Της Κωνσταντίνας Ζάνου
«Ήταν ένα απόγεμα του ’56 … Τότες που πατριωτισμός σήμαινε αλληλοσκοτωμός … Τότες που οι λέξεις άλλαζαν τις σημασίες τους. Τους εθνικά άφρονες φώναζαν εθνικόφρονες, τους τρομοκράτες-αγωνιστές και τους αγωνιστές-προδότες»
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑΣ, «ΕΞΑΡΕΣ», 1979 (ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΨΕΜΑ»)
Κάπως έτσι περιγράφει το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετεί την ιστορία του ο κύπριος λογοτέχνης Χρήστος Χατζήπαπας. Η ιστορία που μας διηγείται αναφέρεται πράγματι στον παρεξηγημένο ρόλο δύο Ελληνοκυπρίων κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας του ’50. Ο ένας, ο Κώστας ο Μπουρής, αναπτύσσει φιλική σχέση με έναν Τουρκοκύπριο πραματευτή και όταν, ένα ανύποπτο απόγευμα, ο τελευταίος πέφτει αναίσθητος από τα πυρά ενός άλλου Ελληνοκύπριου, ο Μπουρής σπεύδει να τον πάει στο νοσοκομείο. Την επομένη όμως, «τα φυλλάδια γράφαν πως ο Μπουρής ήταν προδότης και πως αυτός και οι φίλοι του ώφειλαν να προσέξουν καλώς διότι εάν εσυνέχιζαν την προδοτικήν τακτικήν των έναντι του Ιερού Αγώνος θα είχαν την ιδίαν τύχην μετά του αλλοθρήσκου συντρόφου των». Όσο για τον άλλο Ελληνοκύπριο, δηλαδή τον φονιά, αυτός κατάφερε να φυγαδευτεί μέχρι να ξεχαστεί η πράξη του: «Δεν ξέρει πια κανένας για την απόπειρα ενάντια στον Χουσεΐνη. Ποιος τόκανε, ποιος δεν τόκανε – προείχε ο Αγώνας». Μετά από λίγο καιρό, ωστόσο, ακούστηκαν τα νέα του από το ραδιόφωνο: «Σε μια ενέδρα εναντίον των ‘Δυνάμεων Ασφαλείας’ κι από κακή χρήση της χειροβομβίδας σκοτώθηκε…». Εν τέλει, ο φονιάς θάφτηκε με τιμές ήρωα. Κι ο πραγματικός ήρωας στιγματίστηκε για πάντα ως προδότης. «Τότες που οι λέξεις άλλαζαν τις σημασίες τους» λοιπόν …
Ξετρύπωσα το διήγημα του Χατζήπαπα όταν τις προάλλες γύρισα από μια άκρως συγκινητική εκδήλωση. Μέσα στον κυκεώνα των «πατριωτικών» εκδηλώσεων που οργανώνονται κάθε Ιούλιο για να μνημονεύσουν τα μαρτυρικά γεγονότα του πραξικοπήματος και της εισβολής, κάποιοι άνθρωποι θέλησαν φέτος να πρωτοτυπήσουν: με πρωτοβουλία της δημοσιογράφου Sevgul Uludag και με την υποστήριξη πολλών, μη κυβερνητικών, κυρίως, οργανώσεων, πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη Τετάρτη (22 Ιουλίου) μια δικοινοτική εκδήλωση για να τιμηθούν «Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι για πράξεις θάρρους και ανθρωπισμού εν καιρώ πολέμου». Οι ανδραγαθίες όσων τιμήθηκαν δεν είχαν να κάνουν ούτε με πολεμικά κατορθώματα ούτε με δολοφονίες. Οι «πράξεις θάρρους και ανθρωπισμού» αναφέρονταν στη δράση απλών ανθρώπων κι από τις δύο κοινότητες που, με κίνδυνο πολλές φορές την ίδια τους τη ζωή, στάθηκαν μπροστά για να σώσουν (από τα εγκληματικά χέρια των «δικών τους» πατριωτών) συνανθρώπους τους που ανήκαν στην κοινότητα «του εχθρού». Οι αφανείς αυτοί ήρωες, υπό συνθήκες πολέμου, διατήρησαν την ανθρωπιά τους κι έσωσαν ή προστάτευσαν συγχωριανούς, συναδέλφους, φίλους ή και αγνώστους από βέβαιο θάνατο, σφαγή ή βιασμό.
Τιμήθηκαν έτσι κάποιοι από τους εκατοντάδες ξεχασμένους «Μπουρήδες» της κυπριακής ιστορίας: ανάμεσα σε άλλους, ο Alpay Topuz, υπεύθυνος για τη φύλαξη των Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων στη Βόννη, που σταμάτησε όσους «δικούς του» βίαζαν αιχμάλωτες γυναίκες και βοήθησε πολλές από αυτές να διαφύγουν στον νότο για να αποβάλουν• ο μουχτάρης του Στρογγυλού και «αγνοούμενος» πλέον, Σταύρος Ποϊράζης, που προστάτευσε τους Τουρκοκύπριους του χωριού του από επιθέσεις Ελληνοκυπρίων το ’63 και το ’74• ο Ertan Akincioglu, ένας βοσκός από το Λάπαθος που, το 1974, έσωσε από βέβαιο θάνατο μια ομάδα Ελληνοκυπρίων από τη Γύψου και αργότερα διώχθηκε ως «κατάσκοπος» από το καθεστώς Ντενκτάς• ο παπά-Κλεάνθης από τη Δρομολαξιά και ο τέως μουχτάρης Κιτίου Παναγιώτης Κωστή Πάτσαλου, που έσωσαν τη ζωή όσων Τουρκοκυπρίων της Δρομολαξιάς είχαν συλληφθεί και μεταφερθεί στο Κίτι με σκοπό να εκτελεστούν από την ΕΟΚΑ Β’. Και τόσοι άλλοι. Κανένας όμως από τους τιμώμενους δεν «καμάρωσε» για την πράξη του. Αντίθετα, λαμβάνοντας με σεμνότητα την τιμητική πλακέτα (πολλές φορές από τα χέρια του ίδιου του ανθρώπου που είχε σώσει), δήλωσε, ο καθένας με τη σειρά του, πως δεν έκανε τίποτα άλλο πέραν από το «καθήκον» που του υπέβαλλε η συνείδησή του.
Να, λοιπόν, αγαπητέ μου Χρήστο Χατζήπαπα, που οι διαστρεβλωμένες λέξεις αρχίζουν δειλά-δειλά να ισιώνουν, να ξαναβρίσκουν το σωστό νόημά τους… Ας ελπίσουμε πως κάποτε σ’ αυτό τον τόπο όλοι οι ήρωες θα ονομάζονται «ήρωες» και όλοι οι φονιάδες «φονιάδες».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 26/7/2009
Οι μετέωροι Έλληνες στο μικροσκόπιο
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Διασπορά: Ένα παραμύθι «εθνικής υπερηφάνειας»;
Ο συλλογικός τόμος «Greek Diaspora and Migration since 1700: Society, Politics and Culture», που κυκλοφόρησε πρόσφατα υπό την επιμέλεια του καθηγητή νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Birmingham, Δημήτρη Τζιόβα (England, Ashgate, 2009), αποτελεί το πρώτο βιβλίο του είδους που μελετά συνδυαστικά τα φαινόμενα της ελληνικής διασποράς, της εξορίας και της μετανάστευσης από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Η πρωτοτυπία του βιβλίου δεν έγκειται μόνο στη συνδυαστική αυτή διάσταση. Ο διεπιστημονικός χαρακτήρας, η πολυμορφία των προσεγγίσεων και η ιδιαίτερη βαρύτητα στην πολιτισμική πτυχή του φαινομένου προσδίδουν επιπλέον αξία στο όλο εγχείρημα.
Τα 19 κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: σ’ αυτά που υιοθετούν μια ιστορική/κοινωνική προσέγγιση, σ’ όσα αναλύουν τη θεσμική/πολιτική πτυχή του φαινομένου και σ’ όσα εξετάζουν την εξορία και τη μετανάστευση στις πολιτισμικές τους διαστάσεις. Τα βασικά συμπεράσματα από τις αναλύσεις αυτές θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:
α) πως η εθνικότητα (ή ιθαγένεια) δεν αποτελεί μια αμετακίνητη αξία που υπάρχει έξω από τον χρόνο, αλλά μια ρευστή κατασκευή η οποία αλλάζει συνεχώς, αναλόγως των ιστορικό-κοινωνικών περιστάσεων. Ιδιαίτερα διαφωτιστικές προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι συμβολές των Δημήτρη Χριστόπουλου και Λίνας Βεντούρα, αναφορικά με τις διάφορες στρατηγικές ενσωμάτωσης και αποκλεισμού των «ομογενών», τις οποίες υιοθέτησε κατά τη διάρκεια της νεώτερης και σύγχρονης ιστορίας του το ελληνικό κράτος.
β) πως «έθνος» και «κρατική εδαφική επικράτεια» δεν ταυτίζονται πάντα, αλλά αντίθετα μπορεί να αλληλοσυμπληρώνονται ή να βρίσκονται σε συγκρουσιακή σχέση. Πιο συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζεται επαρκώς από την Ελπίδα Βόγλη, από την αρχή της δημιουργίας του, το ελληνικό έθνος έγινε κατανοητό ως μια «από-εδαφοποιημένη» πραγματικότητα. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης ήταν ο σχηματισμός μιας νοερής ταξινόμησης που τοποθετούσε τους Έλληνες σε μια αλληλουχία ομόκεντρων κύκλων: στον κεντρικό κύκλο δεσπόζουν οι Έλληνες που κατοικούσαν στο ελληνικό κράτος· ακολουθούν οι «αλύτρωτοι Έλληνες» που διέμεναν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο εξωτερικός κύκλος εμπεριέχει τους «Έλληνες της Διασποράς», όσους δηλαδή κατοικούσαν σε άλλες από τις προαναφερθείσες περιοχές (κυρίως στις ελληνικές παροικίες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης).
γ) πως η εθνοκεντρικές και υμνολογικές προσεγγίσεις του φαινομένου της Ελληνικής διασποράς είναι, λόγω των ιδεολογικών τους υποδηλώσεων, ελλιπείς και επιστημονικά ξεπερασμένες. Το κείμενο του Thomas Gallant, που επικεντρώνεται στην «σκοτεινή» πλευρά της ελληνικής διασποράς του 19ου αιώνα, δηλαδή στην ιστορία των ανθρώπων του περιθωρίου, όσων μετακινούνταν από λιμάνι σε λιμάνι δουλεύοντας στον κόσμο του εγκλήματος ή της πορνείας, καταρρίπτει αποτελεσματικά το στερεότυπο του Έλληνα «επιτυχημένου» μετανάστη και μας θυμίζει πως η διασπορά δεν πρέπει να εξιστορείται μόνο ως ένα παραμύθι «εθνικής υπερηφάνειας».
Την εθνοκεντρική προσέγγιση του φαινομένου κριτικάρουν, από την άλλη, τα κείμενα των Jonathan Harris, Μαρίας Χριστίνας Χατζηϊωάννου, Anthony Gorman και Αλέξανδρου Καζαμία. Τα δύο πρώτα είναι αφιερωμένα στις ελληνικές εμπορικο-επιχειρηματικές κοινότητες της Αγγλίας του 18ου και 19ου αιώνα, ενώ τα δύο τελευταία αφορούν την ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου κατά την μεταπολεμική κυρίως περίοδο. Κοινό των παραπάνω αναλύσεων είναι το ότι επιχειρούν να «ιστορικοποιήσουν» τις διασπορικές κοινότητες και να τις μελετήσουν, όχι σαν αυτόνομα φαινόμενα έξω από το χωρο-χρονικό τους πλαίσιο και σε επαφή μόνο με το μακρινό έθνος, αλλά ως κοινωνικούς μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν σε σχέση με τις ιστορικές πραγματικότητες της εκάστοτε χώρας υποδοχής.
Οι άλλοι Έλληνες
Λίγο καιρό μετά το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, ο εγκατεστημένος στην Ιταλία Κερκυραίος λόγιος, Μάριος Πιέρης, κατέγραφε στο ημερολόγιό του την αμηχανία που του προξενούσε η απόσταση από την Ελλάδα:
«Μα γιατί εμείς οι άλλοι Έλληνες παραμένουμε ακόμα μακριά από το θέατρο της εθνικής μας δόξας; … Δεν έχω ούτε όπλα ούτε χρήματα για να βοηθήσω την πατρίδα, ούτε μπορώ να την ευεργετήσω με τη γραφίδα μου, αφού αυτή δεν ξέρει να χρωματίζει τις σκέψεις μου παρά μόνο στα ιταλικά. Θα πάω εγώ, άχρηστο βάρος, να ζητιανέψω απ’ την Ελλάδα ψωμί, σαν ξένος κι εξόριστος, παρά σαν πολίτης της χώρας; … Αποφάσισα λοιπόν να την υπηρετήσω μένοντας μακριά της με όποιο τρόπο ξέρω καλύτερα, δηλαδή με την ιταλική μου πέννα»
(Mario Pieri, «Della vita di Mario Pieri Corcirese scritta da lui medesimo», Φλωρεντία, 1850, σ. 31).
Έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, ένας άλλος εκπατρισμένος διανοούμενος, ο Γιάννης Ψυχάρης, θα σημείωνε στο ταξιδιωτικό του ημερολόγιο:
«Η ζωή μου είναι της Γαλλίας. Ό,τι είμαι στη Γαλλία το χρωστώ. Την αγαπώ σα μητέρα και σαν πατρίδα. Έγινα παιδί της στην ώρα της δυστυχίας και της θλίψης· πώς να μην τη λατρέβω; Γεννήθηκα όμως Ρωμιός και δεν μπορώ να το ξεχάσω· έχω χρέη και στην Ελλάδα. Θέλησα να της το δείξω. Αφού δεν μπορεί να της είμαι χρήσιμος στον πόλεμο, τουλάχιστο πολεμώ για την εθνική μας γλώσσα»
(Γιάννης Ψυχάρης, «Το Ταξίδι μου», Αθήνα, 1905, σ. 23).
Παρά τις διαφορές στις χωρο-χρονικές τους συντεταγμένες, τα αποσπάσματα αυτά εκφράζουν κάτι κοινό: την εσωτερική υβριδικότητα και τη διπλή εθνική συνείδηση των αυτό-εξόριστων συγγραφέων τους. Ο Πιέρης κι ο Ψυχάρης ανήκουν πράγματι στο ίδιο είδος «μετέωρων» ανθρώπων, στη συνομοταξία των «άλλων Ελλήνων», όσων δηλαδή αναγκάστηκαν, ή ακόμα και επέλεξαν, να ζήσουν μακριά από την ιδιαίτερή τους πατρίδα.
Το μεγαλύτερο ίσως προτέρημα του βιβλίου που παρουσιάζεται εδώ είναι ακριβώς η προσέγγιση της εξορίας και της μετανάστευσης μέσα από τα μάτια των ίδιων των εξόριστων υποκειμένων. Τα φαινόμενα αυτά αντιμετωπίζονται, όχι μόνο ως δημογραφικές, αλλά και ως υπαρξιακές κατηγορίες. Η εξορία, δηλαδή, δεν αναλύεται μόνο ως ένα φαινόμενο υλικών διαστάσεων, αλλά κυρίως ως μια πνευματική κατάσταση. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται έτσι στο λεξιλόγιο και στις αναπαραστάσεις που υιοθετούν οι διασπορικές αφηγήσεις, είτε πρόκειται για προσωπικές μνήμες και αυτό-αφηγήσεις (Αναστασία Χρίστου), είτε για λογοτεχνικές αφηγήσεις (Ελένη Παπαργυρίου, Γεράσιμος Κατσάν, Βενετία Αποστολίδου, Μάρθα Κληρονόμος), είτε για ταξιδιωτικές (Δημήτρης Τζιόβας), ποιητικές (Lena Hoff), κινηματογραφικές (Δημήτρης Παπανικολάου) ή μουσικές αφηγήσεις (Stathis Gaunlett).
Αναδύονται έτσι κάποια πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα, χωρίς την κατανόηση των οποίων η γνώση μας για το θέμα φαντάζει πλέον ελλιπής. Λόγου χάρη: η σχέση της εξορίας με τη μνήμη και τη νοσταλγία· η διαλογική ένταση μεταξύ του «εσωτερικού» και του «εξωτερικού», του παρελθόντος και του παρόντος, μεταξύ της μνήμης και της εμπειρίας· η ιδέα του «σπιτιού» ή της «πατρίδας» ως ένα συμβολικό πεδίο, το οποίο, σε φαντασιακό επίπεδο, μπορεί να αντικατασταθεί ακόμα και από την ίδια τη διαδικασία της γραφής· η διασπορική λογοτεχνική γραφή ιδωμένη ως μετα-τραυματική αφήγηση, κ. ο. κ.
Το πιο πρόσφορο πεδίο συλλογισμού ανοίγεται, ωστόσο, από τη συσχέτιση των φαινομένων της εξορίας και της μετανάστευσης με τα ζητήματα της ταυτότητας. Η εξορία συνεπάγεται μια συνεχή επαναδιαπραγμάτευση των στοιχείων που συνιστούν την ταυτότητα. Στον «ενδιάμεσο» κόσμο των μεταναστών και των εξόριστων τίποτα δεν είναι δεδομένο και τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο: η υβριδικότητα, οι διπλές ή πολλαπλές ταυτίσεις, ή αντίθετα, το αίσθημα της μη-ταύτισης, του μη-ανήκειν, μπορούν να εναλλάσσονται συνεχώς στα πλαίσια μιας ταυτότητας που διαμορφώνεται στο περιθώριο και «εν κινήσει».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
"ΤΑ ΝΕΑ", Σάββατο, 25 Ιουλίου 2009
Διασπορά: Ένα παραμύθι «εθνικής υπερηφάνειας»;
Ο συλλογικός τόμος «Greek Diaspora and Migration since 1700: Society, Politics and Culture», που κυκλοφόρησε πρόσφατα υπό την επιμέλεια του καθηγητή νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Birmingham, Δημήτρη Τζιόβα (England, Ashgate, 2009), αποτελεί το πρώτο βιβλίο του είδους που μελετά συνδυαστικά τα φαινόμενα της ελληνικής διασποράς, της εξορίας και της μετανάστευσης από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Η πρωτοτυπία του βιβλίου δεν έγκειται μόνο στη συνδυαστική αυτή διάσταση. Ο διεπιστημονικός χαρακτήρας, η πολυμορφία των προσεγγίσεων και η ιδιαίτερη βαρύτητα στην πολιτισμική πτυχή του φαινομένου προσδίδουν επιπλέον αξία στο όλο εγχείρημα.
Τα 19 κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: σ’ αυτά που υιοθετούν μια ιστορική/κοινωνική προσέγγιση, σ’ όσα αναλύουν τη θεσμική/πολιτική πτυχή του φαινομένου και σ’ όσα εξετάζουν την εξορία και τη μετανάστευση στις πολιτισμικές τους διαστάσεις. Τα βασικά συμπεράσματα από τις αναλύσεις αυτές θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:
α) πως η εθνικότητα (ή ιθαγένεια) δεν αποτελεί μια αμετακίνητη αξία που υπάρχει έξω από τον χρόνο, αλλά μια ρευστή κατασκευή η οποία αλλάζει συνεχώς, αναλόγως των ιστορικό-κοινωνικών περιστάσεων. Ιδιαίτερα διαφωτιστικές προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι συμβολές των Δημήτρη Χριστόπουλου και Λίνας Βεντούρα, αναφορικά με τις διάφορες στρατηγικές ενσωμάτωσης και αποκλεισμού των «ομογενών», τις οποίες υιοθέτησε κατά τη διάρκεια της νεώτερης και σύγχρονης ιστορίας του το ελληνικό κράτος.
β) πως «έθνος» και «κρατική εδαφική επικράτεια» δεν ταυτίζονται πάντα, αλλά αντίθετα μπορεί να αλληλοσυμπληρώνονται ή να βρίσκονται σε συγκρουσιακή σχέση. Πιο συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζεται επαρκώς από την Ελπίδα Βόγλη, από την αρχή της δημιουργίας του, το ελληνικό έθνος έγινε κατανοητό ως μια «από-εδαφοποιημένη» πραγματικότητα. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης ήταν ο σχηματισμός μιας νοερής ταξινόμησης που τοποθετούσε τους Έλληνες σε μια αλληλουχία ομόκεντρων κύκλων: στον κεντρικό κύκλο δεσπόζουν οι Έλληνες που κατοικούσαν στο ελληνικό κράτος· ακολουθούν οι «αλύτρωτοι Έλληνες» που διέμεναν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο εξωτερικός κύκλος εμπεριέχει τους «Έλληνες της Διασποράς», όσους δηλαδή κατοικούσαν σε άλλες από τις προαναφερθείσες περιοχές (κυρίως στις ελληνικές παροικίες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης).
γ) πως η εθνοκεντρικές και υμνολογικές προσεγγίσεις του φαινομένου της Ελληνικής διασποράς είναι, λόγω των ιδεολογικών τους υποδηλώσεων, ελλιπείς και επιστημονικά ξεπερασμένες. Το κείμενο του Thomas Gallant, που επικεντρώνεται στην «σκοτεινή» πλευρά της ελληνικής διασποράς του 19ου αιώνα, δηλαδή στην ιστορία των ανθρώπων του περιθωρίου, όσων μετακινούνταν από λιμάνι σε λιμάνι δουλεύοντας στον κόσμο του εγκλήματος ή της πορνείας, καταρρίπτει αποτελεσματικά το στερεότυπο του Έλληνα «επιτυχημένου» μετανάστη και μας θυμίζει πως η διασπορά δεν πρέπει να εξιστορείται μόνο ως ένα παραμύθι «εθνικής υπερηφάνειας».
Την εθνοκεντρική προσέγγιση του φαινομένου κριτικάρουν, από την άλλη, τα κείμενα των Jonathan Harris, Μαρίας Χριστίνας Χατζηϊωάννου, Anthony Gorman και Αλέξανδρου Καζαμία. Τα δύο πρώτα είναι αφιερωμένα στις ελληνικές εμπορικο-επιχειρηματικές κοινότητες της Αγγλίας του 18ου και 19ου αιώνα, ενώ τα δύο τελευταία αφορούν την ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου κατά την μεταπολεμική κυρίως περίοδο. Κοινό των παραπάνω αναλύσεων είναι το ότι επιχειρούν να «ιστορικοποιήσουν» τις διασπορικές κοινότητες και να τις μελετήσουν, όχι σαν αυτόνομα φαινόμενα έξω από το χωρο-χρονικό τους πλαίσιο και σε επαφή μόνο με το μακρινό έθνος, αλλά ως κοινωνικούς μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν σε σχέση με τις ιστορικές πραγματικότητες της εκάστοτε χώρας υποδοχής.
Οι άλλοι Έλληνες
Λίγο καιρό μετά το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, ο εγκατεστημένος στην Ιταλία Κερκυραίος λόγιος, Μάριος Πιέρης, κατέγραφε στο ημερολόγιό του την αμηχανία που του προξενούσε η απόσταση από την Ελλάδα:
«Μα γιατί εμείς οι άλλοι Έλληνες παραμένουμε ακόμα μακριά από το θέατρο της εθνικής μας δόξας; … Δεν έχω ούτε όπλα ούτε χρήματα για να βοηθήσω την πατρίδα, ούτε μπορώ να την ευεργετήσω με τη γραφίδα μου, αφού αυτή δεν ξέρει να χρωματίζει τις σκέψεις μου παρά μόνο στα ιταλικά. Θα πάω εγώ, άχρηστο βάρος, να ζητιανέψω απ’ την Ελλάδα ψωμί, σαν ξένος κι εξόριστος, παρά σαν πολίτης της χώρας; … Αποφάσισα λοιπόν να την υπηρετήσω μένοντας μακριά της με όποιο τρόπο ξέρω καλύτερα, δηλαδή με την ιταλική μου πέννα»
(Mario Pieri, «Della vita di Mario Pieri Corcirese scritta da lui medesimo», Φλωρεντία, 1850, σ. 31).
Έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, ένας άλλος εκπατρισμένος διανοούμενος, ο Γιάννης Ψυχάρης, θα σημείωνε στο ταξιδιωτικό του ημερολόγιο:
«Η ζωή μου είναι της Γαλλίας. Ό,τι είμαι στη Γαλλία το χρωστώ. Την αγαπώ σα μητέρα και σαν πατρίδα. Έγινα παιδί της στην ώρα της δυστυχίας και της θλίψης· πώς να μην τη λατρέβω; Γεννήθηκα όμως Ρωμιός και δεν μπορώ να το ξεχάσω· έχω χρέη και στην Ελλάδα. Θέλησα να της το δείξω. Αφού δεν μπορεί να της είμαι χρήσιμος στον πόλεμο, τουλάχιστο πολεμώ για την εθνική μας γλώσσα»
(Γιάννης Ψυχάρης, «Το Ταξίδι μου», Αθήνα, 1905, σ. 23).
Παρά τις διαφορές στις χωρο-χρονικές τους συντεταγμένες, τα αποσπάσματα αυτά εκφράζουν κάτι κοινό: την εσωτερική υβριδικότητα και τη διπλή εθνική συνείδηση των αυτό-εξόριστων συγγραφέων τους. Ο Πιέρης κι ο Ψυχάρης ανήκουν πράγματι στο ίδιο είδος «μετέωρων» ανθρώπων, στη συνομοταξία των «άλλων Ελλήνων», όσων δηλαδή αναγκάστηκαν, ή ακόμα και επέλεξαν, να ζήσουν μακριά από την ιδιαίτερή τους πατρίδα.
Το μεγαλύτερο ίσως προτέρημα του βιβλίου που παρουσιάζεται εδώ είναι ακριβώς η προσέγγιση της εξορίας και της μετανάστευσης μέσα από τα μάτια των ίδιων των εξόριστων υποκειμένων. Τα φαινόμενα αυτά αντιμετωπίζονται, όχι μόνο ως δημογραφικές, αλλά και ως υπαρξιακές κατηγορίες. Η εξορία, δηλαδή, δεν αναλύεται μόνο ως ένα φαινόμενο υλικών διαστάσεων, αλλά κυρίως ως μια πνευματική κατάσταση. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται έτσι στο λεξιλόγιο και στις αναπαραστάσεις που υιοθετούν οι διασπορικές αφηγήσεις, είτε πρόκειται για προσωπικές μνήμες και αυτό-αφηγήσεις (Αναστασία Χρίστου), είτε για λογοτεχνικές αφηγήσεις (Ελένη Παπαργυρίου, Γεράσιμος Κατσάν, Βενετία Αποστολίδου, Μάρθα Κληρονόμος), είτε για ταξιδιωτικές (Δημήτρης Τζιόβας), ποιητικές (Lena Hoff), κινηματογραφικές (Δημήτρης Παπανικολάου) ή μουσικές αφηγήσεις (Stathis Gaunlett).
Αναδύονται έτσι κάποια πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα, χωρίς την κατανόηση των οποίων η γνώση μας για το θέμα φαντάζει πλέον ελλιπής. Λόγου χάρη: η σχέση της εξορίας με τη μνήμη και τη νοσταλγία· η διαλογική ένταση μεταξύ του «εσωτερικού» και του «εξωτερικού», του παρελθόντος και του παρόντος, μεταξύ της μνήμης και της εμπειρίας· η ιδέα του «σπιτιού» ή της «πατρίδας» ως ένα συμβολικό πεδίο, το οποίο, σε φαντασιακό επίπεδο, μπορεί να αντικατασταθεί ακόμα και από την ίδια τη διαδικασία της γραφής· η διασπορική λογοτεχνική γραφή ιδωμένη ως μετα-τραυματική αφήγηση, κ. ο. κ.
Το πιο πρόσφορο πεδίο συλλογισμού ανοίγεται, ωστόσο, από τη συσχέτιση των φαινομένων της εξορίας και της μετανάστευσης με τα ζητήματα της ταυτότητας. Η εξορία συνεπάγεται μια συνεχή επαναδιαπραγμάτευση των στοιχείων που συνιστούν την ταυτότητα. Στον «ενδιάμεσο» κόσμο των μεταναστών και των εξόριστων τίποτα δεν είναι δεδομένο και τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο: η υβριδικότητα, οι διπλές ή πολλαπλές ταυτίσεις, ή αντίθετα, το αίσθημα της μη-ταύτισης, του μη-ανήκειν, μπορούν να εναλλάσσονται συνεχώς στα πλαίσια μιας ταυτότητας που διαμορφώνεται στο περιθώριο και «εν κινήσει».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
"ΤΑ ΝΕΑ", Σάββατο, 25 Ιουλίου 2009
«Παραφροσύνη, ήγουν Πελλάρα»
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Το 1935, ο πίνακας ταξινόμησης ψυχασθενών στο Ψυχιατρείο Αγίας Παρασκευής στη Λευκωσία αναγράφει, μεταξύ άλλων, και δύο περίεργους τύπους ψυχικής διαταραχής: την «Ηθική Παραφροσύνη» και την «Προσποιητή Παραφροσύνη» (βλ. Ανδρέα Π. Γεωργιάδη, «Η Ιστορία της Τρέλας στην Κύπρο κατά την Τουρκοκρατία και Αγγλοκρατία», Λευκωσία, 1995). Εδώ και καιρό προβληματιζόμουν για τη σημασία των όρων αυτών. Την απορία μου για το θέμα ήρθε επιτέλους να λύσει η πρόσφατη συζήτηση γύρω από το φαινόμενο των φυγόστρατων στην Κύπρο. Όπως έγινε γνωστό τις τελευταίες μέρες, μέσα σε οκτώ χρόνια (δηλ. από το 2000 μέχρι σήμερα), οι περιπτώσεις απαλλαγής από τη στράτευση λόγω ψυχικών παθήσεων αυξήθηκαν κατακόρυφα, περνώντας σταδιακά από τις 43 (το 2000) στις 995 (το 2008). Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι ένας στους πέντε στρατεύσιμους νέους πάσχει από κάποια ψυχική ασθένεια. Το ποσοστό αγγίζει σχεδόν τα επίπεδα επιδημίας.
Κανένας, βέβαια, δεν φαίνεται να παίρνει στα σοβαρά την υπόθεση ότι η κοινωνία μας παρουσιάζει μαζικά συμπτώματα κατάθλιψης, σχιζοφρένειας και παράνοιας. Σύσσωμη η πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία μάς διαβεβαιώνει ότι έχουμε όλοι «σώας τας φρένας» και ότι πρόκειται απλώς για μια απάτη, μια «προσποιητή» δηλαδή, «παραφροσύνη». Μια «έγκυρη στρατιωτική πηγή», μάλιστα, με διαφώτισε επιτέλους και για το τι σημαίνει «ηθική παραφροσύνη»: «Αυτό που διαπράττουν αυτά τα θλιβερά μαμμόθρεφτα, άθλιοι βλαστοί πωρωμένων οικογενειών, με την ενσυνείδητη ενθάρρυνση, υποκίνηση και βοήθεια των γονιών τους, είναι συνειδητή παρανομία, είναι φυγοστρατία, είναι κατάντημα, είναι ευθεία υπονόμευση της κατεχόμενης πατρίδας μας και της Εθνικής Φρουράς» («Η Σημερινή», 12/7/2009).
Για να παταχθεί λοιπόν το τόσο επικίνδυνο για την πατρίδα μας φαινόμενο, έχουν προταθεί από τους ειδικούς διάφορα έκτακτα μέτρα. Για παράδειγμα, ο γνωστός ψυχίατρος Τάκης Χ. Ευδόκας εισηγείται, ανάμεσα σε άλλα, ότι όσοι χαρακτηρίζονται ως «ανώμαλοι ψυχολογικά» και δεν στρατεύονται, να μην προσλαμβάνονται στη δημόσια υπηρεσία ως υπάλληλοι και να στερούνται την άδεια οδήγησης («Η Σημερινή», 12/7/2009).
Όσα μέτρα όμως προτείνονται είναι τιμωρητικά και όχι θεραπευτικά. Από τους ειδικούς διαφεύγει ίσως ο πλούτος πληροφοριών και θεραπευτικών μεθόδων που μας παρέχεται από την κυπριακή ιστορία και παράδοση. Για παράδειγμα, στο «Ιατροσοφικόν το Συνταχθέν υπό του Σκευοφύλακος της εν Κύπρω Ιεράς Μονής Μαχαιρά, Μοναχού Μητροφάνους» (1849) βρίσκουμε συνταγές για την ίαση της «παραφροσύνης» («ήγουν λαμπάχιον ή πελλάρα»), της «μελαγχολίας» και της «υποχονδρίας»: «Λάβε 30 δράμια σκόρδον καθαρισμένον και 30 δράμια σταφίδια μαύρα χωρίς κοκκόνια και 3 δράμια μουσκοκάρφια, κοπάνισε τα όλα καλά και κάμε τα χάπια ωσάν ρεβίνθια και δίδε του πάσχοντος τρία το πρωί και δύο το βράδυ και είναι πολλά ωφέλιμα». Ο ίδιος συγγραφέας παρέχει πληροφορίες και για τη λύτρωση όσων εμπίπτουν στην κατηγορία «του κατουρούντος την νύκταν»: «Καύσον χηναρίου γλώσσαν να γίνει στάχτη, να την πίνει με κρασί. Ή ορχίδια του πετεινού να τα φάγει ψητά». Εξάλλου, κάποια κυπριακά εκτυπωμένα γιατροσόφια του τέλους της οθωμανικής περιόδου, περιέχουν συμβουλές για όσους νεοσύλλεκτους φοβούνται, λόγου χάρη, τη νυχτερινή σκοπιά: «Όσοι είναι πολλά φοβιτσάροι και δειλιούσι την νύκτα να μείνουσι μοναχοί, ας τρώγουν αντράκλαις συχνά, ήγουν γλυστρίδας, όπου κάμνουν σαλάτα και ταις βάνουν και εις το στρώμα και ας ταις βαστούν και επάνω τους να τους αγγίξουν κατάσαρκα και ούτως από τον πολύν φόβον λυτρώνονται».
Αν δεν λειτουργήσουν οι επιστημονικές αυτές μέθοδοι, θα μπορούσε το κράτος να αντλήσει ιδέες πάταξης του φαινομένου από τις θρησκευτικές αντιλήψεις και δοξασίες του λαού μας. Μια πολύ διαδεδομένη λαϊκή δοξασία ήταν, για παράδειγμα, η «δαιμονοπληξία». Σύμφωνα με αυτή, οι ψυχικές παθήσεις προκαλούνταν από πονηρά πνεύματα, που διείσδυαν στην ψυχή και μεταμόρφωναν τον άνθρωπο. Στην περίπτωσή μας το πονηρό πνεύμα θα μπορούσε να εντοπιστεί στο «αντεθνικό δαιμόνιο» και το κράτος, μαζί με την Εκκλησία, θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε μαζικούς εξορκισμούς.
Αν πάλι τίποτε από τα παραπάνω δεν φέρει αποτέλεσμα, τότε δεν μένει στους ιθύνοντες μας παρά να προβληματιστούν: Μήπως οι νέοι δεν πιστεύουν πια στην πατρίδα που τους πουλάμε;
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 19/7/2009
Το 1935, ο πίνακας ταξινόμησης ψυχασθενών στο Ψυχιατρείο Αγίας Παρασκευής στη Λευκωσία αναγράφει, μεταξύ άλλων, και δύο περίεργους τύπους ψυχικής διαταραχής: την «Ηθική Παραφροσύνη» και την «Προσποιητή Παραφροσύνη» (βλ. Ανδρέα Π. Γεωργιάδη, «Η Ιστορία της Τρέλας στην Κύπρο κατά την Τουρκοκρατία και Αγγλοκρατία», Λευκωσία, 1995). Εδώ και καιρό προβληματιζόμουν για τη σημασία των όρων αυτών. Την απορία μου για το θέμα ήρθε επιτέλους να λύσει η πρόσφατη συζήτηση γύρω από το φαινόμενο των φυγόστρατων στην Κύπρο. Όπως έγινε γνωστό τις τελευταίες μέρες, μέσα σε οκτώ χρόνια (δηλ. από το 2000 μέχρι σήμερα), οι περιπτώσεις απαλλαγής από τη στράτευση λόγω ψυχικών παθήσεων αυξήθηκαν κατακόρυφα, περνώντας σταδιακά από τις 43 (το 2000) στις 995 (το 2008). Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι ένας στους πέντε στρατεύσιμους νέους πάσχει από κάποια ψυχική ασθένεια. Το ποσοστό αγγίζει σχεδόν τα επίπεδα επιδημίας.
Κανένας, βέβαια, δεν φαίνεται να παίρνει στα σοβαρά την υπόθεση ότι η κοινωνία μας παρουσιάζει μαζικά συμπτώματα κατάθλιψης, σχιζοφρένειας και παράνοιας. Σύσσωμη η πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία μάς διαβεβαιώνει ότι έχουμε όλοι «σώας τας φρένας» και ότι πρόκειται απλώς για μια απάτη, μια «προσποιητή» δηλαδή, «παραφροσύνη». Μια «έγκυρη στρατιωτική πηγή», μάλιστα, με διαφώτισε επιτέλους και για το τι σημαίνει «ηθική παραφροσύνη»: «Αυτό που διαπράττουν αυτά τα θλιβερά μαμμόθρεφτα, άθλιοι βλαστοί πωρωμένων οικογενειών, με την ενσυνείδητη ενθάρρυνση, υποκίνηση και βοήθεια των γονιών τους, είναι συνειδητή παρανομία, είναι φυγοστρατία, είναι κατάντημα, είναι ευθεία υπονόμευση της κατεχόμενης πατρίδας μας και της Εθνικής Φρουράς» («Η Σημερινή», 12/7/2009).
Για να παταχθεί λοιπόν το τόσο επικίνδυνο για την πατρίδα μας φαινόμενο, έχουν προταθεί από τους ειδικούς διάφορα έκτακτα μέτρα. Για παράδειγμα, ο γνωστός ψυχίατρος Τάκης Χ. Ευδόκας εισηγείται, ανάμεσα σε άλλα, ότι όσοι χαρακτηρίζονται ως «ανώμαλοι ψυχολογικά» και δεν στρατεύονται, να μην προσλαμβάνονται στη δημόσια υπηρεσία ως υπάλληλοι και να στερούνται την άδεια οδήγησης («Η Σημερινή», 12/7/2009).
Όσα μέτρα όμως προτείνονται είναι τιμωρητικά και όχι θεραπευτικά. Από τους ειδικούς διαφεύγει ίσως ο πλούτος πληροφοριών και θεραπευτικών μεθόδων που μας παρέχεται από την κυπριακή ιστορία και παράδοση. Για παράδειγμα, στο «Ιατροσοφικόν το Συνταχθέν υπό του Σκευοφύλακος της εν Κύπρω Ιεράς Μονής Μαχαιρά, Μοναχού Μητροφάνους» (1849) βρίσκουμε συνταγές για την ίαση της «παραφροσύνης» («ήγουν λαμπάχιον ή πελλάρα»), της «μελαγχολίας» και της «υποχονδρίας»: «Λάβε 30 δράμια σκόρδον καθαρισμένον και 30 δράμια σταφίδια μαύρα χωρίς κοκκόνια και 3 δράμια μουσκοκάρφια, κοπάνισε τα όλα καλά και κάμε τα χάπια ωσάν ρεβίνθια και δίδε του πάσχοντος τρία το πρωί και δύο το βράδυ και είναι πολλά ωφέλιμα». Ο ίδιος συγγραφέας παρέχει πληροφορίες και για τη λύτρωση όσων εμπίπτουν στην κατηγορία «του κατουρούντος την νύκταν»: «Καύσον χηναρίου γλώσσαν να γίνει στάχτη, να την πίνει με κρασί. Ή ορχίδια του πετεινού να τα φάγει ψητά». Εξάλλου, κάποια κυπριακά εκτυπωμένα γιατροσόφια του τέλους της οθωμανικής περιόδου, περιέχουν συμβουλές για όσους νεοσύλλεκτους φοβούνται, λόγου χάρη, τη νυχτερινή σκοπιά: «Όσοι είναι πολλά φοβιτσάροι και δειλιούσι την νύκτα να μείνουσι μοναχοί, ας τρώγουν αντράκλαις συχνά, ήγουν γλυστρίδας, όπου κάμνουν σαλάτα και ταις βάνουν και εις το στρώμα και ας ταις βαστούν και επάνω τους να τους αγγίξουν κατάσαρκα και ούτως από τον πολύν φόβον λυτρώνονται».
Αν δεν λειτουργήσουν οι επιστημονικές αυτές μέθοδοι, θα μπορούσε το κράτος να αντλήσει ιδέες πάταξης του φαινομένου από τις θρησκευτικές αντιλήψεις και δοξασίες του λαού μας. Μια πολύ διαδεδομένη λαϊκή δοξασία ήταν, για παράδειγμα, η «δαιμονοπληξία». Σύμφωνα με αυτή, οι ψυχικές παθήσεις προκαλούνταν από πονηρά πνεύματα, που διείσδυαν στην ψυχή και μεταμόρφωναν τον άνθρωπο. Στην περίπτωσή μας το πονηρό πνεύμα θα μπορούσε να εντοπιστεί στο «αντεθνικό δαιμόνιο» και το κράτος, μαζί με την Εκκλησία, θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε μαζικούς εξορκισμούς.
Αν πάλι τίποτε από τα παραπάνω δεν φέρει αποτέλεσμα, τότε δεν μένει στους ιθύνοντες μας παρά να προβληματιστούν: Μήπως οι νέοι δεν πιστεύουν πια στην πατρίδα που τους πουλάμε;
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 19/7/2009
Τρομοκρατικές επιθέσεις
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις που βιώνει άμεσα η κοινωνία μας δεν έχουν να κάνουν ούτε με την Αλ Κάιντα, ούτε με την Χεζμπολάχ, ούτε με άλλες παρεμφερείς οργανώσεις. Στα καθ’ ημάς, η τρομοκρατία δεν βάλλει (συνήθως) εναντίον ανθρώπινων ζωών. Προσβάλλει όμως κάποια βασικά στοιχεία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας: την ελευθερία της σκέψης και του λόγου, της επιστημονικής και καλλιτεχνικής έκφρασης, της διαφορετικότητας και της διαφωνίας. Οι δικοί μας τρομοκράτες δεν προέρχονται από τις ομάδες των ένοπλων «Μαχητών του Αλλάχ», αλλά από τον χώρο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας.
Θα αναφερθώ σε τρία παραδείγματα τέτοιων «τρομοκρατικών επιθέσεων» που βίωσε πρόσφατα η ελληνική κοινωνία – και τα οποία θεωρώ πως πρέπει να μας προβληματίσουν κι εδώ στην Κύπρο:
· Τον προηγούμενο Απρίλιο ο βουλευτής του ΛΑΟΣ κ. Ηλίας Πολατίδης, επικαλούμενος ανώνυμες καταγγελίες γονέων, εισέβαλε στο 3ο Γυμνάσιο Σερρών και απαίτησε από τον διευθυντή του σχολείου να καλέσει ενώπιόν του την καθηγήτρια της Ιστορίας για να δώσει εξηγήσεις στον ίδιο σχετικά με το περιεχόμενο της διδασκαλίας της στο μάθημα για τον φασισμό. Ο διευθυντής του σχολείου, αντί να λειτουργήσει ως τείχος προστασίας της εκπαιδευτικού απέναντι στις ανυπόστατες κατηγορίες ανώνυμων γονέων, όρισε προκαταρκτική διαδικασία για να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο δίδαξε το συγκεκριμένο θέμα η καθηγήτρια. Η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) καταδίκασε με επίσημη ανακοίνωσή της το επεισόδιο και τόνισε πως «οι εκπαιδευτικοί διατηρούν στο ακέραιο το δικαίωμα της παιδαγωγικής ελευθερίας στη διδασκαλία και της ελευθερίας της έκφρασης της προσωπικής γνώμης».
· Στις 16 Απριλίου 2009, η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» (όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ) δημοσίευσε ανώνυμο άρθρο με τίτλο «Απαράδεκτο μπόλιασμα στα μυαλά των παιδιών». Σ’ αυτό αναφέρονται παραδείγματα από τη διδασκαλία μαθημάτων σε συγκεκριμένα σχολεία από καθηγητές που «προσπαθούν να μπολιάσουν τα μυαλά των παιδιών με αντικομμουνισμό». Παραθέτω χαρακτηριστικό απόσπασμα: «ΕΠΑΛ Πετρούπολης: Καθηγήτρια στο μάθημα Οικονομικών, ενώ μιλούσε σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού, αναφέρθηκε στα... “εγκλήματα του Στάλιν” και στην ... “έλλειψη δημοκρατίας στη Σοβιετική Ένωση”».
· Την προηγούμενη Κυριακή (5 Ιουλίου) η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» δημοσίευσε ενυπόγραφο άρθρο, στο οποίο κατασπιλώνεται ο Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου κ. Γιώργος Κόκκινος. Το δημοσίευμα αναφέρει ότι ο κ. Κόκκινος «αποτελεί άλλη μια περίπτωση καθηγητή που με ιδιαίτερο ζήλο απεργάζεται απόψεις με αντικείμενο την άνευ όρων παράδοση της ελληνικής Ιστορίας σε μια παγκοσμιοποιημένη και πιο “στρογγυλή” – χωρίς αιχμές – εκδοχή των γεγονότων». Μαζί με την εφημερίδα συντάχθηκε και ο βουλευτής του ΛΑΟΣ κ. Άδωνις Γεωργιάδης: απαίτησε την απόλυσή του κ. Κόκκινου για όσα, κατά την άποψή του, ανέφερε σε φοιτητές του εν ώρα παραδόσεως. Τους τελευταίους μήνες, εξάλλου, το ΛΑΟΣ, με μια σειρά αναφορών στον τύπο και κυρίως ερωτήσεων που καταθέτει στη Βουλή προς τον Υπουργό Παιδείας, στοχεύει να ελέγξει τις ακαδημαϊκές διαδικασίες και να δείξει με το δάχτυλο την «εθνικά ύποπτη» στάση και έρευνα ορισμένων Ελλήνων πανεπιστημιακών.
Αυτά όλα δεν απέχουν πολύ από τη δική μας πραγματικότητα – να θυμίσω, ενδεικτικά, τα «τρομοκρατικά χτυπήματα» που βίωσε πρόσφατα και η Κύπρος (η υπόθεση με το ανέβασμα του θεατρικού έργου «Το Ποτάμι» από το γυμνάσιο του Ριζοκαρπάσου, η λογοκρισία του περιεχομένου των παραστάσεων του Rooftop Theatre, οι κατηγορίες για το «αντεθνικό» μήνυμα του καλλιτεχνικού έργου που μας εκπροσώπησε στην Μπιενάλε Βενετίας κ.ο.κ.). Γι αυτό και τα όσα τελευταία συμβαίνουν στην Ελλάδα θα έπρεπε να μας προβληματίσουν ιδιαίτερα.
Με λύπη μου διαπιστώνω, εντούτοις, ότι από όλους όσους θα ανέμενε κανείς μια αντίδραση, ελάχιστοι είναι αυτοί που είχαν το θάρρος (ή το ενδιαφέρον) να μιλήσουν. Σε αντίθεση με την αντίδραση της ΟΛΜΕ στο θέμα του γυμνασίου Σερρών, η ΟΕΛΜΕΚ δεν εξέδωσε ούτε μία ανακοίνωση (πόσο μάλλον τις συνήθεις της προειδοποιήσεις για απεργιακά μέτρα) προς υπεράσπιση της ελευθερίας της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου. Από την άλλη, κανείς μέχρι τώρα από τους ακαδημαϊκούς μας δεν έχει υψώσει τη φωνή του για να καταγγείλει τον διωγμό του συναδέλφου του στην Ελλάδα (και για όσους προτάσσουν το επιχείρημα πως τα όσα συμβαίνουν δεν μας αφορούν γιατί διαδραματίζονται σε μια ξένη χώρα, θα ήθελα να υπενθυμίσω τις δημόσιες παρεμβάσεις από κυπριακής πλευράς όταν, το 2002, το βιβλίο Ιστορίας της Γ’ Λυκείου που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, αναφερόταν στον «υπερσυντηρητικό εθνικισμό» του στρατηγού Γρίβα). Μοναδική εξαίρεση στον «κανόνα της σιγής» αποτελεί η δράση δύο ομάδων: της «Πλατφόρμας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων Εκπαιδευτικών ΕΝΩΜΕΝΗ ΚΥΠΡΟΣ» (που έσπευσε αμέσως να καταγγείλει τα όσα υπόκειται ο κ. Κόκκινος) και της ομάδας εκπαιδευτικών που διαχειρίζονται την ιστοσελίδα http://teachershistorybook.blogspot.com/ (που με τις παρεμβάσεις τους δηλώνουν εδώ και καιρό τον έντονο προβληματισμό τους για τα φαινόμενα «πνευματικής τρομοκρατίας»). Όσο για τους υπόλοιπους, φρόντισε ήδη να μιλήσει η κυπριακή λαϊκή σοφία: «Απ’ όν φορτώνει π’όσσω σου, τάνα του να φορτώσει».*
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις που βιώνει άμεσα η κοινωνία μας δεν έχουν να κάνουν ούτε με την Αλ Κάιντα, ούτε με την Χεζμπολάχ, ούτε με άλλες παρεμφερείς οργανώσεις. Στα καθ’ ημάς, η τρομοκρατία δεν βάλλει (συνήθως) εναντίον ανθρώπινων ζωών. Προσβάλλει όμως κάποια βασικά στοιχεία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας: την ελευθερία της σκέψης και του λόγου, της επιστημονικής και καλλιτεχνικής έκφρασης, της διαφορετικότητας και της διαφωνίας. Οι δικοί μας τρομοκράτες δεν προέρχονται από τις ομάδες των ένοπλων «Μαχητών του Αλλάχ», αλλά από τον χώρο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας.
Θα αναφερθώ σε τρία παραδείγματα τέτοιων «τρομοκρατικών επιθέσεων» που βίωσε πρόσφατα η ελληνική κοινωνία – και τα οποία θεωρώ πως πρέπει να μας προβληματίσουν κι εδώ στην Κύπρο:
· Τον προηγούμενο Απρίλιο ο βουλευτής του ΛΑΟΣ κ. Ηλίας Πολατίδης, επικαλούμενος ανώνυμες καταγγελίες γονέων, εισέβαλε στο 3ο Γυμνάσιο Σερρών και απαίτησε από τον διευθυντή του σχολείου να καλέσει ενώπιόν του την καθηγήτρια της Ιστορίας για να δώσει εξηγήσεις στον ίδιο σχετικά με το περιεχόμενο της διδασκαλίας της στο μάθημα για τον φασισμό. Ο διευθυντής του σχολείου, αντί να λειτουργήσει ως τείχος προστασίας της εκπαιδευτικού απέναντι στις ανυπόστατες κατηγορίες ανώνυμων γονέων, όρισε προκαταρκτική διαδικασία για να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο δίδαξε το συγκεκριμένο θέμα η καθηγήτρια. Η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) καταδίκασε με επίσημη ανακοίνωσή της το επεισόδιο και τόνισε πως «οι εκπαιδευτικοί διατηρούν στο ακέραιο το δικαίωμα της παιδαγωγικής ελευθερίας στη διδασκαλία και της ελευθερίας της έκφρασης της προσωπικής γνώμης».
· Στις 16 Απριλίου 2009, η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» (όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ) δημοσίευσε ανώνυμο άρθρο με τίτλο «Απαράδεκτο μπόλιασμα στα μυαλά των παιδιών». Σ’ αυτό αναφέρονται παραδείγματα από τη διδασκαλία μαθημάτων σε συγκεκριμένα σχολεία από καθηγητές που «προσπαθούν να μπολιάσουν τα μυαλά των παιδιών με αντικομμουνισμό». Παραθέτω χαρακτηριστικό απόσπασμα: «ΕΠΑΛ Πετρούπολης: Καθηγήτρια στο μάθημα Οικονομικών, ενώ μιλούσε σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού, αναφέρθηκε στα... “εγκλήματα του Στάλιν” και στην ... “έλλειψη δημοκρατίας στη Σοβιετική Ένωση”».
· Την προηγούμενη Κυριακή (5 Ιουλίου) η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» δημοσίευσε ενυπόγραφο άρθρο, στο οποίο κατασπιλώνεται ο Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου κ. Γιώργος Κόκκινος. Το δημοσίευμα αναφέρει ότι ο κ. Κόκκινος «αποτελεί άλλη μια περίπτωση καθηγητή που με ιδιαίτερο ζήλο απεργάζεται απόψεις με αντικείμενο την άνευ όρων παράδοση της ελληνικής Ιστορίας σε μια παγκοσμιοποιημένη και πιο “στρογγυλή” – χωρίς αιχμές – εκδοχή των γεγονότων». Μαζί με την εφημερίδα συντάχθηκε και ο βουλευτής του ΛΑΟΣ κ. Άδωνις Γεωργιάδης: απαίτησε την απόλυσή του κ. Κόκκινου για όσα, κατά την άποψή του, ανέφερε σε φοιτητές του εν ώρα παραδόσεως. Τους τελευταίους μήνες, εξάλλου, το ΛΑΟΣ, με μια σειρά αναφορών στον τύπο και κυρίως ερωτήσεων που καταθέτει στη Βουλή προς τον Υπουργό Παιδείας, στοχεύει να ελέγξει τις ακαδημαϊκές διαδικασίες και να δείξει με το δάχτυλο την «εθνικά ύποπτη» στάση και έρευνα ορισμένων Ελλήνων πανεπιστημιακών.
Αυτά όλα δεν απέχουν πολύ από τη δική μας πραγματικότητα – να θυμίσω, ενδεικτικά, τα «τρομοκρατικά χτυπήματα» που βίωσε πρόσφατα και η Κύπρος (η υπόθεση με το ανέβασμα του θεατρικού έργου «Το Ποτάμι» από το γυμνάσιο του Ριζοκαρπάσου, η λογοκρισία του περιεχομένου των παραστάσεων του Rooftop Theatre, οι κατηγορίες για το «αντεθνικό» μήνυμα του καλλιτεχνικού έργου που μας εκπροσώπησε στην Μπιενάλε Βενετίας κ.ο.κ.). Γι αυτό και τα όσα τελευταία συμβαίνουν στην Ελλάδα θα έπρεπε να μας προβληματίσουν ιδιαίτερα.
Με λύπη μου διαπιστώνω, εντούτοις, ότι από όλους όσους θα ανέμενε κανείς μια αντίδραση, ελάχιστοι είναι αυτοί που είχαν το θάρρος (ή το ενδιαφέρον) να μιλήσουν. Σε αντίθεση με την αντίδραση της ΟΛΜΕ στο θέμα του γυμνασίου Σερρών, η ΟΕΛΜΕΚ δεν εξέδωσε ούτε μία ανακοίνωση (πόσο μάλλον τις συνήθεις της προειδοποιήσεις για απεργιακά μέτρα) προς υπεράσπιση της ελευθερίας της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου. Από την άλλη, κανείς μέχρι τώρα από τους ακαδημαϊκούς μας δεν έχει υψώσει τη φωνή του για να καταγγείλει τον διωγμό του συναδέλφου του στην Ελλάδα (και για όσους προτάσσουν το επιχείρημα πως τα όσα συμβαίνουν δεν μας αφορούν γιατί διαδραματίζονται σε μια ξένη χώρα, θα ήθελα να υπενθυμίσω τις δημόσιες παρεμβάσεις από κυπριακής πλευράς όταν, το 2002, το βιβλίο Ιστορίας της Γ’ Λυκείου που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, αναφερόταν στον «υπερσυντηρητικό εθνικισμό» του στρατηγού Γρίβα). Μοναδική εξαίρεση στον «κανόνα της σιγής» αποτελεί η δράση δύο ομάδων: της «Πλατφόρμας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων Εκπαιδευτικών ΕΝΩΜΕΝΗ ΚΥΠΡΟΣ» (που έσπευσε αμέσως να καταγγείλει τα όσα υπόκειται ο κ. Κόκκινος) και της ομάδας εκπαιδευτικών που διαχειρίζονται την ιστοσελίδα http://teachershistorybook.blogspot.com/ (που με τις παρεμβάσεις τους δηλώνουν εδώ και καιρό τον έντονο προβληματισμό τους για τα φαινόμενα «πνευματικής τρομοκρατίας»). Όσο για τους υπόλοιπους, φρόντισε ήδη να μιλήσει η κυπριακή λαϊκή σοφία: «Απ’ όν φορτώνει π’όσσω σου, τάνα του να φορτώσει».*
* = Όποιον δεν κλέβει απ' το σπίτι σου, βόηθα τον να κλέψει
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 12/7/2009
Παραχώρηση ή αποκατάσταση;
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Υπάρχει ένα ρητορικό ερώτημα, που όποτε το ακούω να εκφέρεται, προβληματίζομαι ιδιαίτερα. Το ερώτημα διατυπώνεται συνήθως ως εξής: «Τι άλλο θέλει πια από μένα; Δεν του/της έχω ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένος/η;». Κάποτε το ακούω να εκφέρεται και στον πληθυντικό, δηλαδή: «Τι άλλο θέλουν πια από μας; Δεν τους έχουμε ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένοι/ες;». Ενικός ή πληθυντικός, το ερώτημα αυτό συνοδεύεται πάντα από μια έκφραση θυμού μαζί και υπεροψίας.
Το ακούω να διατυπώνεται σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις. Η πρώτη – αυτή που με προβληματίζει λιγότερο – προέρχεται από την εικονική πραγματικότητα του κινηματογράφου. Σε ταινίες εποχής, ο βασιλιάς ή αφέντης (αναλόγως της πλοκής) εκστομίζει αυτό το ερώτημα όταν ένας υπήκοος ή δούλος του δεν αναγνωρίζει τη γενναιοδωρία του, εκφράζοντας παράπονα ή απαιτώντας περισσότερα δικαιώματα. Τότε ο βασιλιάς/αφέντης είτε υποχωρεί παραχωρώντας περισσότερα δικαιώματα, είτε αντιδρά και αφαιρεί ακόμα και τα ήδη κεκτημένα.
Οι άλλες δύο περιπτώσεις ανήκουν στη σφαίρα της σύγχρονης πραγματικότητας. Αφενός, ακούω το ερώτημα αυτό να εκφέρεται από άνδρες – τις περισσότερες φορές συζύγους υποτιμημένων και εξαιρετικά ανεκτικών γυναικών. Το ερώτημα διατυπώνεται στον ενικό και αναφέρεται στη γυναίκα-σύζυγο, ή μάλλον, στα παράπονά της για ελλιπή συμμετοχή του άνδρα-συζύγου στην ανατροφή των παιδιών και στις δουλειές του σπιτιού. Ο άνδρας θυμώνει διότι πιστεύει πως η σύζυγός του δεν θα πρέπει να παραπονιέται, αφού ο ίδιος κάνει ήδη αρκετές «υποχωρήσεις» βοηθώντας την να αντεπεξέλθει σε όσα καθήκοντα «από τη φύση» προορίζονται γι αυτήν (π.χ. καθάρισμα, μαγείρεμα, πλύσιμο, σιδέρωμα, φροντίδα των παιδιών κ.ο.κ.). Αφετέρου, όλο και πιο συχνά, ακούω το ερώτημα αυτό να διατυπώνεται στη δημόσια σφαίρα, και δη αυτήν της ελληνοκυπριακής κοινωνίας. Εδώ το ερώτημα αποκτά συγκεκριμένο υποκείμενο: «Τι άλλο θέλουν πια οι Τουρκοκύπριοι από μας; Δεν τους έχουμε ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένοι;».
Δεν θα εξετάσω το μέγεθος ή όχι των «παραχωρήσεων», παρά μόνο τη βαθύτερη φύση του ίδιου του επιχειρήματος. Στη βάση τους, οι τρεις πιο πάνω περιπτώσεις δεν διαφέρουν καθόλου: έχουμε πάντα δύο υποκείμενα (αφέντης/βασιλιάς-δούλος/υπήκοος, άνδρας-γυναίκα, Ελληνοκύπριοι/πλειονότητα-Τουρκοκύπριοι/μειονότητα) που θεωρούνται, είτε «εκ φύσεως» είτε λόγω ιστορικών συγκυριών, ανισότιμα. Ο υπέρτερος αυτοπαρουσιάζεται ως καλός και γενναιόδωρος, αφού «κάνει χάρη» στον υποδεέστερο, «παραχωρώντας» του μια σειρά από δικαιώματα και διευκολύνσεις. Ο θυμός του πηγάζει από το γεγονός ότι δεν βλέπει να του αναγνωρίζεται αυτή η «γενναιοδωρία».
Δεν θα ασχοληθώ ούτε με το θέμα της ατομικής ελευθερίας και της ιδιότητας του πολίτη (που αφορά την πρώτη περίπτωση), ούτε με την ισότητα των δύο φύλων (που αφορά τη δεύτερη). Αν όχι στην πράξη, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, οι αξίες αυτές έχουν λίγο ως πολύ εμπεδωθεί στη συλλογική συνείδηση. Θα σταθώ μόνο στο θέμα της «ιεραρχίας» μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Όπως επανειλημμένα έχει τονίσει (κυρίως στα άρθρα του στην «Yeni Düzen») ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Νiyazi Κizilyurek, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό, διεξάγονταν (και ακόμα διεξάγονται) πάνω στη βάση των «κοινών παραχωρήσεων». Αυτό που συζητείται κυρίως είναι η «παραχώρηση» εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων μέρους του εδάφους «τους» στους Ελληνοκύπριους, με ανταλλαγή την «παραχώρηση» εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων πολιτικής ισότητας για τους Τουρκοκύπριους. Έτσι οι δύο πλευρές εμφανίζονται ως «γενναιόδωρες» αφού διατίθενται να υποκύψουν σε μια σειρά «υποχωρήσεων» για χάρη της ειρήνης.
Είναι όμως έτσι; Αν ως ελληνοκυπριακή κοινότητα θεωρούμε δεδομένο πως οι Τουρκοκύπριοι δεν κάνουν κανενός είδους «παραχώρηση» επιστρέφοντας μας τα εδάφη που δικαιωματικά μας ανήκουν (πράγμα που βεβαίως δεν έχουν κατανοήσει οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες), δεν έχουμε αναπτύξει την ίδια αντίληψη και για το αντίθετο. Αν δηλαδή, η επιστροφή των εδαφών μας δεν είναι «παραχώρηση», αλλά «αποκατάσταση» του δικαιώματός μας, το ίδιο ισχύει και για το αντίθετο: την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων.
Οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι δεν έχουμε κατανοήσει πως την πολιτική ισότητα δεν την προσφέρουμε στους Τουρκοκύπριους ως «προνόμιο» ή ως «δώρο». Οι Τουρκοκύπριοι μπορεί να μειοψηφούν πληθυσμιακά, εντούτοις δεν είναι μειονότητα. Είτε το θέλουμε είτε όχι, από την δεκαετία του ’60 και εξής, οι Τουρκοκύπριοι έχουν ιστορικά διαμορφωθεί ως κοινότητα με ίσα πολιτικά δικαιώματα όσο και οι Ελληνοκύπριοι. Άρα, η πολιτική ισότητα δεν είναι «παραχώρηση» εκ μέρους μας, παρά «αποκατάσταση» ενός παραβιασμένου δικαιώματος.
«Παραχώρηση» γίνεται μόνο όταν υπάρχει μια ανισότιμη σχέση, η οποία τείνει έτσι, μέσω της υιοθέτησης αυτού του λεξιλογίου, να διαιωνιστεί. Η αναγνώριση της ισοτιμίας (θέλεις μεταξύ των ανθρώπων ως ατόμων, θέλεις ως έμφυλων μονάδων, θέλεις ως κοινοτήτων) προϋποθέτει την παραδοχή της «παραβίασης» δικαιωμάτων και την προσπάθεια «αποκατάστασής» τους.
Υπάρχει ένα ρητορικό ερώτημα, που όποτε το ακούω να εκφέρεται, προβληματίζομαι ιδιαίτερα. Το ερώτημα διατυπώνεται συνήθως ως εξής: «Τι άλλο θέλει πια από μένα; Δεν του/της έχω ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένος/η;». Κάποτε το ακούω να εκφέρεται και στον πληθυντικό, δηλαδή: «Τι άλλο θέλουν πια από μας; Δεν τους έχουμε ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένοι/ες;». Ενικός ή πληθυντικός, το ερώτημα αυτό συνοδεύεται πάντα από μια έκφραση θυμού μαζί και υπεροψίας.
Το ακούω να διατυπώνεται σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις. Η πρώτη – αυτή που με προβληματίζει λιγότερο – προέρχεται από την εικονική πραγματικότητα του κινηματογράφου. Σε ταινίες εποχής, ο βασιλιάς ή αφέντης (αναλόγως της πλοκής) εκστομίζει αυτό το ερώτημα όταν ένας υπήκοος ή δούλος του δεν αναγνωρίζει τη γενναιοδωρία του, εκφράζοντας παράπονα ή απαιτώντας περισσότερα δικαιώματα. Τότε ο βασιλιάς/αφέντης είτε υποχωρεί παραχωρώντας περισσότερα δικαιώματα, είτε αντιδρά και αφαιρεί ακόμα και τα ήδη κεκτημένα.
Οι άλλες δύο περιπτώσεις ανήκουν στη σφαίρα της σύγχρονης πραγματικότητας. Αφενός, ακούω το ερώτημα αυτό να εκφέρεται από άνδρες – τις περισσότερες φορές συζύγους υποτιμημένων και εξαιρετικά ανεκτικών γυναικών. Το ερώτημα διατυπώνεται στον ενικό και αναφέρεται στη γυναίκα-σύζυγο, ή μάλλον, στα παράπονά της για ελλιπή συμμετοχή του άνδρα-συζύγου στην ανατροφή των παιδιών και στις δουλειές του σπιτιού. Ο άνδρας θυμώνει διότι πιστεύει πως η σύζυγός του δεν θα πρέπει να παραπονιέται, αφού ο ίδιος κάνει ήδη αρκετές «υποχωρήσεις» βοηθώντας την να αντεπεξέλθει σε όσα καθήκοντα «από τη φύση» προορίζονται γι αυτήν (π.χ. καθάρισμα, μαγείρεμα, πλύσιμο, σιδέρωμα, φροντίδα των παιδιών κ.ο.κ.). Αφετέρου, όλο και πιο συχνά, ακούω το ερώτημα αυτό να διατυπώνεται στη δημόσια σφαίρα, και δη αυτήν της ελληνοκυπριακής κοινωνίας. Εδώ το ερώτημα αποκτά συγκεκριμένο υποκείμενο: «Τι άλλο θέλουν πια οι Τουρκοκύπριοι από μας; Δεν τους έχουμε ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένοι;».
Δεν θα εξετάσω το μέγεθος ή όχι των «παραχωρήσεων», παρά μόνο τη βαθύτερη φύση του ίδιου του επιχειρήματος. Στη βάση τους, οι τρεις πιο πάνω περιπτώσεις δεν διαφέρουν καθόλου: έχουμε πάντα δύο υποκείμενα (αφέντης/βασιλιάς-δούλος/υπήκοος, άνδρας-γυναίκα, Ελληνοκύπριοι/πλειονότητα-Τουρκοκύπριοι/μειονότητα) που θεωρούνται, είτε «εκ φύσεως» είτε λόγω ιστορικών συγκυριών, ανισότιμα. Ο υπέρτερος αυτοπαρουσιάζεται ως καλός και γενναιόδωρος, αφού «κάνει χάρη» στον υποδεέστερο, «παραχωρώντας» του μια σειρά από δικαιώματα και διευκολύνσεις. Ο θυμός του πηγάζει από το γεγονός ότι δεν βλέπει να του αναγνωρίζεται αυτή η «γενναιοδωρία».
Δεν θα ασχοληθώ ούτε με το θέμα της ατομικής ελευθερίας και της ιδιότητας του πολίτη (που αφορά την πρώτη περίπτωση), ούτε με την ισότητα των δύο φύλων (που αφορά τη δεύτερη). Αν όχι στην πράξη, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, οι αξίες αυτές έχουν λίγο ως πολύ εμπεδωθεί στη συλλογική συνείδηση. Θα σταθώ μόνο στο θέμα της «ιεραρχίας» μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Όπως επανειλημμένα έχει τονίσει (κυρίως στα άρθρα του στην «Yeni Düzen») ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Νiyazi Κizilyurek, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό, διεξάγονταν (και ακόμα διεξάγονται) πάνω στη βάση των «κοινών παραχωρήσεων». Αυτό που συζητείται κυρίως είναι η «παραχώρηση» εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων μέρους του εδάφους «τους» στους Ελληνοκύπριους, με ανταλλαγή την «παραχώρηση» εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων πολιτικής ισότητας για τους Τουρκοκύπριους. Έτσι οι δύο πλευρές εμφανίζονται ως «γενναιόδωρες» αφού διατίθενται να υποκύψουν σε μια σειρά «υποχωρήσεων» για χάρη της ειρήνης.
Είναι όμως έτσι; Αν ως ελληνοκυπριακή κοινότητα θεωρούμε δεδομένο πως οι Τουρκοκύπριοι δεν κάνουν κανενός είδους «παραχώρηση» επιστρέφοντας μας τα εδάφη που δικαιωματικά μας ανήκουν (πράγμα που βεβαίως δεν έχουν κατανοήσει οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες), δεν έχουμε αναπτύξει την ίδια αντίληψη και για το αντίθετο. Αν δηλαδή, η επιστροφή των εδαφών μας δεν είναι «παραχώρηση», αλλά «αποκατάσταση» του δικαιώματός μας, το ίδιο ισχύει και για το αντίθετο: την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων.
Οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι δεν έχουμε κατανοήσει πως την πολιτική ισότητα δεν την προσφέρουμε στους Τουρκοκύπριους ως «προνόμιο» ή ως «δώρο». Οι Τουρκοκύπριοι μπορεί να μειοψηφούν πληθυσμιακά, εντούτοις δεν είναι μειονότητα. Είτε το θέλουμε είτε όχι, από την δεκαετία του ’60 και εξής, οι Τουρκοκύπριοι έχουν ιστορικά διαμορφωθεί ως κοινότητα με ίσα πολιτικά δικαιώματα όσο και οι Ελληνοκύπριοι. Άρα, η πολιτική ισότητα δεν είναι «παραχώρηση» εκ μέρους μας, παρά «αποκατάσταση» ενός παραβιασμένου δικαιώματος.
«Παραχώρηση» γίνεται μόνο όταν υπάρχει μια ανισότιμη σχέση, η οποία τείνει έτσι, μέσω της υιοθέτησης αυτού του λεξιλογίου, να διαιωνιστεί. Η αναγνώριση της ισοτιμίας (θέλεις μεταξύ των ανθρώπων ως ατόμων, θέλεις ως έμφυλων μονάδων, θέλεις ως κοινοτήτων) προϋποθέτει την παραδοχή της «παραβίασης» δικαιωμάτων και την προσπάθεια «αποκατάστασής» τους.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 5/7/2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)