Οι μετέωροι Έλληνες στο μικροσκόπιο

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Διασπορά: Ένα παραμύθι «εθνικής υπερηφάνειας»;


Ο συλλογικός τόμος «Greek Diaspora and Migration since 1700: Society, Politics and Culture», που κυκλοφόρησε πρόσφατα υπό την επιμέλεια του καθηγητή νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Birmingham, Δημήτρη Τζιόβα (England, Ashgate, 2009), αποτελεί το πρώτο βιβλίο του είδους που μελετά συνδυαστικά τα φαινόμενα της ελληνικής διασποράς, της εξορίας και της μετανάστευσης από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Η πρωτοτυπία του βιβλίου δεν έγκειται μόνο στη συνδυαστική αυτή διάσταση. Ο διεπιστημονικός χαρακτήρας, η πολυμορφία των προσεγγίσεων και η ιδιαίτερη βαρύτητα στην πολιτισμική πτυχή του φαινομένου προσδίδουν επιπλέον αξία στο όλο εγχείρημα.

Τα 19 κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: σ’ αυτά που υιοθετούν μια ιστορική/κοινωνική προσέγγιση, σ’ όσα αναλύουν τη θεσμική/πολιτική πτυχή του φαινομένου και σ’ όσα εξετάζουν την εξορία και τη μετανάστευση στις πολιτισμικές τους διαστάσεις. Τα βασικά συμπεράσματα από τις αναλύσεις αυτές θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:

α) πως η εθνικότητα (ή ιθαγένεια) δεν αποτελεί μια αμετακίνητη αξία που υπάρχει έξω από τον χρόνο, αλλά μια ρευστή κατασκευή η οποία αλλάζει συνεχώς, αναλόγως των ιστορικό-κοινωνικών περιστάσεων. Ιδιαίτερα διαφωτιστικές προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι συμβολές των Δημήτρη Χριστόπουλου και Λίνας Βεντούρα, αναφορικά με τις διάφορες στρατηγικές ενσωμάτωσης και αποκλεισμού των «ομογενών», τις οποίες υιοθέτησε κατά τη διάρκεια της νεώτερης και σύγχρονης ιστορίας του το ελληνικό κράτος.

β) πως «έθνος» και «κρατική εδαφική επικράτεια» δεν ταυτίζονται πάντα, αλλά αντίθετα μπορεί να αλληλοσυμπληρώνονται ή να βρίσκονται σε συγκρουσιακή σχέση. Πιο συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζεται επαρκώς από την Ελπίδα Βόγλη, από την αρχή της δημιουργίας του, το ελληνικό έθνος έγινε κατανοητό ως μια «από-εδαφοποιημένη» πραγματικότητα. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης ήταν ο σχηματισμός μιας νοερής ταξινόμησης που τοποθετούσε τους Έλληνες σε μια αλληλουχία ομόκεντρων κύκλων: στον κεντρικό κύκλο δεσπόζουν οι Έλληνες που κατοικούσαν στο ελληνικό κράτος· ακολουθούν οι «αλύτρωτοι Έλληνες» που διέμεναν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο εξωτερικός κύκλος εμπεριέχει τους «Έλληνες της Διασποράς», όσους δηλαδή κατοικούσαν σε άλλες από τις προαναφερθείσες περιοχές (κυρίως στις ελληνικές παροικίες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης).

γ) πως η εθνοκεντρικές και υμνολογικές προσεγγίσεις του φαινομένου της Ελληνικής διασποράς είναι, λόγω των ιδεολογικών τους υποδηλώσεων, ελλιπείς και επιστημονικά ξεπερασμένες. Το κείμενο του Thomas Gallant, που επικεντρώνεται στην «σκοτεινή» πλευρά της ελληνικής διασποράς του 19ου αιώνα, δηλαδή στην ιστορία των ανθρώπων του περιθωρίου, όσων μετακινούνταν από λιμάνι σε λιμάνι δουλεύοντας στον κόσμο του εγκλήματος ή της πορνείας, καταρρίπτει αποτελεσματικά το στερεότυπο του Έλληνα «επιτυχημένου» μετανάστη και μας θυμίζει πως η διασπορά δεν πρέπει να εξιστορείται μόνο ως ένα παραμύθι «εθνικής υπερηφάνειας».

Την εθνοκεντρική προσέγγιση του φαινομένου κριτικάρουν, από την άλλη, τα κείμενα των Jonathan Harris, Μαρίας Χριστίνας Χατζηϊωάννου, Anthony Gorman και Αλέξανδρου Καζαμία. Τα δύο πρώτα είναι αφιερωμένα στις ελληνικές εμπορικο-επιχειρηματικές κοινότητες της Αγγλίας του 18ου και 19ου αιώνα, ενώ τα δύο τελευταία αφορούν την ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου κατά την μεταπολεμική κυρίως περίοδο. Κοινό των παραπάνω αναλύσεων είναι το ότι επιχειρούν να «ιστορικοποιήσουν» τις διασπορικές κοινότητες και να τις μελετήσουν, όχι σαν αυτόνομα φαινόμενα έξω από το χωρο-χρονικό τους πλαίσιο και σε επαφή μόνο με το μακρινό έθνος, αλλά ως κοινωνικούς μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν σε σχέση με τις ιστορικές πραγματικότητες της εκάστοτε χώρας υποδοχής.

Οι άλλοι Έλληνες

Λίγο καιρό μετά το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, ο εγκατεστημένος στην Ιταλία Κερκυραίος λόγιος, Μάριος Πιέρης, κατέγραφε στο ημερολόγιό του την αμηχανία που του προξενούσε η απόσταση από την Ελλάδα:

«Μα γιατί εμείς οι άλλοι Έλληνες παραμένουμε ακόμα μακριά από το θέατρο της εθνικής μας δόξας; … Δεν έχω ούτε όπλα ούτε χρήματα για να βοηθήσω την πατρίδα, ούτε μπορώ να την ευεργετήσω με τη γραφίδα μου, αφού αυτή δεν ξέρει να χρωματίζει τις σκέψεις μου παρά μόνο στα ιταλικά. Θα πάω εγώ, άχρηστο βάρος, να ζητιανέψω απ’ την Ελλάδα ψωμί, σαν ξένος κι εξόριστος, παρά σαν πολίτης της χώρας; … Αποφάσισα λοιπόν να την υπηρετήσω μένοντας μακριά της με όποιο τρόπο ξέρω καλύτερα, δηλαδή με την ιταλική μου πέννα»

(Mario Pieri, «Della vita di Mario Pieri Corcirese scritta da lui medesimo», Φλωρεντία, 1850, σ. 31).

Έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, ένας άλλος εκπατρισμένος διανοούμενος, ο Γιάννης Ψυχάρης, θα σημείωνε στο ταξιδιωτικό του ημερολόγιο:

«Η ζωή μου είναι της Γαλλίας. Ό,τι είμαι στη Γαλλία το χρωστώ. Την αγαπώ σα μητέρα και σαν πατρίδα. Έγινα παιδί της στην ώρα της δυστυχίας και της θλίψης· πώς να μην τη λατρέβω; Γεννήθηκα όμως Ρωμιός και δεν μπορώ να το ξεχάσω· έχω χρέη και στην Ελλάδα. Θέλησα να της το δείξω. Αφού δεν μπορεί να της είμαι χρήσιμος στον πόλεμο, τουλάχιστο πολεμώ για την εθνική μας γλώσσα»

(Γιάννης Ψυχάρης, «Το Ταξίδι μου», Αθήνα, 1905, σ. 23).

Παρά τις διαφορές στις χωρο-χρονικές τους συντεταγμένες, τα αποσπάσματα αυτά εκφράζουν κάτι κοινό: την εσωτερική υβριδικότητα και τη διπλή εθνική συνείδηση των αυτό-εξόριστων συγγραφέων τους. Ο Πιέρης κι ο Ψυχάρης ανήκουν πράγματι στο ίδιο είδος «μετέωρων» ανθρώπων, στη συνομοταξία των «άλλων Ελλήνων», όσων δηλαδή αναγκάστηκαν, ή ακόμα και επέλεξαν, να ζήσουν μακριά από την ιδιαίτερή τους πατρίδα.

Το μεγαλύτερο ίσως προτέρημα του βιβλίου που παρουσιάζεται εδώ είναι ακριβώς η προσέγγιση της εξορίας και της μετανάστευσης μέσα από τα μάτια των ίδιων των εξόριστων υποκειμένων. Τα φαινόμενα αυτά αντιμετωπίζονται, όχι μόνο ως δημογραφικές, αλλά και ως υπαρξιακές κατηγορίες. Η εξορία, δηλαδή, δεν αναλύεται μόνο ως ένα φαινόμενο υλικών διαστάσεων, αλλά κυρίως ως μια πνευματική κατάσταση. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται έτσι στο λεξιλόγιο και στις αναπαραστάσεις που υιοθετούν οι διασπορικές αφηγήσεις, είτε πρόκειται για προσωπικές μνήμες και αυτό-αφηγήσεις (Αναστασία Χρίστου), είτε για λογοτεχνικές αφηγήσεις (Ελένη Παπαργυρίου, Γεράσιμος Κατσάν, Βενετία Αποστολίδου, Μάρθα Κληρονόμος), είτε για ταξιδιωτικές (Δημήτρης Τζιόβας), ποιητικές (Lena Hoff), κινηματογραφικές (Δημήτρης Παπανικολάου) ή μουσικές αφηγήσεις (Stathis Gaunlett).

Αναδύονται έτσι κάποια πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα, χωρίς την κατανόηση των οποίων η γνώση μας για το θέμα φαντάζει πλέον ελλιπής. Λόγου χάρη: η σχέση της εξορίας με τη μνήμη και τη νοσταλγία· η διαλογική ένταση μεταξύ του «εσωτερικού» και του «εξωτερικού», του παρελθόντος και του παρόντος, μεταξύ της μνήμης και της εμπειρίας· η ιδέα του «σπιτιού» ή της «πατρίδας» ως ένα συμβολικό πεδίο, το οποίο, σε φαντασιακό επίπεδο, μπορεί να αντικατασταθεί ακόμα και από την ίδια τη διαδικασία της γραφής· η διασπορική λογοτεχνική γραφή ιδωμένη ως μετα-τραυματική αφήγηση, κ. ο. κ.

Το πιο πρόσφορο πεδίο συλλογισμού ανοίγεται, ωστόσο, από τη συσχέτιση των φαινομένων της εξορίας και της μετανάστευσης με τα ζητήματα της ταυτότητας. Η εξορία συνεπάγεται μια συνεχή επαναδιαπραγμάτευση των στοιχείων που συνιστούν την ταυτότητα. Στον «ενδιάμεσο» κόσμο των μεταναστών και των εξόριστων τίποτα δεν είναι δεδομένο και τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο: η υβριδικότητα, οι διπλές ή πολλαπλές ταυτίσεις, ή αντίθετα, το αίσθημα της μη-ταύτισης, του μη-ανήκειν, μπορούν να εναλλάσσονται συνεχώς στα πλαίσια μιας ταυτότητας που διαμορφώνεται στο περιθώριο και «εν κινήσει».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
"ΤΑ ΝΕΑ", Σάββατο, 25 Ιουλίου 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου