Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Η οδός Ιστικλάλ είναι σήμερα ένας από τους πιο όμορφους και πολυσύχναστους δρόμους της Πόλης. Τα μοντέρνα εμπορικά καταστήματα, τα κομψά εστιατόρια κι οι καφετέριες, το πλήθος των τουριστών που πηγαινοέρχεται αμέριμνο, το βιαστικό βήμα των ντόπιων που τρέχουν στις καθημερινές τους ασχολίες, το ιστορικό τραμ που εκτελεί βαρύθυμα τη διαδρομή «Ταξίμ-Τουνέλ», όλα αυτά προσδίνουν ένα τόνο κοσμοπολίτικης ανεμελιάς στην περιοχή. Τίποτα από το σημερινό σκηνικό δεν μαρτυρά πως ακριβώς εδώ, πριν από 54 χρόνια, ο κοσμοπολιτισμός της Πόλης δέχονταν ουσιαστικά το θανάσιμο του πλήγμα.
Οι νεότερες γενιές της Τουρκίας δεν φαίνεται, πράγματι, να γνωρίζουν πολλά για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη τη νύχτα μεταξύ 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955. Όλα άρχισαν όταν το μεσημέρι της 6ης Σεπτεμβρίου το κρατικό ραδιόφωνο μετέδωσε την είδηση πως είχε γίνει βομβιστική επίθεση στο σπίτι του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη (επίθεση, που όπως αποκαλύφθηκε αργότερα είχε οργανωθεί από συνεργάτες των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών). Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, ύστερα από πρόσκληση φοιτητικών οργανώσεων και του συλλόγου «Η Κύπρος είναι τουρκική», έγινε στην πλατεία Ταξίμ μια διαδήλωση διαμαρτυρίας. Η διαδήλωση κατευθύνθηκε προς την οδό Ιστικλάλ, όπου και διασπάστηκε σε διάφορες ομάδες, που άρχισαν να ρίχνουν πέτρες στις βιτρίνες των καταστημάτων των μη μουσουλμάνων. Μέσα σε λίγη ώρα, οι περιοχές γύρω από την Ταξίμ – όπου κατά παράδοση έμεναν και εργάζονταν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι – πλημμύρισαν από πλήθη ανθρώπων που εξοπλισμένοι με ανάλογα αντικείμενα κατεδάφισαν καταστήματα, σπίτια, σχολεία, εκκλησίες και κοιμητήρια. Θεωρείται ότι στα επεισόδια έλαβαν μέρος περίπου 100.000 άνθρωποι. Μέσα σε 9 ώρες λεηλατήθηκαν και κάηκαν περίπου 4.500 μαγαζιά, 3.500 σπίτια, 90 ναοί, 41 σχολεία, 8 εφημερίδες και 2 νεκροταφεία. Το 59% των καταστημάτων και το 80% των σπιτιών που καταστράφηκαν ανήκαν σε Έλληνες. Τα επεισόδια αυτά σήμαναν ουσιαστικά το τέλος της ύπαρξης της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Υπολογίζεται ότι από τους 130.000 Έλληνες που ζούσαν εκεί, εκείνο τον Σεπτέμβριο επηρεάστηκαν περίπου 110.000 άνθρωποι, οι οποίοι αποφάσισαν σταδιακά να εγκαταλείψουν την Πόλη.
«Η νύχτα των Κρυστάλλων» ή «Τα Σεπτεμβριανά» (όπως συνηθίζεται ν’ αποκαλούνται τα εν λόγω γεγονότα) αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της τουρκικής ιστορίας και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να παραμένουν έξω από τις σελίδες των τουρκικών σχολικών βιβλίων. Το θέμα άρχισε να ανακινείται όταν το 2006 μια εξαιρετικά θαρραλέα τουρκάλα ιστορικός, η Ντιλέκ Γκιουβέν, δημοσίευσε τα αποτελέσματα της διδακτορικής της διατριβής. Η Γκιουβέν, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά άγνωστες τουρκικές πηγές, αναδεικνύει την εσωτερική διάσταση των «Σεπτεμβριανών», καθώς υποστηρίζει πως η κυβέρνηση Μεντερές, έχοντας εμπλακεί σε οικονομική και πολιτική κρίση, προσπάθησε επίτηδες να στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης στο Κυπριακό. Ενώ λοιπόν τα επεισόδια υποκινήθηκαν και οργανώθηκαν από κυβερνητικούς παράγοντες, η ίδια η κυβέρνηση προσπάθησε να τα παρουσιάσει, αρχικά, ως «αυθόρμητη» λαϊκή αντίδραση για τη δράση της ΕΟΚΑ, και σε ένα δεύτερο στάδιο, να τα αποδώσει στην «κομμουνιστική συνωμοσία» – συλλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, και τον συγγραφέα Αζίς Νεσίν (Ντ. Γκιουβέν, «Εθνικισμός, κοινωνικές μεταβολές και μειονότητες. Τα επεισόδια εναντίον των μη μουσουλμάνων της Τουρκίας, 6/7 Σεπτεμβρίου 1955», Εστία, 2006).
Αν η μελέτη της Γκιουβέν δεν είχε αντίκτυπο παρά μόνο στο σχετικά περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο και για την πρόσφατη ταινία «Φθινοπωρινές Πληγές», σε σκηνοθεσία της Τομρίς Γκιριτλίογλου, που καταπιάνεται με το ίδιο θέμα. Η ταινία (που προβάλλεται ήδη στις κυπριακές αίθουσες) παρουσιάζει την ιστορία αγάπης ενός Τούρκου και μιας Ρωμιάς, με φόντο τα «Σεπτεμβριανά» στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για μια τολμηρή και τίμια προσπάθεια, που αποκαλύπτει όλα όσα διαδραματίστηκαν τον μαύρο εκείνο Σεπτέμβρη, καταγγέλλοντας τόσο τους φανατισμένους πλιατσικολόγους και τρομοκράτες, όσο και το κρατικό σύστημα των προβοκατόρικων μηχανισμών.
Φαίνεται λοιπόν πως μια μερίδα του τουρκικού διανοητικού και καλλιτεχνικού κόσμου δεν φοβάται πλέον να αντιμετωπίσει κατάματα όλα όσα η επίσημη ιστορία ξέρει να καλύπτει με τόση μαεστρία. Αναμένω την στιγμή που κι εμείς θα εξοπλιστούμε με την ίδια τόλμη και ειλικρίνεια. Όπως πολύ σωστά το έθεσε πρόσφατα ο Δημήτρης Δανίκας («ΤΑ ΝΕΑ», 2/5/09): «Μην βαυκαλίζεστε. Όλοι σχεδόν οι λαοί σε κάποιο σημείο της ιστορικής τους διαδρομής κολύμπησαν σε ωκεανούς από αίμα αθώων. Είδατε εσείς Έλληνα σκηνοθέτη με την ίδια τόλμη ν’ ανοίξει τον φάκελο της Μικράς Ασίας; Τότε που εμείς, ως λιλιπούτειοι ιμπεριαλιστές διαπράτταμε τα μύρια όσα στο πέρασμά μας μέχρι τη Σμύρνη;». Για να καταλήξει: «Εμείς ακόμα από το 1974 δεν τολμούμε ν’ ανοίξουμε τον φάκελο της Κύπρου. Χωνέψτε το καλά. Η ελίτ της τουρκικής καλύβας είναι πολύ πιο μπροστά από την Ελλάδα της ευρωπαϊκής πολυτελούς οικίας».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 15/8/2009
Πράγματι το να κοιτάξει κάποιος λαός την ιστορία του κατάματα, να παραδεχθεί τα σφάλματά του και να προσπαθήσει να τα αντιμετωπίσει προϋποθέτει τόλμη και ωριμότητα. Ο τρόπος με τον οποίο υποδέχθηκε, ας πούμε, το κυπριακό "κατεστημένο" την ταινία "Ακάμας" δείχνει ότι υστερούμε και στα δύο πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή