ονόματα των στυγνών δολοφόνων. Η ουσία δεν βρίσκεται εδώ όπως τονίζουν: «Φυσικά οι εγκληματίες δεν παύουν να είναι εγκληματίες», δήλωσε ο Πέτρος, «όμως η ουσία παραμένει το μέλλον και τι θα επιλέξουμε ως Κύπριοι. Να συνεχίσουμε τη βεντέτα και τους σκοτωμούς ή να ενημερωθούμε γι αυτά που έγιναν και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το γιατί έγιναν; Εγώ επέλεξα το δεύτερο».
Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, ο Πέτρος πήγε τα παιδιά του στο Παλαίκυθρο, τους έδειξε το μαρτυρικό σπίτι των παιδικών του χρόνων και τους εξήγησε τι έγινε. Τώρα το σπίτι κατοικούνταν από Τουρκοκύπριους πρόσφυγες που μεταφέρθηκαν στο βορρά μετά το ’74. «Τους είπα», δήλωσε στη δημοσιογράφο Sevgül Uludaĝ, «ότι δεν έχει σημασία που το σπίτι μας κατοικείται τώρα από Τουρκοκύπριους, αν μας το πήραν ή όχι. Αυτό που έχει σημασία είναι να μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί με αυτούς τους ανθρώπους. Όχι μόνο με τους Τουρκοκύπριους, αλλά με κάθε λογής ανθρώπους, κάθε εθνικότητας και θρησκείας» (Sevgül Uludaĝ, “Oysters with the Missing Pearls”, Λευκωσία, 2006, σ. 99).
Μαζί με τον Πέτρο και τον Κώστα, είναι κι άλλοι άνθρωποι που σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο: όσοι απαρτίζουν, για παράδειγμα, την ομάδα της «Δικοινοτικής Πρωτοβουλίας Συγγενών Αγνοουμένων, Δολοφονηθέντων και άλλων Θυμάτων Πολέμου». Ο Veli, ο Χρίστος, ο Huseyin, ο Σπύρος, ο Πέτρος και άλλοι, άνθρωποι που έχασαν ένα ή περισσότερα μέλη της οικογένειάς τους στα ειδεχθή γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας. Άνθρωποι που δεν διαλαλούν προπαγανδιστικά τον πόνο τους, αλλά που εργάζονται σεμνά και σιωπηλά για τη δημιουργία μιας καλύτερης κοινωνίας μακριά από τα λάθη του παρελθόντος.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας
«Παραχάραξη» της ιστορίας
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Πολύς ο λόγος τελευταία για «παραχάραξη» της ιστορίας. Ας σταθούμε όμως λίγο στον όρο. Τι σημαίνει «παραχαράσσω»; Να σκεφτούμε τη σημασία της λέξης αναλύοντας τα συνθετικά της: παρά + χαράσσω. Ως πρώτο συνθετικό, η λέξη «παρά» χρησιμοποιείται για να προσδώσει στο δεύτερο συνθετικό την έννοια της εναντιότητας, του εσφαλμένου, της αλλοίωσης ή της υποκατάστασης. Η λέξη «χαράσσω» σημαίνει βέβαια «πιέζω μια επιφάνεια με αιχμηρό αντικείμενο, προκαλώντας της γραμμές ή σχηματίζοντας σχέδια». Όσοι λοιπόν χρησιμοποιούν αυτό τον όρο αναφερόμενοι στην ιστορία, υπονοούν –εν αγνοία τους προφανώς – ότι: α) η ιστορία είναι ένα «σχέδιο» που έχει χαραχτεί από κάποιους, β) ότι κάποιοι άλλοι επιχειρούν τώρα να χαράξουν ένα νέο «σχέδιο» που αλλοιώνει το προηγούμενο και γι αυτό θεωρείται «εσφαλμένο».
Όλως παραδόξως, η επιστημονική ερμηνεία για το τι είναι ιστορία ενστερνίζεται πλήρως την έννοια της «χάραξης», όχι όμως αυτήν της «παραχάραξης» (εκτός κι αν πρόκειται, όπως θα δούμε, για «κιβδηλεία»). Παραπέμπω στο βιβλίο του E. H. Carr «Τι είναι ιστορία;» (1961 – ελλ. μετάφραση: εκδ. Γνώση, Αθήνα 1999), βασικό εγχειρίδιο για όποιον θέλει να αποκτήσει μια πρώτη επαφή με τον επιστημονικό λόγο περί ιστορίας. Σύμφωνα λοιπόν με τον Carr, μια από τις βασικές έννοιες της ιστορίας είναι η «κατασκευή». Η ιστορία, δηλαδή, δεν είναι ένα «φυσικό προϊόν», αλλά κατασκευάζεται, δομείται, ή αλλιώς, «χαράσσεται». Το κλειδί για να κατανοήσουμε αυτό το επιχείρημα είναι ο διαχωρισμός της ιστορίας από το παρελθόν.
Ιστορία και παρελθόν δεν είναι ταυτόσημες έννοιες, αντίθετα διαφέρουν πολύ. Το παρελθόν αποτελείται από αμέτρητες πράξεις, ατομικές και συλλογικές. Είναι αδύνατον να περιληφθούν όλες αυτές οι πράξεις σε μια αφήγηση, σε ένα ιστορικό κείμενο. Κάποιες από αυτές τις άπειρες πράξεις θεωρούνται πιο σημαντικές από άλλες, ανάγονται σε «ιστορικά γεγονότα» και εμπερικλείονται στις αφηγήσεις μας για το παρελθόν. Άλλες όμως (όσες δεν καταφέρνουν να αναχθούν σε «γεγονότα») χάνονται δια παντός. Η ιστορία, δηλαδή, δεν είναι η πιστή αντανάκλαση του παρελθόντος. Ιστορία είναι οι διάφορες αφηγήσεις γύρω από το παρελθόν που κατασκευάζονται από τους ιστορικούς ή όσους τέλος πάντων δρουν ως ιστορικοί (ιστορία= ιστοριογραφία). Η ιστορία, δηλαδή, αντανακλά από τη φύση της ένα «χαραγμένο» παρελθόν.
Αυτά περί «χάραξης». Ας δούμε τώρα την «παραχάραξη». Ποιος αποφασίζει τι είναι και τι δεν είναι «ιστορικό γεγονός»; Ποιος διαλέγει τι ψάρια θα ψαρέψει από την απέραντη θάλασσα του παρελθόντος; Η απάντηση είναι εύκολη: οι ιστορικοί. Οι ιστορικοί όμως δεν είναι οι ίδιοι έξω από την ιστορία, δεν είναι α-ιστορικά όντα. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Α. Λιάκος στο βιβλίο του «Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;» (Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2007): «Δεν πρέπει να φανταζόμαστε την ιστορία σαν ποτάμι που κυλάει στο χρόνο, και τους ιστορικούς σαν επισκέπτες οι οποίοι το παρατηρούν». Οι ιστορικοί δηλαδή είναι τέκνα της εποχής τους, είναι κι αυτοί μέσα στο ποτάμι. Ο λόγος τους, οι αφηγήσεις τους για το παρελθόν (με λίγα λόγια δηλαδή, η ίδια η «ιστορία») αλλάζει ανάλογα με τις εποχές. Διαφορετικά ερωτήματα είχε ένας ιστορικός του 19ου αιώνα και διαφορετικά έχει ένας ιστορικός του 21ου. Άλλα ψάρια θεωρούσε ο πρώτος νοστιμότερα, άλλα θεωρεί ο δεύτερος.
Προσοχή όμως: αυτό δεν σημαίνει πως οι ιστορικοί δικαιούνται αυθαίρετα να διαλέγουν από τη θάλασσα του παρελθόντος ό,τι τους καπνίσει, να προβάλλουν σκόπιμα κάποια στοιχεία, να αποκρύπτουν κάποια άλλα, ή ακόμα και να δημιουργούν πλαστά στοιχεία προς εξυπηρέτηση συνήθως συγκεκριμένων ιδεολογιών. Οι ιστορικές ερμηνείες μπορεί ν’ αλλάζουν στο χρόνο, αλλά δεν μπορεί να είναι αυθαίρετες. Υπόκεινται στον έλεγχο των τεκμηρίων. Άλλο πράγμα είναι λοιπόν η «κατασκευή» και η «ανακατασκευή», και άλλο η «κιβδηλεία».
Εν κατακλείδι, η ιστορία δεν είναι σαν τις θεϊκές εντολές: Δεν χαράχτηκε, όπως αυτές, πάνω στην πέτρινη πλάκα του Μωυσή μια για πάντα, καθορίζοντας δια παντός την απόλυτη αλήθεια και καταδικάζοντας οποιαδήποτε παρέκκλιση ως «αιρετική». Η ιστορία δεν είναι θεία κατασκευή, είναι ανθρώπινη. Κι όπως ο άνθρωπος, έτσι κι αυτή, ρέει κι αλλάζει μέσα στο χρόνο. «Χαράσσεται» και «ξαναχαράσσεται» ανάλογα με τις ανάγκες κάθε εποχής. Δεν μπορούμε να πούμε ότι «παραχαράσσεται», εκτός κι αν πρόκειται για τεκμηριωμένη περίπτωση κιβδηλείας.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 10/5/2009, σ. 12
Πολύς ο λόγος τελευταία για «παραχάραξη» της ιστορίας. Ας σταθούμε όμως λίγο στον όρο. Τι σημαίνει «παραχαράσσω»; Να σκεφτούμε τη σημασία της λέξης αναλύοντας τα συνθετικά της: παρά + χαράσσω. Ως πρώτο συνθετικό, η λέξη «παρά» χρησιμοποιείται για να προσδώσει στο δεύτερο συνθετικό την έννοια της εναντιότητας, του εσφαλμένου, της αλλοίωσης ή της υποκατάστασης. Η λέξη «χαράσσω» σημαίνει βέβαια «πιέζω μια επιφάνεια με αιχμηρό αντικείμενο, προκαλώντας της γραμμές ή σχηματίζοντας σχέδια». Όσοι λοιπόν χρησιμοποιούν αυτό τον όρο αναφερόμενοι στην ιστορία, υπονοούν –εν αγνοία τους προφανώς – ότι: α) η ιστορία είναι ένα «σχέδιο» που έχει χαραχτεί από κάποιους, β) ότι κάποιοι άλλοι επιχειρούν τώρα να χαράξουν ένα νέο «σχέδιο» που αλλοιώνει το προηγούμενο και γι αυτό θεωρείται «εσφαλμένο».
Όλως παραδόξως, η επιστημονική ερμηνεία για το τι είναι ιστορία ενστερνίζεται πλήρως την έννοια της «χάραξης», όχι όμως αυτήν της «παραχάραξης» (εκτός κι αν πρόκειται, όπως θα δούμε, για «κιβδηλεία»). Παραπέμπω στο βιβλίο του E. H. Carr «Τι είναι ιστορία;» (1961 – ελλ. μετάφραση: εκδ. Γνώση, Αθήνα 1999), βασικό εγχειρίδιο για όποιον θέλει να αποκτήσει μια πρώτη επαφή με τον επιστημονικό λόγο περί ιστορίας. Σύμφωνα λοιπόν με τον Carr, μια από τις βασικές έννοιες της ιστορίας είναι η «κατασκευή». Η ιστορία, δηλαδή, δεν είναι ένα «φυσικό προϊόν», αλλά κατασκευάζεται, δομείται, ή αλλιώς, «χαράσσεται». Το κλειδί για να κατανοήσουμε αυτό το επιχείρημα είναι ο διαχωρισμός της ιστορίας από το παρελθόν.
Ιστορία και παρελθόν δεν είναι ταυτόσημες έννοιες, αντίθετα διαφέρουν πολύ. Το παρελθόν αποτελείται από αμέτρητες πράξεις, ατομικές και συλλογικές. Είναι αδύνατον να περιληφθούν όλες αυτές οι πράξεις σε μια αφήγηση, σε ένα ιστορικό κείμενο. Κάποιες από αυτές τις άπειρες πράξεις θεωρούνται πιο σημαντικές από άλλες, ανάγονται σε «ιστορικά γεγονότα» και εμπερικλείονται στις αφηγήσεις μας για το παρελθόν. Άλλες όμως (όσες δεν καταφέρνουν να αναχθούν σε «γεγονότα») χάνονται δια παντός. Η ιστορία, δηλαδή, δεν είναι η πιστή αντανάκλαση του παρελθόντος. Ιστορία είναι οι διάφορες αφηγήσεις γύρω από το παρελθόν που κατασκευάζονται από τους ιστορικούς ή όσους τέλος πάντων δρουν ως ιστορικοί (ιστορία= ιστοριογραφία). Η ιστορία, δηλαδή, αντανακλά από τη φύση της ένα «χαραγμένο» παρελθόν.
Αυτά περί «χάραξης». Ας δούμε τώρα την «παραχάραξη». Ποιος αποφασίζει τι είναι και τι δεν είναι «ιστορικό γεγονός»; Ποιος διαλέγει τι ψάρια θα ψαρέψει από την απέραντη θάλασσα του παρελθόντος; Η απάντηση είναι εύκολη: οι ιστορικοί. Οι ιστορικοί όμως δεν είναι οι ίδιοι έξω από την ιστορία, δεν είναι α-ιστορικά όντα. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Α. Λιάκος στο βιβλίο του «Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;» (Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2007): «Δεν πρέπει να φανταζόμαστε την ιστορία σαν ποτάμι που κυλάει στο χρόνο, και τους ιστορικούς σαν επισκέπτες οι οποίοι το παρατηρούν». Οι ιστορικοί δηλαδή είναι τέκνα της εποχής τους, είναι κι αυτοί μέσα στο ποτάμι. Ο λόγος τους, οι αφηγήσεις τους για το παρελθόν (με λίγα λόγια δηλαδή, η ίδια η «ιστορία») αλλάζει ανάλογα με τις εποχές. Διαφορετικά ερωτήματα είχε ένας ιστορικός του 19ου αιώνα και διαφορετικά έχει ένας ιστορικός του 21ου. Άλλα ψάρια θεωρούσε ο πρώτος νοστιμότερα, άλλα θεωρεί ο δεύτερος.
Προσοχή όμως: αυτό δεν σημαίνει πως οι ιστορικοί δικαιούνται αυθαίρετα να διαλέγουν από τη θάλασσα του παρελθόντος ό,τι τους καπνίσει, να προβάλλουν σκόπιμα κάποια στοιχεία, να αποκρύπτουν κάποια άλλα, ή ακόμα και να δημιουργούν πλαστά στοιχεία προς εξυπηρέτηση συνήθως συγκεκριμένων ιδεολογιών. Οι ιστορικές ερμηνείες μπορεί ν’ αλλάζουν στο χρόνο, αλλά δεν μπορεί να είναι αυθαίρετες. Υπόκεινται στον έλεγχο των τεκμηρίων. Άλλο πράγμα είναι λοιπόν η «κατασκευή» και η «ανακατασκευή», και άλλο η «κιβδηλεία».
Εν κατακλείδι, η ιστορία δεν είναι σαν τις θεϊκές εντολές: Δεν χαράχτηκε, όπως αυτές, πάνω στην πέτρινη πλάκα του Μωυσή μια για πάντα, καθορίζοντας δια παντός την απόλυτη αλήθεια και καταδικάζοντας οποιαδήποτε παρέκκλιση ως «αιρετική». Η ιστορία δεν είναι θεία κατασκευή, είναι ανθρώπινη. Κι όπως ο άνθρωπος, έτσι κι αυτή, ρέει κι αλλάζει μέσα στο χρόνο. «Χαράσσεται» και «ξαναχαράσσεται» ανάλογα με τις ανάγκες κάθε εποχής. Δεν μπορούμε να πούμε ότι «παραχαράσσεται», εκτός κι αν πρόκειται για τεκμηριωμένη περίπτωση κιβδηλείας.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 10/5/2009, σ. 12
Στην Κύπρο, οι νεκροί μιλούν πιο δυνατά
Γράφει η Κωνσταντίνα Ζάνου
«Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΖΟΥΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ, ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ, ΜΙΣΘΟ
ΚΑΙ ΣΥΖΥΓΟ. ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΜΙΛΑΝΕ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ. ΟΠΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ, ΜΟΝΟΝ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΜΙΛΑΝΕ, ΚΙ ΟΠΟΥ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΚΥΒΟΥΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, Ν΄ ΑΚΟΥΝΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ
ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΝΕ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΤΑΓΕΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ».
Αυτά αναφέρει στο προοίμιο του βιβλίου του «Η ηχώ της Νεκρής Ζώνης. Οδοιπορικό στη διαιρεμένη Κύπρο» ο Ελληνοκύπριος κοινωνικός ανθρωπολόγος, αναπληρωτής καθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Γιάννης Παπαδάκης. Με αυτά τα φαντάσματα, τα φαντάσματα του παρόντος και του παρελθόντος της Κύπρου, επιχειρεί ακριβώς να συνομιλήσει ο συγγραφέας. Το βιβλίο του αποτυπώνει τη θαρραλέα («ασεβή» ίσως για άλλους) προσπάθεια ενός ερευνητή να σηκώσει το κεφάλι του απέναντι στους νεκρούς, ν’ αναμετρηθεί με τις προσταγές τους, να τις κατανοήσει αλλά και να τις αμφισβητήσει. Αυτή η «ασέβεια» απέναντι στις μονολιθικές αλήθειες που δομούν τις σύγχρονες ταυτότητες στις δύο πλευρές της διαιρεμένης Κύπρου, είναι εξάλλου και το στοιχείο που καθιστά το βιβλίο αυτό τόσο διαφορετικό και τόσο ενδιαφέρον.
Η προσέγγιση του Παπαδάκη είναι καθαρά ανθρωπολογική, με μια ίσως ιδιοτυπία: ο συγγραφέας αποτελεί ταυτόχρονα υποκείμενο, αλλά και αντικείμενο της έρευνας. Αυτό προσδίδει στο έργο του ένα διπλό χαρακτήρα: από τη μια, αποτελεί μια επιστημονική διατριβή για τη σύγχρονη ιστορία και τη σημερινή κατάσταση της Κύπρου, από την άλλη, είναι ένα βιβλίο σχεδόν αυτοβιογραφικό. Για την ακρίβεια, η αυτοβιογραφική διάσταση αναδεικνύεται σταδιακά. Όσο ο συγγραφέας προχωρά στην έρευνά του, τόσο προβαίνει σε μια κριτική θέαση του εαυτού του, αντιλαμβανόμενος σταδιακά πως αποτελεί κι ο ίδιος προϊόν των καταστάσεων που μελετά. Είναι ξεκάθαρη, εξάλλου, η διπλή πρόθεση του Παπαδάκη. Αφενός, να επιτρέψει την ταύτιση του αναγνώστη με τα λόγια των πρωταγωνιστών και με τις ιστορίες που περιγράφονται στο βιβλίο. Αυτός είναι κι ο λόγος που οι αφηγήσεις-μαρτυρίες παρατίθενται στην κυπριακή διάλεκτο (με επεξηγηματικές αγκύλες, όπου κρίνεται απαραίτητο, για την πλήρη κατανόηση από το ελληνικό κοινό). Αφετέρου, να προκαλέσει την αποστασιοποίηση του αναγνώστη απ’ ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσε δεδομένο και αδιαμφισβήτητα αληθές.
Το γενικότερο ύφος του βιβλίου δηλώνει, επιπλέον, την προσπάθεια του συγγραφέα ν’ απλοποιήσει όσο περισσότερο γίνεται την επιστημονική γλώσσα, για να καταστήσει το έργο του προσιτό σε ένα όσο το δυνατό ευρύτερο κοινό. Παρόλο, λοιπόν, που το βιβλίο είναι επιστημονικό (στηρίζεται μάλιστα στα αποτελέσματα της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα), διαβάζεται σχεδόν σαν ένα μυθιστόρημα. Αξιοπρόσεχτο, για ένα βιβλίο του είδους, είναι επίσης και το γεγονός ότι επιστρατεύει συχνά το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό για να περιγράψει καταστάσεις που για χρόνια εγκλωβίζονταν υπό το βάρος ενός «ενδύματος σοβαρότητας», το οποίο και εμπόδιζε την οποιαδήποτε κριτική διάθεση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Ο λόγος για το Κυπριακό έπρεπε να συνοδεύεται από πικρά δάκρυα. Το χαμόγελο, πόσο μάλλον ο αυτοσαρκασμός, ήταν απολύτως ανάρμοστη εκδήλωση» (σ. 264).
Αν κρίνουμε μόνο από τις πωλήσεις της πρωτότυπης αγγλικής έκδοσης του βιβλίου, το εγχείρημα του Παπαδάκη φαίνεται επιτυχημένο. Όντως, το βιβλίο, αν και εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα (Tauris, 2005), αποτελεί ήδη ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα για την Κύπρο. Είναι ευτύχημα λοιπόν που μεταφράστηκε και κυκλοφορεί επιτέλους και στα ελληνικά. Επιπλέον, η σχεδόν ταυτόχρονη έκδοσή του στα τουρκικά, το καθιστά ένα από τα σπάνια βιβλία του είδους, που υπάρχουν και στις τρεις γλώσσες.
Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Όπως μαρτυρεί κι ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου, πρόκειται για ένα οδοιπορικό, ένα ταξίδι του συγγραφέα δια μέσου της Νεκρής Ζώνης που διαχωρίζει στα δύο το νησί και τους ανθρώπους του. Είναι όμως παράλληλα κι ένα ταξίδι εσωτερικό, μια διανοητική πορεία που διασχίζει τη «Ζώνη των Νεκρών», τη ζώνη δηλαδή της ιστορίας. Η έρευνα του Παπαδάκη ξεκινάει από μια γειτονιά εντός των τειχών της ελεύθερης Λευκωσίας, η οποία κατοικούνταν παλιότερα από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Ο συγγραφέας συλλέγει πληροφορίες και παραθέτει τις αφηγήσεις των Ελληνοκυπρίων πια μονάχα κατοίκων της γειτονιάς. Σκοπός του είναι κυρίως να κατανοήσει πώς αυτοί οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ιστορία και την ταυτότητά τους, αλλά και πώς θυμούνται την συμβίωση με τους Τουρκοκύπριους γείτονές τους. Οι προσωπικές αυτές αφηγήσεις διασταυρώνονται και συγκρίνονται με την επίσημη εκδοχή της ιστορίας, έτσι όπως οι Ελληνοκύπριοι της γενιάς του Παπαδάκη (όσοι γεννήθηκαν δηλαδή λίγο πριν ή λίγο μετά την τουρκική εισβολή) την έχουν βιώσει δια μέσου των σχολικών εγχειριδίων, των χαρτών, των μουσείων, των εθνικών επετείων και του δημόσιου πολιτικού και άλλου λόγου.
Στη συνέχεια, ο ερευνητής-συγγραφέας περνάει στην άλλη πλευρά της Νεκρής Ζώνης (της λεγόμενης και «Πράσινης Γραμμής») για ν’ αναζητήσει πρωταρχικά τους Τουρκοκύπριους πρώην κατοίκους της ίδιας γειτονιάς και να δει πώς αυτοί θυμούνται τη συμβίωσή τους με τους Ελληνοκύπριους, αλλά και για να διερευνήσει τον τρόπο που συνολικά η τουρκοκυπριακή κοινότητα, σε επίσημο και ανεπίσημο επίπεδο, αντιλαμβάνεται το παρόν και το παρελθόν της. Πρέπει να σημειωθεί πως το 1991, όταν ο Παπαδάκης κατάφερε να εξασφαλίσει την έστω μηνιαία άδεια από το καθεστώς Ντενκτάς για να διεξαγάγει την έρευνά του, ήταν από τους ελάχιστους Ελληνοκύπριους που περνούσαν απέναντι.
Εκεί είναι λοιπόν που ο συγγραφέας, και μαζί του ο αναγνώστης, θα έρθει αντιμέτωπος με νέες αποκαλύψεις. Αποκαλύψεις που ενίοτε ενοχλούν και οπωσδήποτε ανοίγουν δύσκολα ερωτήματα. Θα ανακαλύψει πως οι αλήθειες της κάθε κοινότητας, η μνήμη και η λήθη της, κάθε άλλο παρά συναντιούνται. Πως οι ίδιες λέξεις έχουν διαφορετικό νόημα σε κάθε πλευρά. Πως, νότια και βόρεια της Νεκρής Ζώνης, ακόμα κι η αντίληψη του χωροχρόνου έχει δομηθεί διαφορετικά. Ταυτόχρονα όμως, θα συνειδητοποιήσει και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα σ’ αυτές τις διαφορετικότητες: στο πώς η κάθε κοινότητα μεταχειρίστηκε τις ίδιες πρακτικές (λ.χ. Μουσεία «Εθνικού Αγώνα», εθνικο-γεωγραφικοί χάρτες, σχέση με τις «μητέρες-πατρίδες», το δίπτυχο «αληθινός ο δικός μας πόνος–προπαγάνδα ο πόνος των άλλων» κ.ο.κ.) για να εμπεδώσει δύο αποκλίνουσες αλήθειες.
Θα έρθει αντιμέτωπος ακόμα με το γεγονός πως δεν υπάρχει μόνο μια Νεκρή Ζώνη που διαχωρίζει Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, αλλά πολλές Νεκρές Ζώνες, που διαχωρίζουν με τον ίδιο τρόπο Ελληνοκύπριους από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους από Τουρκοκύπριους. Θα ανακαλύψει, τέλος, πως η αλήθεια δεν είναι μόνο μία, δεν είναι ούτε καν δύο: οι αλήθειες είναι πολλές, αλήθειες που ακούγονται φωναχτά κι άλλες που ψιθυρίζονται, που είναι διαφορετικές, όχι μόνο από τη μια στην άλλη πλευρά της Νεκρής Ζώνης, αλλά και στο εσωτερικό των ίδιων των κοινοτήτων. Ο συγγραφέας μας φέρνει, εν τέλει, αντιμέτωπους με τις αλήθειες τις δικές μας και με τις αλήθειες των άλλων, χωρίς να προσπαθεί να μας πείσει για καμιά από αυτές, αλλά καλώντας μας, αντίθετα, να σταθούμε κριτικά απέναντι σε όλες.
Η Νεκρή Ζώνη, η Λευκωσία /Lefkosha και τα απόβλητα
«Οι χάρτες ήτα πάντα ελλιπείς. Η άλλη πλευρά σβηνόταν πάντοτε, έτσι ήταν δύσκολο να βρει κανείς χάρτη ολόκληρης της Λευκωσίας /Lefkosha, εκτός από έναν που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Κατά την επίσημη εκδοχή, οι Ελληνοκύπριοι ζούσαν σε μια διαιρεμένη πόλη, στη διαιρεμένη Λευκωσία. Επίσημα, οι Τουρκοκύπριοι ζούσαν σε μιαν ολόκληρη πόλη, την Lefkosha. Το τι υπήρχε δίπλα τους δεν είχε σημασία, ήταν η πρωτεύουσα μιας άλλης χώρας […] Και στους χάρτες αποτυπωνόταν η θλιβερή ιστορία της Λευκωσίας: πώς από Lefkosha και Λευκωσία μετατράπηκε σε Lefkosha ή Λευκωσία […]
Μόνον ένας χάρτης της Λευκωσίας /Lefkosha ήταν κοινής αποδοχής: ο χάρτης του αποχετευτικού συστήματος. Το αποχετευτικό σύστημα της πρωτεύουσας ήταν το πιο εύγλωττο παράδειγμα δικοινοτικής συνεργασίας στην Κύπρο. Ήταν το μεγαλύτερο, το παλαιότερο και το πιο επιτυχημένο δικοινοτικό έργο. Οι δράσεις εκκαθάρισης αυτήν τη φορά έφερναν τις δύο κοινότητες πιο κοντά, αν και ήταν προφανώς διαφορετικές από τις συνήθεις πράξεις εκκαθάρισης των δύο κοινοτήτων […] Αφού ολοκληρώθηκε το έργο, δημοσιεύτηκε μια γελοιογραφία στον ελληνοκυπριακό Τύπο. Έδειχνε τους δύο χαμογελαστούς δημάρχους, με κατεβασμένα τα παντελόνια, να κάθονται σε αντικριστές τουαλέτες και να τραβούν μαζί το κοινό καζανάκι»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Παπαδάκη, Η ηχώ της Νεκρής Ζώνης. Οδοιπορικό στη διαιρεμένη Κύπρο, εκδ. Scripta, 2009 (σ. 252-255).
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
"ΤΑ ΝΕΑ", Σάββατο, 2 Μαΐου 2009 (αναδημοσιεύτηκε στην εφ."Ο ΠΟΛΙΤΗΣ" στις 24/5/2009)
«Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΖΟΥΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ, ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ, ΜΙΣΘΟ
ΚΑΙ ΣΥΖΥΓΟ. ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΜΙΛΑΝΕ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ. ΟΠΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ, ΜΟΝΟΝ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΜΙΛΑΝΕ, ΚΙ ΟΠΟΥ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΚΥΒΟΥΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, Ν΄ ΑΚΟΥΝΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ
ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΝΕ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΤΑΓΕΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ».
Αυτά αναφέρει στο προοίμιο του βιβλίου του «Η ηχώ της Νεκρής Ζώνης. Οδοιπορικό στη διαιρεμένη Κύπρο» ο Ελληνοκύπριος κοινωνικός ανθρωπολόγος, αναπληρωτής καθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Γιάννης Παπαδάκης. Με αυτά τα φαντάσματα, τα φαντάσματα του παρόντος και του παρελθόντος της Κύπρου, επιχειρεί ακριβώς να συνομιλήσει ο συγγραφέας. Το βιβλίο του αποτυπώνει τη θαρραλέα («ασεβή» ίσως για άλλους) προσπάθεια ενός ερευνητή να σηκώσει το κεφάλι του απέναντι στους νεκρούς, ν’ αναμετρηθεί με τις προσταγές τους, να τις κατανοήσει αλλά και να τις αμφισβητήσει. Αυτή η «ασέβεια» απέναντι στις μονολιθικές αλήθειες που δομούν τις σύγχρονες ταυτότητες στις δύο πλευρές της διαιρεμένης Κύπρου, είναι εξάλλου και το στοιχείο που καθιστά το βιβλίο αυτό τόσο διαφορετικό και τόσο ενδιαφέρον.
Η προσέγγιση του Παπαδάκη είναι καθαρά ανθρωπολογική, με μια ίσως ιδιοτυπία: ο συγγραφέας αποτελεί ταυτόχρονα υποκείμενο, αλλά και αντικείμενο της έρευνας. Αυτό προσδίδει στο έργο του ένα διπλό χαρακτήρα: από τη μια, αποτελεί μια επιστημονική διατριβή για τη σύγχρονη ιστορία και τη σημερινή κατάσταση της Κύπρου, από την άλλη, είναι ένα βιβλίο σχεδόν αυτοβιογραφικό. Για την ακρίβεια, η αυτοβιογραφική διάσταση αναδεικνύεται σταδιακά. Όσο ο συγγραφέας προχωρά στην έρευνά του, τόσο προβαίνει σε μια κριτική θέαση του εαυτού του, αντιλαμβανόμενος σταδιακά πως αποτελεί κι ο ίδιος προϊόν των καταστάσεων που μελετά. Είναι ξεκάθαρη, εξάλλου, η διπλή πρόθεση του Παπαδάκη. Αφενός, να επιτρέψει την ταύτιση του αναγνώστη με τα λόγια των πρωταγωνιστών και με τις ιστορίες που περιγράφονται στο βιβλίο. Αυτός είναι κι ο λόγος που οι αφηγήσεις-μαρτυρίες παρατίθενται στην κυπριακή διάλεκτο (με επεξηγηματικές αγκύλες, όπου κρίνεται απαραίτητο, για την πλήρη κατανόηση από το ελληνικό κοινό). Αφετέρου, να προκαλέσει την αποστασιοποίηση του αναγνώστη απ’ ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσε δεδομένο και αδιαμφισβήτητα αληθές.
Το γενικότερο ύφος του βιβλίου δηλώνει, επιπλέον, την προσπάθεια του συγγραφέα ν’ απλοποιήσει όσο περισσότερο γίνεται την επιστημονική γλώσσα, για να καταστήσει το έργο του προσιτό σε ένα όσο το δυνατό ευρύτερο κοινό. Παρόλο, λοιπόν, που το βιβλίο είναι επιστημονικό (στηρίζεται μάλιστα στα αποτελέσματα της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα), διαβάζεται σχεδόν σαν ένα μυθιστόρημα. Αξιοπρόσεχτο, για ένα βιβλίο του είδους, είναι επίσης και το γεγονός ότι επιστρατεύει συχνά το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό για να περιγράψει καταστάσεις που για χρόνια εγκλωβίζονταν υπό το βάρος ενός «ενδύματος σοβαρότητας», το οποίο και εμπόδιζε την οποιαδήποτε κριτική διάθεση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Ο λόγος για το Κυπριακό έπρεπε να συνοδεύεται από πικρά δάκρυα. Το χαμόγελο, πόσο μάλλον ο αυτοσαρκασμός, ήταν απολύτως ανάρμοστη εκδήλωση» (σ. 264).
Αν κρίνουμε μόνο από τις πωλήσεις της πρωτότυπης αγγλικής έκδοσης του βιβλίου, το εγχείρημα του Παπαδάκη φαίνεται επιτυχημένο. Όντως, το βιβλίο, αν και εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα (Tauris, 2005), αποτελεί ήδη ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα για την Κύπρο. Είναι ευτύχημα λοιπόν που μεταφράστηκε και κυκλοφορεί επιτέλους και στα ελληνικά. Επιπλέον, η σχεδόν ταυτόχρονη έκδοσή του στα τουρκικά, το καθιστά ένα από τα σπάνια βιβλία του είδους, που υπάρχουν και στις τρεις γλώσσες.
Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Όπως μαρτυρεί κι ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου, πρόκειται για ένα οδοιπορικό, ένα ταξίδι του συγγραφέα δια μέσου της Νεκρής Ζώνης που διαχωρίζει στα δύο το νησί και τους ανθρώπους του. Είναι όμως παράλληλα κι ένα ταξίδι εσωτερικό, μια διανοητική πορεία που διασχίζει τη «Ζώνη των Νεκρών», τη ζώνη δηλαδή της ιστορίας. Η έρευνα του Παπαδάκη ξεκινάει από μια γειτονιά εντός των τειχών της ελεύθερης Λευκωσίας, η οποία κατοικούνταν παλιότερα από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Ο συγγραφέας συλλέγει πληροφορίες και παραθέτει τις αφηγήσεις των Ελληνοκυπρίων πια μονάχα κατοίκων της γειτονιάς. Σκοπός του είναι κυρίως να κατανοήσει πώς αυτοί οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ιστορία και την ταυτότητά τους, αλλά και πώς θυμούνται την συμβίωση με τους Τουρκοκύπριους γείτονές τους. Οι προσωπικές αυτές αφηγήσεις διασταυρώνονται και συγκρίνονται με την επίσημη εκδοχή της ιστορίας, έτσι όπως οι Ελληνοκύπριοι της γενιάς του Παπαδάκη (όσοι γεννήθηκαν δηλαδή λίγο πριν ή λίγο μετά την τουρκική εισβολή) την έχουν βιώσει δια μέσου των σχολικών εγχειριδίων, των χαρτών, των μουσείων, των εθνικών επετείων και του δημόσιου πολιτικού και άλλου λόγου.
Στη συνέχεια, ο ερευνητής-συγγραφέας περνάει στην άλλη πλευρά της Νεκρής Ζώνης (της λεγόμενης και «Πράσινης Γραμμής») για ν’ αναζητήσει πρωταρχικά τους Τουρκοκύπριους πρώην κατοίκους της ίδιας γειτονιάς και να δει πώς αυτοί θυμούνται τη συμβίωσή τους με τους Ελληνοκύπριους, αλλά και για να διερευνήσει τον τρόπο που συνολικά η τουρκοκυπριακή κοινότητα, σε επίσημο και ανεπίσημο επίπεδο, αντιλαμβάνεται το παρόν και το παρελθόν της. Πρέπει να σημειωθεί πως το 1991, όταν ο Παπαδάκης κατάφερε να εξασφαλίσει την έστω μηνιαία άδεια από το καθεστώς Ντενκτάς για να διεξαγάγει την έρευνά του, ήταν από τους ελάχιστους Ελληνοκύπριους που περνούσαν απέναντι.
Εκεί είναι λοιπόν που ο συγγραφέας, και μαζί του ο αναγνώστης, θα έρθει αντιμέτωπος με νέες αποκαλύψεις. Αποκαλύψεις που ενίοτε ενοχλούν και οπωσδήποτε ανοίγουν δύσκολα ερωτήματα. Θα ανακαλύψει πως οι αλήθειες της κάθε κοινότητας, η μνήμη και η λήθη της, κάθε άλλο παρά συναντιούνται. Πως οι ίδιες λέξεις έχουν διαφορετικό νόημα σε κάθε πλευρά. Πως, νότια και βόρεια της Νεκρής Ζώνης, ακόμα κι η αντίληψη του χωροχρόνου έχει δομηθεί διαφορετικά. Ταυτόχρονα όμως, θα συνειδητοποιήσει και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα σ’ αυτές τις διαφορετικότητες: στο πώς η κάθε κοινότητα μεταχειρίστηκε τις ίδιες πρακτικές (λ.χ. Μουσεία «Εθνικού Αγώνα», εθνικο-γεωγραφικοί χάρτες, σχέση με τις «μητέρες-πατρίδες», το δίπτυχο «αληθινός ο δικός μας πόνος–προπαγάνδα ο πόνος των άλλων» κ.ο.κ.) για να εμπεδώσει δύο αποκλίνουσες αλήθειες.
Θα έρθει αντιμέτωπος ακόμα με το γεγονός πως δεν υπάρχει μόνο μια Νεκρή Ζώνη που διαχωρίζει Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, αλλά πολλές Νεκρές Ζώνες, που διαχωρίζουν με τον ίδιο τρόπο Ελληνοκύπριους από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους από Τουρκοκύπριους. Θα ανακαλύψει, τέλος, πως η αλήθεια δεν είναι μόνο μία, δεν είναι ούτε καν δύο: οι αλήθειες είναι πολλές, αλήθειες που ακούγονται φωναχτά κι άλλες που ψιθυρίζονται, που είναι διαφορετικές, όχι μόνο από τη μια στην άλλη πλευρά της Νεκρής Ζώνης, αλλά και στο εσωτερικό των ίδιων των κοινοτήτων. Ο συγγραφέας μας φέρνει, εν τέλει, αντιμέτωπους με τις αλήθειες τις δικές μας και με τις αλήθειες των άλλων, χωρίς να προσπαθεί να μας πείσει για καμιά από αυτές, αλλά καλώντας μας, αντίθετα, να σταθούμε κριτικά απέναντι σε όλες.
Η Νεκρή Ζώνη, η Λευκωσία /Lefkosha και τα απόβλητα
«Οι χάρτες ήτα πάντα ελλιπείς. Η άλλη πλευρά σβηνόταν πάντοτε, έτσι ήταν δύσκολο να βρει κανείς χάρτη ολόκληρης της Λευκωσίας /Lefkosha, εκτός από έναν που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Κατά την επίσημη εκδοχή, οι Ελληνοκύπριοι ζούσαν σε μια διαιρεμένη πόλη, στη διαιρεμένη Λευκωσία. Επίσημα, οι Τουρκοκύπριοι ζούσαν σε μιαν ολόκληρη πόλη, την Lefkosha. Το τι υπήρχε δίπλα τους δεν είχε σημασία, ήταν η πρωτεύουσα μιας άλλης χώρας […] Και στους χάρτες αποτυπωνόταν η θλιβερή ιστορία της Λευκωσίας: πώς από Lefkosha και Λευκωσία μετατράπηκε σε Lefkosha ή Λευκωσία […]
Μόνον ένας χάρτης της Λευκωσίας /Lefkosha ήταν κοινής αποδοχής: ο χάρτης του αποχετευτικού συστήματος. Το αποχετευτικό σύστημα της πρωτεύουσας ήταν το πιο εύγλωττο παράδειγμα δικοινοτικής συνεργασίας στην Κύπρο. Ήταν το μεγαλύτερο, το παλαιότερο και το πιο επιτυχημένο δικοινοτικό έργο. Οι δράσεις εκκαθάρισης αυτήν τη φορά έφερναν τις δύο κοινότητες πιο κοντά, αν και ήταν προφανώς διαφορετικές από τις συνήθεις πράξεις εκκαθάρισης των δύο κοινοτήτων […] Αφού ολοκληρώθηκε το έργο, δημοσιεύτηκε μια γελοιογραφία στον ελληνοκυπριακό Τύπο. Έδειχνε τους δύο χαμογελαστούς δημάρχους, με κατεβασμένα τα παντελόνια, να κάθονται σε αντικριστές τουαλέτες και να τραβούν μαζί το κοινό καζανάκι»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Παπαδάκη, Η ηχώ της Νεκρής Ζώνης. Οδοιπορικό στη διαιρεμένη Κύπρο, εκδ. Scripta, 2009 (σ. 252-255).
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
"ΤΑ ΝΕΑ", Σάββατο, 2 Μαΐου 2009 (αναδημοσιεύτηκε στην εφ."Ο ΠΟΛΙΤΗΣ" στις 24/5/2009)
Οι αγνοούμενοι των άλλων
Γράφει η Κωνσταντίνα Ζάνου
ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΩ ΟΤΙ ΕΔΩ ΔΕΝ ΓΡΑΦΩ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΜΟΥ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΩΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΑ, ΚΟΡΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ΜΕ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΑΣ, ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΑΚΟΜΗ ΑΝΑΖΗΤΟΥΜΕ ΤΑ ΟΣΤΑ...
Στο άρθρο του με τίτλο «Εργολάβοι λήθης» («ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ» 27/9/2008) ο κ. Κώστας Γεωργουσόπουλος, απαντώντας σε προηγούμενο άρθρο της κ. Μαρίας Ρεπούση σχετικά με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Κύπρο και το θέμα της ιστορικής μνήμης («ΤΑ ΝΕΑ» 17/9/2008), παραθέτει φωτογραφία Ελληνοκύπριας μητέρας αγνοουμένου και τη συνοδεύει με την εξής λεζάνταερώτημα: «Έχετε εσείς διαπιστώσει Τουρκοκύπριες μανάδες με τις φωτογραφίες των παιδιών τους να απαιτούν να βρουν τους αγνοουμένους τους;». Επειδή το αντιλαμβάνομαι ως πραγματικό και όχι ως ρητορικό ερώτημα, δηλαδή ως ειλικρινή παραδοχή άγνοιας που επιζητεί μια απάντηση και όχι ως ψευδοερώτημα που αποτελεί διαπιστευμένη θέση, θα ήθελα να προσφέρω βασικές πληροφορίες γύρω από το θέμα ελπίζοντας ότι θα αποδειχθούν βοηθητικές στον κ. Γεωργουσόπουλο, και κυρίως στους αναγνώστες. Σημειώνω λοιπόν τα εξής λίγα, αλλά βασικά:
Θα πρότεινα αρχικά, να δει κανείς το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ τού προσφάτως αποβιώσαντος δημοσιογράφου Δημήτρη Ανδρέου, που προβλήθηκε τον Ιούνιο του 2006 (από τον κυπριακό τηλεοπτικό σταθμό ΣΙΓΜΑ). Σε αυτό το ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Σουλτάνα και Χαρίτα», για πρώτη φορά μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, δύο γυναίκες, η Ελληνοκύπρια Χαρίτα Μάντολες και η Τουρκοκύπρια Σουλτάνα Κιασίφ, μάνες και σύζυγοι αγνοουμένων, συναντήθηκαν, μοιράστηκαν τον πόνο και την οδύνη τους και ζήτησαν επιτακτικά από τις ηγεσίες τους τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων. Η Χαρίτα Μάντολες είχε αγνοούμενο τον σύζυγο, τον πατέρα της και άλλους τέσσερις συγγενείς. Τώρα πλέον έχουν βρεθεί τα οστά τους και έχουν ταφεί με το όνομά τους. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη Σουλτάνα Κιασίφ, που έχασε τον άνδρα της και τέσσερις γιους. Τα παιδιά, ο σύζυγός της και περίπου άλλοι 80 Τουρκοκύπριοι, κάτοικοι του χωριού Τόχνη της επαρχίας Λάρνακας, συνελήφθησαν από εξτρεμιστικά στοιχεία της ΕΟΚΑ Β΄, τον Αύγουστο του 1974 και οδηγήθηκαν σε άγνωστο μέρος, όπου και εκτελέστηκαν. Επέζησε μόνο ένας, ο οποίος και έκανε γνωστή την ιστορία. Από το 1974 η Σουλτάνα και οι συγγενείς των άλλων Τουρκοκυπρίων ζητούν να μάθουν πού είναι θαμμένοι οι δικοί τους. Ο ομαδικός τάφος των Τουρκοκυπρίων της Τόχνης εντοπίστηκε πρόσφατα στο πλαίσιο των ερευνών της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους (στο ντοκιμαντέρ παρουσιάζεται η συγκεκριμένη περιοχή).
Ακόμη, οι επισκέπτες στην Κύπρο από την Ελλάδα καλό είναι να διασχίσουν την Πράσινη Γραμμή και να επισκεφθούν τα χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου Σανταλάρι, Αλόα και Μαράθα. Σ΄ αυτά τα τρία μικρά τουρκοκυπριακά χωριά, μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης τουρκικής εισβολής το 1974, οι τοπικοί παράγοντες της ΕΟΚΑ Β΄ εκτέλεσαν εν ψυχρώ 126 Τουρκοκύπριους, άντρες, γυναίκες, παιδιά και βρέφη, και τους έθαψαν με εκσκαφείς σε ομαδικό τάφο. Αυτός ο τάφος βρέθηκε και ανοίχτηκε ενώπιον των στρατιωτών των Ηνωμένων Εθνών λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της επαρχίας Αμμοχώστου από τον τουρκικό στρατό. Αν πάλι δυσκολεύονται να επισκεφθούν τα συγκεκριμένα χωριά, θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν το ντοκιμαντέρ του Τόνι Ανγκαστινιώτη «Voice of Βlood, Searching for Selden» (παραγωγής 2005), συγκλονιστική μαρτυρία για τα εν λόγω συμβάντα.
Τέλος, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι εδώ και δύο χρόνια υπάρχει στην Κύπρο μία οργάνωση που καλείται «Δικοινοτική Πρωτοβουλία Συγγενών Αγνοουμένων, Δολοφονηθέντων και Θυμάτων Πολέμου». Στην πρωτοβουλία αυτή συμμετέχουν συγγενείς αγνοουμένων, τόσο Ελληνοκυπρίων όσο και Τουρκοκυπρίων. Η δράση της οργάνωσης (που συντονίζεται από τον κ. Χρίστο Σταύρου, ο ίδιος αδελφός αγνοουμένου) επικεντρώνεται στην αναζήτηση πληροφοριών και στοιχείων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εξακρίβωση της τύχης των αδικοχαμένων ανθρώπων και των δύο κοινοτήτων.
Εν κατακλείδι, υπεύθυνη στάση δεν είναι να κρύβεις, αλλά να αντέχεις να δεις και την αλήθεια των άλλων. Να βιώνεις τον δικό σου πόνο, αλλά και να δοκιμάζεις να νιώσεις τον πόνο των άλλων.
Η Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
"ΤΑ ΝΕΑ", Σάββατο, 18 Οκτωβρίου 2008
ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΩ ΟΤΙ ΕΔΩ ΔΕΝ ΓΡΑΦΩ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΜΟΥ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΩΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΑ, ΚΟΡΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ΜΕ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΑΣ, ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΑΚΟΜΗ ΑΝΑΖΗΤΟΥΜΕ ΤΑ ΟΣΤΑ...
Στο άρθρο του με τίτλο «Εργολάβοι λήθης» («ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ» 27/9/2008) ο κ. Κώστας Γεωργουσόπουλος, απαντώντας σε προηγούμενο άρθρο της κ. Μαρίας Ρεπούση σχετικά με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Κύπρο και το θέμα της ιστορικής μνήμης («ΤΑ ΝΕΑ» 17/9/2008), παραθέτει φωτογραφία Ελληνοκύπριας μητέρας αγνοουμένου και τη συνοδεύει με την εξής λεζάνταερώτημα: «Έχετε εσείς διαπιστώσει Τουρκοκύπριες μανάδες με τις φωτογραφίες των παιδιών τους να απαιτούν να βρουν τους αγνοουμένους τους;». Επειδή το αντιλαμβάνομαι ως πραγματικό και όχι ως ρητορικό ερώτημα, δηλαδή ως ειλικρινή παραδοχή άγνοιας που επιζητεί μια απάντηση και όχι ως ψευδοερώτημα που αποτελεί διαπιστευμένη θέση, θα ήθελα να προσφέρω βασικές πληροφορίες γύρω από το θέμα ελπίζοντας ότι θα αποδειχθούν βοηθητικές στον κ. Γεωργουσόπουλο, και κυρίως στους αναγνώστες. Σημειώνω λοιπόν τα εξής λίγα, αλλά βασικά:
Θα πρότεινα αρχικά, να δει κανείς το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ τού προσφάτως αποβιώσαντος δημοσιογράφου Δημήτρη Ανδρέου, που προβλήθηκε τον Ιούνιο του 2006 (από τον κυπριακό τηλεοπτικό σταθμό ΣΙΓΜΑ). Σε αυτό το ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Σουλτάνα και Χαρίτα», για πρώτη φορά μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, δύο γυναίκες, η Ελληνοκύπρια Χαρίτα Μάντολες και η Τουρκοκύπρια Σουλτάνα Κιασίφ, μάνες και σύζυγοι αγνοουμένων, συναντήθηκαν, μοιράστηκαν τον πόνο και την οδύνη τους και ζήτησαν επιτακτικά από τις ηγεσίες τους τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων. Η Χαρίτα Μάντολες είχε αγνοούμενο τον σύζυγο, τον πατέρα της και άλλους τέσσερις συγγενείς. Τώρα πλέον έχουν βρεθεί τα οστά τους και έχουν ταφεί με το όνομά τους. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη Σουλτάνα Κιασίφ, που έχασε τον άνδρα της και τέσσερις γιους. Τα παιδιά, ο σύζυγός της και περίπου άλλοι 80 Τουρκοκύπριοι, κάτοικοι του χωριού Τόχνη της επαρχίας Λάρνακας, συνελήφθησαν από εξτρεμιστικά στοιχεία της ΕΟΚΑ Β΄, τον Αύγουστο του 1974 και οδηγήθηκαν σε άγνωστο μέρος, όπου και εκτελέστηκαν. Επέζησε μόνο ένας, ο οποίος και έκανε γνωστή την ιστορία. Από το 1974 η Σουλτάνα και οι συγγενείς των άλλων Τουρκοκυπρίων ζητούν να μάθουν πού είναι θαμμένοι οι δικοί τους. Ο ομαδικός τάφος των Τουρκοκυπρίων της Τόχνης εντοπίστηκε πρόσφατα στο πλαίσιο των ερευνών της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους (στο ντοκιμαντέρ παρουσιάζεται η συγκεκριμένη περιοχή).
Ακόμη, οι επισκέπτες στην Κύπρο από την Ελλάδα καλό είναι να διασχίσουν την Πράσινη Γραμμή και να επισκεφθούν τα χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου Σανταλάρι, Αλόα και Μαράθα. Σ΄ αυτά τα τρία μικρά τουρκοκυπριακά χωριά, μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης τουρκικής εισβολής το 1974, οι τοπικοί παράγοντες της ΕΟΚΑ Β΄ εκτέλεσαν εν ψυχρώ 126 Τουρκοκύπριους, άντρες, γυναίκες, παιδιά και βρέφη, και τους έθαψαν με εκσκαφείς σε ομαδικό τάφο. Αυτός ο τάφος βρέθηκε και ανοίχτηκε ενώπιον των στρατιωτών των Ηνωμένων Εθνών λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της επαρχίας Αμμοχώστου από τον τουρκικό στρατό. Αν πάλι δυσκολεύονται να επισκεφθούν τα συγκεκριμένα χωριά, θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν το ντοκιμαντέρ του Τόνι Ανγκαστινιώτη «Voice of Βlood, Searching for Selden» (παραγωγής 2005), συγκλονιστική μαρτυρία για τα εν λόγω συμβάντα.
Τέλος, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι εδώ και δύο χρόνια υπάρχει στην Κύπρο μία οργάνωση που καλείται «Δικοινοτική Πρωτοβουλία Συγγενών Αγνοουμένων, Δολοφονηθέντων και Θυμάτων Πολέμου». Στην πρωτοβουλία αυτή συμμετέχουν συγγενείς αγνοουμένων, τόσο Ελληνοκυπρίων όσο και Τουρκοκυπρίων. Η δράση της οργάνωσης (που συντονίζεται από τον κ. Χρίστο Σταύρου, ο ίδιος αδελφός αγνοουμένου) επικεντρώνεται στην αναζήτηση πληροφοριών και στοιχείων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εξακρίβωση της τύχης των αδικοχαμένων ανθρώπων και των δύο κοινοτήτων.
Εν κατακλείδι, υπεύθυνη στάση δεν είναι να κρύβεις, αλλά να αντέχεις να δεις και την αλήθεια των άλλων. Να βιώνεις τον δικό σου πόνο, αλλά και να δοκιμάζεις να νιώσεις τον πόνο των άλλων.
Η Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
"ΤΑ ΝΕΑ", Σάββατο, 18 Οκτωβρίου 2008
Θλιβερές συγκρίσεις
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Πόσο πολύ διαβάζουν οι πολιτικοί μας; Και όταν λέω διάβασμα δεν εννοώ μόνο τις πολιτικές στήλες των εφημερίδων. Ούτε βέβαια τα εγχειρίδια νομικής, ιατρικής ή πολιτικής οικονομίας, που οι περισσότεροι απ’ αυτούς όφειλαν να μελετήσουν όταν σπούδαζαν, για ν’ αποκτήσουν το πτυχίο τους. Ούτε ακόμα τα απομνημονεύματα ή τις καταθέσεις των παλαιότερων Κυπρίων ή Ελλήνων πολιτικών. Όταν λέω διάβασμα εννοώ την πνευματική καλλιέργεια με την ευρύτερη της σημασία. Πόσοι από τους πολιτικούς μας έχουν στη βιβλιοθήκη τους κάτι άλλο εκτός από τους τόμους μιας ακριβά βιβλιοδετημένης εγκυκλοπαίδειας; Πόσοι απ’ αυτούς γνωρίζουν έστω και στοιχειωδώς τα επιτεύγματα των ανθρωπιστικών επιστημών κατά τον τελευταίο αιώνα, ή έχουν τουλάχιστον υπόψη τους κάποια από τα έργα των μεγάλων σύγχρονων θεωρητικών (ιστορικών, κοινωνιολόγων, φιλοσόφων, κοινωνικών ψυχολόγων, ανθρωπολόγων, ψυχαναλυτών κ.ο.κ.);
Έτυχε, το τελευταίο διάστημα, να παρευρεθώ σε δύο διαφορετικές πολιτικές εκδηλώσεις, που με έθεσαν αναπόφευκτα αντιμέτωπη με μια θλιβερή σύγκριση. Η πρώτη ήταν μια εκδήλωση που οργάνωσε ο ΟΠΕΚ Κύπρου για να τιμήσει τον γνωστό συγγραφέα και πολιτικό σύμβουλο του Κώστα Σημίτη, Νίκο Θέμελη. Η ομιλία του κ. Θέμελη (την οποία μπορεί να διαβάσει κανείς και στην ιστοσελίδα του ΟΠΕΚ) διακρινόταν από τέτοιο επίπεδο και μεστότητα λόγου, που θα την ζήλευαν όλοι οι πολιτικοί μας. Ο κ. Θέμελης όμως δεν είναι μόνο άνθρωπος της πολιτικής, είναι και άνθρωπος του πνεύματος, διαβάζει, γράφει κι έχει βαθιά γνώση της ιστορίας – κι όχι μόνο της «κοινώς εννοούμενης» ιστορίας. Όπως ανέφερε ο ίδιος: «Με ενδιαφέρει εκείνη η ιστορία που ανασύρει και φέρνει στην πραγματικότητα και στο προσκήνιο ό,τι έχει αποσιωπηθεί, ό,τι έχει ξεχαστεί, ό,τι συνειδητά η επίσημη ιδεολογία δε θέλει να φέρει στο φως για να αποτρέψει την κοινωνία της να προβληματιστεί, να αναστοχαστεί και να σκεφτεί αλλιώς από ό,τι το έκανε μέχρι τώρα. Είναι αυτή που ο Michel de Certeau ονόμασε το καταπιεσμένο πρόσωπο της άλλης Ιστορίας».
Με εξέπληξε ευχάριστα και κάτι άλλο: Αναφερόμενος στην τελευταία αποστολή που ανέθεσε από κοινού σ’ αυτόν και στο Γιάννο Κρανιδιώτη ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο κ. Θέμελης, αφού περιέγραψε τη συνάντηση των δύο με τον τότε υπουργό εξωτερικών της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ, ανέφερε: «Ο Γιάννος κι εγώ φύγαμε με μια αίσθηση συγκρατημένης αισιοδοξίας. Πήγαμε σε ένα café, ήπιαμε τον καφέ μας, ανακεφαλαιώσαμε την εκτίμηση που κάναμε για τη συνάντηση και μετά ξεχυθήκαμε σε ένα βιβλιοπωλείο για να εκτονώσουμε τη νευρικότητά μας». Βιβλιοπωλείο; Πόσοι από τους δικούς μας πολιτικούς ξεχύνονται στα βιβλιοπωλεία για να εκτονωθούν;
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο όρο της σύγκρισης. Η άλλη εκδήλωση στην οποία παρευρέθηκα ήταν μια πολιτική συζήτηση με θέμα την Ευρώπη. Ο κεντρικός ομιλητής, ένας πρώτης γραμμής Κύπριος πολιτικός, κλήθηκε κάποια στιγμή να σχολιάσει μια ερώτηση σχετικά με την ιστορία του ευρωπαϊκού εθνικισμού. Σκοπός της ερώτησης ήταν να θέσει υπό αμφισβήτηση το απλοϊκό σχήμα πάνω στο οποίο στηριζόταν η ομιλία του πολιτικού, δηλαδή την τελεολογική σχέση «αρχαίος ελληνικός πολιτισμός – χριστιανικές αξίες – ευρωπαϊκός Διαφωτισμός – σύγχρονη χριστιανική Ευρώπη» και να θυμίσει πως, τόσο η ιδέα του έθνους, όσο κι αυτή της Ευρώπης είναι ιστορικά και σχετικά πρόσφατα φαινόμενα. Ο ερωτών ανέφερε μάλιστα το έργο του Eric Hobsbawm, του μεγαλύτερου ίσως ιστορικού του 20ου αιώνα και σημείο αναφοράς για όποιον μελετά θέματα σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας και εθνικής ταυτότητας. Ποια ήταν η απάντηση λοιπόν του πολιτικού; Με έκδηλο ειρωνικό και μάλλον υποτιμητικό ύφος δήλωσε πως δεν ενδιαφέρεται γι αυτές τις «νέο-κουλτουριάρικες απόψεις»!
Φαίνεται λοιπόν πως η πνευματική καλλιέργεια – όχι για όλους, προς Θεού – αλλά για τους περισσότερους από τους πολιτικούς μας, είναι προϊόν πολυτελείας. Κάτι που, όχι μόνο θεωρούν πως δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική, αλλά και υποτιμούν ως άχρηστο και χρονοβόρο. Εξάλλου είναι τόσο αφοσιωμένοι στο δημόσιο συμφέρον που δεν έχουν χρόνο για την προσωπική τους μόρφωση. Μόνο ο Ελευθέριος Βενιζέλος φαίνεται ότι έπληττε αφόρητα ο άνθρωπος, αφού όχι μόνο διάβαζε, αλλά και μετέφρασε ολόκληρο τον Θουκυδίδη!
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 3/5/2009, σ. 12
Πόσο πολύ διαβάζουν οι πολιτικοί μας; Και όταν λέω διάβασμα δεν εννοώ μόνο τις πολιτικές στήλες των εφημερίδων. Ούτε βέβαια τα εγχειρίδια νομικής, ιατρικής ή πολιτικής οικονομίας, που οι περισσότεροι απ’ αυτούς όφειλαν να μελετήσουν όταν σπούδαζαν, για ν’ αποκτήσουν το πτυχίο τους. Ούτε ακόμα τα απομνημονεύματα ή τις καταθέσεις των παλαιότερων Κυπρίων ή Ελλήνων πολιτικών. Όταν λέω διάβασμα εννοώ την πνευματική καλλιέργεια με την ευρύτερη της σημασία. Πόσοι από τους πολιτικούς μας έχουν στη βιβλιοθήκη τους κάτι άλλο εκτός από τους τόμους μιας ακριβά βιβλιοδετημένης εγκυκλοπαίδειας; Πόσοι απ’ αυτούς γνωρίζουν έστω και στοιχειωδώς τα επιτεύγματα των ανθρωπιστικών επιστημών κατά τον τελευταίο αιώνα, ή έχουν τουλάχιστον υπόψη τους κάποια από τα έργα των μεγάλων σύγχρονων θεωρητικών (ιστορικών, κοινωνιολόγων, φιλοσόφων, κοινωνικών ψυχολόγων, ανθρωπολόγων, ψυχαναλυτών κ.ο.κ.);
Έτυχε, το τελευταίο διάστημα, να παρευρεθώ σε δύο διαφορετικές πολιτικές εκδηλώσεις, που με έθεσαν αναπόφευκτα αντιμέτωπη με μια θλιβερή σύγκριση. Η πρώτη ήταν μια εκδήλωση που οργάνωσε ο ΟΠΕΚ Κύπρου για να τιμήσει τον γνωστό συγγραφέα και πολιτικό σύμβουλο του Κώστα Σημίτη, Νίκο Θέμελη. Η ομιλία του κ. Θέμελη (την οποία μπορεί να διαβάσει κανείς και στην ιστοσελίδα του ΟΠΕΚ) διακρινόταν από τέτοιο επίπεδο και μεστότητα λόγου, που θα την ζήλευαν όλοι οι πολιτικοί μας. Ο κ. Θέμελης όμως δεν είναι μόνο άνθρωπος της πολιτικής, είναι και άνθρωπος του πνεύματος, διαβάζει, γράφει κι έχει βαθιά γνώση της ιστορίας – κι όχι μόνο της «κοινώς εννοούμενης» ιστορίας. Όπως ανέφερε ο ίδιος: «Με ενδιαφέρει εκείνη η ιστορία που ανασύρει και φέρνει στην πραγματικότητα και στο προσκήνιο ό,τι έχει αποσιωπηθεί, ό,τι έχει ξεχαστεί, ό,τι συνειδητά η επίσημη ιδεολογία δε θέλει να φέρει στο φως για να αποτρέψει την κοινωνία της να προβληματιστεί, να αναστοχαστεί και να σκεφτεί αλλιώς από ό,τι το έκανε μέχρι τώρα. Είναι αυτή που ο Michel de Certeau ονόμασε το καταπιεσμένο πρόσωπο της άλλης Ιστορίας».
Με εξέπληξε ευχάριστα και κάτι άλλο: Αναφερόμενος στην τελευταία αποστολή που ανέθεσε από κοινού σ’ αυτόν και στο Γιάννο Κρανιδιώτη ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο κ. Θέμελης, αφού περιέγραψε τη συνάντηση των δύο με τον τότε υπουργό εξωτερικών της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ, ανέφερε: «Ο Γιάννος κι εγώ φύγαμε με μια αίσθηση συγκρατημένης αισιοδοξίας. Πήγαμε σε ένα café, ήπιαμε τον καφέ μας, ανακεφαλαιώσαμε την εκτίμηση που κάναμε για τη συνάντηση και μετά ξεχυθήκαμε σε ένα βιβλιοπωλείο για να εκτονώσουμε τη νευρικότητά μας». Βιβλιοπωλείο; Πόσοι από τους δικούς μας πολιτικούς ξεχύνονται στα βιβλιοπωλεία για να εκτονωθούν;
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο όρο της σύγκρισης. Η άλλη εκδήλωση στην οποία παρευρέθηκα ήταν μια πολιτική συζήτηση με θέμα την Ευρώπη. Ο κεντρικός ομιλητής, ένας πρώτης γραμμής Κύπριος πολιτικός, κλήθηκε κάποια στιγμή να σχολιάσει μια ερώτηση σχετικά με την ιστορία του ευρωπαϊκού εθνικισμού. Σκοπός της ερώτησης ήταν να θέσει υπό αμφισβήτηση το απλοϊκό σχήμα πάνω στο οποίο στηριζόταν η ομιλία του πολιτικού, δηλαδή την τελεολογική σχέση «αρχαίος ελληνικός πολιτισμός – χριστιανικές αξίες – ευρωπαϊκός Διαφωτισμός – σύγχρονη χριστιανική Ευρώπη» και να θυμίσει πως, τόσο η ιδέα του έθνους, όσο κι αυτή της Ευρώπης είναι ιστορικά και σχετικά πρόσφατα φαινόμενα. Ο ερωτών ανέφερε μάλιστα το έργο του Eric Hobsbawm, του μεγαλύτερου ίσως ιστορικού του 20ου αιώνα και σημείο αναφοράς για όποιον μελετά θέματα σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας και εθνικής ταυτότητας. Ποια ήταν η απάντηση λοιπόν του πολιτικού; Με έκδηλο ειρωνικό και μάλλον υποτιμητικό ύφος δήλωσε πως δεν ενδιαφέρεται γι αυτές τις «νέο-κουλτουριάρικες απόψεις»!
Φαίνεται λοιπόν πως η πνευματική καλλιέργεια – όχι για όλους, προς Θεού – αλλά για τους περισσότερους από τους πολιτικούς μας, είναι προϊόν πολυτελείας. Κάτι που, όχι μόνο θεωρούν πως δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική, αλλά και υποτιμούν ως άχρηστο και χρονοβόρο. Εξάλλου είναι τόσο αφοσιωμένοι στο δημόσιο συμφέρον που δεν έχουν χρόνο για την προσωπική τους μόρφωση. Μόνο ο Ελευθέριος Βενιζέλος φαίνεται ότι έπληττε αφόρητα ο άνθρωπος, αφού όχι μόνο διάβαζε, αλλά και μετέφρασε ολόκληρο τον Θουκυδίδη!
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 3/5/2009, σ. 12
Ο Ψυχρός μας Πόλεμος
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Όπως όλοι ξέρουμε, η Κύπρος γεννήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος μέσα στη δίνη του Ψυχρού Πολέμου. Η παγκόσμια αυτή κατάσταση διαμόρφωσε και την πολιτική σκηνή στο εσωτερικό της χώρας, η οποία κτίστηκε με βάση το δίπολο «ΝΑΤΟ (ή Δυτικές Δυνάμεις) – Σοβιετική Ένωση». Όμως, από το ’90 και εξής, με την κατάρρευση του ενός σκέλους αυτού του διπόλου (δηλ. του υπαρκτού σοσιαλισμού) και με τον τερματισμό έτσι του Ψυχρού Πολέμου, το παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό άλλαξε ριζικά. Στην Ευρώπη, αλλά και παγκόσμια, η πολιτική ζωή αναδιαμορφώθηκε με βάση νέες συμμαχίες και πιο σύγχρονες και «ρευστές» πολιτικές ιδεολογίες που αποδεσμεύτηκαν από τις επιταγές του ψυχροπολεμικού κάθετου διαχωρισμού.
Πόσο οι αλλαγές αυτές έχουν φτάσει και στον τόπο μας; Πόσο έχουν επιφέρει τις ανάλογες ανακατατάξεις και στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της χώρας; Φοβάμαι πως καθόλου. Μου φαίνεται πως στην Κύπρο, ακόμα και οι νέοι πολιτικοί, αναπαράγουν ένα πολιτικό λόγο που έχει παραμείνει εν πολλοίς «τσιμεντωμένος» σε παλιότερες και νεκρές πια αντιλήψεις. Τι άλλο μας δείχνει, για παράδειγμα, η συνεχώς εκφραζόμενη «ΝΑΤΟ-φοβία» του ΑΚΕΛ (με αποκορύφωμα την πεισματώδη άρνηση για ένταξή μας στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη), ή η εντελώς αναχρονιστική «κομμουνιστο-φοβία» του ΔΗΣΥ και άλλων κομμάτων της παραδοσιακής δεξιάς, έτσι όπως αυτή εκφράστηκε κυρίως μέσα από τη διαμάχη για την αναθεώρηση των βιβλίων της ιστορίας;
Σήμερα λοιπόν έχουμε στην κυβέρνηση το ΑΚΕΛ, συνοδεία δύο άλλων κομμάτων, του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ, που συμφώνησαν να συνεργαστούν με τον πρόεδρο Χριστόφια, όχι στη βάση ενός κοινού προγράμματος, αλλά στη βάση κάποιων δεσμεύσεων που αυτός ανέλαβε απέναντί τους – δεσμεύσεις, που όπως ακούγεται συχνά από τα ηγετικά στελέχη των δύο αυτών κομμάτων, υπάρχουν σε γραπτή μορφή, αλλά δεν έχουν δει ποτέ το φως της δημοσιότητας, παραμένοντας έτσι ακόμα μυστήριο για τον κόσμο. Σε μια πραγματικότητα λοιπόν όπως η κυπριακή, όπου το πολιτικό πρόγραμμα καθορίζεται κυρίως από την πρόταση λύσης που καταθέτει το κάθε κόμμα, είναι φυσικό να υποθέσουμε πως ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ συμφώνησαν να συνεργαστούν με το ΑΚΕΛ αποδεχόμενοι την πρόταση λύσης του κ. Χριστόφια, που ήταν εξ’ αρχής ξεκάθαρη: Διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με βάση την πολιτική ισότητα.
Εντούτοις, τι βλέπουμε σήμερα; Παρεκκλίνοντας αισθητά από την δεοντολογία της συνεργασίας (έτσι όπως αυτή καθορίζεται από μια βαθιά εδραιωμένη παράδοση στην Ευρώπη), ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ διαφωνούν κάθετα με τους χειρισμούς του Προέδρου, οι οποίοι χειρισμοί καθορίζουν και την ουσία της πρότασης λύσης. Όχι μόνο διαφωνούν, αλλά εκφράζουν δημόσια και έντονα αυτή τη διαφωνία. Εύλογα λοιπόν διερωτάται κανείς: Που στηρίζεται η συνεργασία των κομμάτων που μας συγκυβερνούν;
Από την άλλη, μια σημαντική μερίδα της ηγεσίας του ΔΗΣΥ, αν και αντιπολίτευση, συμφωνεί με τους χειρισμούς του Προέδρου και εκφράζει δημόσια (σε σημείο σχεδόν παρεξήγησης) την υποστήριξή της στην πρόταση λύσης που διαπραγματεύεται ο Πρόεδρος. Φυσικά, το ΔΗΣΥ, όπως εξάλλου το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ, διαφωνεί με μια σωρεία άλλων θεμάτων που εμπεριέχονται στην πολιτική ατζέντα του κ. Χριστόφια.
Όμως τίθεται το εξής ερώτημα: Μεταξύ ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ, όπως φαίνεται δεν υπάρχει σχεδόν κανένα σημείο σύγκλισης. Μεταξύ ηγετικών στελεχών του ΑΚΕΛ και του ΔΗΣΥ υπάρχει τουλάχιστον ένα, αλλά το βασικότερο όλων: Συμφωνία για την πρόταση λύσης του Κυπριακού. Γιατί, επομένως, θα «κάλπαζε τόσο πολύ η φαντασία μας» (όπως δήλωσε πρόσφατα ο Γ. Γ. του ΑΚΕΛ κ. Άντρος Κυπριανού) αν υποθέταμε πως μια συμμαχία ανάμεσα στο ΑΚΕΛ και το ΔΗΣΥ, τουλάχιστον όσον αφορά τους χειρισμούς στο Κυπριακό, θα μπορούσε να ωφελήσει την πορεία λύσης; Μήπως το σενάριο φαντάζει τόσο εξωπραγματικό ακριβώς επειδή επικρατούν ακόμη οι ψυχροπολεμικές αντιλήψεις που ανέφερα στην εισαγωγή μου, αντιλήψεις που επιτρέπουν την επιβίωση των πεπαλαιωμένων πια «αντι-Συναγερμικών» και «αντι-Ακελικών» αντίστοιχα συνδρόμων, που παρακωλύουν την οποιαδήποτε πιθανή υπέρβαση;
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 26/4/2009, σ. 14
Όπως όλοι ξέρουμε, η Κύπρος γεννήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος μέσα στη δίνη του Ψυχρού Πολέμου. Η παγκόσμια αυτή κατάσταση διαμόρφωσε και την πολιτική σκηνή στο εσωτερικό της χώρας, η οποία κτίστηκε με βάση το δίπολο «ΝΑΤΟ (ή Δυτικές Δυνάμεις) – Σοβιετική Ένωση». Όμως, από το ’90 και εξής, με την κατάρρευση του ενός σκέλους αυτού του διπόλου (δηλ. του υπαρκτού σοσιαλισμού) και με τον τερματισμό έτσι του Ψυχρού Πολέμου, το παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό άλλαξε ριζικά. Στην Ευρώπη, αλλά και παγκόσμια, η πολιτική ζωή αναδιαμορφώθηκε με βάση νέες συμμαχίες και πιο σύγχρονες και «ρευστές» πολιτικές ιδεολογίες που αποδεσμεύτηκαν από τις επιταγές του ψυχροπολεμικού κάθετου διαχωρισμού.
Πόσο οι αλλαγές αυτές έχουν φτάσει και στον τόπο μας; Πόσο έχουν επιφέρει τις ανάλογες ανακατατάξεις και στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της χώρας; Φοβάμαι πως καθόλου. Μου φαίνεται πως στην Κύπρο, ακόμα και οι νέοι πολιτικοί, αναπαράγουν ένα πολιτικό λόγο που έχει παραμείνει εν πολλοίς «τσιμεντωμένος» σε παλιότερες και νεκρές πια αντιλήψεις. Τι άλλο μας δείχνει, για παράδειγμα, η συνεχώς εκφραζόμενη «ΝΑΤΟ-φοβία» του ΑΚΕΛ (με αποκορύφωμα την πεισματώδη άρνηση για ένταξή μας στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη), ή η εντελώς αναχρονιστική «κομμουνιστο-φοβία» του ΔΗΣΥ και άλλων κομμάτων της παραδοσιακής δεξιάς, έτσι όπως αυτή εκφράστηκε κυρίως μέσα από τη διαμάχη για την αναθεώρηση των βιβλίων της ιστορίας;
Σήμερα λοιπόν έχουμε στην κυβέρνηση το ΑΚΕΛ, συνοδεία δύο άλλων κομμάτων, του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ, που συμφώνησαν να συνεργαστούν με τον πρόεδρο Χριστόφια, όχι στη βάση ενός κοινού προγράμματος, αλλά στη βάση κάποιων δεσμεύσεων που αυτός ανέλαβε απέναντί τους – δεσμεύσεις, που όπως ακούγεται συχνά από τα ηγετικά στελέχη των δύο αυτών κομμάτων, υπάρχουν σε γραπτή μορφή, αλλά δεν έχουν δει ποτέ το φως της δημοσιότητας, παραμένοντας έτσι ακόμα μυστήριο για τον κόσμο. Σε μια πραγματικότητα λοιπόν όπως η κυπριακή, όπου το πολιτικό πρόγραμμα καθορίζεται κυρίως από την πρόταση λύσης που καταθέτει το κάθε κόμμα, είναι φυσικό να υποθέσουμε πως ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ συμφώνησαν να συνεργαστούν με το ΑΚΕΛ αποδεχόμενοι την πρόταση λύσης του κ. Χριστόφια, που ήταν εξ’ αρχής ξεκάθαρη: Διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με βάση την πολιτική ισότητα.
Εντούτοις, τι βλέπουμε σήμερα; Παρεκκλίνοντας αισθητά από την δεοντολογία της συνεργασίας (έτσι όπως αυτή καθορίζεται από μια βαθιά εδραιωμένη παράδοση στην Ευρώπη), ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ διαφωνούν κάθετα με τους χειρισμούς του Προέδρου, οι οποίοι χειρισμοί καθορίζουν και την ουσία της πρότασης λύσης. Όχι μόνο διαφωνούν, αλλά εκφράζουν δημόσια και έντονα αυτή τη διαφωνία. Εύλογα λοιπόν διερωτάται κανείς: Που στηρίζεται η συνεργασία των κομμάτων που μας συγκυβερνούν;
Από την άλλη, μια σημαντική μερίδα της ηγεσίας του ΔΗΣΥ, αν και αντιπολίτευση, συμφωνεί με τους χειρισμούς του Προέδρου και εκφράζει δημόσια (σε σημείο σχεδόν παρεξήγησης) την υποστήριξή της στην πρόταση λύσης που διαπραγματεύεται ο Πρόεδρος. Φυσικά, το ΔΗΣΥ, όπως εξάλλου το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ, διαφωνεί με μια σωρεία άλλων θεμάτων που εμπεριέχονται στην πολιτική ατζέντα του κ. Χριστόφια.
Όμως τίθεται το εξής ερώτημα: Μεταξύ ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ, όπως φαίνεται δεν υπάρχει σχεδόν κανένα σημείο σύγκλισης. Μεταξύ ηγετικών στελεχών του ΑΚΕΛ και του ΔΗΣΥ υπάρχει τουλάχιστον ένα, αλλά το βασικότερο όλων: Συμφωνία για την πρόταση λύσης του Κυπριακού. Γιατί, επομένως, θα «κάλπαζε τόσο πολύ η φαντασία μας» (όπως δήλωσε πρόσφατα ο Γ. Γ. του ΑΚΕΛ κ. Άντρος Κυπριανού) αν υποθέταμε πως μια συμμαχία ανάμεσα στο ΑΚΕΛ και το ΔΗΣΥ, τουλάχιστον όσον αφορά τους χειρισμούς στο Κυπριακό, θα μπορούσε να ωφελήσει την πορεία λύσης; Μήπως το σενάριο φαντάζει τόσο εξωπραγματικό ακριβώς επειδή επικρατούν ακόμη οι ψυχροπολεμικές αντιλήψεις που ανέφερα στην εισαγωγή μου, αντιλήψεις που επιτρέπουν την επιβίωση των πεπαλαιωμένων πια «αντι-Συναγερμικών» και «αντι-Ακελικών» αντίστοιχα συνδρόμων, που παρακωλύουν την οποιαδήποτε πιθανή υπέρβαση;
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 26/4/2009, σ. 14
Στατική Vs κινητική ιστορία
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Πριν από λίγες μέρες ολοκληρώθηκαν στην Αθήνα οι εργασίες ενός πολύ ενδιαφέροντος επιστημονικού συνεδρίου. Επρόκειτο για ένα διήμερο προβληματισμού, που διοργανώθηκε από τους καθηγητές ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αντώνη Λιάκο και Βαγγέλη Καραμανωλάκη, με θέμα «Πολιτισμικές μεταφορές και έννοιες που ταξιδεύουν. Έθνος και διανοούμενοι ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ευρώπη κατά τον μακρό 19ο αιώνα».
Παρόλο το ενδιαφέρον τους, δεν πρόκειται εδώ να σχολιάσω τα όσα επιμέρους ακούστηκαν από τους 30 περίπου σύνεδρους (ιστορικούς ως επί το πλείστον), αλλά και από το πολυπληθές κοινό που παρακολούθησε το συνέδριο. Θα περιοριστώ σε κάποια γενικά συμπεράσματα, που αφορούν νομίζω τον κάθε αναγνώστη, στο βαθμό που έχει μια διαμορφωμένη αντίληψη για το τι είναι ιστορία.
Κατά κύριο λόγο, αυτό που επιχειρήθηκε στο συνέδριο ήταν η αποδέσμευση από μια προσέγγιση της ιστορίας που ήταν, μέχρι πολύ πρόσφατα, εθνοκεντρική (και στη συγκεκριμένη περίπτωση «ελληνοκεντρική»). Νέες μέθοδοι και θεωρητικές προσεγγίσεις, όπως αυτές των «πολιτισμικών μεταφορών» και των «εννοιών που ταξιδεύουν», καλούν πλέον τους ιστορικούς να ξεπεράσουν τα στενά όρια της «εθνικής οπτικής» και να επανατοποθετήσουν το αντικείμενο της μελέτης τους στα πλαίσια μιας διαπολιτισμικής και διαδραστικής αντίληψης της ιστορίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το δεύτερο θέμα γύρω από το οποίο στόχευε να προβληματίσει το συνέδριο είναι η συγκριτική θεώρηση Ευρώπης – Ελλάδας. Παλιότερα η σύγκριση αυτή γινόταν στο πλαίσιο του διπόλου «πρότυπο/ κέντρο – κακέκτυπο/ περιφέρεια». Γινόταν δηλαδή μια σύγκριση ανάμεσα σε χώρες που συγκροτούσαν τον κανόνα-πρότυπο (όπως Γερμανία ή Γαλλία), και σε εκείνες που ήταν κακέκτυπα της περιφέρειας (όπως Ελλάδα ή Ισπανία). Στόχος λοιπόν του συνεδρίου ήταν να επαναπροσδιορίσει τους όρους της σύγκρισης, θεωρώντας πλέον την σχέση Ελλάδας – Ευρώπης ως μια σχέση ανοικτή, όπου και τα επιμέρους προσδιορίζουν και διαμορφώνουν αυτό που θεωρείται κύριος κορμός.
Αναπτύχθηκε, ακόμη, ένας έντονος προβληματισμός γύρω από την έννοια της σύγκρισης καθεαυτής. Όπως παρατήρησε ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος, κάθε ιστορική ανάλυση είναι από τη φύση της συγκριτική: «Λέμε λ.χ. η Ελλάδα, ή η Ιταλία στην εποχή της συγκρότησης των εθνικών κρατών, επομένως θέτουμε μια χώρα μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο είναι συγκριτικό. Χρησιμοποιούμε επίσης έννοιες οι οποίες εμπεριέχουν τη σύγκριση. Από τις πιο απλές, λ.χ. κοινωνική τάξη, αλυτρωτισμός, εκβιομηχάνιση, έως τις πιο σύνθετες λ.χ. Νεοελληνικός διαφωτισμός, Κρητική Αναγέννηση, κοινωνία πολιτών, κ.ο.κ. Η ανίχνευση των επιρροών επίσης, είναι μια μορφή συγκριτικής ιστορίας». Το θέμα δεν είναι τόσο η χρησιμότητα ή όχι της σύγκρισης, όσον ο τρόπος με τον οποίο επιχειρούμε μια συγκριτική προσέγγιση. Η παραδοσιακή συγκριτική ιστορία τείνει να συγκρίνει ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερα) σύνολα τα οποία θεωρεί ακίνητα, κλειστά και ολοκληρωμένα (π.χ. Ελλάδα και Ιταλία, Ευρώπη και Ελλάδα κ.ο.κ.). Προσπαθεί, με άλλα λόγια, να ανιχνεύσει ομοιότητες και διαφορές, μιλώντας με όρους ταυτοτήτων και υιοθετώντας τις γενικότητες της εθνικής ιστορίας. Καταλήγει έτσι ιδεολογικά να αναπαράγει τη συγκρότηση αυτών των διαφορών. Αντίθετα, οι νέες συγκριτικές μέθοδοι αντιμετωπίζουν τα συγκρινόμενα πεδία ως ανοιχτά και υπό διαμόρφωση, και τα πολιτισμικά στοιχεία που κινούνται ανάμεσά τους, συχνά ως υβριδικά και αταξινόμητα στοιχεία.
Τέλος, τονίστηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του συνεδρίου ότι για να κατανοήσει κανείς πως διαμορφώθηκε η ιστορία ενός έθνους, δεν πρέπει να βλέπει την ιστορία μέσα από τετελεσμένα, σαν μια αναπότρεπτη πορεία που οδήγησε σε αυτά. Η ιστορία δεν λειτουργεί με τελεολογικούς κανόνες. Πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι «τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν και διαφορετικά απ’ ότι εξελίχθηκαν». Με λίγα λόγια, πρέπει να μετακινηθούμε από μια αντίληψη που αντιμετωπίζει την ιστορία ως «στατική» και «τετελεσμένη», σε μια πιο σύγχρονη κατανόηση που βλέπει την ιστορική διαδικασία ως «ανοιχτή» και «κινητική». Όπως πολύ εύστοχα ανέφερε ο Αντώνης Λιάκος στα καταληκτικά του στο συνέδριο σχόλια: «Η ιστορία κινείται με διαφωνίες, όχι με θέσφατα».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 19/4/2009, σ. 14
Πριν από λίγες μέρες ολοκληρώθηκαν στην Αθήνα οι εργασίες ενός πολύ ενδιαφέροντος επιστημονικού συνεδρίου. Επρόκειτο για ένα διήμερο προβληματισμού, που διοργανώθηκε από τους καθηγητές ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αντώνη Λιάκο και Βαγγέλη Καραμανωλάκη, με θέμα «Πολιτισμικές μεταφορές και έννοιες που ταξιδεύουν. Έθνος και διανοούμενοι ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ευρώπη κατά τον μακρό 19ο αιώνα».
Παρόλο το ενδιαφέρον τους, δεν πρόκειται εδώ να σχολιάσω τα όσα επιμέρους ακούστηκαν από τους 30 περίπου σύνεδρους (ιστορικούς ως επί το πλείστον), αλλά και από το πολυπληθές κοινό που παρακολούθησε το συνέδριο. Θα περιοριστώ σε κάποια γενικά συμπεράσματα, που αφορούν νομίζω τον κάθε αναγνώστη, στο βαθμό που έχει μια διαμορφωμένη αντίληψη για το τι είναι ιστορία.
Κατά κύριο λόγο, αυτό που επιχειρήθηκε στο συνέδριο ήταν η αποδέσμευση από μια προσέγγιση της ιστορίας που ήταν, μέχρι πολύ πρόσφατα, εθνοκεντρική (και στη συγκεκριμένη περίπτωση «ελληνοκεντρική»). Νέες μέθοδοι και θεωρητικές προσεγγίσεις, όπως αυτές των «πολιτισμικών μεταφορών» και των «εννοιών που ταξιδεύουν», καλούν πλέον τους ιστορικούς να ξεπεράσουν τα στενά όρια της «εθνικής οπτικής» και να επανατοποθετήσουν το αντικείμενο της μελέτης τους στα πλαίσια μιας διαπολιτισμικής και διαδραστικής αντίληψης της ιστορίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το δεύτερο θέμα γύρω από το οποίο στόχευε να προβληματίσει το συνέδριο είναι η συγκριτική θεώρηση Ευρώπης – Ελλάδας. Παλιότερα η σύγκριση αυτή γινόταν στο πλαίσιο του διπόλου «πρότυπο/ κέντρο – κακέκτυπο/ περιφέρεια». Γινόταν δηλαδή μια σύγκριση ανάμεσα σε χώρες που συγκροτούσαν τον κανόνα-πρότυπο (όπως Γερμανία ή Γαλλία), και σε εκείνες που ήταν κακέκτυπα της περιφέρειας (όπως Ελλάδα ή Ισπανία). Στόχος λοιπόν του συνεδρίου ήταν να επαναπροσδιορίσει τους όρους της σύγκρισης, θεωρώντας πλέον την σχέση Ελλάδας – Ευρώπης ως μια σχέση ανοικτή, όπου και τα επιμέρους προσδιορίζουν και διαμορφώνουν αυτό που θεωρείται κύριος κορμός.
Αναπτύχθηκε, ακόμη, ένας έντονος προβληματισμός γύρω από την έννοια της σύγκρισης καθεαυτής. Όπως παρατήρησε ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος, κάθε ιστορική ανάλυση είναι από τη φύση της συγκριτική: «Λέμε λ.χ. η Ελλάδα, ή η Ιταλία στην εποχή της συγκρότησης των εθνικών κρατών, επομένως θέτουμε μια χώρα μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο είναι συγκριτικό. Χρησιμοποιούμε επίσης έννοιες οι οποίες εμπεριέχουν τη σύγκριση. Από τις πιο απλές, λ.χ. κοινωνική τάξη, αλυτρωτισμός, εκβιομηχάνιση, έως τις πιο σύνθετες λ.χ. Νεοελληνικός διαφωτισμός, Κρητική Αναγέννηση, κοινωνία πολιτών, κ.ο.κ. Η ανίχνευση των επιρροών επίσης, είναι μια μορφή συγκριτικής ιστορίας». Το θέμα δεν είναι τόσο η χρησιμότητα ή όχι της σύγκρισης, όσον ο τρόπος με τον οποίο επιχειρούμε μια συγκριτική προσέγγιση. Η παραδοσιακή συγκριτική ιστορία τείνει να συγκρίνει ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερα) σύνολα τα οποία θεωρεί ακίνητα, κλειστά και ολοκληρωμένα (π.χ. Ελλάδα και Ιταλία, Ευρώπη και Ελλάδα κ.ο.κ.). Προσπαθεί, με άλλα λόγια, να ανιχνεύσει ομοιότητες και διαφορές, μιλώντας με όρους ταυτοτήτων και υιοθετώντας τις γενικότητες της εθνικής ιστορίας. Καταλήγει έτσι ιδεολογικά να αναπαράγει τη συγκρότηση αυτών των διαφορών. Αντίθετα, οι νέες συγκριτικές μέθοδοι αντιμετωπίζουν τα συγκρινόμενα πεδία ως ανοιχτά και υπό διαμόρφωση, και τα πολιτισμικά στοιχεία που κινούνται ανάμεσά τους, συχνά ως υβριδικά και αταξινόμητα στοιχεία.
Τέλος, τονίστηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του συνεδρίου ότι για να κατανοήσει κανείς πως διαμορφώθηκε η ιστορία ενός έθνους, δεν πρέπει να βλέπει την ιστορία μέσα από τετελεσμένα, σαν μια αναπότρεπτη πορεία που οδήγησε σε αυτά. Η ιστορία δεν λειτουργεί με τελεολογικούς κανόνες. Πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι «τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν και διαφορετικά απ’ ότι εξελίχθηκαν». Με λίγα λόγια, πρέπει να μετακινηθούμε από μια αντίληψη που αντιμετωπίζει την ιστορία ως «στατική» και «τετελεσμένη», σε μια πιο σύγχρονη κατανόηση που βλέπει την ιστορική διαδικασία ως «ανοιχτή» και «κινητική». Όπως πολύ εύστοχα ανέφερε ο Αντώνης Λιάκος στα καταληκτικά του στο συνέδριο σχόλια: «Η ιστορία κινείται με διαφωνίες, όχι με θέσφατα».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 19/4/2009, σ. 14
Το μεγαλείο της αυτογνωσίας
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Θα ήθελα, με τη σημερινή μου παρέμβαση, να εξάρω τη μεγαλοσύνη δύο ανθρώπων που σημάδεψαν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, τα δημόσια πράγματα αυτού του τόπου. Πρόκειται για δύο ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές πορείες ζωής, που παρ’ όλα αυτά συνδέονται από μια σπάνια ιδιότητα: Τη δύναμη της αυτογνωσίας και της αυτοκριτικής. Αναφέρομαι, αφενός, στον Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπος του ΔΗΣΥ κ. Χρήστο Πουργουρίδη και, αφετέρου, στον πρώην εκπαιδευτικό, επιθεωρητή και συγγραφέα του βιβλίου ιστορίας της Κύπρου της Ε’ και Στ’ Δημοτικού κ. Ανδρέα Π. Πολυδώρου.
«Για τα γεγονότα του 1963-64 η δική μας κοινότητα οφείλει ένα “συγγνώμη” προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Έγιναν σε βάρος των Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας άθλια πράγματα, που πρέπει όλες οι πλευρές να τα καταδικάσουμε χωρίς περιστροφές και χωρίς επιφυλάξεις». Αυτά τα λόγια ακούστηκαν δια στόματος Πουργουρίδη στη συνεδρίαση της Βουλής στις 18/12/2008. Λόγια τολμηρά κι επικίνδυνα από οποιονδήποτε πολιτικό κι αν εκφωνούνταν. Όλοι ξέρουμε το κλίμα που επικρατεί στο «βαθύ» σκέλος του κομματικού χώρου από τον οποίο προέρχεται ο κ. Πουργουρίδης. Γνωρίζουμε επίσης και το ίδιο το παρελθόν του κ. Πουργουρίδη. Γι αυτό και η τόλμη του είναι διπλά αξιοθαύμαστη. Την ίδια τόλμη επέδειξε και με την αυθόρμητη κατάθεση της υπογραφής του στη διακήρυξη των «Ενεργών Πολιτών υπέρ της Διάκρισης των Ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας». Ο μόνος (μαζί με τον κ. Σωκράτη Χάσικο) από όλους τους εν ενεργεία πολιτικούς που υπέγραψαν τη διακήρυξη. Πάνω απ’ όλα όμως, ο κ. Πουργουρίδης έδειξε ότι έχει το θάρρος να κριτικάρει ανοιχτά το παρελθόν του. Σε πρόσφατη συνέντευξή του (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22/3/09) δήλωσε: «Τα μεγάλα λόγια για διεκδικητική πολιτική τα ακούω και θυμάμαι τον Πουργουρίδη πριν το ’74, όταν μας έλεγαν οι ελληνικές κυβερνήσεις ότι δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν το αίτημά μας για Ένωση και εμείς λέγαμε ότι αν εκβιάσουμε τις ελληνικές κυβερνήσεις, θα υποστηρίξουν το αίτημά μας. Όνειρα απατηλά. Τους καταλαβαίνω, ήμουν και πολύ πιο ακραίος. Με προσγείωσε ανώμαλα η εισβολή και μου πήρε μερικά χρόνια για να καταλάβω ότι είναι ωραία να πετάς στα σύννεφα, αλλά πρέπει να καταλαβαίνεις ότι αν τα φτερά δεν είναι γερά, θα τσακιστείς».
Διαφορετική σε περιεχόμενο, αλλά το ίδιο μεγαλειώδης για την αυτοκριτική της διάθεση, είναι και η στάση του κ. Πολυδώρου. Σπάνια ένας συγγραφέας, όταν βάλλεται ένα βιβλίο του (η συγγραφή του οποίου απαίτησε πολλές ώρες προσωπικής εργασίας), έχει τη δύναμη να ξεφύγει από τα στενά προσωπικά-αμυντικά του όρια και να προχωρήσει σε μια αμερόληπτη κριτική απέναντι στο έργο του. Ο κ. Πολυδώρου μας απέδειξε εντούτοις πως ένας πραγματικός άνθρωπος του πνεύματος μπορεί και οφείλει να ξεπερνάει συνεχώς τον εαυτό του. Όταν πρόσφατα το βιβλίο του υπήρξε αντικείμενο μιας έντονης, αλλάς σοβαρής επιστημονικής κριτικής, ο κ. Πολυδώρου είχε το θάρρος να συμφωνήσει με τις θέσεις των επικριτών του: «Οι πιο πάνω θέσεις εγγίζουν, βέβαια, και μένα τον ίδιο ως συγγραφέα του εγχειριδίου Ιστορία της Κύπρου για την Ε’ και την Στ’ Δημοτικού, που χρησιμοποιείται στα σχολεία εδώ και 32 χρόνια. Έχω από καιρό αναγνωρίσει πως το ελληνικό στοιχείο μονοπωλεί στο βιβλίο την Ιστορία, ενώ η ζωή και η Ιστορία της τουρκοκυπριακής κοινότητας και των μειονοτήτων που ζουν στο νησί αγνοούνται… Οι βιαιότητες παρουσιάζονται στο βιβλίο κατά τρόπο ετεροβαρή. Προβάλλονται βιαιότητες εναντίον Ε/Κ, αλλά παρασιωπούνται βιαιότητες εναντίον Τ/Κ… Αν, βέβαια, είχα την ευκαιρία να γράψω σήμερα ένα βιβλίο Ιστορίας της Κύπρου για το δημοτικό σχολείο, ομολογώ ότι το περιεχόμενό του θα ήταν ασφαλώς πολύ διαφορετικό από εκείνο του προηγουμένου» (ΠΟΛΙΤΗΣ, 25/12/2008).
Αυτοί οι δύο άνθρωποι είχαν το θάρρος να αμφισβητήσουν δημόσια τον εαυτό τους, ξεπερνώντας τα προσωπικά τους όρια και τις βαθιά εμπεδωμένες τους αντιλήψεις, αψηφώντας κάθε αίσθημα προσωπικής ψευδο-υπερηφάνειας και, το κυριότερο, χωρίς να υπολογίζουν το οποιοδήποτε κοινωνικό, πολιτικό ή άλλο κόστος. Ομολογώ ότι έχουν κερδίσει τον απόλυτο θαυμασμό μου.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 12/4/2009, σ. 14
Θα ήθελα, με τη σημερινή μου παρέμβαση, να εξάρω τη μεγαλοσύνη δύο ανθρώπων που σημάδεψαν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, τα δημόσια πράγματα αυτού του τόπου. Πρόκειται για δύο ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές πορείες ζωής, που παρ’ όλα αυτά συνδέονται από μια σπάνια ιδιότητα: Τη δύναμη της αυτογνωσίας και της αυτοκριτικής. Αναφέρομαι, αφενός, στον Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπος του ΔΗΣΥ κ. Χρήστο Πουργουρίδη και, αφετέρου, στον πρώην εκπαιδευτικό, επιθεωρητή και συγγραφέα του βιβλίου ιστορίας της Κύπρου της Ε’ και Στ’ Δημοτικού κ. Ανδρέα Π. Πολυδώρου.
«Για τα γεγονότα του 1963-64 η δική μας κοινότητα οφείλει ένα “συγγνώμη” προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Έγιναν σε βάρος των Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας άθλια πράγματα, που πρέπει όλες οι πλευρές να τα καταδικάσουμε χωρίς περιστροφές και χωρίς επιφυλάξεις». Αυτά τα λόγια ακούστηκαν δια στόματος Πουργουρίδη στη συνεδρίαση της Βουλής στις 18/12/2008. Λόγια τολμηρά κι επικίνδυνα από οποιονδήποτε πολιτικό κι αν εκφωνούνταν. Όλοι ξέρουμε το κλίμα που επικρατεί στο «βαθύ» σκέλος του κομματικού χώρου από τον οποίο προέρχεται ο κ. Πουργουρίδης. Γνωρίζουμε επίσης και το ίδιο το παρελθόν του κ. Πουργουρίδη. Γι αυτό και η τόλμη του είναι διπλά αξιοθαύμαστη. Την ίδια τόλμη επέδειξε και με την αυθόρμητη κατάθεση της υπογραφής του στη διακήρυξη των «Ενεργών Πολιτών υπέρ της Διάκρισης των Ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας». Ο μόνος (μαζί με τον κ. Σωκράτη Χάσικο) από όλους τους εν ενεργεία πολιτικούς που υπέγραψαν τη διακήρυξη. Πάνω απ’ όλα όμως, ο κ. Πουργουρίδης έδειξε ότι έχει το θάρρος να κριτικάρει ανοιχτά το παρελθόν του. Σε πρόσφατη συνέντευξή του (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22/3/09) δήλωσε: «Τα μεγάλα λόγια για διεκδικητική πολιτική τα ακούω και θυμάμαι τον Πουργουρίδη πριν το ’74, όταν μας έλεγαν οι ελληνικές κυβερνήσεις ότι δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν το αίτημά μας για Ένωση και εμείς λέγαμε ότι αν εκβιάσουμε τις ελληνικές κυβερνήσεις, θα υποστηρίξουν το αίτημά μας. Όνειρα απατηλά. Τους καταλαβαίνω, ήμουν και πολύ πιο ακραίος. Με προσγείωσε ανώμαλα η εισβολή και μου πήρε μερικά χρόνια για να καταλάβω ότι είναι ωραία να πετάς στα σύννεφα, αλλά πρέπει να καταλαβαίνεις ότι αν τα φτερά δεν είναι γερά, θα τσακιστείς».
Διαφορετική σε περιεχόμενο, αλλά το ίδιο μεγαλειώδης για την αυτοκριτική της διάθεση, είναι και η στάση του κ. Πολυδώρου. Σπάνια ένας συγγραφέας, όταν βάλλεται ένα βιβλίο του (η συγγραφή του οποίου απαίτησε πολλές ώρες προσωπικής εργασίας), έχει τη δύναμη να ξεφύγει από τα στενά προσωπικά-αμυντικά του όρια και να προχωρήσει σε μια αμερόληπτη κριτική απέναντι στο έργο του. Ο κ. Πολυδώρου μας απέδειξε εντούτοις πως ένας πραγματικός άνθρωπος του πνεύματος μπορεί και οφείλει να ξεπερνάει συνεχώς τον εαυτό του. Όταν πρόσφατα το βιβλίο του υπήρξε αντικείμενο μιας έντονης, αλλάς σοβαρής επιστημονικής κριτικής, ο κ. Πολυδώρου είχε το θάρρος να συμφωνήσει με τις θέσεις των επικριτών του: «Οι πιο πάνω θέσεις εγγίζουν, βέβαια, και μένα τον ίδιο ως συγγραφέα του εγχειριδίου Ιστορία της Κύπρου για την Ε’ και την Στ’ Δημοτικού, που χρησιμοποιείται στα σχολεία εδώ και 32 χρόνια. Έχω από καιρό αναγνωρίσει πως το ελληνικό στοιχείο μονοπωλεί στο βιβλίο την Ιστορία, ενώ η ζωή και η Ιστορία της τουρκοκυπριακής κοινότητας και των μειονοτήτων που ζουν στο νησί αγνοούνται… Οι βιαιότητες παρουσιάζονται στο βιβλίο κατά τρόπο ετεροβαρή. Προβάλλονται βιαιότητες εναντίον Ε/Κ, αλλά παρασιωπούνται βιαιότητες εναντίον Τ/Κ… Αν, βέβαια, είχα την ευκαιρία να γράψω σήμερα ένα βιβλίο Ιστορίας της Κύπρου για το δημοτικό σχολείο, ομολογώ ότι το περιεχόμενό του θα ήταν ασφαλώς πολύ διαφορετικό από εκείνο του προηγουμένου» (ΠΟΛΙΤΗΣ, 25/12/2008).
Αυτοί οι δύο άνθρωποι είχαν το θάρρος να αμφισβητήσουν δημόσια τον εαυτό τους, ξεπερνώντας τα προσωπικά τους όρια και τις βαθιά εμπεδωμένες τους αντιλήψεις, αψηφώντας κάθε αίσθημα προσωπικής ψευδο-υπερηφάνειας και, το κυριότερο, χωρίς να υπολογίζουν το οποιοδήποτε κοινωνικό, πολιτικό ή άλλο κόστος. Ομολογώ ότι έχουν κερδίσει τον απόλυτο θαυμασμό μου.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 12/4/2009, σ. 14
Homo commaticus
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην απόφαση του δικαστηρίου που αθωώνει τους δέκα αστυνομικούς (που κατηγορούνταν για την κακοποίηση δύο φοιτητών στη Λευκωσία την 20η Δεκεμβρίου 2005) και ειδικότερα η σύσταση της ανεξάρτητης οργάνωσης «Alert», αποτελούν ένα πολύ σημαντικό βήμα στην πορεία εξέλιξης της κοινωνίας των πολιτών, και συνεπώς, στην εμβάθυνση της δημοκρατίας στη χώρα μας. Σύμφωνα με μια έρευνα που ολοκληρώθηκε το 2005 («An Assessment of Civil Society in Cyprus, A Map for the Future», CIVICUS Civil Society Index Report For Cyprus, 2005) τα επίπεδα εξέλιξης της κοινωνίας των πολιτών στην Κύπρο είναι ιδιαίτερα χαμηλά. Με τον όρο «κοινωνία των πολιτών» εννοούμε το πεδίο δράσης – που αναπτύσσεται ανεξάρτητα από εκείνα της οικογένειας, του κράτους, των πολιτικών παρατάξεων και της αγοράς – όπου οι πολίτες συνασπίζονται για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και να προωθήσουν το κοινό συμφέρον. Όσο πιο αναπτυγμένη είναι η κοινωνία των πολιτών τόσο πιο ολοκληρωμένη θεωρείται η δημοκρατία μιας χώρας.
Όπως υποστηρίζεται από τους κοινωνιολόγους που διεξήγαγαν έρευνα, αλλά και από άλλους μελετητές (βλ. Καίσαρ Μαυράτσας, «Εθνική Ομοψυχία και Πολιτική Ομοφωνία. Η Ατροφία της Ελληνοκυπριακής Κοινωνίας των Πολιτών στις απαρχές του 21ου αιώνα», Αθήνα, 2003), οι λόγοι που παρακώλυσαν την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών στην Ελληνοκυπριακή κοινωνία είναι πολλοί και διάφοροι. Ανάμεσα σ’ αυτούς συγκαταλέγεται η πρόσφατη σχετικά ανάκτηση της ανεξαρτησίας της χώρας και η καθυστέρηση έτσι στην εμπέδωση των εννοιών της ιδιότητας του πολίτη και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καταλυτικό ρόλο έπαιξαν επίσης και τα γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας (οι διακοινοτικές συγκρούσεις, το πραξικόπημα, η τουρκική εισβολή, ο de facto διαχωρισμός του νησιού, η μετακίνηση και προσφυγοποίηση χιλιάδων πολιτών), που ανήγαγαν αναπόφευκτα το «εθνικό πρόβλημα» σε κυρίαρχο ζήτημα, εξοβελίζοντας από τη δημόσια σφαίρα τη συζήτηση άλλων θεμάτων.
Ο κυριότερος λόγος όμως που εμποδίζει ακόμα και σήμερα την ανεξάρτητη ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών είναι η απόλυτη επικράτηση των κομματικών και πελατειακών μηχανισμών σε όλες σχεδόν τις σφαίρες της δημόσιας ζωής. Η παντελής απουσία του οργανωμένου φοιτητικού κινήματος από τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου (που σε άλλες χώρες θα πρωτοστατούσε σε παρόμοια περιστατικά, πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη ότι τα θύματα του ξυλοδαρμού των αστυνομικών ήταν επίσης φοιτητές) αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Το οργανωμένο φοιτητικό κίνημα στην Κύπρο είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο και, οπωσδήποτε, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως οργανικό μέρος της κοινωνίας των πολιτών. Οι φοιτητές εξακολουθούν να είναι χειραγωγημένοι από τα κόμματα και οι περισσότεροι από αυτούς οργανώνονται με απώτερο αποκλειστικά σκοπό να γίνουν κάποτε επαγγελματίες πολιτικοί.
Εκτός από τις φοιτητικές ομάδες, κάτω από την «ομπρέλα» των πολιτικών κομμάτων επιβιώνουν και οι περισσότερες οργανώσεις που θα μπορούσαν, σε μια πιο αναπτυγμένη δημοκρατία, να αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας των πολιτών: οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι σύνδεσμοι γονέων, τα ποδοσφαιρικά σωματεία, οι πολιτιστικοί σύλλογοι κ.ο.κ. Η αυτόνομη ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών απειλείται ουσιαστικά από τις ευρείας κλίμακας εξαρτήσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτές τις οργανώσεις και τα πολιτικά κόμματα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η ανατροφοδότηση ενός κοινωνικού συστήματος που δημιουργεί «πελάτες» αντί για «πολίτες» και η διαιώνιση μιας κοινωνίας που απαρτίζεται, όχι από «homines sapientes», αλλά από «homines commatici». Ας ελπίσουμε ότι το παράδειγμα της οργάνωσης «Alert» θα σηματοδοτήσει την αρχή μιας αλλαγής.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 5/4/2009, σ. 14
Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην απόφαση του δικαστηρίου που αθωώνει τους δέκα αστυνομικούς (που κατηγορούνταν για την κακοποίηση δύο φοιτητών στη Λευκωσία την 20η Δεκεμβρίου 2005) και ειδικότερα η σύσταση της ανεξάρτητης οργάνωσης «Alert», αποτελούν ένα πολύ σημαντικό βήμα στην πορεία εξέλιξης της κοινωνίας των πολιτών, και συνεπώς, στην εμβάθυνση της δημοκρατίας στη χώρα μας. Σύμφωνα με μια έρευνα που ολοκληρώθηκε το 2005 («An Assessment of Civil Society in Cyprus, A Map for the Future», CIVICUS Civil Society Index Report For Cyprus, 2005) τα επίπεδα εξέλιξης της κοινωνίας των πολιτών στην Κύπρο είναι ιδιαίτερα χαμηλά. Με τον όρο «κοινωνία των πολιτών» εννοούμε το πεδίο δράσης – που αναπτύσσεται ανεξάρτητα από εκείνα της οικογένειας, του κράτους, των πολιτικών παρατάξεων και της αγοράς – όπου οι πολίτες συνασπίζονται για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και να προωθήσουν το κοινό συμφέρον. Όσο πιο αναπτυγμένη είναι η κοινωνία των πολιτών τόσο πιο ολοκληρωμένη θεωρείται η δημοκρατία μιας χώρας.
Όπως υποστηρίζεται από τους κοινωνιολόγους που διεξήγαγαν έρευνα, αλλά και από άλλους μελετητές (βλ. Καίσαρ Μαυράτσας, «Εθνική Ομοψυχία και Πολιτική Ομοφωνία. Η Ατροφία της Ελληνοκυπριακής Κοινωνίας των Πολιτών στις απαρχές του 21ου αιώνα», Αθήνα, 2003), οι λόγοι που παρακώλυσαν την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών στην Ελληνοκυπριακή κοινωνία είναι πολλοί και διάφοροι. Ανάμεσα σ’ αυτούς συγκαταλέγεται η πρόσφατη σχετικά ανάκτηση της ανεξαρτησίας της χώρας και η καθυστέρηση έτσι στην εμπέδωση των εννοιών της ιδιότητας του πολίτη και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καταλυτικό ρόλο έπαιξαν επίσης και τα γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας (οι διακοινοτικές συγκρούσεις, το πραξικόπημα, η τουρκική εισβολή, ο de facto διαχωρισμός του νησιού, η μετακίνηση και προσφυγοποίηση χιλιάδων πολιτών), που ανήγαγαν αναπόφευκτα το «εθνικό πρόβλημα» σε κυρίαρχο ζήτημα, εξοβελίζοντας από τη δημόσια σφαίρα τη συζήτηση άλλων θεμάτων.
Ο κυριότερος λόγος όμως που εμποδίζει ακόμα και σήμερα την ανεξάρτητη ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών είναι η απόλυτη επικράτηση των κομματικών και πελατειακών μηχανισμών σε όλες σχεδόν τις σφαίρες της δημόσιας ζωής. Η παντελής απουσία του οργανωμένου φοιτητικού κινήματος από τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου (που σε άλλες χώρες θα πρωτοστατούσε σε παρόμοια περιστατικά, πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη ότι τα θύματα του ξυλοδαρμού των αστυνομικών ήταν επίσης φοιτητές) αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Το οργανωμένο φοιτητικό κίνημα στην Κύπρο είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο και, οπωσδήποτε, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως οργανικό μέρος της κοινωνίας των πολιτών. Οι φοιτητές εξακολουθούν να είναι χειραγωγημένοι από τα κόμματα και οι περισσότεροι από αυτούς οργανώνονται με απώτερο αποκλειστικά σκοπό να γίνουν κάποτε επαγγελματίες πολιτικοί.
Εκτός από τις φοιτητικές ομάδες, κάτω από την «ομπρέλα» των πολιτικών κομμάτων επιβιώνουν και οι περισσότερες οργανώσεις που θα μπορούσαν, σε μια πιο αναπτυγμένη δημοκρατία, να αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας των πολιτών: οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι σύνδεσμοι γονέων, τα ποδοσφαιρικά σωματεία, οι πολιτιστικοί σύλλογοι κ.ο.κ. Η αυτόνομη ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών απειλείται ουσιαστικά από τις ευρείας κλίμακας εξαρτήσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτές τις οργανώσεις και τα πολιτικά κόμματα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η ανατροφοδότηση ενός κοινωνικού συστήματος που δημιουργεί «πελάτες» αντί για «πολίτες» και η διαιώνιση μιας κοινωνίας που απαρτίζεται, όχι από «homines sapientes», αλλά από «homines commatici». Ας ελπίσουμε ότι το παράδειγμα της οργάνωσης «Alert» θα σηματοδοτήσει την αρχή μιας αλλαγής.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 5/4/2009, σ. 14
Η σιωπή των μαρτύρων
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Η απόφαση του δικαστηρίου που εκδίκασε τους δέκα αστυνομικούς, που κατηγορούνταν για την κακοποίηση δύο φοιτητών στη Λευκωσία τα ξημερώματα της 20ης Δεκεμβρίου 2005, αθωώνει μεν τους κακοποιούς, δεν αρνείται δε το γεγονός της κακοποίησης. Το δικαστήριο απεφάνθη πως υπήρξε πράγματι κακοποίηση σε βάρος των δύο φοιτητών. Στην ετυμηγορία του μάλιστα αναφέρεται ξεκάθαρα στη σοβαρότητα της κακοποίησης αυτής: «Εμπίπτει στο αδίκημα της σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης».
Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας λοιπόν ότι το γεγονός έλαβε χώρα. Αυτό που αμφισβητείται δεν είναι το γεγονός καθεαυτό, αλλά η ταυτότητα των κακοποιών. Και παρά την «ανώνυμη» μαρτυρία της κάμερας, που επιτρέπει την απόλυτη αναγνωρισιμότητα των προσώπων των κακοποιών, αυτοί θεωρούνται αθώοι επειδή ο αυτόπτης μάρτυρας και κινηματογραφιστής του επεισοδίου φοβήθηκε να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Δηλαδή, ο δικαιολογημένος κατά τα άλλα, φόβος του μάρτυρα να καταθέσει, μετατρέπει το γεγονός σε μη-γεγονός. Ή μάλλον, ενώ το γεγονός (λόγω αδιάσειστων στοιχείων) θεωρείται υπαρκτό, οι κακοποιοί θεωρούνται ανύπαρκτοι.
Η Κύπρος είναι η χώρα των «υπαρκτών» εγκλημάτων και των «ανύπαρκτων» δραστών. Δεν είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με «ορατά» θύματα και «αόρατους» θύτες. Η πρόσφατη ιστορία μας βρίθει από «ορατούς δολοφονημένους» και «αόρατους φονιάδες». Βρίθει επίσης από αυτόπτες μάρτυρες που φοβούνται και σιωπούν, από μαρτυρίες που (λόγω έλλειψης προστασίας των μαρτύρων) ανάγονται σε μη-μαρτυρίες. Και γεγονότα που ανάγονται σε μη-γεγονότα.
Όλοι ξέρουν, για παράδειγμα, πως ο Μουσταφά Αρίφ (πατέρας του Κουτλάι Ερκ) απήχθη από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν τον Δεκέμβρη του 1963 για να δολοφονηθεί κάποιες μέρες αργότερα. Τα οστά του, που βρέθηκαν 44 χρόνια μετά, αποτελούν αδιάσειστο στοιχείο του γεγονότος. Πολλοί ξέρουν επίσης και ποιοι ήταν οι συγκεκριμένοι Ελληνοκύπριοι που «επισκέφθηκαν» τον Αρίφ εκείνη τη μέρα στο κατάμεστο από κόσμο νοσοκομείο για να του «ζητήσουν» να τους ακολουθήσει. Κανένας μάρτυρας όμως δεν έχει ποτέ καταθέσει ενώπιον κανενός δικαστηρίου. Η δολοφονία υπήρξε, οι δολοφόνοι σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Το ίδιο «ανύπαρκτοι» είναι και οι δολοφόνοι των Ελληνοκύπριων αιχμαλώτων στρατιωτών που εκτελέστηκαν, ενώπιον Τούρκων και Τουρκοκυπρίων θεατών, στο χωριό Τζιάος το 1974. Τεκμήρια πάμπολλα. Γεγονός καταγραμμένο. Μάρτυρες και δράστες ανύπαρκτοι.
Η ίδια «απουσία δραστών» παρατηρείται σε όλα σχεδόν τα παραδεδεγμένα εγκλήματα της πρόσφατης ιστορίας μας. Μια ιστορική διαδικασία χωρίς υποκείμενο. Καταδικάστηκε ποτέ κανείς από τους Τουρκοκύπριους του χωριού Κιόνελι για την άγρια δολοφονία των οκτώ Ελληνοκυπρίων τον Ιούνιο του 1958; Προσήχθησαν ποτέ στο δικαστήριο τα μέλη της ΕΟΚΑ Β’, που είχαν συλλάβει και εκτελέσει όλο τον αντρικό πληθυσμό του Τουρκοκυπριακού χωριού Τόχνη τον Αύγουστο του 1974; Πόσοι ζήτησαν την καταδίκη αυτών των εγκληματιών;
Μια κοινωνία που γνωρίζει αλλά σιωπά. Μαρτυρίες που ψιθυρίζονται μόνο, παρά ν’ ακούγονται φωναχτά. Αυτόπτες μάρτυρες που φοβούνται να μιλήσουν. Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει εξάλλου; Οι «αόρατοι» εγκληματίες κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι κι ατιμώρητοι ανάμεσα μας. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί στους εν δυνάμει μάρτυρες πως αύριο δεν θα φύγουν κι αυτοί από ένα «αόρατο» χέρι;
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 29/3/2009, σ. 14
Η απόφαση του δικαστηρίου που εκδίκασε τους δέκα αστυνομικούς, που κατηγορούνταν για την κακοποίηση δύο φοιτητών στη Λευκωσία τα ξημερώματα της 20ης Δεκεμβρίου 2005, αθωώνει μεν τους κακοποιούς, δεν αρνείται δε το γεγονός της κακοποίησης. Το δικαστήριο απεφάνθη πως υπήρξε πράγματι κακοποίηση σε βάρος των δύο φοιτητών. Στην ετυμηγορία του μάλιστα αναφέρεται ξεκάθαρα στη σοβαρότητα της κακοποίησης αυτής: «Εμπίπτει στο αδίκημα της σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης».
Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας λοιπόν ότι το γεγονός έλαβε χώρα. Αυτό που αμφισβητείται δεν είναι το γεγονός καθεαυτό, αλλά η ταυτότητα των κακοποιών. Και παρά την «ανώνυμη» μαρτυρία της κάμερας, που επιτρέπει την απόλυτη αναγνωρισιμότητα των προσώπων των κακοποιών, αυτοί θεωρούνται αθώοι επειδή ο αυτόπτης μάρτυρας και κινηματογραφιστής του επεισοδίου φοβήθηκε να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Δηλαδή, ο δικαιολογημένος κατά τα άλλα, φόβος του μάρτυρα να καταθέσει, μετατρέπει το γεγονός σε μη-γεγονός. Ή μάλλον, ενώ το γεγονός (λόγω αδιάσειστων στοιχείων) θεωρείται υπαρκτό, οι κακοποιοί θεωρούνται ανύπαρκτοι.
Η Κύπρος είναι η χώρα των «υπαρκτών» εγκλημάτων και των «ανύπαρκτων» δραστών. Δεν είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με «ορατά» θύματα και «αόρατους» θύτες. Η πρόσφατη ιστορία μας βρίθει από «ορατούς δολοφονημένους» και «αόρατους φονιάδες». Βρίθει επίσης από αυτόπτες μάρτυρες που φοβούνται και σιωπούν, από μαρτυρίες που (λόγω έλλειψης προστασίας των μαρτύρων) ανάγονται σε μη-μαρτυρίες. Και γεγονότα που ανάγονται σε μη-γεγονότα.
Όλοι ξέρουν, για παράδειγμα, πως ο Μουσταφά Αρίφ (πατέρας του Κουτλάι Ερκ) απήχθη από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν τον Δεκέμβρη του 1963 για να δολοφονηθεί κάποιες μέρες αργότερα. Τα οστά του, που βρέθηκαν 44 χρόνια μετά, αποτελούν αδιάσειστο στοιχείο του γεγονότος. Πολλοί ξέρουν επίσης και ποιοι ήταν οι συγκεκριμένοι Ελληνοκύπριοι που «επισκέφθηκαν» τον Αρίφ εκείνη τη μέρα στο κατάμεστο από κόσμο νοσοκομείο για να του «ζητήσουν» να τους ακολουθήσει. Κανένας μάρτυρας όμως δεν έχει ποτέ καταθέσει ενώπιον κανενός δικαστηρίου. Η δολοφονία υπήρξε, οι δολοφόνοι σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Το ίδιο «ανύπαρκτοι» είναι και οι δολοφόνοι των Ελληνοκύπριων αιχμαλώτων στρατιωτών που εκτελέστηκαν, ενώπιον Τούρκων και Τουρκοκυπρίων θεατών, στο χωριό Τζιάος το 1974. Τεκμήρια πάμπολλα. Γεγονός καταγραμμένο. Μάρτυρες και δράστες ανύπαρκτοι.
Η ίδια «απουσία δραστών» παρατηρείται σε όλα σχεδόν τα παραδεδεγμένα εγκλήματα της πρόσφατης ιστορίας μας. Μια ιστορική διαδικασία χωρίς υποκείμενο. Καταδικάστηκε ποτέ κανείς από τους Τουρκοκύπριους του χωριού Κιόνελι για την άγρια δολοφονία των οκτώ Ελληνοκυπρίων τον Ιούνιο του 1958; Προσήχθησαν ποτέ στο δικαστήριο τα μέλη της ΕΟΚΑ Β’, που είχαν συλλάβει και εκτελέσει όλο τον αντρικό πληθυσμό του Τουρκοκυπριακού χωριού Τόχνη τον Αύγουστο του 1974; Πόσοι ζήτησαν την καταδίκη αυτών των εγκληματιών;
Μια κοινωνία που γνωρίζει αλλά σιωπά. Μαρτυρίες που ψιθυρίζονται μόνο, παρά ν’ ακούγονται φωναχτά. Αυτόπτες μάρτυρες που φοβούνται να μιλήσουν. Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει εξάλλου; Οι «αόρατοι» εγκληματίες κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι κι ατιμώρητοι ανάμεσα μας. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί στους εν δυνάμει μάρτυρες πως αύριο δεν θα φύγουν κι αυτοί από ένα «αόρατο» χέρι;
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 29/3/2009, σ. 14
Οι δικοί μας ξένοι
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Μέσα στα πλαίσια της ανακήρυξης του 2008 ως ευρωπαϊκού έτους Διαπολιτισμικού Διαλόγου, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου έθεσε ως βασικό στόχο της περσινής σχολικής χρονιάς την προώθηση των αξιών της διαπολιτισμικότητας. Ακόμα και στη φετινή εγκύκλιο του Υπουργείου, τονίζεται ξεκάθαρα ότι πρέπει να συνεχιστούν οι δραστηριότητες προς την κατεύθυνση αυτή. Αν κρίνουμε, ωστόσο, από τα αλλεπάλληλα ρατσιστικά επεισόδια των οποίων γίναμε μάρτυρες τελευταία και που είχαν ως πρωταγωνιστές έφηβους μαθητές, διαπιστώνουμε δυστυχώς πως καθόλου δεν έχει εμπεδωθεί ούτε το μήνυμα της Υπουργικής εγκυκλίου, αλλά ούτε και αυτό της ευρωπαϊκής πολιτικής. Το αντίθετο μάλιστα. Φαίνεται πως, παράλληλα με το επίσημο λεξιλόγιο της εκπαιδευτικής πολιτικής, στα σχολεία μας επιβιώνει ένα υπόγειο σύστημα αξιών που εκτρέφει αντί να μετριάζει το ρατσισμό. Θα ήταν τουλάχιστον αβλεψία να αποδίδαμε επεισόδια όπως τον ξυλοδαρμό από ομάδα μαθητών συμμαθήτριάς τους αφρικανικής καταγωγής, την επίθεση ενάντια σε Τουρκοκύπριους (συμπεριλαμβανομένων και βρεφών) από έφηβους οπαδούς λευκωσιάτικης ποδοσφαιρικής ομάδας και την εκστρατεία εναντίον της «αντεθνικής» διδασκαλίας που γίνεται τάχα από κάποιους καθηγητές της Αγγλικής Σχολής (για να αναφέρω μόνο μερικά από τα παραδείγματα), σε μια «μεμονωμένη» ή «ακραία» έκφραση μαθητικής παραβατικότητας. Επεισόδια σαν αυτά υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός ευρύτερου ξενοφοβικού-ρατσιστικού πλαισίου, το οποίο και επιτρέπει την εκδήλωσή τους (ιδιαίτερα συντηρώντας ένα καθεστώς ατιμωρησίας και ανεκτικότητας).
Γι αυτό, όταν η δραστηριότητα κάποιων καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης προωθεί την ουσιαστική κατανόηση της έννοιας της διαπολιτισμικότητας πρέπει να σημειώνεται και να επικροτείται. Μια τέτοια δραστηριότητα ήταν η παράσταση βιωματικού θεάτρου με τίτλο «Οι δικοί μας ξένοι», που παρακολούθησα πρόσφατα από μαθητές του Λυκείου Παλουριώτισσας. Με πρωτοβουλία και ενθάρρυνση της φιλολόγου κ. Νόνας Μολέσκη, μια ομάδα μαθητών της Β’ και Γ’ λυκείου ήρθε σε επαφή με ξένους που βρίσκονται για τον ένα ή τον άλλο λόγο στο νησί, άκουσε και κατέγραψε τις προσωπικές τους ιστορίες, και παρουσίασε τις αφηγήσεις τους μέσα από ένα θεατρικό δρώμενο. Στόχος της πρωτοβουλίας (που γεννήθηκε μέσα στα πλαίσια του μαθήματος της κοινωνιολογίας) ήταν να φέρει τους μαθητές σε επαφή με το ξένο στοιχείο, να τους ενθαρρύνει να συνομιλήσουν μαζί του χωρίς προκαταλήψεις, να τους βοηθήσει να το γνωρίσουν και να το κατανοήσουν, ακόμα και να αντλήσουν από τον πολιτισμικό πλούτο που αυτό κουβαλά. Αν κρίνω από τα λαμπερά πρόσωπα και το ζήλο των μαθητών που συμμετείχαν, διαπιστώνω με σιγουριά πως η εκπαιδευτική αυτή πρωτοβουλία ελευθέρωσε, αν όχι όλα τα παιδιά, τουλάχιστον αυτά που συμμετείχαν, από κάθε μορφή φοβίας που θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε ρατσιστικές συμπεριφορές.
Η εκδήλωση τελούσε υπό την αιγίδα της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, κ. Λήδας Κουρσουμπά. Τα εισαγωγικά της λόγια ήταν πράγματι τόσο σπουδαία (τόσο για το βάθος όσο και για την σπανιότητά τους), που θα ήθελα να τελειώσω την παρέμβαση αυτή παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την ομιλία της: «Κάθε σχολείο που λειτουργεί με σεβασμό στα δικαιώματα των παιδιών και προωθεί τις αρχές και τις αξίες πάνω στις οποίες αυτά βασίζονται, δεν μπορεί παρά να είναι ένα σχολείο ανοιχτό στη διαφορετικότητα. Ένα σχολείο όπου η ετερότητα γίνεται αντιληπτή ως πηγή πλούτου κι όχι ως έλλειμμα ή μειονεξία. Ένα τέτοιο σχολείο έχουμε ανάγκη σήμερα στην Κύπρο. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα πολυπολιτισμικό, με απόλυτο σεβασμό στο δικό μας πολιτισμό, ταυτότητα και παράδοση, μακριά από μονοπολιτισμικές εμμονές και αξιολογικές πολιτισμικές ιεραρχήσεις. Που θα αφήνει πίσω του την αντίληψη ότι οι πολιτισμοί είναι μονολιθικοί και παραμένουν αναλλοίωτοι στο χρόνο, και θα επιμένει στις διαπολιτισμικές συναντήσεις, δίνοντας την ευκαιρία στα παιδιά να διερευνήσουν πώς οι διάφοροι πολιτισμοί αλληλεπιδρούν, αλληλοεπηρεάζονται και εξελίσσονται στο χρόνο».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 22/3/2009, σ. 14
Μέσα στα πλαίσια της ανακήρυξης του 2008 ως ευρωπαϊκού έτους Διαπολιτισμικού Διαλόγου, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου έθεσε ως βασικό στόχο της περσινής σχολικής χρονιάς την προώθηση των αξιών της διαπολιτισμικότητας. Ακόμα και στη φετινή εγκύκλιο του Υπουργείου, τονίζεται ξεκάθαρα ότι πρέπει να συνεχιστούν οι δραστηριότητες προς την κατεύθυνση αυτή. Αν κρίνουμε, ωστόσο, από τα αλλεπάλληλα ρατσιστικά επεισόδια των οποίων γίναμε μάρτυρες τελευταία και που είχαν ως πρωταγωνιστές έφηβους μαθητές, διαπιστώνουμε δυστυχώς πως καθόλου δεν έχει εμπεδωθεί ούτε το μήνυμα της Υπουργικής εγκυκλίου, αλλά ούτε και αυτό της ευρωπαϊκής πολιτικής. Το αντίθετο μάλιστα. Φαίνεται πως, παράλληλα με το επίσημο λεξιλόγιο της εκπαιδευτικής πολιτικής, στα σχολεία μας επιβιώνει ένα υπόγειο σύστημα αξιών που εκτρέφει αντί να μετριάζει το ρατσισμό. Θα ήταν τουλάχιστον αβλεψία να αποδίδαμε επεισόδια όπως τον ξυλοδαρμό από ομάδα μαθητών συμμαθήτριάς τους αφρικανικής καταγωγής, την επίθεση ενάντια σε Τουρκοκύπριους (συμπεριλαμβανομένων και βρεφών) από έφηβους οπαδούς λευκωσιάτικης ποδοσφαιρικής ομάδας και την εκστρατεία εναντίον της «αντεθνικής» διδασκαλίας που γίνεται τάχα από κάποιους καθηγητές της Αγγλικής Σχολής (για να αναφέρω μόνο μερικά από τα παραδείγματα), σε μια «μεμονωμένη» ή «ακραία» έκφραση μαθητικής παραβατικότητας. Επεισόδια σαν αυτά υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός ευρύτερου ξενοφοβικού-ρατσιστικού πλαισίου, το οποίο και επιτρέπει την εκδήλωσή τους (ιδιαίτερα συντηρώντας ένα καθεστώς ατιμωρησίας και ανεκτικότητας).
Γι αυτό, όταν η δραστηριότητα κάποιων καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης προωθεί την ουσιαστική κατανόηση της έννοιας της διαπολιτισμικότητας πρέπει να σημειώνεται και να επικροτείται. Μια τέτοια δραστηριότητα ήταν η παράσταση βιωματικού θεάτρου με τίτλο «Οι δικοί μας ξένοι», που παρακολούθησα πρόσφατα από μαθητές του Λυκείου Παλουριώτισσας. Με πρωτοβουλία και ενθάρρυνση της φιλολόγου κ. Νόνας Μολέσκη, μια ομάδα μαθητών της Β’ και Γ’ λυκείου ήρθε σε επαφή με ξένους που βρίσκονται για τον ένα ή τον άλλο λόγο στο νησί, άκουσε και κατέγραψε τις προσωπικές τους ιστορίες, και παρουσίασε τις αφηγήσεις τους μέσα από ένα θεατρικό δρώμενο. Στόχος της πρωτοβουλίας (που γεννήθηκε μέσα στα πλαίσια του μαθήματος της κοινωνιολογίας) ήταν να φέρει τους μαθητές σε επαφή με το ξένο στοιχείο, να τους ενθαρρύνει να συνομιλήσουν μαζί του χωρίς προκαταλήψεις, να τους βοηθήσει να το γνωρίσουν και να το κατανοήσουν, ακόμα και να αντλήσουν από τον πολιτισμικό πλούτο που αυτό κουβαλά. Αν κρίνω από τα λαμπερά πρόσωπα και το ζήλο των μαθητών που συμμετείχαν, διαπιστώνω με σιγουριά πως η εκπαιδευτική αυτή πρωτοβουλία ελευθέρωσε, αν όχι όλα τα παιδιά, τουλάχιστον αυτά που συμμετείχαν, από κάθε μορφή φοβίας που θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε ρατσιστικές συμπεριφορές.
Η εκδήλωση τελούσε υπό την αιγίδα της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, κ. Λήδας Κουρσουμπά. Τα εισαγωγικά της λόγια ήταν πράγματι τόσο σπουδαία (τόσο για το βάθος όσο και για την σπανιότητά τους), που θα ήθελα να τελειώσω την παρέμβαση αυτή παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την ομιλία της: «Κάθε σχολείο που λειτουργεί με σεβασμό στα δικαιώματα των παιδιών και προωθεί τις αρχές και τις αξίες πάνω στις οποίες αυτά βασίζονται, δεν μπορεί παρά να είναι ένα σχολείο ανοιχτό στη διαφορετικότητα. Ένα σχολείο όπου η ετερότητα γίνεται αντιληπτή ως πηγή πλούτου κι όχι ως έλλειμμα ή μειονεξία. Ένα τέτοιο σχολείο έχουμε ανάγκη σήμερα στην Κύπρο. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα πολυπολιτισμικό, με απόλυτο σεβασμό στο δικό μας πολιτισμό, ταυτότητα και παράδοση, μακριά από μονοπολιτισμικές εμμονές και αξιολογικές πολιτισμικές ιεραρχήσεις. Που θα αφήνει πίσω του την αντίληψη ότι οι πολιτισμοί είναι μονολιθικοί και παραμένουν αναλλοίωτοι στο χρόνο, και θα επιμένει στις διαπολιτισμικές συναντήσεις, δίνοντας την ευκαιρία στα παιδιά να διερευνήσουν πώς οι διάφοροι πολιτισμοί αλληλεπιδρούν, αλληλοεπηρεάζονται και εξελίσσονται στο χρόνο».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 22/3/2009, σ. 14
Άνθρωποι και Ζώα
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Στη Λάρα, τον Μπεττίνο, την Ίρμα, τον Ντιάβολο, την Κούμπα και τον Τομπία.
Που με βοήθησαν να γίνω καλύτερος άνθρωπος
Όταν πριν από λίγο καιρό συνέβη ένα τρομερό ατύχημα στο σκυλάκι μας και παραλίγο να το χάσουμε, έγινα μάρτυρας μιας συγκλονιστικής σκηνής, που παρόμοια της δεν έχω ξαναζήσει. Το σκυλί ήταν ετοιμοθάνατο και κειτόταν αιμόφυρτο σε μια γωνιά του κρεβατιού. Μας είχαν πει, τη βγάζει δεν τη βγάζει τη νύχτα. Καθόμασταν όλοι περίλυποι και περιμέναμε. Κάποια στιγμή η μητέρα μου δεν κρατήθηκε και ξέσπασε σε λυγμούς. Και τι βλέπω; Το σκυλί, που μέχρι εκείνη τη στιγμή κειτόταν ασάλευτο, μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και σύρθηκε προς τη μητέρα μου τείνοντας τη γλωσσίτσα του προς τα δακρυσμένα της μάτια. Όλοι ξέρουμε (ή τουλάχιστον φανταζόμαστε) πως μπροστά στον πόνο, πόσο μάλλον μπροστά στον τρόμο του θανάτου, γινόμαστε απόλυτα εγωκεντρικοί. Κι όμως, το σκυλί μας κατάφερε να κάνει μια υπέρβαση που ελάχιστοι ίσως άνθρωποι θα κατάφερναν ποτέ να κάνουν: αντιμέτωπο με το θάνατο, δεν σκέφτηκε παρά μόνο πώς να παρηγορήσει εμάς από την ενδεχόμενη απώλεια. Ευτυχώς, τελικά, την απώλεια δεν τη βιώσαμε, τουλάχιστον όχι ακόμα. Αν εξαιρέσουμε ένα κουτσό πόδι και μια στραβή μασέλα, το σκυλί ζει και βασιλεύει. Από ‘κείνη τη νύχτα όμως κέρδισε, πέρα απ’ την αγάπη, τον απεριόριστο θαυμασμό και σεβασμό όλων μας.
Τα ζώα, σκύλοι και γάτες (ως παιδί της πόλης, δεν είχα δυστυχώς την ευχέρεια να γνωρίσω από κοντά άλλα είδη του ζωικού βασιλείου) έπαιξαν, και παίζουν, σημαντικότατο ρόλο στη ζωή μου. Όχι μόνο επειδή συντροφεύουν την ενίοτε μοναξιά μου χαρίζοντάς μου απλόχερα τρυφερότητα και αγάπη. Όχι μόνο γι αυτό. Τα ζώα, με την απλότητα της σοφίας τους, μου διδάσκουν επίσης πολλά. Ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωρίζει η ικανότητά τους να με φέρνουν, με τρόπο αφοπλιστικό, αντιμέτωπη με τη ξεχασμένη αγνότητά μου. Μου θυμίζουν καθημερινά τη χαρά που μπορεί να σου προσφέρει η παράδοση σε μια άνευ όρων αγάπη – πράγμα σπάνιο ανάμεσα στους ανθρώπους, μηδέ του εαυτού μου εξαιρουμένου. Τα ζώα όμως είναι εκεί. Και με αναγκάζουν, θέλοντας και μη, (με τα γουργουρητά, τα παιχνίδια τους, τον ενθουσιασμό, τις ζήλιες ή τα χάδια τους) να γίνομαι ένας συναισθηματικά πλουσιότερος άνθρωπος.
Χάρηκα όταν διάβασα πρόσφατα ένα βιβλιαράκι της Έλλης Παππά, το «Βίος και έργα της Γάτας της Σοφής» (Αθήνα, Κέδρος, 2007). Η Παππά (γνωστή κατά τα άλλα για το δημοσιογραφικό της έργο και κυρίως για τις πολιτικές της μάχες μαζί με τον σύντροφό της Νίκο Μπελογιάννη) αποφάσισε να γράψει τη βιογραφία της γάτας της, ελπίζοντας να δώσει μερικά ερεθίσματα σε όσους βλέπουν με περιφρόνηση τα ζώα για να τα δουν με άλλο μάτι. Όπως λέει η ίδια, τα ζώα «αξίζουν το σεβασμό μας, όχι μόνο ως άλλες μορφές ζωής, αλλά και ως μορφές ευαισθησίας και – γιατί όχι; – και νοημοσύνης όχι πολύ διαφορετικής από τη δική μας». Λογαριάζοντας, λοιπόν, το κέρδος που εισέπραξε από την πολύχρονή της συμβίωση με μια γάτα, αναφέρει: «η Γάτα με απαλλάσσει από μεγάλο μέρος της ανθρώπινης αλαζονείας απέναντι στα ‘κατώτερα’ πλάσματα, που υποτίθεται πως είναι όλα τα ζώα πλην του ανθρώπου – και για πολλούς πλην του ‘λευκού’ ανθρώπου». Με άλλα λόγια, η σχέση με τα ζώα αποτελεί, σύμφωνα με την Παππά, έναν τρόπο για να ξεπεράσουμε τις όποιες, συνειδητές ή ασυνείδητες, ρατσιστικές μας αντιλήψεις. Συμφωνώ και επαυξάνω.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 15/3/2009, σ. 14
Στη Λάρα, τον Μπεττίνο, την Ίρμα, τον Ντιάβολο, την Κούμπα και τον Τομπία.
Που με βοήθησαν να γίνω καλύτερος άνθρωπος
Όταν πριν από λίγο καιρό συνέβη ένα τρομερό ατύχημα στο σκυλάκι μας και παραλίγο να το χάσουμε, έγινα μάρτυρας μιας συγκλονιστικής σκηνής, που παρόμοια της δεν έχω ξαναζήσει. Το σκυλί ήταν ετοιμοθάνατο και κειτόταν αιμόφυρτο σε μια γωνιά του κρεβατιού. Μας είχαν πει, τη βγάζει δεν τη βγάζει τη νύχτα. Καθόμασταν όλοι περίλυποι και περιμέναμε. Κάποια στιγμή η μητέρα μου δεν κρατήθηκε και ξέσπασε σε λυγμούς. Και τι βλέπω; Το σκυλί, που μέχρι εκείνη τη στιγμή κειτόταν ασάλευτο, μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και σύρθηκε προς τη μητέρα μου τείνοντας τη γλωσσίτσα του προς τα δακρυσμένα της μάτια. Όλοι ξέρουμε (ή τουλάχιστον φανταζόμαστε) πως μπροστά στον πόνο, πόσο μάλλον μπροστά στον τρόμο του θανάτου, γινόμαστε απόλυτα εγωκεντρικοί. Κι όμως, το σκυλί μας κατάφερε να κάνει μια υπέρβαση που ελάχιστοι ίσως άνθρωποι θα κατάφερναν ποτέ να κάνουν: αντιμέτωπο με το θάνατο, δεν σκέφτηκε παρά μόνο πώς να παρηγορήσει εμάς από την ενδεχόμενη απώλεια. Ευτυχώς, τελικά, την απώλεια δεν τη βιώσαμε, τουλάχιστον όχι ακόμα. Αν εξαιρέσουμε ένα κουτσό πόδι και μια στραβή μασέλα, το σκυλί ζει και βασιλεύει. Από ‘κείνη τη νύχτα όμως κέρδισε, πέρα απ’ την αγάπη, τον απεριόριστο θαυμασμό και σεβασμό όλων μας.
Τα ζώα, σκύλοι και γάτες (ως παιδί της πόλης, δεν είχα δυστυχώς την ευχέρεια να γνωρίσω από κοντά άλλα είδη του ζωικού βασιλείου) έπαιξαν, και παίζουν, σημαντικότατο ρόλο στη ζωή μου. Όχι μόνο επειδή συντροφεύουν την ενίοτε μοναξιά μου χαρίζοντάς μου απλόχερα τρυφερότητα και αγάπη. Όχι μόνο γι αυτό. Τα ζώα, με την απλότητα της σοφίας τους, μου διδάσκουν επίσης πολλά. Ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωρίζει η ικανότητά τους να με φέρνουν, με τρόπο αφοπλιστικό, αντιμέτωπη με τη ξεχασμένη αγνότητά μου. Μου θυμίζουν καθημερινά τη χαρά που μπορεί να σου προσφέρει η παράδοση σε μια άνευ όρων αγάπη – πράγμα σπάνιο ανάμεσα στους ανθρώπους, μηδέ του εαυτού μου εξαιρουμένου. Τα ζώα όμως είναι εκεί. Και με αναγκάζουν, θέλοντας και μη, (με τα γουργουρητά, τα παιχνίδια τους, τον ενθουσιασμό, τις ζήλιες ή τα χάδια τους) να γίνομαι ένας συναισθηματικά πλουσιότερος άνθρωπος.
Χάρηκα όταν διάβασα πρόσφατα ένα βιβλιαράκι της Έλλης Παππά, το «Βίος και έργα της Γάτας της Σοφής» (Αθήνα, Κέδρος, 2007). Η Παππά (γνωστή κατά τα άλλα για το δημοσιογραφικό της έργο και κυρίως για τις πολιτικές της μάχες μαζί με τον σύντροφό της Νίκο Μπελογιάννη) αποφάσισε να γράψει τη βιογραφία της γάτας της, ελπίζοντας να δώσει μερικά ερεθίσματα σε όσους βλέπουν με περιφρόνηση τα ζώα για να τα δουν με άλλο μάτι. Όπως λέει η ίδια, τα ζώα «αξίζουν το σεβασμό μας, όχι μόνο ως άλλες μορφές ζωής, αλλά και ως μορφές ευαισθησίας και – γιατί όχι; – και νοημοσύνης όχι πολύ διαφορετικής από τη δική μας». Λογαριάζοντας, λοιπόν, το κέρδος που εισέπραξε από την πολύχρονή της συμβίωση με μια γάτα, αναφέρει: «η Γάτα με απαλλάσσει από μεγάλο μέρος της ανθρώπινης αλαζονείας απέναντι στα ‘κατώτερα’ πλάσματα, που υποτίθεται πως είναι όλα τα ζώα πλην του ανθρώπου – και για πολλούς πλην του ‘λευκού’ ανθρώπου». Με άλλα λόγια, η σχέση με τα ζώα αποτελεί, σύμφωνα με την Παππά, έναν τρόπο για να ξεπεράσουμε τις όποιες, συνειδητές ή ασυνείδητες, ρατσιστικές μας αντιλήψεις. Συμφωνώ και επαυξάνω.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 15/3/2009, σ. 14
Μαθαίνω αριθμητική μετρώντας νεκρούς
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
«Τον Ιούλιο του 1974 οι Τούρκοι έκαναν στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο. 200.000 Ελληνοκύπριοι διώχθηκαν με τη βία από τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα. Πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν από τους Τούρκους σε φυλακές της Τουρκίας. Από αυτούς που συνελήφθηκαν, 1619 άνθρωποι κάθε ηλικίας παρέμειναν αγνοούμενοι. Οι συγγενείς τους άρχισαν τότε ένα συνεχή αγώνα για εξακρίβωση της τύχης τους. Στις κατεχόμενες από τον Τούρκο εισβολέα περιοχές έμειναν το 1974 20.000 εγκλωβισμένοι. Οι Τούρκοι σιγά σιγά ανάγκασαν πολλούς από αυτούς να φύγουν. Ο αριθμός τους λιγόστευε συνεχώς. Το 1994 ο αριθμός των εγκλωβισμένων δεν ξεπερνούσε τους 900».
Το πιο πάνω απόσπασμα δεν προέρχεται από κάποιο βιβλίο ιστορίας της σύγχρονης Κύπρου. Κάθε άλλο. Αυτό το κείμενο, συνοδευόμενο από τις γνωστές σε όλους μας φωτογραφίες που απεικονίζουν Ε/κ αιχμαλώτους λίγο πριν από την ώρα της εκτέλεσής τους το 1974 και συγγενείς αγνοουμένων που διαδηλώνουν ζητώντας τη διευκρίνιση της τύχης των αγαπημένων τους προσώπων, εμπεριέχεται στο βιβλίο των μαθηματικών της Δ’ δημοτικού που διδάσκεται στα σχολεία μας (σ. 15). Πιο συγκεκριμένα, το εν λόγω απόσπασμα στοιχειοθετήθηκε με σκοπό να διδαχθούν οι μαθητές πώς να μετατρέπουν σε αραβικούς αριθμούς τις χιλιάδες (που στο πρωτότυπο κείμενο παρουσιάζονται ολογράφως).
Αυτό το παράδειγμα μου δίνει την αφορμή να διατυπώσω κάποιες σκέψεις γύρω από την ιστορία και την προπαγάνδα. Βεβαίως το κείμενο αναφέρεται σε πραγματικά και αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Δεν τίθεται αυτό υπό συζήτηση. Αυτό που τίθεται υπό συζήτηση είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται αυτά τα γεγονότα. Ο τρόπος αυτός αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στην ιστορία και την προπαγάνδα.
Μια σοβαρή, επιστημονική ιστορική αφήγηση (που στόχο έχει, αφενός, την κατανόηση των ιστορικών συνθηκών που διαμόρφωσαν το παρελθόν και το παρόν μας και, αφετέρου, την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης) πρέπει να τηρεί κάποιες προϋποθέσεις. Βασικότερες αυτών είναι η νηφαλιότητα και η πολυπρισματική ανάλυση των ιστορικών γεγονότων. Στόχος της ιστορίας δεν είναι να ανακινεί συναίσθημα, αλλά, αντίθετα, να προωθεί την ανάπτυξη μιας όσο το δυνατό πιο αναλυτικής, κριτικής και αναστοχαστικής προσέγγισης του παρελθόντος. Η ιστορική γραφή διαφέρει από την προπαγανδιστική στο ότι δεν παρουσιάζει τα γεγονότα μεμονωμένα, μονοδιάστατα και αποσπασμένα από το ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Η ιστορία στοχεύει στην ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ των διαφόρων παραμέτρων που διαμόρφωσαν το παρελθόν κάθε κοινωνίας και όχι στην παγίωση μονολιθικών αντιλήψεων που διαιωνίζονται και χειραγωγούνται κατά βούληση (από τις εκάστοτε πολιτικές, εθνικό-κρατικές ή εκκλησιαστικές εξουσίες του παρόντος).
Το κείμενο που παρατίθεται πιο πάνω δεν έχει καμία σχέση ούτε με την εκμάθηση της αριθμητικής, αλλά ούτε και με αυτήν της ιστορίας. Παρουσιάζοντας την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ως ένα αποσπασμένο από το ιστορικό του πλαίσιο γεγονός και παραθέτοντας μονομερώς τα τραγικά αποτελέσματα του, στοχεύει ξεκάθαρα και μόνο στην ανακίνηση συναισθήματος στους μαθητές. Πώς θα αντιδράσει ένα δεκάχρονο παιδί όταν, ακόμα και στο μάθημα της αριθμητικής, διδάσκεται πως οι Τούρκοι, χωρίς κανένα λόγο και αφορμή, προκάλεσαν τόσο μεγάλο κακό στην πατρίδα του; Πώς θα αντιδράσει όταν αναγκάζεται να μαθαίνει να μετρά συνοδεία του αισθήματος του πόνου, της αδικίας και της θυματοποίησης; Υπάρχει περίπτωση αυτό το παιδί να μην αναπτύξει αισθήματα μίσους και εκδίκησης απέναντι στο γειτονικό λαό και στο σύνοικο στοιχείο;
Αυτού του είδους οι προπαγανδιστικές τακτικές είναι αποτελεσματικές όταν μια κοινωνία προετοιμάζει τα παιδιά της για πόλεμο. Όταν όμως τα προετοιμάζει για την ειρήνη, οφείλει να ξεπεράσει τους προπαγανδιστικούς τόνους και να υιοθετήσει μια πιο νηφάλια στάση απέναντι στην ιστορία της, όσο τραυματική κι αν είναι αυτή. Εν ολίγοις, αποφασίζουμε πως θέλουμε να διαμορφώσουμε το μέλλον μας. Με βάση την απόφαση αυτή θα κρίνουμε και πώς θα αντικρίσουμε το παρελθόν μας.[*]
[*] Ευχαριστώ τους Ντένις-Πώλ Μιχαγιές και Ρολάνδο Λουκαΐδη, που μου επισήμαναν το σχετικό «μαθηματικό πρόβλημα».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 8/3/2009, σ. 14
«Τον Ιούλιο του 1974 οι Τούρκοι έκαναν στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο. 200.000 Ελληνοκύπριοι διώχθηκαν με τη βία από τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα. Πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν από τους Τούρκους σε φυλακές της Τουρκίας. Από αυτούς που συνελήφθηκαν, 1619 άνθρωποι κάθε ηλικίας παρέμειναν αγνοούμενοι. Οι συγγενείς τους άρχισαν τότε ένα συνεχή αγώνα για εξακρίβωση της τύχης τους. Στις κατεχόμενες από τον Τούρκο εισβολέα περιοχές έμειναν το 1974 20.000 εγκλωβισμένοι. Οι Τούρκοι σιγά σιγά ανάγκασαν πολλούς από αυτούς να φύγουν. Ο αριθμός τους λιγόστευε συνεχώς. Το 1994 ο αριθμός των εγκλωβισμένων δεν ξεπερνούσε τους 900».
Το πιο πάνω απόσπασμα δεν προέρχεται από κάποιο βιβλίο ιστορίας της σύγχρονης Κύπρου. Κάθε άλλο. Αυτό το κείμενο, συνοδευόμενο από τις γνωστές σε όλους μας φωτογραφίες που απεικονίζουν Ε/κ αιχμαλώτους λίγο πριν από την ώρα της εκτέλεσής τους το 1974 και συγγενείς αγνοουμένων που διαδηλώνουν ζητώντας τη διευκρίνιση της τύχης των αγαπημένων τους προσώπων, εμπεριέχεται στο βιβλίο των μαθηματικών της Δ’ δημοτικού που διδάσκεται στα σχολεία μας (σ. 15). Πιο συγκεκριμένα, το εν λόγω απόσπασμα στοιχειοθετήθηκε με σκοπό να διδαχθούν οι μαθητές πώς να μετατρέπουν σε αραβικούς αριθμούς τις χιλιάδες (που στο πρωτότυπο κείμενο παρουσιάζονται ολογράφως).
Αυτό το παράδειγμα μου δίνει την αφορμή να διατυπώσω κάποιες σκέψεις γύρω από την ιστορία και την προπαγάνδα. Βεβαίως το κείμενο αναφέρεται σε πραγματικά και αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Δεν τίθεται αυτό υπό συζήτηση. Αυτό που τίθεται υπό συζήτηση είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται αυτά τα γεγονότα. Ο τρόπος αυτός αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στην ιστορία και την προπαγάνδα.
Μια σοβαρή, επιστημονική ιστορική αφήγηση (που στόχο έχει, αφενός, την κατανόηση των ιστορικών συνθηκών που διαμόρφωσαν το παρελθόν και το παρόν μας και, αφετέρου, την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης) πρέπει να τηρεί κάποιες προϋποθέσεις. Βασικότερες αυτών είναι η νηφαλιότητα και η πολυπρισματική ανάλυση των ιστορικών γεγονότων. Στόχος της ιστορίας δεν είναι να ανακινεί συναίσθημα, αλλά, αντίθετα, να προωθεί την ανάπτυξη μιας όσο το δυνατό πιο αναλυτικής, κριτικής και αναστοχαστικής προσέγγισης του παρελθόντος. Η ιστορική γραφή διαφέρει από την προπαγανδιστική στο ότι δεν παρουσιάζει τα γεγονότα μεμονωμένα, μονοδιάστατα και αποσπασμένα από το ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Η ιστορία στοχεύει στην ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ των διαφόρων παραμέτρων που διαμόρφωσαν το παρελθόν κάθε κοινωνίας και όχι στην παγίωση μονολιθικών αντιλήψεων που διαιωνίζονται και χειραγωγούνται κατά βούληση (από τις εκάστοτε πολιτικές, εθνικό-κρατικές ή εκκλησιαστικές εξουσίες του παρόντος).
Το κείμενο που παρατίθεται πιο πάνω δεν έχει καμία σχέση ούτε με την εκμάθηση της αριθμητικής, αλλά ούτε και με αυτήν της ιστορίας. Παρουσιάζοντας την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ως ένα αποσπασμένο από το ιστορικό του πλαίσιο γεγονός και παραθέτοντας μονομερώς τα τραγικά αποτελέσματα του, στοχεύει ξεκάθαρα και μόνο στην ανακίνηση συναισθήματος στους μαθητές. Πώς θα αντιδράσει ένα δεκάχρονο παιδί όταν, ακόμα και στο μάθημα της αριθμητικής, διδάσκεται πως οι Τούρκοι, χωρίς κανένα λόγο και αφορμή, προκάλεσαν τόσο μεγάλο κακό στην πατρίδα του; Πώς θα αντιδράσει όταν αναγκάζεται να μαθαίνει να μετρά συνοδεία του αισθήματος του πόνου, της αδικίας και της θυματοποίησης; Υπάρχει περίπτωση αυτό το παιδί να μην αναπτύξει αισθήματα μίσους και εκδίκησης απέναντι στο γειτονικό λαό και στο σύνοικο στοιχείο;
Αυτού του είδους οι προπαγανδιστικές τακτικές είναι αποτελεσματικές όταν μια κοινωνία προετοιμάζει τα παιδιά της για πόλεμο. Όταν όμως τα προετοιμάζει για την ειρήνη, οφείλει να ξεπεράσει τους προπαγανδιστικούς τόνους και να υιοθετήσει μια πιο νηφάλια στάση απέναντι στην ιστορία της, όσο τραυματική κι αν είναι αυτή. Εν ολίγοις, αποφασίζουμε πως θέλουμε να διαμορφώσουμε το μέλλον μας. Με βάση την απόφαση αυτή θα κρίνουμε και πώς θα αντικρίσουμε το παρελθόν μας.[*]
[*] Ευχαριστώ τους Ντένις-Πώλ Μιχαγιές και Ρολάνδο Λουκαΐδη, που μου επισήμαναν το σχετικό «μαθηματικό πρόβλημα».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 8/3/2009, σ. 14
Της αμύνης τα παιδιά ή «Το κράτος του Ττόφαλου»
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Η συζήτηση γύρω από την αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς και τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού της, με στόχο το «αξιόμαχον» και «αγωνιστικόν» του στρατού μας, παρά την ενδεχόμενη μείωση της στρατιωτικής θητείας, μονοπωλεί τελευταία το ενδιαφέρον των πολιτικών μας, αλλά και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Επί τη ευκαιρία, θα ήθελα να υποβάλω κάποια αφελή ερωτήματα στους επαΐοντες:
- Γιατί πρέπει να νιώθω περήφανη για την Εθνική Φρουρά; Μήπως για το ένδοξο ιστορικό και τα κατορθώματά της; Για τις δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις (1964 και 1967), που κατέληξαν σε φιάσκο, προκάλεσαν εκατοντάδες νεκρούς και μας έφεραν επανειλημμένα στα πρόθυρα εισβολής; Για τις σχέσεις της με τη χούντα και για το πραξικόπημα; Ή μήπως για το ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου του ’74 δεν κατόρθωσε να προβάλει καν τη στοιχειώδη αντίσταση και διαλύθηκε εντός 2-3 ημερών, αφήνοντας αβοήθητους και εκτεθειμένους στα πυρά των Τούρκων εκατοντάδες στρατιώτες;
- Σε τι χρησιμεύει η ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς; Μήπως, σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία, υπάρχει έστω η παραμικρή πιθανότητα, ό,τι εξοπλισμό κι αν διαθέτουμε, να νικήσουμε τον τουρκικό στρατό, ή έστω να τον απωθήσουμε προσωρινά; Δυστυχώς ο πόλεμος δεν είναι τουρνουά ποδοσφαίρου, όπου μπορούμε να διαλέγουμε τον αντίπαλό μας με βάση την αναλογία του μεγέθους του. Αν έπρεπε να διεξάγουμε μάχη με τα νησιά Φερόε, το Σαν Μαρίνο ή την Ανδόρα (όπως γίνεται στο τουρνουά ποδοσφαίρου μικρών κρατών της Ευρώπης), θα είχε ίσως κάποιο νόημα να εξοπλιζόμασταν κατάλληλα. Όμως έχουμε να κάνουμε με την Τουρκία. Είναι αφελής η σκέψη μου ότι το κουνούπι, όσο κι αν εκσυγχρονιστεί, δεν μπορεί να τα βάλει με το λιοντάρι;
- Αλλά, έστω, να δεχτώ ότι, πριν από την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εθνική μας αξιοπρέπεια μας επέβαλλε την ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς, ούτως ώστε να κρατηθούμε ως κράτος για 2-3 μέρες, μέχρι να παρέμβουν οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί και να μας σώσουν (τους οποίους, βέβαια, διεθνείς οργανισμούς λοιδορούμε σήμερα σε κάθε ευκαιρία). Δεν θα έπρεπε όμως, με την είσοδο μας στην Ευρώπη, να διαλύσουμε το στρατό μας και να απαιτήσουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την προστασία μας; Αντί να σπαταλάμε τόσα εκατομμύρια ευρώ το χρόνο στην αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς, σε κάτι δηλαδή που στην ουσία έχει μόνο συμβολική σημασία, δεν θα έπρεπε να διοχετεύουμε αυτά τα χρήματα σε αναπτυξιακά έργα, στο υδατικό πρόβλημα, στο σύστημα ιατρικής περίθαλψης, στην ανάπτυξη της παιδείας και του πολιτισμού, σε οτιδήποτε τέλος πάντων έχει πραγματική σημασία και χρησιμότητα για τους πολίτες;
Μέχρι να μου λυθούν αυτές οι απορίες, επιτρέψτε μου να σας πω, πως η συζήτηση αυτή μου θυμίζει ένα θεατρικό έργο του Μιχάλη Πιτσιλλίδη, το «Κράτος του Ττόφαλου» (1965). Σ’ αυτή την σπαρταριστική παρωδία της κυπριακής πραγματικότητας, ο Ττόφαλος είναι ο αρχηγός του Κλωναρκού, ενός χωριού 15 κατοίκων που αποφασίζει να αποσχιστεί και να δημιουργήσει το δικό του κράτος. Με το που αυτό-χρίζεται, λοιπόν, Πρόεδρος, οργανώνει τους Κλωναρίτες σε στρατό, τους εξοπλίζει με δυο «σσιπέττους» και με ένα «αμαξούι», και τους στέλνει να καταλάβουν το διπλανό χωριό, τη Βίκλα. Η επιχείρηση εναντίον των Βικλιωτών καταλήγει σε ψυχρολουσία, αλλά ο Ττόφαλος παραμένει αδιόρθωτος. Το έργο τελειώνει με τον Ττόφαλο να αντιτείνει στα σαπισμένα απ’ το ξύλο και ανεπανορθώτως ηττημένα υπολείμματα του στρατού του: «Ου! Κύρ’ ελέησον! Δίχα πόλεμον λοούμαστον κράτος;».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 1/3/2009, σ. 14
Η συζήτηση γύρω από την αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς και τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού της, με στόχο το «αξιόμαχον» και «αγωνιστικόν» του στρατού μας, παρά την ενδεχόμενη μείωση της στρατιωτικής θητείας, μονοπωλεί τελευταία το ενδιαφέρον των πολιτικών μας, αλλά και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Επί τη ευκαιρία, θα ήθελα να υποβάλω κάποια αφελή ερωτήματα στους επαΐοντες:
- Γιατί πρέπει να νιώθω περήφανη για την Εθνική Φρουρά; Μήπως για το ένδοξο ιστορικό και τα κατορθώματά της; Για τις δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις (1964 και 1967), που κατέληξαν σε φιάσκο, προκάλεσαν εκατοντάδες νεκρούς και μας έφεραν επανειλημμένα στα πρόθυρα εισβολής; Για τις σχέσεις της με τη χούντα και για το πραξικόπημα; Ή μήπως για το ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου του ’74 δεν κατόρθωσε να προβάλει καν τη στοιχειώδη αντίσταση και διαλύθηκε εντός 2-3 ημερών, αφήνοντας αβοήθητους και εκτεθειμένους στα πυρά των Τούρκων εκατοντάδες στρατιώτες;
- Σε τι χρησιμεύει η ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς; Μήπως, σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία, υπάρχει έστω η παραμικρή πιθανότητα, ό,τι εξοπλισμό κι αν διαθέτουμε, να νικήσουμε τον τουρκικό στρατό, ή έστω να τον απωθήσουμε προσωρινά; Δυστυχώς ο πόλεμος δεν είναι τουρνουά ποδοσφαίρου, όπου μπορούμε να διαλέγουμε τον αντίπαλό μας με βάση την αναλογία του μεγέθους του. Αν έπρεπε να διεξάγουμε μάχη με τα νησιά Φερόε, το Σαν Μαρίνο ή την Ανδόρα (όπως γίνεται στο τουρνουά ποδοσφαίρου μικρών κρατών της Ευρώπης), θα είχε ίσως κάποιο νόημα να εξοπλιζόμασταν κατάλληλα. Όμως έχουμε να κάνουμε με την Τουρκία. Είναι αφελής η σκέψη μου ότι το κουνούπι, όσο κι αν εκσυγχρονιστεί, δεν μπορεί να τα βάλει με το λιοντάρι;
- Αλλά, έστω, να δεχτώ ότι, πριν από την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εθνική μας αξιοπρέπεια μας επέβαλλε την ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς, ούτως ώστε να κρατηθούμε ως κράτος για 2-3 μέρες, μέχρι να παρέμβουν οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί και να μας σώσουν (τους οποίους, βέβαια, διεθνείς οργανισμούς λοιδορούμε σήμερα σε κάθε ευκαιρία). Δεν θα έπρεπε όμως, με την είσοδο μας στην Ευρώπη, να διαλύσουμε το στρατό μας και να απαιτήσουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την προστασία μας; Αντί να σπαταλάμε τόσα εκατομμύρια ευρώ το χρόνο στην αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς, σε κάτι δηλαδή που στην ουσία έχει μόνο συμβολική σημασία, δεν θα έπρεπε να διοχετεύουμε αυτά τα χρήματα σε αναπτυξιακά έργα, στο υδατικό πρόβλημα, στο σύστημα ιατρικής περίθαλψης, στην ανάπτυξη της παιδείας και του πολιτισμού, σε οτιδήποτε τέλος πάντων έχει πραγματική σημασία και χρησιμότητα για τους πολίτες;
Μέχρι να μου λυθούν αυτές οι απορίες, επιτρέψτε μου να σας πω, πως η συζήτηση αυτή μου θυμίζει ένα θεατρικό έργο του Μιχάλη Πιτσιλλίδη, το «Κράτος του Ττόφαλου» (1965). Σ’ αυτή την σπαρταριστική παρωδία της κυπριακής πραγματικότητας, ο Ττόφαλος είναι ο αρχηγός του Κλωναρκού, ενός χωριού 15 κατοίκων που αποφασίζει να αποσχιστεί και να δημιουργήσει το δικό του κράτος. Με το που αυτό-χρίζεται, λοιπόν, Πρόεδρος, οργανώνει τους Κλωναρίτες σε στρατό, τους εξοπλίζει με δυο «σσιπέττους» και με ένα «αμαξούι», και τους στέλνει να καταλάβουν το διπλανό χωριό, τη Βίκλα. Η επιχείρηση εναντίον των Βικλιωτών καταλήγει σε ψυχρολουσία, αλλά ο Ττόφαλος παραμένει αδιόρθωτος. Το έργο τελειώνει με τον Ττόφαλο να αντιτείνει στα σαπισμένα απ’ το ξύλο και ανεπανορθώτως ηττημένα υπολείμματα του στρατού του: «Ου! Κύρ’ ελέησον! Δίχα πόλεμον λοούμαστον κράτος;».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας. czanou@yahoo.com
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 1/3/2009, σ. 14
Κυπριακός σουρεαλισμός
Της Κωνσταντίνας Ζάνου[*]
Στις περισσότερες χώρες ο σουρεαλισμός εκδηλώθηκε ως καλλιτεχνικό κίνημα που επηρέασε τις τέχνες, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Για να απολαύσει κανείς σουρεαλιστικές δημιουργίες πρέπει να επισκεφθεί κάποια πινακοθήκη, ν’ ανοίξει κάποιο βιβλίο ή να παρακολουθήσει συγκεκριμένες ταινίες. Ευτυχώς στην Κύπρο δεν έχουμε ανάγκη απ’ όλα αυτά. Σε μας, ο σουρεαλισμός δεν εκδηλώθηκε τόσο ως καλλιτεχνικό κίνημα, όσο ως καθημερινή δημόσια πρακτική. Έτσι έχουμε την ευχέρεια να παρακολουθούμε σουρεαλιστικές σκηνές απείρου κάλλους ακόμα και στις πιο πεζές και καθημερινές μας ασχολίες. Μια τέτοια σκηνή θα σας διηγηθώ σήμερα.
Ένα δημόσιο δημοτικό σχολείο στην Κύπρο, που τυγχάνει να βρίσκεται σε μια περιοχή που διαμένουν πολλοί μετανάστες κι έτσι απαρτίζεται κυρίως από ξένους μαθητές (μόνο περίπου το 35% των μαθητών είναι Ελληνοκύπριοι), οργάνωσε μια εκδήλωση για να γιορτάσει την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Επρόκειτο να παρευρεθεί στην εκδήλωση και ένας πολύ σημαντικός τοπικός εκκλησιαστικός παράγοντας. Το ύψος των περιστάσεων επέβαλλε λοιπόν και την ανάλογη προετοιμασία εκ μέρους της διευθύντριας. Όταν έφτασε η πολυαναμενόμενη μέρα, όλα ήταν οργανωμένα στην εντέλεια: το γυμναστήριο-θέατρο του σχολείου είχε μεταμορφωθεί σε αυτοκρατορική αίθουσα. Ένα κόκκινο χαλί είχε τοποθετηθεί κατά μήκος του γυμναστηρίου, ξεκινώντας από την είσοδο και καταλήγοντας σε ένα επιβλητικό βάθρο, πάνω στο οποίο δέσποζε ένας ξυλόγλυπτος, χρυσοποίκιλτος θρόνος. Οι μαθητές (ως επί το πλείστον προερχόμενοι από χώρες της Βαλκανικής και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, της Αφρικής, αλλά και της Μέσης και Άπω Ανατολής) είχαν ντυθεί με κυπριακές και ελληνικές παραδοσιακές στολές και περίμεναν παραταγμένοι κατά μήκος της εισόδου. Στα μικρότερα παιδιά είχαν δοθεί καλάθια με ροδοπέταλα, με την εντολή να βρίσκονται σε ετοιμότητα για να τα πετάξουν στον Ιεράρχη ακριβώς τη στιγμή που αυτός θα εισερχόταν στην αίθουσα.
Και η μεγάλη στιγμή φθάνει! Ο σημαντικότατος εκκλησιαστικός αξιωματούχος κάνει την μεγαλοπρεπή του εμφάνιση. Ζωηρά χειροκροτήματα τον υποδέχονται, ενώ αυτός χαιρετάει τα πλήθη κουνώντας αργά και σταθερά την παλάμη του. Κοντοστέκεται μια στιγμή για να ευλογήσει τους μαθητές (με τη γνωστή ένωση του μεσαίου δακτύλου με τον αντίχειρα), που εντωμεταξύ τον ραίνουν με ροδοπέταλα. Μετά, προχωράει κατά μήκος του κόκκινου τάπητα και κάθεται νηφάλιος στο θρόνο του. Η τελετή αρχίζει! Η διευθύντρια καταλαμβάνει το βήμα και με ύφος που θυμίζει περισσότερο πολιτικό ρήτορα του 19ου αιώνα, παρά διευθύντρια του 21ου, εκφωνεί σε άπταιστη αρχαΐζουσα την εναρκτήρια ομιλία. Μιλάει για την ανάγκη να διατηρήσει η Εκκλησία τον εθναρχικό της ρόλο, για τη «σεπτή προσωπικότητα» του Παναγιοτάτου και για άλλα παρεμφερή. Ίσως να νιώθει κάποιο άγχος (θέλεις για το μακροσκελές της ομιλίας της, θέλεις γιατί οι μαθητές δεν καταλαβαίνουν γρι από τα λεγόμενά της – οι περισσότεροι από αυτούς ίσα που καταλαβαίνουν τη δημοτική κυπριακή, πόσο μάλλον την αρχαΐζουσα ελληνική), διότι σε κάποια στιγμή πέφτει σε μια γλωσσική παραδρομή – κατά το δη λεγόμενον, «lapsus linguae» – και απευθύνεται στους δασκάλους με την εκφώνηση «Πανιερώτατοι εκπαιδευτικοί!».
Πάντως, κανείς δεν φαίνεται να το παίρνει χαμπάρι και η εκδήλωση συνεχίζεται κανονικά. Μετά από την επίδειξη των σχετικών καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων από τους μαθητές, φθάνει η στιγμή που η Αυτού Σεβασμιότης ο Ιεράρχης θα εκφωνήσει τον καταληκτικό λόγο. Με το γνωστό γαλήνιο ύφος των ανθρώπων της Εκκλησίας, επιβεβαιώνει τους ντυμένους βρακάδες και τσολιάδες ξένους μαθητές και τις ντυμένες κυπριωτοπούλες Γεωργιανές, Ρωσίδες, Ρουμάνες, Αρμένισσες, Ταϊλανδέζες, Κούρδισσες, Καζακστανές κ.α. μαθήτριες, πως η παιδεία αυτού του τόπου ήταν ανέκαθεν ελληνοχριστιανική και έτσι θα παραμείνει στον αιώνα τον άπαντα. Τους υπενθυμίζει ότι είναι χρέος τους να μείνουν πιστοί στις ιερές αξίες των προγόνων τους. Τέλος, τους εγγυάται πως η ιστορία μας, έτσι όπως καταγράφεται στα βιβλία, είναι «σωστή» και πως αν γίνουν κάποιες προσθήκες, θα γίνουν μόνο όταν τα κατοχικά στρατεύματα αποχωρήσουν από την νήσον. Όλα τα παιδιά «πισκαλίζουν». Η διευθύντρια είναι προφανώς πανευτυχής. Κι ο Ιεράρχης με τη συνοδεία του αποχωρούν ευχαριστημένοι. Η Εκκλησία επιτέλεσε για άλλη μια φορά το εθναρχικό της έργο.
Μόνο κάποιοι λιγοστοί δάσκαλοι και ορισμένοι εξωτερικοί επισκέπτες, που κάθονται στα πίσω-πίσω καθίσματα, παραμένουν αποσβολωμένοι προσπαθώντας να χωνέψουν το μεγαλείο της σουρεαλιστικής σκηνής που μόλις εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους.
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 22/2/2009, σ. 14
Στις περισσότερες χώρες ο σουρεαλισμός εκδηλώθηκε ως καλλιτεχνικό κίνημα που επηρέασε τις τέχνες, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Για να απολαύσει κανείς σουρεαλιστικές δημιουργίες πρέπει να επισκεφθεί κάποια πινακοθήκη, ν’ ανοίξει κάποιο βιβλίο ή να παρακολουθήσει συγκεκριμένες ταινίες. Ευτυχώς στην Κύπρο δεν έχουμε ανάγκη απ’ όλα αυτά. Σε μας, ο σουρεαλισμός δεν εκδηλώθηκε τόσο ως καλλιτεχνικό κίνημα, όσο ως καθημερινή δημόσια πρακτική. Έτσι έχουμε την ευχέρεια να παρακολουθούμε σουρεαλιστικές σκηνές απείρου κάλλους ακόμα και στις πιο πεζές και καθημερινές μας ασχολίες. Μια τέτοια σκηνή θα σας διηγηθώ σήμερα.
Ένα δημόσιο δημοτικό σχολείο στην Κύπρο, που τυγχάνει να βρίσκεται σε μια περιοχή που διαμένουν πολλοί μετανάστες κι έτσι απαρτίζεται κυρίως από ξένους μαθητές (μόνο περίπου το 35% των μαθητών είναι Ελληνοκύπριοι), οργάνωσε μια εκδήλωση για να γιορτάσει την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Επρόκειτο να παρευρεθεί στην εκδήλωση και ένας πολύ σημαντικός τοπικός εκκλησιαστικός παράγοντας. Το ύψος των περιστάσεων επέβαλλε λοιπόν και την ανάλογη προετοιμασία εκ μέρους της διευθύντριας. Όταν έφτασε η πολυαναμενόμενη μέρα, όλα ήταν οργανωμένα στην εντέλεια: το γυμναστήριο-θέατρο του σχολείου είχε μεταμορφωθεί σε αυτοκρατορική αίθουσα. Ένα κόκκινο χαλί είχε τοποθετηθεί κατά μήκος του γυμναστηρίου, ξεκινώντας από την είσοδο και καταλήγοντας σε ένα επιβλητικό βάθρο, πάνω στο οποίο δέσποζε ένας ξυλόγλυπτος, χρυσοποίκιλτος θρόνος. Οι μαθητές (ως επί το πλείστον προερχόμενοι από χώρες της Βαλκανικής και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, της Αφρικής, αλλά και της Μέσης και Άπω Ανατολής) είχαν ντυθεί με κυπριακές και ελληνικές παραδοσιακές στολές και περίμεναν παραταγμένοι κατά μήκος της εισόδου. Στα μικρότερα παιδιά είχαν δοθεί καλάθια με ροδοπέταλα, με την εντολή να βρίσκονται σε ετοιμότητα για να τα πετάξουν στον Ιεράρχη ακριβώς τη στιγμή που αυτός θα εισερχόταν στην αίθουσα.
Και η μεγάλη στιγμή φθάνει! Ο σημαντικότατος εκκλησιαστικός αξιωματούχος κάνει την μεγαλοπρεπή του εμφάνιση. Ζωηρά χειροκροτήματα τον υποδέχονται, ενώ αυτός χαιρετάει τα πλήθη κουνώντας αργά και σταθερά την παλάμη του. Κοντοστέκεται μια στιγμή για να ευλογήσει τους μαθητές (με τη γνωστή ένωση του μεσαίου δακτύλου με τον αντίχειρα), που εντωμεταξύ τον ραίνουν με ροδοπέταλα. Μετά, προχωράει κατά μήκος του κόκκινου τάπητα και κάθεται νηφάλιος στο θρόνο του. Η τελετή αρχίζει! Η διευθύντρια καταλαμβάνει το βήμα και με ύφος που θυμίζει περισσότερο πολιτικό ρήτορα του 19ου αιώνα, παρά διευθύντρια του 21ου, εκφωνεί σε άπταιστη αρχαΐζουσα την εναρκτήρια ομιλία. Μιλάει για την ανάγκη να διατηρήσει η Εκκλησία τον εθναρχικό της ρόλο, για τη «σεπτή προσωπικότητα» του Παναγιοτάτου και για άλλα παρεμφερή. Ίσως να νιώθει κάποιο άγχος (θέλεις για το μακροσκελές της ομιλίας της, θέλεις γιατί οι μαθητές δεν καταλαβαίνουν γρι από τα λεγόμενά της – οι περισσότεροι από αυτούς ίσα που καταλαβαίνουν τη δημοτική κυπριακή, πόσο μάλλον την αρχαΐζουσα ελληνική), διότι σε κάποια στιγμή πέφτει σε μια γλωσσική παραδρομή – κατά το δη λεγόμενον, «lapsus linguae» – και απευθύνεται στους δασκάλους με την εκφώνηση «Πανιερώτατοι εκπαιδευτικοί!».
Πάντως, κανείς δεν φαίνεται να το παίρνει χαμπάρι και η εκδήλωση συνεχίζεται κανονικά. Μετά από την επίδειξη των σχετικών καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων από τους μαθητές, φθάνει η στιγμή που η Αυτού Σεβασμιότης ο Ιεράρχης θα εκφωνήσει τον καταληκτικό λόγο. Με το γνωστό γαλήνιο ύφος των ανθρώπων της Εκκλησίας, επιβεβαιώνει τους ντυμένους βρακάδες και τσολιάδες ξένους μαθητές και τις ντυμένες κυπριωτοπούλες Γεωργιανές, Ρωσίδες, Ρουμάνες, Αρμένισσες, Ταϊλανδέζες, Κούρδισσες, Καζακστανές κ.α. μαθήτριες, πως η παιδεία αυτού του τόπου ήταν ανέκαθεν ελληνοχριστιανική και έτσι θα παραμείνει στον αιώνα τον άπαντα. Τους υπενθυμίζει ότι είναι χρέος τους να μείνουν πιστοί στις ιερές αξίες των προγόνων τους. Τέλος, τους εγγυάται πως η ιστορία μας, έτσι όπως καταγράφεται στα βιβλία, είναι «σωστή» και πως αν γίνουν κάποιες προσθήκες, θα γίνουν μόνο όταν τα κατοχικά στρατεύματα αποχωρήσουν από την νήσον. Όλα τα παιδιά «πισκαλίζουν». Η διευθύντρια είναι προφανώς πανευτυχής. Κι ο Ιεράρχης με τη συνοδεία του αποχωρούν ευχαριστημένοι. Η Εκκλησία επιτέλεσε για άλλη μια φορά το εθναρχικό της έργο.
Μόνο κάποιοι λιγοστοί δάσκαλοι και ορισμένοι εξωτερικοί επισκέπτες, που κάθονται στα πίσω-πίσω καθίσματα, παραμένουν αποσβολωμένοι προσπαθώντας να χωνέψουν το μεγαλείο της σουρεαλιστικής σκηνής που μόλις εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους.
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 22/2/2009, σ. 14
Οι λογαριασμοί με το παρελθόν μας
Της Κωνσταντίνας Ζάνου[*]
Ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο αντιμετωπίζει και χειρίζεται το παρελθόν του είναι ενδεικτικός του βαθμού της ωριμότητάς του. Το ίδιο ισχύει και σε συλλογικό επίπεδο: όσο πιο ώριμη είναι μια κοινωνία τόσο πιο ισορροπημένα και πετυχημένα καταφέρνει να αναμετρηθεί με το παρελθόν της, ενώ, αντίθετα, όσο πιο ανώριμη είναι τόσο πιο αμήχανα και προβληματικά σχετίζεται με αυτό. Οι έντονες και διχαστικές συζητήσεις που γεννιούνται στην Κύπρο κάθε φορά που αναδύεται στο προσκήνιο ένα θέμα της πρόσφατης ιστορίας μας, δείχνουν πως κάθε άλλο παρά ισορροπημένα έχουμε κάνει τους λογαριασμούς μας με το τραυματικό μας παρελθόν.
Θα προσπαθήσω, παίρνοντας ως παράδειγμα τους δύο βασικούς χαρακτήρες που δομούν ένα θεατρικό έργο, το δράμα του Βασίλη Κατσικονούρη «Οι αγνοούμενοι (μια ενδιαφέρουσα ζωή)», να σκιαγραφήσω τις δύο επικρατέστερες στάσεις που έχουμε υιοθετήσει ως κοινωνία απέναντι στο παρελθόν μας. Το έργο – που ανεβάζεται αυτή την εποχή στην Κύπρο – αναφέρεται στην ιστορία δύο Ε/Κ γυναικών, των οποίων ο αδελφός αγνοείται από το 1974. Η μεγαλύτερη αδελφή, ακολουθώντας το παράδειγμα και τις επιταγές της μάνας της, θέτει ως σκοπό της ζωής της την ανεύρεση του χαμένου αδελφού ή έστω (όταν της αποκαλύπτεται εν τέλει μετά από 35 χρόνια σε όραμα ότι αυτός έχει πεθάνει) των οστών του. Ως εκ τούτου, απαρνείται όλες τις γήινες απολαύσεις (έρωτα, γάμο, παιδιά), είναι ντυμένη μονίμως στα μαύρα, κουβαλάει πάντα μαζί της τη φωτογραφία του αγνοουμένου μαζί μ’ ένα καντήλι και δεν χάνει ευκαιρία να συμμετάσχει σε κάθε διαδήλωση διαμαρτυρίας. Καθηλωμένη σχεδόν αρρωστημένα στο τραύμα της, δεν κατορθώνει να αναμετρηθεί δυναμικά μαζί του, να το ξεπεράσει και να δομήσει μια υγιή ζωή. Κατασπαραγμένη από την ίδια της τη μνήμη, καταλήγει στην αυτοπυρπόληση.
Η μικρότερη αδελφή πάλι – που, καθόλου τυχαία, ονομάζεται Ισμήνη – παρουσιάζεται ως το ακριβώς αντίθετο. Έχοντας αποδράσει από την Κύπρο και από το τραυματικό οικογενειακό της παρελθόν, προσπαθεί με τον Ελλαδίτη σύζυγό της να χτίσει μια «ενδιαφέρουσα ζωή», γεμάτη ανέμελα ταξιδάκια και ακίνδυνες ασχολίες. Στην πεισματική της προσπάθεια «να ξεχάσει», ούτε αυτή επιτυγχάνει να συνδιαλλαγεί με το παρελθόν της. Φοβούμενη την αναμέτρηση με το τραύμα, καταφέρνει μόνο επιφανειακά να το κουκουλώσει και, όταν αυτό αναδύεται κάποια στιγμή εκρηκτικά στην επιφάνεια, καταλήγει να την παραλύσει βουλιάζοντάς την ακόμη περισσότερο στην κενότητα της ζωής της.
Ο συγγραφέας, βεβαίως – όπως και η μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας μας εξάλλου – δεν υιοθετεί την ίδια κριτική στάση απέναντι στους δύο αυτούς χαρακτήρες. Ενώ καταδικάζει κάθετα τον δεύτερο, ηρωοποιεί και ανάγει σε υπόδειγμα ιστορικής ευθύνης τον πρώτο (εξ’ ου και ο έμμεσος παραλληλισμός με τις τραγικές ηρωίδες Αντιγόνη και Ισμήνη).
Είναι όμως έτσι; Κατά την άποψή μου, πρόκειται για δύο στάσεις απέναντι στην ιστορία μας εξίσου προβληματικές. Με ψυχαναλυτικούς όρους, θα λέγαμε πως αποτελούν τις δύο όψεις της ίδιας νεύρωσης, της ίδιας διαταραγμένης σχέσης με το παρελθόν μας. Μια ώριμη κοινωνία – όπως κι ένας ώριμος άνθρωπος – έχει το θάρρος να αντικρίζει κατάματα τα τραύματά της, να μπαίνει σε διαλεκτική σχέση μαζί τους και να τα επεξεργάζεται, ούτως ώστε να αποφεύγει την επανάληψη των συνθηκών που τα δημιούργησαν. Με λίγα λόγια, να τα αναλύει, να τα ξεπερνάει και να προχωράει μπροστά. Αντίθετα, μια ανώριμη κοινωνία αδυνατεί να μιλήσει ανοιχτά για το παρελθόν της και αμφιταλαντεύεται μονίμως ανάμεσα σε μια αρρωστημένη προσκόλληση ή σε μια ψευδο-επικάλυψη του τραύματος. Είναι καταδικασμένη έτσι να διαιωνίζει το ίδιο αυτό παρελθόν που την έχει στιγματίσει.
Είναι καιρός, νομίζω, ν’ απεγκλωβιστούμε από αυτά τα δύο μοντέλα συμπεριφοράς και ν’ ανοίξουμε, πάνω σε εντελώς διαφορετική βάση, τους λογαριασμούς με το ιστορικό μας παρελθόν. Τόσο να πενθήσουμε σωστά και να θάψουμε επιτέλους εν ειρήνη τους νεκρούς μας (αλλά και τους νεκρούς των άλλων), όσο και να αναμετρηθούμε με τα λάθη και τις ευθύνες μας. Με νηφαλιότητα και θάρρος ας αντιμετωπίσουμε τα τραύματά μας, για να μπορέσουμε τελικά να τα ξεπεράσουμε.
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 15/2/2009, σ. 14
Ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο αντιμετωπίζει και χειρίζεται το παρελθόν του είναι ενδεικτικός του βαθμού της ωριμότητάς του. Το ίδιο ισχύει και σε συλλογικό επίπεδο: όσο πιο ώριμη είναι μια κοινωνία τόσο πιο ισορροπημένα και πετυχημένα καταφέρνει να αναμετρηθεί με το παρελθόν της, ενώ, αντίθετα, όσο πιο ανώριμη είναι τόσο πιο αμήχανα και προβληματικά σχετίζεται με αυτό. Οι έντονες και διχαστικές συζητήσεις που γεννιούνται στην Κύπρο κάθε φορά που αναδύεται στο προσκήνιο ένα θέμα της πρόσφατης ιστορίας μας, δείχνουν πως κάθε άλλο παρά ισορροπημένα έχουμε κάνει τους λογαριασμούς μας με το τραυματικό μας παρελθόν.
Θα προσπαθήσω, παίρνοντας ως παράδειγμα τους δύο βασικούς χαρακτήρες που δομούν ένα θεατρικό έργο, το δράμα του Βασίλη Κατσικονούρη «Οι αγνοούμενοι (μια ενδιαφέρουσα ζωή)», να σκιαγραφήσω τις δύο επικρατέστερες στάσεις που έχουμε υιοθετήσει ως κοινωνία απέναντι στο παρελθόν μας. Το έργο – που ανεβάζεται αυτή την εποχή στην Κύπρο – αναφέρεται στην ιστορία δύο Ε/Κ γυναικών, των οποίων ο αδελφός αγνοείται από το 1974. Η μεγαλύτερη αδελφή, ακολουθώντας το παράδειγμα και τις επιταγές της μάνας της, θέτει ως σκοπό της ζωής της την ανεύρεση του χαμένου αδελφού ή έστω (όταν της αποκαλύπτεται εν τέλει μετά από 35 χρόνια σε όραμα ότι αυτός έχει πεθάνει) των οστών του. Ως εκ τούτου, απαρνείται όλες τις γήινες απολαύσεις (έρωτα, γάμο, παιδιά), είναι ντυμένη μονίμως στα μαύρα, κουβαλάει πάντα μαζί της τη φωτογραφία του αγνοουμένου μαζί μ’ ένα καντήλι και δεν χάνει ευκαιρία να συμμετάσχει σε κάθε διαδήλωση διαμαρτυρίας. Καθηλωμένη σχεδόν αρρωστημένα στο τραύμα της, δεν κατορθώνει να αναμετρηθεί δυναμικά μαζί του, να το ξεπεράσει και να δομήσει μια υγιή ζωή. Κατασπαραγμένη από την ίδια της τη μνήμη, καταλήγει στην αυτοπυρπόληση.
Η μικρότερη αδελφή πάλι – που, καθόλου τυχαία, ονομάζεται Ισμήνη – παρουσιάζεται ως το ακριβώς αντίθετο. Έχοντας αποδράσει από την Κύπρο και από το τραυματικό οικογενειακό της παρελθόν, προσπαθεί με τον Ελλαδίτη σύζυγό της να χτίσει μια «ενδιαφέρουσα ζωή», γεμάτη ανέμελα ταξιδάκια και ακίνδυνες ασχολίες. Στην πεισματική της προσπάθεια «να ξεχάσει», ούτε αυτή επιτυγχάνει να συνδιαλλαγεί με το παρελθόν της. Φοβούμενη την αναμέτρηση με το τραύμα, καταφέρνει μόνο επιφανειακά να το κουκουλώσει και, όταν αυτό αναδύεται κάποια στιγμή εκρηκτικά στην επιφάνεια, καταλήγει να την παραλύσει βουλιάζοντάς την ακόμη περισσότερο στην κενότητα της ζωής της.
Ο συγγραφέας, βεβαίως – όπως και η μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας μας εξάλλου – δεν υιοθετεί την ίδια κριτική στάση απέναντι στους δύο αυτούς χαρακτήρες. Ενώ καταδικάζει κάθετα τον δεύτερο, ηρωοποιεί και ανάγει σε υπόδειγμα ιστορικής ευθύνης τον πρώτο (εξ’ ου και ο έμμεσος παραλληλισμός με τις τραγικές ηρωίδες Αντιγόνη και Ισμήνη).
Είναι όμως έτσι; Κατά την άποψή μου, πρόκειται για δύο στάσεις απέναντι στην ιστορία μας εξίσου προβληματικές. Με ψυχαναλυτικούς όρους, θα λέγαμε πως αποτελούν τις δύο όψεις της ίδιας νεύρωσης, της ίδιας διαταραγμένης σχέσης με το παρελθόν μας. Μια ώριμη κοινωνία – όπως κι ένας ώριμος άνθρωπος – έχει το θάρρος να αντικρίζει κατάματα τα τραύματά της, να μπαίνει σε διαλεκτική σχέση μαζί τους και να τα επεξεργάζεται, ούτως ώστε να αποφεύγει την επανάληψη των συνθηκών που τα δημιούργησαν. Με λίγα λόγια, να τα αναλύει, να τα ξεπερνάει και να προχωράει μπροστά. Αντίθετα, μια ανώριμη κοινωνία αδυνατεί να μιλήσει ανοιχτά για το παρελθόν της και αμφιταλαντεύεται μονίμως ανάμεσα σε μια αρρωστημένη προσκόλληση ή σε μια ψευδο-επικάλυψη του τραύματος. Είναι καταδικασμένη έτσι να διαιωνίζει το ίδιο αυτό παρελθόν που την έχει στιγματίσει.
Είναι καιρός, νομίζω, ν’ απεγκλωβιστούμε από αυτά τα δύο μοντέλα συμπεριφοράς και ν’ ανοίξουμε, πάνω σε εντελώς διαφορετική βάση, τους λογαριασμούς με το ιστορικό μας παρελθόν. Τόσο να πενθήσουμε σωστά και να θάψουμε επιτέλους εν ειρήνη τους νεκρούς μας (αλλά και τους νεκρούς των άλλων), όσο και να αναμετρηθούμε με τα λάθη και τις ευθύνες μας. Με νηφαλιότητα και θάρρος ας αντιμετωπίσουμε τα τραύματά μας, για να μπορέσουμε τελικά να τα ξεπεράσουμε.
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 15/2/2009, σ. 14
«Ήταν όλοι τους παιδιά μου!»
Της Κωνσταντίνας Ζάνου[*]
Όλοι, νομίζω, λίγο-πολύ αντιλαμβανόμαστε πως η ομολογία Αττίλα Ολγάτς άνοιξε και το δικό μας Κουτί της Πανδώρας. Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια που ομολογούνται δημόσια τα εγκλήματα της Κύπρου. Είναι όμως η πρώτη φορά που έχουμε διαφορετικά αυτιά για να τα ακούσουμε. Οι δημόσιες συζητήσεις που ανοίχτηκαν με αφορμή το γεγονός αυτό δεν εστιάζονται πλέον αποκλειστικά στα εγκλήματα του τουρκικού στρατού στην Κύπρο, αλλά θέτουν επί τάπητος, στο σύνολό τους, ΟΛΑ τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν σ’ αυτό το νησί τον τελευταίο μισό αιώνα, ανεξαρτήτως αν έγιναν από Τούρκους ή Έλληνες, Ελληνοκύπριους ή Τουρκοκύπριους, από οργανωμένους κρατικούς στρατούς ή από άτακτες εξτρεμιστικές ομάδες. Υπάρχει μια νέα γενιά ανθρώπων (και μαζί της όσοι φωτισμένοι της παλαιότερης γενιάς) που έχει το θάρρος πια να ονομάζει τα εγκλήματα εγκλήματα και να τα καταδικάζει στο σύνολό τους, που έχει την περιέργεια να μάθει την αλήθεια, που δεν φοβάται ν’ ανοίξει επιτέλους το για χρόνια επτασφράγιστο δικό μας Κουτί της Πανδώρας, ν’ αναμετρηθεί με το επικίνδυνο περιεχόμενό του και ν’ απελευθερώσει έτσι, μια και καλή, την ελπίδα που κρύβεται μέσα του.
Ένας παραλληλισμός ανάμεσα σ’ αυτά που βιώνουμε με τα όσα διαδραματίζονται στο έργο του Άρθουρ Μίλλερ «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» (που παίζεται αυτή την εποχή στην Κύπρο) είναι πιστεύω ιδιαίτερα διαφωτιστικός. Στο έργο, ο Τζο Κέλλερ, ένας αυτοδημιούργητος εργοστασιάρχης, παράγει, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εξαρτήματα πολεμικών αεροπλάνων και τα πουλάει στην Αμερικανική Αεροπορία. Όταν μια παρτίδα από τα εξαρτήματα αυτά βγαίνουν ελαττωματικά, δεν διστάζει να τα πουλήσει εν συνειδήσει του στην Αεροπορία, προκαλώντας έτσι τη συντριβή 21 πολεμικών αεροπλάνων και το θάνατο άλλων τόσων αεροπόρων. Στη δίκη που ακολουθεί ο Τζο κατορθώνει με ένα ψέμα να αθωωθεί, αποδίδοντας αποκλειστικά την ευθύνη στο συνέταιρό του, που καταδικάζεται έτσι σε χρόνια φυλάκιση. Στο μεταξύ ο πόλεμος τελειώνει και ο Τζο περιμένει τους δυο γιους του να γυρίσουν από το μέτωπο. Ενώ όμως ο ένας γυρνά πίσω σώος, ο άλλος καταγράφεται στη λίστα των αγνοουμένων. Διατηρώντας επτασφράγιστο το μυστικό του, ο Τζο συνεχίζει εντούτοις να καμώνεται τον αθώο, να μεγαλώνει την εταιρία του και ν’ αποτελεί πρότυπο καλού οικογενειάρχη και πατριώτη για τον μικρότερο και επιβιώσαντα γιο του. Η τραγωδία αρχίζει απ’ τη στιγμή που μια σειρά συγκυριών αναγκάζει αυτόν τον τελευταίο, τον Κρις, να ξυπνήσει από τον συνειδησιακό του λήθαργο και να πάρει τη ζωή στα χέρια του. Ο έρωτάς του με την πρώην αρραβωνιαστικιά του χαμένου αδελφού του και κόρη του καταδικασμένου συνεταίρου του Τζο, τον σπρώχνει να ερευνήσει και τελικά να ανακαλύψει όλη την αλήθεια για τον πατέρα του. Αντιμέτωπος με την απογοήτευση και την κριτική του Κρις, ο πατέρας προσπαθεί αρχικά να δικαιολογηθεί, για να συντριβεί όμως αμέσως μετά, υπό το βάρος της αποκάλυψης ότι ο άλλος γιος του που αγνοείται, στην πραγματικότητα αυτοκτόνησε από ντροπή για τα κατορθώματα του πατέρα του. Τα λόγια του Κρις στους γονείς του, όταν αυτοί, προς το τέλος του έργου, συντετριμμένοι διερωτώνται τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν, είναι συγκλονιστικά: «Να γίνετε καλύτεροι! Να καταλάβετε πως ένας ολόκληρος κόσμος ζει και κινείται έξω από την αυλή σας και πως είστε υπεύθυνοι γι αυτόν. Αν δεν το καταλάβετε, σημαίνει πως ο γιος σας σκοτώθηκε άσκοπα. Γιατί αυτοκτόνησε ακριβώς για να σας δώσει ένα μάθημα!». Η κάθαρση πράγματι επέρχεται μόνο όταν ο Τζο αντιλαμβάνεται τη βαθιά σχέση που συνδέει τους (φαινομενικά άσχετους) θανάτους των 21 αεροπόρων με το θάνατο του γιου του, όταν αντιλαμβάνεται δηλαδή την ΣΥΝΟΛΙΚΗ ευθύνη που τον βαραίνει. Εκστομίζοντας ένα συνταρακτικό «ΉΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ!», αποφασίζει να αποσυρθεί από τη ζωή. Και πιστεύω πως μόνο έτσι ξανακερδίζει την εκτίμηση και την πραγματική αγάπη του γιου του.
Το έργο του Μίλλερ μου γεννάει αναπόφευκτα το ερώτημα: Πότε θα ακούσουμε κι εμείς τους δικούς μας πατεράδες να λένε, με την ίδια ειλικρίνεια και μεγαλείο ψυχής, «ΉΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ!»; Πότε θα μας δώσουν την ευκαιρία να μάθουμε την αλήθεια, να τους κρίνουμε, να τους κατανοήσουμε και στα λάθη τους και, εν τέλει, να τους αγαπήσουμε και να τους εκτιμήσουμε πραγματικά;
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 8/2/2009, σ. 14
Όλοι, νομίζω, λίγο-πολύ αντιλαμβανόμαστε πως η ομολογία Αττίλα Ολγάτς άνοιξε και το δικό μας Κουτί της Πανδώρας. Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια που ομολογούνται δημόσια τα εγκλήματα της Κύπρου. Είναι όμως η πρώτη φορά που έχουμε διαφορετικά αυτιά για να τα ακούσουμε. Οι δημόσιες συζητήσεις που ανοίχτηκαν με αφορμή το γεγονός αυτό δεν εστιάζονται πλέον αποκλειστικά στα εγκλήματα του τουρκικού στρατού στην Κύπρο, αλλά θέτουν επί τάπητος, στο σύνολό τους, ΟΛΑ τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν σ’ αυτό το νησί τον τελευταίο μισό αιώνα, ανεξαρτήτως αν έγιναν από Τούρκους ή Έλληνες, Ελληνοκύπριους ή Τουρκοκύπριους, από οργανωμένους κρατικούς στρατούς ή από άτακτες εξτρεμιστικές ομάδες. Υπάρχει μια νέα γενιά ανθρώπων (και μαζί της όσοι φωτισμένοι της παλαιότερης γενιάς) που έχει το θάρρος πια να ονομάζει τα εγκλήματα εγκλήματα και να τα καταδικάζει στο σύνολό τους, που έχει την περιέργεια να μάθει την αλήθεια, που δεν φοβάται ν’ ανοίξει επιτέλους το για χρόνια επτασφράγιστο δικό μας Κουτί της Πανδώρας, ν’ αναμετρηθεί με το επικίνδυνο περιεχόμενό του και ν’ απελευθερώσει έτσι, μια και καλή, την ελπίδα που κρύβεται μέσα του.
Ένας παραλληλισμός ανάμεσα σ’ αυτά που βιώνουμε με τα όσα διαδραματίζονται στο έργο του Άρθουρ Μίλλερ «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» (που παίζεται αυτή την εποχή στην Κύπρο) είναι πιστεύω ιδιαίτερα διαφωτιστικός. Στο έργο, ο Τζο Κέλλερ, ένας αυτοδημιούργητος εργοστασιάρχης, παράγει, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εξαρτήματα πολεμικών αεροπλάνων και τα πουλάει στην Αμερικανική Αεροπορία. Όταν μια παρτίδα από τα εξαρτήματα αυτά βγαίνουν ελαττωματικά, δεν διστάζει να τα πουλήσει εν συνειδήσει του στην Αεροπορία, προκαλώντας έτσι τη συντριβή 21 πολεμικών αεροπλάνων και το θάνατο άλλων τόσων αεροπόρων. Στη δίκη που ακολουθεί ο Τζο κατορθώνει με ένα ψέμα να αθωωθεί, αποδίδοντας αποκλειστικά την ευθύνη στο συνέταιρό του, που καταδικάζεται έτσι σε χρόνια φυλάκιση. Στο μεταξύ ο πόλεμος τελειώνει και ο Τζο περιμένει τους δυο γιους του να γυρίσουν από το μέτωπο. Ενώ όμως ο ένας γυρνά πίσω σώος, ο άλλος καταγράφεται στη λίστα των αγνοουμένων. Διατηρώντας επτασφράγιστο το μυστικό του, ο Τζο συνεχίζει εντούτοις να καμώνεται τον αθώο, να μεγαλώνει την εταιρία του και ν’ αποτελεί πρότυπο καλού οικογενειάρχη και πατριώτη για τον μικρότερο και επιβιώσαντα γιο του. Η τραγωδία αρχίζει απ’ τη στιγμή που μια σειρά συγκυριών αναγκάζει αυτόν τον τελευταίο, τον Κρις, να ξυπνήσει από τον συνειδησιακό του λήθαργο και να πάρει τη ζωή στα χέρια του. Ο έρωτάς του με την πρώην αρραβωνιαστικιά του χαμένου αδελφού του και κόρη του καταδικασμένου συνεταίρου του Τζο, τον σπρώχνει να ερευνήσει και τελικά να ανακαλύψει όλη την αλήθεια για τον πατέρα του. Αντιμέτωπος με την απογοήτευση και την κριτική του Κρις, ο πατέρας προσπαθεί αρχικά να δικαιολογηθεί, για να συντριβεί όμως αμέσως μετά, υπό το βάρος της αποκάλυψης ότι ο άλλος γιος του που αγνοείται, στην πραγματικότητα αυτοκτόνησε από ντροπή για τα κατορθώματα του πατέρα του. Τα λόγια του Κρις στους γονείς του, όταν αυτοί, προς το τέλος του έργου, συντετριμμένοι διερωτώνται τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν, είναι συγκλονιστικά: «Να γίνετε καλύτεροι! Να καταλάβετε πως ένας ολόκληρος κόσμος ζει και κινείται έξω από την αυλή σας και πως είστε υπεύθυνοι γι αυτόν. Αν δεν το καταλάβετε, σημαίνει πως ο γιος σας σκοτώθηκε άσκοπα. Γιατί αυτοκτόνησε ακριβώς για να σας δώσει ένα μάθημα!». Η κάθαρση πράγματι επέρχεται μόνο όταν ο Τζο αντιλαμβάνεται τη βαθιά σχέση που συνδέει τους (φαινομενικά άσχετους) θανάτους των 21 αεροπόρων με το θάνατο του γιου του, όταν αντιλαμβάνεται δηλαδή την ΣΥΝΟΛΙΚΗ ευθύνη που τον βαραίνει. Εκστομίζοντας ένα συνταρακτικό «ΉΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ!», αποφασίζει να αποσυρθεί από τη ζωή. Και πιστεύω πως μόνο έτσι ξανακερδίζει την εκτίμηση και την πραγματική αγάπη του γιου του.
Το έργο του Μίλλερ μου γεννάει αναπόφευκτα το ερώτημα: Πότε θα ακούσουμε κι εμείς τους δικούς μας πατεράδες να λένε, με την ίδια ειλικρίνεια και μεγαλείο ψυχής, «ΉΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ!»; Πότε θα μας δώσουν την ευκαιρία να μάθουμε την αλήθεια, να τους κρίνουμε, να τους κατανοήσουμε και στα λάθη τους και, εν τέλει, να τους αγαπήσουμε και να τους εκτιμήσουμε πραγματικά;
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 8/2/2009, σ. 14
«Συζητάμε» για την ιστορία χωρίς τους ιστορικούς
Της Κωνσταντίνας Ζάνου[*]
Η τελευταία εκπομπή της κ. Ειρήνης Χαραλαμπίδου «Το Συζητάμε» (ΡΙΚ 1, 26/1/09) ήταν αφιερωμένη στο θέμα της ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα, η συζήτηση στήθηκε με αφορμή τις αντιδράσεις που προκάλεσε το μήνυμα του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού προς τα σχολεία με την ευκαιρία της ονομαστικής γιορτής του Μακαρίου, και ιδιαίτερα η παράγραφος που αναφέρεται στις «διακοινοτικές συγκρούσεις, τις οποίες προκάλεσαν παράνομες και εξτρεμιστικές ε/κ και τ/κ οργανώσεις, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στην τραγωδία του 1974». Καλεσμένοι στη συζήτηση ήταν ο ίδιος ο Υπουργός Παιδείας κ. Ανδρέας Δημητρίου, ο πρώην Υπουργός Παιδείας κ. Άκης Κλεάνθους, ο βουλευτής του ΕΥΡΩΚΟ κ. Νίκος Κουτσού, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Παιδείας και Επίτροπος Παιδείας του ΔΗΣΥ κ. Νίκος Τορναρίτης, και ο βουλευτής του ΑΚΕΛ κ. Τάκης Χατζηγεωργίου.
Δεν θα εισέλθω στη συζήτηση γύρω από την επίμαχη αναφορά του Υπουργού και τις υπέρμετρα δυσανάλογες αντιδράσεις που προκάλεσε. Εξάλλου το θέμα έχει καλυφθεί εκτενέστατα από τον τύπο και έχει καταδειχθεί επαρκώς το αβάσιμο και ανεπιστημονικό των όσων λέγονται ενάντια στην υπουργική εγκύκλιο (βλ. ενδεικτικά το άρθρο του Μακάριου Δρουσιώτη «Ανεξεταστέα στην Ιστορία η ΟΕΛΜΕΚ», Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, 25/1/09).
Θα ήθελα μόνο να κάνω μια επισήμανση: Σε μια εκπομπή με θέμα την ιστορία δεν κλήθηκε να μιλήσει κανένας ιστορικός. Και διερωτώμαι: Πώς μπορεί να διεξαχθεί μια συζήτηση για την ιστορία χωρίς ούτε έναν ιστορικό, ή έστω, έναν επιστημονικά καταρτισμένο μελετητή της περί ου ο λόγος ιστορικής περιόδου;
Η κριτική μου δεν απευθύνεται ειδικά προς την επιλογή της κ. Χαραλαμπίδου (η οποία κατά τα άλλα ξεχωρίζει και για την ποιότητα της δουλειάς της, αλλά και για την τόλμη των εκπομπών της). Αντίθετα, απευθύνεται προς τη γενικότερη αντίληψη που έχουμε διαμορφώσει ως κοινωνία για την ιστορία ως γνωστικό αντικείμενο. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η ιστορία (και ιδιαίτερα η πρόσφατη ιστορία) αποτελεί ένα είδος γνωσιακού «ανοιχτού πεδίου», στο οποίο ο καθένας, εφοδιασμένος μονάχα με την προσωπική του μνήμη και την πολιτική του ιδεολογία, θεωρεί τον εαυτό του ειδικό. Πράγματι, ιδίως τους τελευταίους μήνες, παρατηρώ πως όλοι – από τους πολιτικούς και τους ιεράρχες, μέχρι τους δημοσιογράφους και τους διάφορους θαμώνες των τηλεοπτικών πάνελ – θεωρούν εαυτούς καταρτισμένους να εκφέρουν ιστορικό λόγο. Όλοι ερωτώνται, μιλούν και αποφαίνονται με τρομακτικά μεγάλη ευκολία, για το αν και πώς πρέπει να ξαναγραφτούν τα βιβλία της ιστορίας. Όλοι, εκτός από τους ίδιους τους επιστήμονες ιστορικούς.
Το φαινόμενο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «από-επιστημονικοποίηση της ιστορίας». Φαίνεται να ξεχνούμε, δηλαδή, πως η ιστορία αποτελεί ένα συγκροτημένο επιστημονικό κλάδο που διέπεται από συγκεκριμένους μεθοδολογικούς και θεωρητικούς κανόνες. Ιστορικός δεν γίνεται κανείς από τη μια μέρα στην άλλη. Αντίθετα, απαιτούνται πολλά χρόνια σπουδών, συστηματική εντρύφηση με τα αρχεία, επαρκής θεωρητική και μεθοδολογική κατάρτιση, εκ βαθέων μελέτη συγκεκριμένων ιστορικών περιόδων, συνεχής εξάσκηση στην ιστορική γραφή κ.ο.κ.
Από την άλλη, όλοι οι άνθρωποι, άλλος σε μεγαλύτερο και άλλος σε μικρότερο βαθμό, είναι μέτοχοι της ιστορίας. Αυτό δεν σημαίνει όμως αυτόματα πως όλοι μπορούν να μιλούν ως ειδικοί για την ιστορία, ή ακόμα περισσότερο, να αποφαίνονται για το πώς πρέπει να γράφονται τα ιστορικά βιβλία. Όλοι μας μπαίνουμε σε αεροπλάνα ή αρρωσταίνουμε κάποια στιγμή. Κανείς μας όμως δεν διανοείται ότι μπορεί να κατασκευάσει ένα αεροπλάνο ή να κάνει μια εγχείριση.
Υπάρχουν φυσικά λιγότερο ή περισσότερο καλοί ιστορικοί, όπως υπάρχουν λιγότερο ή περισσότερο καλοί κατασκευαστές αεροπλάνων ή χειρουργοί. Το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι να αφήσουμε τους ειδικούς να κάνουν απερίσπαστα τη δουλειά τους και, κυρίως, να εμπιστευτούμε τη γνώση τους.
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 1/2/2009, σ. 16
Η τελευταία εκπομπή της κ. Ειρήνης Χαραλαμπίδου «Το Συζητάμε» (ΡΙΚ 1, 26/1/09) ήταν αφιερωμένη στο θέμα της ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα, η συζήτηση στήθηκε με αφορμή τις αντιδράσεις που προκάλεσε το μήνυμα του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού προς τα σχολεία με την ευκαιρία της ονομαστικής γιορτής του Μακαρίου, και ιδιαίτερα η παράγραφος που αναφέρεται στις «διακοινοτικές συγκρούσεις, τις οποίες προκάλεσαν παράνομες και εξτρεμιστικές ε/κ και τ/κ οργανώσεις, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στην τραγωδία του 1974». Καλεσμένοι στη συζήτηση ήταν ο ίδιος ο Υπουργός Παιδείας κ. Ανδρέας Δημητρίου, ο πρώην Υπουργός Παιδείας κ. Άκης Κλεάνθους, ο βουλευτής του ΕΥΡΩΚΟ κ. Νίκος Κουτσού, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Παιδείας και Επίτροπος Παιδείας του ΔΗΣΥ κ. Νίκος Τορναρίτης, και ο βουλευτής του ΑΚΕΛ κ. Τάκης Χατζηγεωργίου.
Δεν θα εισέλθω στη συζήτηση γύρω από την επίμαχη αναφορά του Υπουργού και τις υπέρμετρα δυσανάλογες αντιδράσεις που προκάλεσε. Εξάλλου το θέμα έχει καλυφθεί εκτενέστατα από τον τύπο και έχει καταδειχθεί επαρκώς το αβάσιμο και ανεπιστημονικό των όσων λέγονται ενάντια στην υπουργική εγκύκλιο (βλ. ενδεικτικά το άρθρο του Μακάριου Δρουσιώτη «Ανεξεταστέα στην Ιστορία η ΟΕΛΜΕΚ», Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, 25/1/09).
Θα ήθελα μόνο να κάνω μια επισήμανση: Σε μια εκπομπή με θέμα την ιστορία δεν κλήθηκε να μιλήσει κανένας ιστορικός. Και διερωτώμαι: Πώς μπορεί να διεξαχθεί μια συζήτηση για την ιστορία χωρίς ούτε έναν ιστορικό, ή έστω, έναν επιστημονικά καταρτισμένο μελετητή της περί ου ο λόγος ιστορικής περιόδου;
Η κριτική μου δεν απευθύνεται ειδικά προς την επιλογή της κ. Χαραλαμπίδου (η οποία κατά τα άλλα ξεχωρίζει και για την ποιότητα της δουλειάς της, αλλά και για την τόλμη των εκπομπών της). Αντίθετα, απευθύνεται προς τη γενικότερη αντίληψη που έχουμε διαμορφώσει ως κοινωνία για την ιστορία ως γνωστικό αντικείμενο. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η ιστορία (και ιδιαίτερα η πρόσφατη ιστορία) αποτελεί ένα είδος γνωσιακού «ανοιχτού πεδίου», στο οποίο ο καθένας, εφοδιασμένος μονάχα με την προσωπική του μνήμη και την πολιτική του ιδεολογία, θεωρεί τον εαυτό του ειδικό. Πράγματι, ιδίως τους τελευταίους μήνες, παρατηρώ πως όλοι – από τους πολιτικούς και τους ιεράρχες, μέχρι τους δημοσιογράφους και τους διάφορους θαμώνες των τηλεοπτικών πάνελ – θεωρούν εαυτούς καταρτισμένους να εκφέρουν ιστορικό λόγο. Όλοι ερωτώνται, μιλούν και αποφαίνονται με τρομακτικά μεγάλη ευκολία, για το αν και πώς πρέπει να ξαναγραφτούν τα βιβλία της ιστορίας. Όλοι, εκτός από τους ίδιους τους επιστήμονες ιστορικούς.
Το φαινόμενο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «από-επιστημονικοποίηση της ιστορίας». Φαίνεται να ξεχνούμε, δηλαδή, πως η ιστορία αποτελεί ένα συγκροτημένο επιστημονικό κλάδο που διέπεται από συγκεκριμένους μεθοδολογικούς και θεωρητικούς κανόνες. Ιστορικός δεν γίνεται κανείς από τη μια μέρα στην άλλη. Αντίθετα, απαιτούνται πολλά χρόνια σπουδών, συστηματική εντρύφηση με τα αρχεία, επαρκής θεωρητική και μεθοδολογική κατάρτιση, εκ βαθέων μελέτη συγκεκριμένων ιστορικών περιόδων, συνεχής εξάσκηση στην ιστορική γραφή κ.ο.κ.
Από την άλλη, όλοι οι άνθρωποι, άλλος σε μεγαλύτερο και άλλος σε μικρότερο βαθμό, είναι μέτοχοι της ιστορίας. Αυτό δεν σημαίνει όμως αυτόματα πως όλοι μπορούν να μιλούν ως ειδικοί για την ιστορία, ή ακόμα περισσότερο, να αποφαίνονται για το πώς πρέπει να γράφονται τα ιστορικά βιβλία. Όλοι μας μπαίνουμε σε αεροπλάνα ή αρρωσταίνουμε κάποια στιγμή. Κανείς μας όμως δεν διανοείται ότι μπορεί να κατασκευάσει ένα αεροπλάνο ή να κάνει μια εγχείριση.
Υπάρχουν φυσικά λιγότερο ή περισσότερο καλοί ιστορικοί, όπως υπάρχουν λιγότερο ή περισσότερο καλοί κατασκευαστές αεροπλάνων ή χειρουργοί. Το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι να αφήσουμε τους ειδικούς να κάνουν απερίσπαστα τη δουλειά τους και, κυρίως, να εμπιστευτούμε τη γνώση τους.
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 1/2/2009, σ. 16
«Συμπολίτες/ Συμπολίτισσες!...»
Της Κωνσταντίνας Ζάνου[*]
“My fellow citizens!...” (Συμπολίτες/συμπολίτισσες!...): με αυτή την προσφώνηση ξεκίνησε η πρώτη ομιλία του Barack Obama ως Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ ο τηλεοπτικός φακός εστίαζε στα συγκινημένα πρόσωπα των εκατομμυρίων Αμερικανών που τον παρακολουθούσαν – πρόσωπα που αν έβλεπε κανείς ξεχωριστά καμία σχέση δεν θα έλεγε πως έχουν μεταξύ τους. Πράγματι, οι τόσο ανομοιογενείς φυλετικά, εθνοτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά Αμερικανοί πολίτες ενώνονται μόνο από ένα πράγμα: το Αμερικανικό σύνταγμα. Αυτό που τους καθιστά ενιαίο σύνολο είναι αποκλειστικά η ιδιότητα τους ως πολίτες του Αμερικανικού κράτους, ως συμμέτοχοι των δημοκρατικών αξιών που πηγάζουν από το σύνταγμά τους. Με άλλα λόγια, αποτελούν, πέρα και πάνω απ’ όλα, μια κοινωνία των πολιτών.
Ας δούμε τώρα τι γίνεται στα καθ’ ημάς. Η επικρατέστερη προσφώνηση προς τους Κύπριους πολίτες από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η εξής: «Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ!...» (ας θυμηθούμε λίγο τον Μακάριο) ή «Αξιότιμε Κυπριακέ Λαέ!...» (από μεταγενέστερους Προέδρους). Αυτή η τελευταία συνοδεύεται συνήθως και από μια αναφορά στους «Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας», που προστίθεται κάπου στο τέλος της ομιλίας ή, μόνο πολύ προσφάτως, από τον νυν Πρόεδρο, αμέσως μετά την αρχική προσφώνηση. Όπως και να ‘χει, οι Τουρκοκύπριοι έπονται πάντα του «Κυπριακού λαού», που νοείται έτσι ως «Ελληνοκυπριακός». Και φυσικά ποτέ δεν έχουμε αναφορά στην έννοια του πολίτη πέραν πάσης εθνικο-θρησκευτικής ιδιότητας.
Οι παρατηρήσεις επί των προσφωνήσεων δεν γίνονται απλώς χάριν ευφυολογίας. Σκοπός μου είναι, αντίθετα, να προβληματίσω τον αναγνώστη γύρω από ένα πολύ σημαντικό θέμα: αυτό της πολιτικής κουλτούρας. Η αντιδιαστολή ανάμεσα στις προσφωνήσεις των εκάστοτε Αμερικανών και Κυπρίων Προέδρων είναι δηλωτική μιας εκ διαμέτρου αντίθετης κατανόησης του κράτους, του έθνους και της πολιτικής.
Όπως πολύ καλά αναλύεται από τον πολιτικό επιστήμονα Νιαζί Κιζιλγιουρέκ στο βιβλίο του «Κύπρος: το Αδιέξοδο των Εθνικισμών» (Αθήνα 1999), οι ιστορικές συνθήκες που οδήγησαν στη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, και πιο συγκεκριμένα η πρόσληψη της γέννησης του Κυπριακού κράτους ως αναγκαστικού συμβιβασμού ανάμεσα σε δύο ανεκπλήρωτα εθνικά-ενωτικά κινήματα, έφεραν σε θέση αντιπαράθεσης την εθνική και την πολιτική ταυτότητα των Κυπρίων. Για πολλά χρόνια, όσο το όραμα της Ένωσης ήταν ακόμα έκδηλα ζωντανό, η Ελληνοκυπριακή και αργότερα η Τουρκοκυπριακή πολιτικο-διανοητική ελίτ πολεμούσε η καθεμιά ξεχωριστά το κράτος εν ονόματι του έθνους. Αλλά και αργότερα, όταν είχε πια – επιφανειακά τουλάχιστον – πεθάνει κάθε προσδοκία Ένωσης, οι Κύπριοι δεν έπαψαν να αντιμετωπίζουν οποιαδήποτε πρόταση πολιτικής λύσης και κρατικής συγκρότησης με καχυποψία, ως μια ενδεχόμενη λύση ηττημένων προσδοκιών.
Η ανισόρροπη σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε εθνική καταγωγή και πολιτειακή υπόσταση εμπόδισε την ανάπτυξη μιας πολιτικής νοοτροπίας που να αντιμετωπίζει τους Κύπριους ως μια κοινωνία των πολιτών. Ενώ υποτιμήθηκε η ατομική ιδιότητα του Κύπριου ως πολίτη, υπερτιμήθηκε η συλλογική του ιδιότητα ως μέλους μιας από τις απαρτίζουσες το κράτος εθνο-θρησκευτικές κοινότητες. Με λίγα λόγια, στην Κύπρο δεν νοείται πολιτική-πολιτειακή ταυτότητα που να μην περνάει δια μέσου της εθνικής-θρησκευτικής. Στο πλαίσιο μιας νοοτροπίας όπου θρησκεία, γλώσσα, εθνική καταγωγή και κρατική υπόσταση θεωρούνται αναπόσπαστο και οργανικό σύνολο, έθνος και κράτος ταυτίζονται απολύτως, εξοβελίζοντας οποιαδήποτε έννοια της ιδιότητας του πολίτη ως ενοποιητικού στοιχείου.
Είναι καιρός νομίζω να τακτοποιήσουμε την ανισόρροπη αυτή σχέση. Να συνειδητοποιήσουμε πως η ταύτισή μας με ένα σύνολο που καθορίζεται ως τέτοιο μόνο από το σύνταγμά του και την ιδιότητα του πολίτη που απορρέει από αυτό, δεν απειλεί διόλου την επιβίωση των εθνοτικών και άλλων πολιτισμικών μας χαρακτηριστικών. Να προχωρήσουμε χωρίς φόβους και καχυποψίες στην οικοδόμηση ενός κράτους που θα βασίζεται, όχι στην έννοια του έθνους, αλλά του πολίτη και της κοινωνίας των πολιτών.
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 25/1/2009, σ. 16
“My fellow citizens!...” (Συμπολίτες/συμπολίτισσες!...): με αυτή την προσφώνηση ξεκίνησε η πρώτη ομιλία του Barack Obama ως Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ ο τηλεοπτικός φακός εστίαζε στα συγκινημένα πρόσωπα των εκατομμυρίων Αμερικανών που τον παρακολουθούσαν – πρόσωπα που αν έβλεπε κανείς ξεχωριστά καμία σχέση δεν θα έλεγε πως έχουν μεταξύ τους. Πράγματι, οι τόσο ανομοιογενείς φυλετικά, εθνοτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά Αμερικανοί πολίτες ενώνονται μόνο από ένα πράγμα: το Αμερικανικό σύνταγμα. Αυτό που τους καθιστά ενιαίο σύνολο είναι αποκλειστικά η ιδιότητα τους ως πολίτες του Αμερικανικού κράτους, ως συμμέτοχοι των δημοκρατικών αξιών που πηγάζουν από το σύνταγμά τους. Με άλλα λόγια, αποτελούν, πέρα και πάνω απ’ όλα, μια κοινωνία των πολιτών.
Ας δούμε τώρα τι γίνεται στα καθ’ ημάς. Η επικρατέστερη προσφώνηση προς τους Κύπριους πολίτες από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η εξής: «Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ!...» (ας θυμηθούμε λίγο τον Μακάριο) ή «Αξιότιμε Κυπριακέ Λαέ!...» (από μεταγενέστερους Προέδρους). Αυτή η τελευταία συνοδεύεται συνήθως και από μια αναφορά στους «Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας», που προστίθεται κάπου στο τέλος της ομιλίας ή, μόνο πολύ προσφάτως, από τον νυν Πρόεδρο, αμέσως μετά την αρχική προσφώνηση. Όπως και να ‘χει, οι Τουρκοκύπριοι έπονται πάντα του «Κυπριακού λαού», που νοείται έτσι ως «Ελληνοκυπριακός». Και φυσικά ποτέ δεν έχουμε αναφορά στην έννοια του πολίτη πέραν πάσης εθνικο-θρησκευτικής ιδιότητας.
Οι παρατηρήσεις επί των προσφωνήσεων δεν γίνονται απλώς χάριν ευφυολογίας. Σκοπός μου είναι, αντίθετα, να προβληματίσω τον αναγνώστη γύρω από ένα πολύ σημαντικό θέμα: αυτό της πολιτικής κουλτούρας. Η αντιδιαστολή ανάμεσα στις προσφωνήσεις των εκάστοτε Αμερικανών και Κυπρίων Προέδρων είναι δηλωτική μιας εκ διαμέτρου αντίθετης κατανόησης του κράτους, του έθνους και της πολιτικής.
Όπως πολύ καλά αναλύεται από τον πολιτικό επιστήμονα Νιαζί Κιζιλγιουρέκ στο βιβλίο του «Κύπρος: το Αδιέξοδο των Εθνικισμών» (Αθήνα 1999), οι ιστορικές συνθήκες που οδήγησαν στη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, και πιο συγκεκριμένα η πρόσληψη της γέννησης του Κυπριακού κράτους ως αναγκαστικού συμβιβασμού ανάμεσα σε δύο ανεκπλήρωτα εθνικά-ενωτικά κινήματα, έφεραν σε θέση αντιπαράθεσης την εθνική και την πολιτική ταυτότητα των Κυπρίων. Για πολλά χρόνια, όσο το όραμα της Ένωσης ήταν ακόμα έκδηλα ζωντανό, η Ελληνοκυπριακή και αργότερα η Τουρκοκυπριακή πολιτικο-διανοητική ελίτ πολεμούσε η καθεμιά ξεχωριστά το κράτος εν ονόματι του έθνους. Αλλά και αργότερα, όταν είχε πια – επιφανειακά τουλάχιστον – πεθάνει κάθε προσδοκία Ένωσης, οι Κύπριοι δεν έπαψαν να αντιμετωπίζουν οποιαδήποτε πρόταση πολιτικής λύσης και κρατικής συγκρότησης με καχυποψία, ως μια ενδεχόμενη λύση ηττημένων προσδοκιών.
Η ανισόρροπη σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε εθνική καταγωγή και πολιτειακή υπόσταση εμπόδισε την ανάπτυξη μιας πολιτικής νοοτροπίας που να αντιμετωπίζει τους Κύπριους ως μια κοινωνία των πολιτών. Ενώ υποτιμήθηκε η ατομική ιδιότητα του Κύπριου ως πολίτη, υπερτιμήθηκε η συλλογική του ιδιότητα ως μέλους μιας από τις απαρτίζουσες το κράτος εθνο-θρησκευτικές κοινότητες. Με λίγα λόγια, στην Κύπρο δεν νοείται πολιτική-πολιτειακή ταυτότητα που να μην περνάει δια μέσου της εθνικής-θρησκευτικής. Στο πλαίσιο μιας νοοτροπίας όπου θρησκεία, γλώσσα, εθνική καταγωγή και κρατική υπόσταση θεωρούνται αναπόσπαστο και οργανικό σύνολο, έθνος και κράτος ταυτίζονται απολύτως, εξοβελίζοντας οποιαδήποτε έννοια της ιδιότητας του πολίτη ως ενοποιητικού στοιχείου.
Είναι καιρός νομίζω να τακτοποιήσουμε την ανισόρροπη αυτή σχέση. Να συνειδητοποιήσουμε πως η ταύτισή μας με ένα σύνολο που καθορίζεται ως τέτοιο μόνο από το σύνταγμά του και την ιδιότητα του πολίτη που απορρέει από αυτό, δεν απειλεί διόλου την επιβίωση των εθνοτικών και άλλων πολιτισμικών μας χαρακτηριστικών. Να προχωρήσουμε χωρίς φόβους και καχυποψίες στην οικοδόμηση ενός κράτους που θα βασίζεται, όχι στην έννοια του έθνους, αλλά του πολίτη και της κοινωνίας των πολιτών.
[*] Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πίζας και του Ευρωπαϊκού Διδακτορικού Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης και της Μεσογείου.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 25/1/2009, σ. 16
Πώς "τραγουδούμε το νησί μας";
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Παρακολουθήσαμε τις προάλλες (11 Σεπτεμβρίου, Τάφρος Ντ 'Αβίλα, Λευκωσία) τη μουσική παράσταση "Τραγουδώ το νησί μου", μια καλλιτεχνική υπερπαραγωγή που φιλοδοξεί, όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα, να αναπαραστήσει την ιστορία της Μεγαλονήσου. Ο εμπνευστής του πολυθεάματος, συνθέτης Γιώργος Θεοφάνους, συνέλεξε και μελοποίησε ένα ποτ-πουρί κυπριακών ποιητικών κειμένων, που κατά την άποψή του σκιαγραφούν την ιστορία της Κύπρου από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Το όλο εγχείρημα υποστηρίχθηκε από σημαντικές φωνές του ελληνικού τραγουδιού (Μαρινέλλα, Αντώνης Ρέμος, Πέτρος Γαϊτάνος) και από άλλους νεότερους συντελεστές, από ζωντανή ορχήστρα και πολυμελή χορωδία, από δεκάδες χορευτές/ ηθοποιούς που, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Κακλέα, εικονογραφούσαν επί σκηνής τους στίχους των τραγουδιών (ντυμένοι άλλοτε ως εξωγήινοι, άλλοτε ως Κύπριοι χωρικοί, πρόσφυγες ή αγωνιστές), από ένα σκηνικό εν είδει λαϊκής αθηναϊκής πίστας συνοδευόμενο με τα απαραίτητα οπτικά εφφέ (καπνοί, φωτιζόμενα σκαλοπάτια, φωτορυθμικοί προβολείς, κτλ.), όπως και από ένα υπερσύγχρονο εξοπλισμό ψηφιακών πολυμέσων που πρόβαλλαν σε γιγαντοοθόνες επιλεγμένες σκηνές από την κυπριακή ιστορία που κατά τον εμπνευστή συνδέονταν με τα πεπραγμένα επί σκηνής. Το όλο "Γιουροβιζιονικό" θέαμα εξελίχθηκε μπροστά στα μάτια 5000 περίπου θεατών. Άλλοι τόσοι θα το παρακολουθήσουν πιθανώς στις δύο προγραμματισμένες παραστάσεις του στο Ηρώδειο και ακόμα περισσότεροι ίσως από τους τηλεοπτικούς τους δέκτες όταν αυτό μεταδοθεί.
Η παράσταση ανήκει στην κατηγορία των θεαμάτων που αναπαράγουν ιστορικό αφήγημα στη δημόσια σφαίρα, θα ήθελα να σχολιάσω το νοηματικό της πλαίσιο. Είδαμε και άλλοτε τέτοιου είδους μεγάλα ιστορικά αφηγήματα: για παράδειγμα στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, αλλά και σε αυτήν του Πεκίνου. Αν και τα μεγέθη είναι ασύγκριτα, η λογική παραμένει η ίδια: μέσα σε 2-3 ώρες ξετυλίγεται με τρόπο συμβολικό όλο το νήμα της παγκόσμιας ή της εθνικής ιστορίας, ή ακόμα και των δύο. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ιστορία λειτουργεί ως ατραξιόν, ως ένα προϊόν προς μαζική κατανάλωση. Και ως τέτοιο πρέπει να ακολουθεί τους κανόνες της αγοράς και της διαφήμισης: πρέπει να μιλάει με τρόπο άμεσο, με σύμβολα ευρέως διαδεδομένα και ευδιάκριτα στην ιστορική συλλογική μνήμη. Κυρίως όμως πρέπει να διακινεί συναίσθημα. Επιπλέον, η δημόσια αφήγηση της ιστορίας προϋποθέτει, περισσότερο από κάθε άλλη μορφή ιστορικής αφήγησης, μια διαδικασία επιλογής και αφαίρεσης, ούτως ώστε το προϊόν να ανταποκρίνεται απόλυτα στις ανάγκες της μαζικής τέρψης. Ας δούμε λοιπόν πως επεξεργάστηκε αυτά τα θέματα ο κ. Θεοφάνους:
Α. Κατ'αρχάς, η επιλογή. Τα 40 κείμενα που επιλέχθηκαν να παρουσιαστούν φέρονται ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της κυπριακής διαχρονικής λογοτεχνικής παραγωγής και ιστορίας. Εκτός από ένα, όλα τα ποιήματα είναι ελληνοκυπριακής αποκλειστικά προέλευσης. Η τουρκοκυπριακή λογοτεχνική δημιουργία συρρικνώνεται σε ένα και μοναδικό ποίημα που παρουσιάζεται ως άλλοθι στο τέλος της παράστασης. Με άλλα λόγια, η ιστορία και η πολιτισμική ταυτότητα της Κύπρου παρουσιάζονται από την εν λόγω παράσταση ως αμιγώς και αποκλειστικά ελληνικές και ο όρος "Κύπριος" εξομοιώνεται με τον όρο "Ελληνοκύπριος".
Β. Όλα σχεδόν τα κείμενα επιστρατεύτηκαν για να εξυπηρετήσουν τον κεντρικό αφηγηματικό άξονα της παράστασης, ακόμα και ποιήματα που είχαν εντελώς διαφορετικό ιδεολογικό υπόβαθρο και ήταν άσχετα με τα γεγονότα που σκιαγραφούνταν. Οι αναχρονισμοί και οι μεταποιήσεις νοήματος έγιναν με δυο τρόπους:
1) με τη μελοποίηση και ειδικότερα με την επανάληψη κάποιων στίχων που, αποσπασμένοι από το υπόλοιπο νοηματικό πλαίσιο του ποιήματος, τραγουδιόνταν συνέχεια ως ρεφρέν ή τονίζονταν μέσω της πρόζας, αποκτώντας συχνά και ένα αμφιλεγόμενο πολιτικο-ιστορικό νόημα (π.χ. το δίστιχο "Μην μου τ' αποσυνθέτετε αυτά, μη/ όλα τ' αγάπησα γραμμή" από ποίημα του Κώστα Μόντη, που επαναλαμβανόταν συνέχεια με ιδιαίτερη έμφαση στη λέξη "γραμμή", η επανάληψη με μαχητικό ύφος της λέξης "δηλώνω!" στη μελοποίηση του ποιήματος του Πάμπου Κουζάλη "Τελωνείο", ή το τρίστιχο "Αξιότιμον Ελληνικόν Κυπριακόν λαόν / Οδόν Ελευθερίας ή θανάτου / χωριά και πόλεις, Κύπρον" από ποίημα του Γιάννη Κ. Παπαδόπουλου, που απαγγελλόταν με ύφος εθνικού διαγγέλματος από την Μαρινέλλα),
2) με την παρανόηση του συνόλου του ποιήματος και την παρουσίασή του συνοδεία κινηματογραφικών ιστορικών ντοκουμέντων ή σκηνικών δρωμένων που δεν είχαν καμία σχέση με το νόημα και τις επιδιώξεις του κειμένου (π.χ. το προσωπικού-υπαρξιακού περιεχομένου ποίημα της Ντίνας Κατσούρη "Η Σιωπή" τραγουδήθηκε συνοδεία κινηματογραφικών σκηνών από τον πόλεμο και την προσφυγιά, ενώ το κοινωνικού-επαναστατικού περιεχομένου ποίημα του Φοίβου Σταυρίδη "Πάτερ ημών" τραγουδήθηκε υπό μορφή βυζαντινού ύμνου από τον Γαϊτάνο και συνοδεύτηκε από ένα σκηνικό δρώμενο που παρέπεμπε σε εσωτερικό εκκλησίας). Για χάρη, επομένως, του κεντρικού ιστορικού εθνικο-ελληνοκεντρικού αφηγήματος της παράστασης αποσιωπήθηκαν, αφαιρέθηκαν και παραποιήθηκαν όλα τα θεωρούμενα ως περιττά και ασύνδετα στοιχεία.
Γ. Δυο λόγια, τέλος, και για τα συναισθήματα που διακίνησε η αφηγηματική αυτή παρουσίαση της ιστορίας της Κύπρου. Οι δραματικές σκηνές από την (ελληνοκυπριακή, επαναλαμβάνω, μόνο) προσφυγιά, οι σκηνές από τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις, τις σφαγές και τις λεηλασίες και οι φωτογραφίες των Ελληνοκύπριων αγνοουμένων που προβάλλονταν κατά συρροή από τις γιγαντοοθόνες δεν μπορούσαν παρά να μας ξυπνήσουν αισθήματα πίκρας, θυμού, ακόμα και μίσους. Οποιαδήποτε προσπάθεια επεξεργασίας του τραύματος και επούλωσής του καταπνίγεται στο συνεχώς επαναπροβαλλόμενο μπροστά μας σύνθημα: "Τίποτα δεν ξεχνώ. Δεν ξεχνιέται τίποτα". Καταδικασμένοι σε μια αιώνια αναβίωση του αξεπέραστου τραύματος, δεν έχουμε καμία δυνατότητα συνδιαλλαγής και συμφιλίωσης μαζί του. Ανίκανοι να ξεπεράσουμε, λοιπόν, το τραυματικό μας παρελθόν, βαδίζουμε με την ίδια ανασφάλεια και με τον ίδιο φόβο προς το μέλλον. Αυτό ήταν, κατά τη γνώμη μου, και το καταληκτικό μήνυμα της παράστασης, που μεταφέροντας ένα στίχο του Τεύκρου Ανθία στα συμφραζόμενα της σύγχρονης ιστορικής κατάστασης, μας αποχαιρέτησε με τα εξής λόγια: "Και μένω με το στήθος έτοιμο/ για νέα χτυπήματα και χάδια!".
Ο κ. Θεοφάνους είναι ένας αρκετά δημοφιλής και επιτυχημένος καλλιτέχνης. Δεν θα παρήγαγε εύκολα ένα αντιεμπορικό προϊόν. Μέτοχος ή όχι των ιδεών που μας παρουσίασε, απέδειξε για άλλη μια φορά ότι κατέχει άριστα τους επικοινωνιακούς κώδικες της μαζικής κουλτούρας. Διότι, δυστυχώς, τα μηνύματα της παράστασής του δεν αντανακλούν κάποιες περιθωριακές, μη- αποδεκτές και μη-εξαγώγιμες απόψεις για την ιστορία της Κύπρου. Αντίθετα, καθρεφτίζουν την παγιωμένη ιστορική αντίληψη της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνοκυπριακού και ίσως του ελληνικού ακόμα κοινού, τις ιστορικές αναλύσεις που ακούγονται καθημερινά στα τηλεπαράθυρα, τους κεντρικούς άξονες της ιστορίας που διδάσκεται στα σχολεία μας κ.ο.κ. Με λίγα λόγια, η κυπριακή ιστορία που είδαμε να μας αφηγείται ο κ. Θεοφάνους δεν αποτελεί άλλο παρά μια σύνοψη του κυρίαρχου ελληνοκυπριακού δημόσιου ιστορικού λόγου, της συλλογικής μας εθνικής ιστορικής φαντασίωσης. Έτσι ακριβώς "τραγουδούμε το νησί μας". Μήπως είναι καιρός να αλλάξουμε σκοπό;
1) με τη μελοποίηση και ειδικότερα με την επανάληψη κάποιων στίχων που, αποσπασμένοι από το υπόλοιπο νοηματικό πλαίσιο του ποιήματος, τραγουδιόνταν συνέχεια ως ρεφρέν ή τονίζονταν μέσω της πρόζας, αποκτώντας συχνά και ένα αμφιλεγόμενο πολιτικο-ιστορικό νόημα (π.χ. το δίστιχο "Μην μου τ' αποσυνθέτετε αυτά, μη/ όλα τ' αγάπησα γραμμή" από ποίημα του Κώστα Μόντη, που επαναλαμβανόταν συνέχεια με ιδιαίτερη έμφαση στη λέξη "γραμμή", η επανάληψη με μαχητικό ύφος της λέξης "δηλώνω!" στη μελοποίηση του ποιήματος του Πάμπου Κουζάλη "Τελωνείο", ή το τρίστιχο "Αξιότιμον Ελληνικόν Κυπριακόν λαόν / Οδόν Ελευθερίας ή θανάτου / χωριά και πόλεις, Κύπρον" από ποίημα του Γιάννη Κ. Παπαδόπουλου, που απαγγελλόταν με ύφος εθνικού διαγγέλματος από την Μαρινέλλα),
2) με την παρανόηση του συνόλου του ποιήματος και την παρουσίασή του συνοδεία κινηματογραφικών ιστορικών ντοκουμέντων ή σκηνικών δρωμένων που δεν είχαν καμία σχέση με το νόημα και τις επιδιώξεις του κειμένου (π.χ. το προσωπικού-υπαρξιακού περιεχομένου ποίημα της Ντίνας Κατσούρη "Η Σιωπή" τραγουδήθηκε συνοδεία κινηματογραφικών σκηνών από τον πόλεμο και την προσφυγιά, ενώ το κοινωνικού-επαναστατικού περιεχομένου ποίημα του Φοίβου Σταυρίδη "Πάτερ ημών" τραγουδήθηκε υπό μορφή βυζαντινού ύμνου από τον Γαϊτάνο και συνοδεύτηκε από ένα σκηνικό δρώμενο που παρέπεμπε σε εσωτερικό εκκλησίας). Για χάρη, επομένως, του κεντρικού ιστορικού εθνικο-ελληνοκεντρικού αφηγήματος της παράστασης αποσιωπήθηκαν, αφαιρέθηκαν και παραποιήθηκαν όλα τα θεωρούμενα ως περιττά και ασύνδετα στοιχεία.
Γ. Δυο λόγια, τέλος, και για τα συναισθήματα που διακίνησε η αφηγηματική αυτή παρουσίαση της ιστορίας της Κύπρου. Οι δραματικές σκηνές από την (ελληνοκυπριακή, επαναλαμβάνω, μόνο) προσφυγιά, οι σκηνές από τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις, τις σφαγές και τις λεηλασίες και οι φωτογραφίες των Ελληνοκύπριων αγνοουμένων που προβάλλονταν κατά συρροή από τις γιγαντοοθόνες δεν μπορούσαν παρά να μας ξυπνήσουν αισθήματα πίκρας, θυμού, ακόμα και μίσους. Οποιαδήποτε προσπάθεια επεξεργασίας του τραύματος και επούλωσής του καταπνίγεται στο συνεχώς επαναπροβαλλόμενο μπροστά μας σύνθημα: "Τίποτα δεν ξεχνώ. Δεν ξεχνιέται τίποτα". Καταδικασμένοι σε μια αιώνια αναβίωση του αξεπέραστου τραύματος, δεν έχουμε καμία δυνατότητα συνδιαλλαγής και συμφιλίωσης μαζί του. Ανίκανοι να ξεπεράσουμε, λοιπόν, το τραυματικό μας παρελθόν, βαδίζουμε με την ίδια ανασφάλεια και με τον ίδιο φόβο προς το μέλλον. Αυτό ήταν, κατά τη γνώμη μου, και το καταληκτικό μήνυμα της παράστασης, που μεταφέροντας ένα στίχο του Τεύκρου Ανθία στα συμφραζόμενα της σύγχρονης ιστορικής κατάστασης, μας αποχαιρέτησε με τα εξής λόγια: "Και μένω με το στήθος έτοιμο/ για νέα χτυπήματα και χάδια!".
Ο κ. Θεοφάνους είναι ένας αρκετά δημοφιλής και επιτυχημένος καλλιτέχνης. Δεν θα παρήγαγε εύκολα ένα αντιεμπορικό προϊόν. Μέτοχος ή όχι των ιδεών που μας παρουσίασε, απέδειξε για άλλη μια φορά ότι κατέχει άριστα τους επικοινωνιακούς κώδικες της μαζικής κουλτούρας. Διότι, δυστυχώς, τα μηνύματα της παράστασής του δεν αντανακλούν κάποιες περιθωριακές, μη- αποδεκτές και μη-εξαγώγιμες απόψεις για την ιστορία της Κύπρου. Αντίθετα, καθρεφτίζουν την παγιωμένη ιστορική αντίληψη της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνοκυπριακού και ίσως του ελληνικού ακόμα κοινού, τις ιστορικές αναλύσεις που ακούγονται καθημερινά στα τηλεπαράθυρα, τους κεντρικούς άξονες της ιστορίας που διδάσκεται στα σχολεία μας κ.ο.κ. Με λίγα λόγια, η κυπριακή ιστορία που είδαμε να μας αφηγείται ο κ. Θεοφάνους δεν αποτελεί άλλο παρά μια σύνοψη του κυρίαρχου ελληνοκυπριακού δημόσιου ιστορικού λόγου, της συλλογικής μας εθνικής ιστορικής φαντασίωσης. Έτσι ακριβώς "τραγουδούμε το νησί μας". Μήπως είναι καιρός να αλλάξουμε σκοπό;
* Η Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας
«Ο ΠΟΛΙΤΗΣ» - 21/09/2008, σ. 17
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)