Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Ο Michel Foucault, στο κλασικό πλέον άρθρο του «Τι είναι ένας συγγραφέας;» («Qu’est-ce-qu’un auter?», Gallimard, Paris, 1994), υποστηρίζει πως δεν έχει τόση σημασία το «ποιος λέει κάτι», παρά το «τι λέγεται» και υπό ποιες συνθήκες «αυτό το κάτι που λέγεται» γεννιέται, στέφεται με επιτυχία και μετατρέπεται σταδιακά σε κοινό τόπο, αποκτά, δηλαδή, τη δική του ρητορική αυτονομία και συστηματικότητα.
Σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο, θα ήθελα να εξετάσω τις απαρχές ενός ρητορικού σχήματος που τυγχάνει ευρείας διάδοσης στον τόπο μας. Το ρητορικό (και, επομένως, βαθιά ιδεολογικό) αυτό σκαρίφημα έχει ως εξής: όταν μιλούμε για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από Ελληνοκύπριους εναντίον Τουρκοκυπρίων (κυρίως κατά την περίοδο ’63-’67, αλλά και το 1974) σημαίνει πως «εξισώνουμε» τα «ελάχιστα εγκλήματα που διέπραξαν κάποιοι ελαχιστότατοι αδέσποτοι ανθρωπόμορφοι Ε/κ εγκληματίες σε βάρος αθώων αμάχων Τ/κ» με τα «μαζικά και συστηματικά εγκλήματα πολέμου που η Τουρκία, διά των στρατευμάτων της, διέπραξε και διαπράττει στην Κύπρο» (δειγματοληπτικά αποσπάσματα από ένα άρθρο, το οποίο θεωρώ αντιπροσωπευτικό εκατοντάδων άλλων άρθρων και δηλώσεων που υιοθετούν την ίδια προσέγγιση).
Ας εξετάσουμε τώρα υπό ποιες συνθήκες γεννήθηκε το ρητορικό αυτό σχήμα της «εξίσωσης». Μια πρόχειρη έρευνα, μου κατέδειξε ότι πρόκειται για σχετικά πρόσφατη επινόηση. Νομίζω πως αρχίζει να εμφανίζεται συστηματικά, από τον Μάρτιο του 2007 και εξής, στις στήλες κάποιων ακροδεξιών ή, εν πάση περιπτώσει, ακραία συντηρητικών εφημερίδων. Έκτοτε, έχει μετατραπεί σχεδόν σε «κοινό τόπο» και έχει εισχωρήσει στην επιχειρηματολογία της μεγαλύτερης πλειοψηφίας των δημοσιογράφων, των πολιτικών, αλλά και των απλών πολιτών. Γιατί όμως εμφανίζεται τότε;
Το 2007 ήταν μια σημαδιακή χρονιά στην πορεία αυτοσυνειδησίας της ε/κ κοινότητας. Η επαναδραστηριοποίηση της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων (ΔΕΑ) άρχισε σταδιακά, από τον Ιούλιο του 2007 και εξής, να αποκαλύπτει μια όψη της ιστορίας που τρόμαζε πολλούς από μας. Οι εκταφές λειψάνων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που αγνοούνταν από το ’63-’64 και από το ’74 μας καλούσε να αντιμετωπίσουμε μια απλή αλήθεια, που για λόγους εθνικής προστασίας, κρατούσαμε για χρόνια βαθύτατα θαμμένη: ότι, δηλαδή, εγκλήματα δεν διέπραξαν μόνο οι Τουρκοκύπριοι και ο τουρκικός στρατός, αλλά και οι Ελληνοκύπριοι. Ολοένα και περισσότερα λείψανα Τουρκοκυπρίων ξεπρόβαλλαν από πηγάδια και μαζικούς τάφους, διεκδικώντας τη δική τους θέση στην ιστορία. Η ε/κ κοινωνία αναγκάστηκε τότε να εισέλθει σε μια περίοδο ενδοσκόπησης σε σχέση με το παρελθόν της. Άρχισαν να ακούγονται δυνατότερα πράγματα τα οποία μέχρι τότε μονάχα ψιθυριστά μπορούσαν να ειπωθούν. Έτσι, εκών άκων, αρχίσαμε να μιλάμε για τις «αλήθειες των άλλων» και για το δικό μας μερίδιο ευθύνης στην τύχη αυτού του τόπου. Μπήκαμε, δηλαδή, σε μια διαδικασία αυτοσυνειδησίας, η οποία πόρρω απέχει, βέβαια, από την ολοκλήρωση.
Κανείς απ’ όσους τόλμησαν και τολμούν να μιλήσουν για τα «αμίλητα» δεν αναφέρθηκε ποτέ σε «ζυγαριές καταστροφής» και «εξισώσεις εγκλημάτων». Οι θάνατοι, εξάλλου, δεν ζυγίζονται όπως τα πορτοκάλια. Ούτε υπόκεινται σε σύγκριση. Το επιχείρημα της «εξίσωσης» γεννήθηκε ακριβώς απ’ όσους αντιστέκονταν σε ό,τι έβλεπαν να ξεδιπλώνεται μπροστά τους ως μια άλλη εκδοχή της ιστορίας. Από όσους, δηλαδή, εκλάμβαναν και εκλαμβάνουν την ιστορική ενδοσκόπηση ως μια αόριστη απειλή.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, σαν από αμυντικό ένστικτο, οι κοινωνίες τείνουν να μεταθέτουν την ευθύνη σε κάποια «μεμονωμένα εξτρεμιστικά στοιχεία», σε άτομα που κατά κάποιο τρόπο αποτελούν «εξαίρεση» από την ιστορική πορεία της υπόλοιπης κοινωνίας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της αμυντικής στάσης αποτελεί η Γερμανία στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Η αρχική αντίδρασή της γερμανικής κοινωνίας στο σοκ που υπέστη από την αποκάλυψη του ολοκαυτώματος ήταν να αποδώσει τα πάντα στο «μεμονωμένο», «εξω-ιστορικό» και «εξαιρετικό δαιμόνιο» του Χίτλερ. Χρειάστηκαν γύρω στα τριάντα χρόνια για να μπορέσει η γερμανική κοινωνία να αποδεχτεί την οργανική σχέση που υπήρχε ανάμεσα στον Χίτλερ, την ναζιστική ελίτ και την κοινωνία ως σύνολο, και ακόμη πιο πολλά για να αναγνωρίσει ως «ευθύνη», όχι μόνο την διάπραξη και απόκρυψη των εγκλημάτων αυτών από τους άμεσα αναμεμειγμένους, αλλά ακόμα κι αυτή την αδιαφορία ή τη σιωπή της ευρύτερης κοινωνίας.
Ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα χρειαστούν στην Κύπρο για να μπορέσουν να λεχθούν δυνατά όσα ακόμα ψιθυρίζονται για τη σχέση των «εξτρεμιστικών ομάδων» με το ίδιο το κράτος αλλά και την ευρύτερη κοινωνία, θεωρώντας την «συνυπεύθυνη» τόσο για την ιδεολογική της υποστήριξη όσο και για την παρασιώπηση ή την αδιαφορία της; (Και μην μου πείτε πως «συγκρίνω» τα ναζιστικά εγκλήματα με τα δικά μας. Αναφέρομαι στις πορείες ιστορικής αυτοσυνειδησίας των κοινωνιών και όχι στο μέγεθος των εγκλημάτων. Όπως είπαμε, τα εγκλήματα εναντίον ανθρώπινων ζωών είναι μια απόλυτη και μη συγκρίσιμη πραγματικότητα).
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 20/9/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου