Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Υπάρχει ένα ρητορικό ερώτημα, που όποτε το ακούω να εκφέρεται, προβληματίζομαι ιδιαίτερα. Το ερώτημα διατυπώνεται συνήθως ως εξής: «Τι άλλο θέλει πια από μένα; Δεν του/της έχω ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένος/η;». Κάποτε το ακούω να εκφέρεται και στον πληθυντικό, δηλαδή: «Τι άλλο θέλουν πια από μας; Δεν τους έχουμε ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένοι/ες;». Ενικός ή πληθυντικός, το ερώτημα αυτό συνοδεύεται πάντα από μια έκφραση θυμού μαζί και υπεροψίας.
Το ακούω να διατυπώνεται σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις. Η πρώτη – αυτή που με προβληματίζει λιγότερο – προέρχεται από την εικονική πραγματικότητα του κινηματογράφου. Σε ταινίες εποχής, ο βασιλιάς ή αφέντης (αναλόγως της πλοκής) εκστομίζει αυτό το ερώτημα όταν ένας υπήκοος ή δούλος του δεν αναγνωρίζει τη γενναιοδωρία του, εκφράζοντας παράπονα ή απαιτώντας περισσότερα δικαιώματα. Τότε ο βασιλιάς/αφέντης είτε υποχωρεί παραχωρώντας περισσότερα δικαιώματα, είτε αντιδρά και αφαιρεί ακόμα και τα ήδη κεκτημένα.
Οι άλλες δύο περιπτώσεις ανήκουν στη σφαίρα της σύγχρονης πραγματικότητας. Αφενός, ακούω το ερώτημα αυτό να εκφέρεται από άνδρες – τις περισσότερες φορές συζύγους υποτιμημένων και εξαιρετικά ανεκτικών γυναικών. Το ερώτημα διατυπώνεται στον ενικό και αναφέρεται στη γυναίκα-σύζυγο, ή μάλλον, στα παράπονά της για ελλιπή συμμετοχή του άνδρα-συζύγου στην ανατροφή των παιδιών και στις δουλειές του σπιτιού. Ο άνδρας θυμώνει διότι πιστεύει πως η σύζυγός του δεν θα πρέπει να παραπονιέται, αφού ο ίδιος κάνει ήδη αρκετές «υποχωρήσεις» βοηθώντας την να αντεπεξέλθει σε όσα καθήκοντα «από τη φύση» προορίζονται γι αυτήν (π.χ. καθάρισμα, μαγείρεμα, πλύσιμο, σιδέρωμα, φροντίδα των παιδιών κ.ο.κ.). Αφετέρου, όλο και πιο συχνά, ακούω το ερώτημα αυτό να διατυπώνεται στη δημόσια σφαίρα, και δη αυτήν της ελληνοκυπριακής κοινωνίας. Εδώ το ερώτημα αποκτά συγκεκριμένο υποκείμενο: «Τι άλλο θέλουν πια οι Τουρκοκύπριοι από μας; Δεν τους έχουμε ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένοι;».
Δεν θα εξετάσω το μέγεθος ή όχι των «παραχωρήσεων», παρά μόνο τη βαθύτερη φύση του ίδιου του επιχειρήματος. Στη βάση τους, οι τρεις πιο πάνω περιπτώσεις δεν διαφέρουν καθόλου: έχουμε πάντα δύο υποκείμενα (αφέντης/βασιλιάς-δούλος/υπήκοος, άνδρας-γυναίκα, Ελληνοκύπριοι/πλειονότητα-Τουρκοκύπριοι/μειονότητα) που θεωρούνται, είτε «εκ φύσεως» είτε λόγω ιστορικών συγκυριών, ανισότιμα. Ο υπέρτερος αυτοπαρουσιάζεται ως καλός και γενναιόδωρος, αφού «κάνει χάρη» στον υποδεέστερο, «παραχωρώντας» του μια σειρά από δικαιώματα και διευκολύνσεις. Ο θυμός του πηγάζει από το γεγονός ότι δεν βλέπει να του αναγνωρίζεται αυτή η «γενναιοδωρία».
Δεν θα ασχοληθώ ούτε με το θέμα της ατομικής ελευθερίας και της ιδιότητας του πολίτη (που αφορά την πρώτη περίπτωση), ούτε με την ισότητα των δύο φύλων (που αφορά τη δεύτερη). Αν όχι στην πράξη, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, οι αξίες αυτές έχουν λίγο ως πολύ εμπεδωθεί στη συλλογική συνείδηση. Θα σταθώ μόνο στο θέμα της «ιεραρχίας» μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Όπως επανειλημμένα έχει τονίσει (κυρίως στα άρθρα του στην «Yeni Düzen») ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Νiyazi Κizilyurek, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό, διεξάγονταν (και ακόμα διεξάγονται) πάνω στη βάση των «κοινών παραχωρήσεων». Αυτό που συζητείται κυρίως είναι η «παραχώρηση» εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων μέρους του εδάφους «τους» στους Ελληνοκύπριους, με ανταλλαγή την «παραχώρηση» εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων πολιτικής ισότητας για τους Τουρκοκύπριους. Έτσι οι δύο πλευρές εμφανίζονται ως «γενναιόδωρες» αφού διατίθενται να υποκύψουν σε μια σειρά «υποχωρήσεων» για χάρη της ειρήνης.
Είναι όμως έτσι; Αν ως ελληνοκυπριακή κοινότητα θεωρούμε δεδομένο πως οι Τουρκοκύπριοι δεν κάνουν κανενός είδους «παραχώρηση» επιστρέφοντας μας τα εδάφη που δικαιωματικά μας ανήκουν (πράγμα που βεβαίως δεν έχουν κατανοήσει οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες), δεν έχουμε αναπτύξει την ίδια αντίληψη και για το αντίθετο. Αν δηλαδή, η επιστροφή των εδαφών μας δεν είναι «παραχώρηση», αλλά «αποκατάσταση» του δικαιώματός μας, το ίδιο ισχύει και για το αντίθετο: την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων.
Οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι δεν έχουμε κατανοήσει πως την πολιτική ισότητα δεν την προσφέρουμε στους Τουρκοκύπριους ως «προνόμιο» ή ως «δώρο». Οι Τουρκοκύπριοι μπορεί να μειοψηφούν πληθυσμιακά, εντούτοις δεν είναι μειονότητα. Είτε το θέλουμε είτε όχι, από την δεκαετία του ’60 και εξής, οι Τουρκοκύπριοι έχουν ιστορικά διαμορφωθεί ως κοινότητα με ίσα πολιτικά δικαιώματα όσο και οι Ελληνοκύπριοι. Άρα, η πολιτική ισότητα δεν είναι «παραχώρηση» εκ μέρους μας, παρά «αποκατάσταση» ενός παραβιασμένου δικαιώματος.
«Παραχώρηση» γίνεται μόνο όταν υπάρχει μια ανισότιμη σχέση, η οποία τείνει έτσι, μέσω της υιοθέτησης αυτού του λεξιλογίου, να διαιωνιστεί. Η αναγνώριση της ισοτιμίας (θέλεις μεταξύ των ανθρώπων ως ατόμων, θέλεις ως έμφυλων μονάδων, θέλεις ως κοινοτήτων) προϋποθέτει την παραδοχή της «παραβίασης» δικαιωμάτων και την προσπάθεια «αποκατάστασής» τους.
Υπάρχει ένα ρητορικό ερώτημα, που όποτε το ακούω να εκφέρεται, προβληματίζομαι ιδιαίτερα. Το ερώτημα διατυπώνεται συνήθως ως εξής: «Τι άλλο θέλει πια από μένα; Δεν του/της έχω ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένος/η;». Κάποτε το ακούω να εκφέρεται και στον πληθυντικό, δηλαδή: «Τι άλλο θέλουν πια από μας; Δεν τους έχουμε ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένοι/ες;». Ενικός ή πληθυντικός, το ερώτημα αυτό συνοδεύεται πάντα από μια έκφραση θυμού μαζί και υπεροψίας.
Το ακούω να διατυπώνεται σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις. Η πρώτη – αυτή που με προβληματίζει λιγότερο – προέρχεται από την εικονική πραγματικότητα του κινηματογράφου. Σε ταινίες εποχής, ο βασιλιάς ή αφέντης (αναλόγως της πλοκής) εκστομίζει αυτό το ερώτημα όταν ένας υπήκοος ή δούλος του δεν αναγνωρίζει τη γενναιοδωρία του, εκφράζοντας παράπονα ή απαιτώντας περισσότερα δικαιώματα. Τότε ο βασιλιάς/αφέντης είτε υποχωρεί παραχωρώντας περισσότερα δικαιώματα, είτε αντιδρά και αφαιρεί ακόμα και τα ήδη κεκτημένα.
Οι άλλες δύο περιπτώσεις ανήκουν στη σφαίρα της σύγχρονης πραγματικότητας. Αφενός, ακούω το ερώτημα αυτό να εκφέρεται από άνδρες – τις περισσότερες φορές συζύγους υποτιμημένων και εξαιρετικά ανεκτικών γυναικών. Το ερώτημα διατυπώνεται στον ενικό και αναφέρεται στη γυναίκα-σύζυγο, ή μάλλον, στα παράπονά της για ελλιπή συμμετοχή του άνδρα-συζύγου στην ανατροφή των παιδιών και στις δουλειές του σπιτιού. Ο άνδρας θυμώνει διότι πιστεύει πως η σύζυγός του δεν θα πρέπει να παραπονιέται, αφού ο ίδιος κάνει ήδη αρκετές «υποχωρήσεις» βοηθώντας την να αντεπεξέλθει σε όσα καθήκοντα «από τη φύση» προορίζονται γι αυτήν (π.χ. καθάρισμα, μαγείρεμα, πλύσιμο, σιδέρωμα, φροντίδα των παιδιών κ.ο.κ.). Αφετέρου, όλο και πιο συχνά, ακούω το ερώτημα αυτό να διατυπώνεται στη δημόσια σφαίρα, και δη αυτήν της ελληνοκυπριακής κοινωνίας. Εδώ το ερώτημα αποκτά συγκεκριμένο υποκείμενο: «Τι άλλο θέλουν πια οι Τουρκοκύπριοι από μας; Δεν τους έχουμε ήδη παραχωρήσει αρκετά για να είναι ευχαριστημένοι;».
Δεν θα εξετάσω το μέγεθος ή όχι των «παραχωρήσεων», παρά μόνο τη βαθύτερη φύση του ίδιου του επιχειρήματος. Στη βάση τους, οι τρεις πιο πάνω περιπτώσεις δεν διαφέρουν καθόλου: έχουμε πάντα δύο υποκείμενα (αφέντης/βασιλιάς-δούλος/υπήκοος, άνδρας-γυναίκα, Ελληνοκύπριοι/πλειονότητα-Τουρκοκύπριοι/μειονότητα) που θεωρούνται, είτε «εκ φύσεως» είτε λόγω ιστορικών συγκυριών, ανισότιμα. Ο υπέρτερος αυτοπαρουσιάζεται ως καλός και γενναιόδωρος, αφού «κάνει χάρη» στον υποδεέστερο, «παραχωρώντας» του μια σειρά από δικαιώματα και διευκολύνσεις. Ο θυμός του πηγάζει από το γεγονός ότι δεν βλέπει να του αναγνωρίζεται αυτή η «γενναιοδωρία».
Δεν θα ασχοληθώ ούτε με το θέμα της ατομικής ελευθερίας και της ιδιότητας του πολίτη (που αφορά την πρώτη περίπτωση), ούτε με την ισότητα των δύο φύλων (που αφορά τη δεύτερη). Αν όχι στην πράξη, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, οι αξίες αυτές έχουν λίγο ως πολύ εμπεδωθεί στη συλλογική συνείδηση. Θα σταθώ μόνο στο θέμα της «ιεραρχίας» μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Όπως επανειλημμένα έχει τονίσει (κυρίως στα άρθρα του στην «Yeni Düzen») ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Νiyazi Κizilyurek, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό, διεξάγονταν (και ακόμα διεξάγονται) πάνω στη βάση των «κοινών παραχωρήσεων». Αυτό που συζητείται κυρίως είναι η «παραχώρηση» εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων μέρους του εδάφους «τους» στους Ελληνοκύπριους, με ανταλλαγή την «παραχώρηση» εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων πολιτικής ισότητας για τους Τουρκοκύπριους. Έτσι οι δύο πλευρές εμφανίζονται ως «γενναιόδωρες» αφού διατίθενται να υποκύψουν σε μια σειρά «υποχωρήσεων» για χάρη της ειρήνης.
Είναι όμως έτσι; Αν ως ελληνοκυπριακή κοινότητα θεωρούμε δεδομένο πως οι Τουρκοκύπριοι δεν κάνουν κανενός είδους «παραχώρηση» επιστρέφοντας μας τα εδάφη που δικαιωματικά μας ανήκουν (πράγμα που βεβαίως δεν έχουν κατανοήσει οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες), δεν έχουμε αναπτύξει την ίδια αντίληψη και για το αντίθετο. Αν δηλαδή, η επιστροφή των εδαφών μας δεν είναι «παραχώρηση», αλλά «αποκατάσταση» του δικαιώματός μας, το ίδιο ισχύει και για το αντίθετο: την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων.
Οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι δεν έχουμε κατανοήσει πως την πολιτική ισότητα δεν την προσφέρουμε στους Τουρκοκύπριους ως «προνόμιο» ή ως «δώρο». Οι Τουρκοκύπριοι μπορεί να μειοψηφούν πληθυσμιακά, εντούτοις δεν είναι μειονότητα. Είτε το θέλουμε είτε όχι, από την δεκαετία του ’60 και εξής, οι Τουρκοκύπριοι έχουν ιστορικά διαμορφωθεί ως κοινότητα με ίσα πολιτικά δικαιώματα όσο και οι Ελληνοκύπριοι. Άρα, η πολιτική ισότητα δεν είναι «παραχώρηση» εκ μέρους μας, παρά «αποκατάσταση» ενός παραβιασμένου δικαιώματος.
«Παραχώρηση» γίνεται μόνο όταν υπάρχει μια ανισότιμη σχέση, η οποία τείνει έτσι, μέσω της υιοθέτησης αυτού του λεξιλογίου, να διαιωνιστεί. Η αναγνώριση της ισοτιμίας (θέλεις μεταξύ των ανθρώπων ως ατόμων, θέλεις ως έμφυλων μονάδων, θέλεις ως κοινοτήτων) προϋποθέτει την παραδοχή της «παραβίασης» δικαιωμάτων και την προσπάθεια «αποκατάστασής» τους.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 5/7/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου