Άδοξα τέλη

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
»

Κωνσταντίνος Καβάφης, «Η Σατραπεία»

Διαβάζοντας πρόσφατα, στο βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη «Δυο Απόπειρες και μια Δολοφονία» (Λευκωσία, 2009), τα περί ζωής και θανάτου του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, προβληματίστηκα – ανάμεσα σε άλλα – και για το θέμα του άδοξου τέλους «ένδοξων» ανδρών. Η θλιβερή κατάληξη του άλλοτε παντοδύναμου Υπουργού Εσωτερικών και Άμυνας, και συγκεκριμένα η εικόνα του νεκρού σώματός του να κείτεται σαν πεταμένο σκουπίδι στο χωράφι όπου επέλεξαν οι πρώην φίλοι και συνεργοί του να τον δολοφονήσουν, μου έφερε στο νου μια σειρά ανάλογων περιπτώσεων από την ελληνική ιστορία.
Η πιο γνωστή ιστορία «άδοξου τέλους» από την κλασική αρχαιότητα είναι αυτή που αναφέρεται στον Αθηναίο στρατηγό Θεμιστοκλή (527-461 π.Χ.). Ο άλλοτε κραταιός πολιτικός και ένδοξος ήρωας του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, εξοστρακίστηκε από τους συμπολίτες του το 471 π.Χ., ως αποτέλεσμα της υπερβολικής δύναμης και υπεροψίας που είχε αποκτήσει. Έζησε για κάποιο διάστημα ως εξόριστος στο Άργος και μετά στους Μολοσσούς, ώσπου ανακηρύχθηκε επίσημα από τους Αθηναίους ως προδότης και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Κατέφυγε τελικά στην αυλή του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη. Έμαθε περσικά και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπηρετώντας τον τέως εχθρό του. Φημολογείται πως ο θάνατος του προήλθε από αυτοκτονία.
Γνωστή είναι επίσης και η ιστορία του Αθηναίου στρατηγού και πολιτικού Αλκιβιάδη (450-404 π.Χ.). Ο φιλόδοξος πρωταγωνιστής του Πελοποννησιακού Πολέμου και της Σικελικής εκστρατείας κατηγορήθηκε για τον ακρωτηριασμό των αγαλμάτων του Ερμή και, για ν’ αποφύγει τη δίκη, συνήψε τελικά συμμαχία με τους εχθρούς του Σπαρτιάτες και, με τη βοήθεια επιπλέον του Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη, στράφηκε εναντίον της πατρίδας του. Ο θάνατος τον βρήκε κάπου στη Φρυγία, ενώ υπερασπιζόταν την οικία του βασιλιά Αρταξέρξη από δολοφόνους.
Αλλά και η νεώτερη ελληνική ιστορία έχει να παρουσιάσει δείγματα άδοξου τέλους ένδοξων ζωών. Παροιμιώδες αυτό του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Πώς πέθανε ο ήρωας της Γραβιάς; Φοβούμενος την ανερχόμενη δύναμη του πρώην πρωτοπαλίκαρου και καλύτερου του φίλου, Γιάννη Γκούρα, αποφάσισε, το 1822, να συμμαχήσει με τους Τούρκους και να στραφεί εναντίον της επανάστασης. Συνελήφθη όμως από τους άντρες του Γκούρα και φυλακίστηκε στον πύργο της Ακρόπολης. Ο Μπάμπης Άννινος, ο οποίος συνέγραψε την «Απολογία του Οδυσσέα Ανδρούτσου» (1925), περιγράφει με εξαιρετική παραστατικότητα την μεταφορά του άλλοτε ένδοξου άνδρα στην Ακρόπολη: «Ο ήρως της Γραβιάς, εις την πόλιν, ης εχρημάτισεν αρχηγός και προστάστης και εις ην ωνειροπόλησεν εν τη οργή του να εισέλθη θριαμβευτικώς ως αμείλικτος τιμωρός, εισήλθεν απεναντίας σιδηροδέσμιος, κατησχυμμένος και συντετριμμένος υπό τας ύβρεις και τους εμπτυσμούς του όχλου, οικτρόν σύντριμμα καταπεσσόντος μεγαλείου!». Το σώμα του Ανδρούτσου βρέθηκε τελικά να κείτεται νεκρό στους βράχους κάτω από τον ναό της Απτέρου Νίκης, απ’ όπου τον έριξαν οι εχθροί του αφού πρώτα τον στραγγάλισαν.
«Αληθώς, τινών των επιφανών ανδρών η τύχη παρουσιάζει ενίοτε τοιαύτας τραγικώς αλλοκότους μεταστροφάς», μας λέει ο Άννινος. Να είναι τυχαίο άραγε αυτό; Ο ίδιος αποδίδει το άδοξο τέλος του Ανδρούτσου στα ατίθασα πάθη και στο φθόνο του, όπως και «στας γνωστάς περί το σκευωρείν έξεις του». Ο Θουκυδίδης, από την άλλη, αναλύοντας την περίπτωση του Αλκιβιάδη, αναφέρεται στον υπέρμετρο πλούτο και τη φιλοδοξία του, στην υπεροψία και τον εγωισμό του. Τα χαρακτηριστικά αυτά συνοψίζει ο αρχαίος ιστορικός με την λέξη «παρανομία»: το να δίνει, δηλαδή, κανείς την εντύπωση πως είναι πέρα από τα συνηθισμένα και παραδεχτά (VI 15.4). Υπό το φως της θουκυδίδειας σοφίας ας αναλογιστούμε, λοιπόν, και τις δικές μας μικρές περιπτώσεις «ένδοξων» ανδρών με άδοξα τέλη.

Υ.Γ. Κι αφού μιλάμε για άδοξους θανάτους, μήπως ξέρετε πώς πέθανε η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα; Μια μέρα του 1825, κι ενώ ζούσε στις Σπέτσες, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα γείτονα, τον Χριστόδουλο Κούτση, ο οποίος την κατηγορούσε ότι ο γιός της έκλεψε κι ατίμασε την κόρη του. Στην προσπάθεια της να υπερασπίσει την τιμή του γιού της (και με τη θρυλική της, φαντάζομαι, αθυροστομία), η Μπουμπουλίνα βρέθηκε με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ατυχής παρά άδοξος, θα έλεγα, ο θάνατός της.

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 27/9/2009

Μακάβριες Εξισώσεις

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Ο Michel Foucault, στο κλασικό πλέον άρθρο του «Τι είναι ένας συγγραφέας;» («Qu’est-ce-qu’un auter?», Gallimard, Paris, 1994), υποστηρίζει πως δεν έχει τόση σημασία το «ποιος λέει κάτι», παρά το «τι λέγεται» και υπό ποιες συνθήκες «αυτό το κάτι που λέγεται» γεννιέται, στέφεται με επιτυχία και μετατρέπεται σταδιακά σε κοινό τόπο, αποκτά, δηλαδή, τη δική του ρητορική αυτονομία και συστηματικότητα.
Σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο, θα ήθελα να εξετάσω τις απαρχές ενός ρητορικού σχήματος που τυγχάνει ευρείας διάδοσης στον τόπο μας. Το ρητορικό (και, επομένως, βαθιά ιδεολογικό) αυτό σκαρίφημα έχει ως εξής: όταν μιλούμε για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από Ελληνοκύπριους εναντίον Τουρκοκυπρίων (κυρίως κατά την περίοδο ’63-’67, αλλά και το 1974) σημαίνει πως «εξισώνουμε» τα «ελάχιστα εγκλήματα που διέπραξαν κάποιοι ελαχιστότατοι αδέσποτοι ανθρωπόμορφοι Ε/κ εγκληματίες σε βάρος αθώων αμάχων Τ/κ» με τα «μαζικά και συστηματικά εγκλήματα πολέμου που η Τουρκία, διά των στρατευμάτων της, διέπραξε και διαπράττει στην Κύπρο» (δειγματοληπτικά αποσπάσματα από ένα άρθρο, το οποίο θεωρώ αντιπροσωπευτικό εκατοντάδων άλλων άρθρων και δηλώσεων που υιοθετούν την ίδια προσέγγιση).
Ας εξετάσουμε τώρα υπό ποιες συνθήκες γεννήθηκε το ρητορικό αυτό σχήμα της «εξίσωσης». Μια πρόχειρη έρευνα, μου κατέδειξε ότι πρόκειται για σχετικά πρόσφατη επινόηση. Νομίζω πως αρχίζει να εμφανίζεται συστηματικά, από τον Μάρτιο του 2007 και εξής, στις στήλες κάποιων ακροδεξιών ή, εν πάση περιπτώσει, ακραία συντηρητικών εφημερίδων. Έκτοτε, έχει μετατραπεί σχεδόν σε «κοινό τόπο» και έχει εισχωρήσει στην επιχειρηματολογία της μεγαλύτερης πλειοψηφίας των δημοσιογράφων, των πολιτικών, αλλά και των απλών πολιτών. Γιατί όμως εμφανίζεται τότε;
Το 2007 ήταν μια σημαδιακή χρονιά στην πορεία αυτοσυνειδησίας της ε/κ κοινότητας. Η επαναδραστηριοποίηση της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων (ΔΕΑ) άρχισε σταδιακά, από τον Ιούλιο του 2007 και εξής, να αποκαλύπτει μια όψη της ιστορίας που τρόμαζε πολλούς από μας. Οι εκταφές λειψάνων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που αγνοούνταν από το ’63-’64 και από το ’74 μας καλούσε να αντιμετωπίσουμε μια απλή αλήθεια, που για λόγους εθνικής προστασίας, κρατούσαμε για χρόνια βαθύτατα θαμμένη: ότι, δηλαδή, εγκλήματα δεν διέπραξαν μόνο οι Τουρκοκύπριοι και ο τουρκικός στρατός, αλλά και οι Ελληνοκύπριοι. Ολοένα και περισσότερα λείψανα Τουρκοκυπρίων ξεπρόβαλλαν από πηγάδια και μαζικούς τάφους, διεκδικώντας τη δική τους θέση στην ιστορία. Η ε/κ κοινωνία αναγκάστηκε τότε να εισέλθει σε μια περίοδο ενδοσκόπησης σε σχέση με το παρελθόν της. Άρχισαν να ακούγονται δυνατότερα πράγματα τα οποία μέχρι τότε μονάχα ψιθυριστά μπορούσαν να ειπωθούν. Έτσι, εκών άκων, αρχίσαμε να μιλάμε για τις «αλήθειες των άλλων» και για το δικό μας μερίδιο ευθύνης στην τύχη αυτού του τόπου. Μπήκαμε, δηλαδή, σε μια διαδικασία αυτοσυνειδησίας, η οποία πόρρω απέχει, βέβαια, από την ολοκλήρωση.
Κανείς απ’ όσους τόλμησαν και τολμούν να μιλήσουν για τα «αμίλητα» δεν αναφέρθηκε ποτέ σε «ζυγαριές καταστροφής» και «εξισώσεις εγκλημάτων». Οι θάνατοι, εξάλλου, δεν ζυγίζονται όπως τα πορτοκάλια. Ούτε υπόκεινται σε σύγκριση. Το επιχείρημα της «εξίσωσης» γεννήθηκε ακριβώς απ’ όσους αντιστέκονταν σε ό,τι έβλεπαν να ξεδιπλώνεται μπροστά τους ως μια άλλη εκδοχή της ιστορίας. Από όσους, δηλαδή, εκλάμβαναν και εκλαμβάνουν την ιστορική ενδοσκόπηση ως μια αόριστη απειλή.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, σαν από αμυντικό ένστικτο, οι κοινωνίες τείνουν να μεταθέτουν την ευθύνη σε κάποια «μεμονωμένα εξτρεμιστικά στοιχεία», σε άτομα που κατά κάποιο τρόπο αποτελούν «εξαίρεση» από την ιστορική πορεία της υπόλοιπης κοινωνίας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της αμυντικής στάσης αποτελεί η Γερμανία στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Η αρχική αντίδρασή της γερμανικής κοινωνίας στο σοκ που υπέστη από την αποκάλυψη του ολοκαυτώματος ήταν να αποδώσει τα πάντα στο «μεμονωμένο», «εξω-ιστορικό» και «εξαιρετικό δαιμόνιο» του Χίτλερ. Χρειάστηκαν γύρω στα τριάντα χρόνια για να μπορέσει η γερμανική κοινωνία να αποδεχτεί την οργανική σχέση που υπήρχε ανάμεσα στον Χίτλερ, την ναζιστική ελίτ και την κοινωνία ως σύνολο, και ακόμη πιο πολλά για να αναγνωρίσει ως «ευθύνη», όχι μόνο την διάπραξη και απόκρυψη των εγκλημάτων αυτών από τους άμεσα αναμεμειγμένους, αλλά ακόμα κι αυτή την αδιαφορία ή τη σιωπή της ευρύτερης κοινωνίας.
Ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα χρειαστούν στην Κύπρο για να μπορέσουν να λεχθούν δυνατά όσα ακόμα ψιθυρίζονται για τη σχέση των «εξτρεμιστικών ομάδων» με το ίδιο το κράτος αλλά και την ευρύτερη κοινωνία, θεωρώντας την «συνυπεύθυνη» τόσο για την ιδεολογική της υποστήριξη όσο και για την παρασιώπηση ή την αδιαφορία της; (Και μην μου πείτε πως «συγκρίνω» τα ναζιστικά εγκλήματα με τα δικά μας. Αναφέρομαι στις πορείες ιστορικής αυτοσυνειδησίας των κοινωνιών και όχι στο μέγεθος των εγκλημάτων. Όπως είπαμε, τα εγκλήματα εναντίον ανθρώπινων ζωών είναι μια απόλυτη και μη συγκρίσιμη πραγματικότητα).

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 20/9/2009

Νιαζί Κιζίλγκιουρεκ: Ενοχλητικές αλήθειες και αντιλήψεις-ταμπού για τους "άλλους" κατοίκους της Κύπρου


Γράφει η Κωνσταντίνα Ζάνου

Μην υποτιμάμε τους Τουρκοκύπριους


ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΙ, ΠΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΤΕΛΗΞΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΩΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΩΝ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΜΙΑΣ ΔΙΖΩΝΙΚΗΣ, ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΣΠΟΝΔΗΣ ΚΥΠΡΟΥ; ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΑΖΙ ΚΙΖΙΛΓΚΙΟΥΡΕΚ ΦΩΤΙΖΕΙ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑΤΑΜΠΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΜΑΣ, ΚΑΤΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΟΤΙΜΑΤΑΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ ΟΤΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΕΙ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ

«Οι μουσουλμάνοι της Κύπρου είναι απλώς μια μειονότητα με χαμηλό επίπεδο πολιτισμού». Αυτή την απάντηση έλαβε από τους εκπροσώπους της ελληνοκυπριακής κοινότητας ο Ουίνστον Τσώρτσιλ το 1907, όταν σε μια επίσκεψή του στην Κύπρο ως υπουργός Αποικιών ζήτησε από τους Ελληνοκύπριους να σεβαστούν τα συναισθήματα του μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί. Πάνω από ένας αιώνας πέρασε από τότε. Πόσο όμως άλλαξε η αντίληψή μας για τους «άλλους κατοίκους» της Κύπρου; Τι διαφορετικό μάθαμε, όλα αυτά τα χρόνια για την κοινωνία, μέχρι προχθές δίπλα μας, και τώρα «απέναντι» της Πράσινης Γραμμής;

Απάντηση στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί τώρα να δώσει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο: Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό, που φέρει την υπογραφή του γνωστού καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Νiyazi Κizilyurek. Το βιβλίο συγκεντρώνει μία σειρά παλαιότερων και πιο πρόσφατων άρθρων και ομιλιών του, που καταπιάνονται τόσο με την ιστορία, την κοινωνικο-πολιτική υπόσταση και την πολιτισμική ταυτότητα της τουρκοκυπριακής κοινότητας όσο και με τις αντιλήψεις που η «αντίθετη πλευρά», δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι (ως εκ τούτου, και οι Έλληνες), διαμόρφωσε γι΄ αυτήν. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Κιζίλγιουρεκ, στη νεώτερη ιστορία της Κύπρου, η επικρατούσα αντίληψη ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους ήθελε να προσδιορίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως «μια απλή μειονότητα και αμελητέο στοιχείο», ακόμα κι όταν ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία ως δικοινοτικό κράτος.


Εθνικισμός

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι απαρχές της κοινότητας που θα ονομαζόταν αργότερα «τουρκοκυπριακή» ανάγονται στο 1572 όταν, με την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Κύπρου από τους Οθωμανούς, άρχισε και η μεταφορά μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί, για λόγους κυρίως κοινωνικο-οικονομικής αναβάθμισης. Αυτό συνεχίστηκε και κατά τους επόμενους αιώνες. Κατά την πρώτη απογραφή πληθυσμού που διενεργήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1853, καταγράφονται 14.983 μουσουλμάνοι άνδρες στο νησί, ενώ οι χριστιανοί ανέρχονται σε 29.223.

Ως γνωστόν, στο οθωμανικό σύστημα διοίκησης που στηριζόταν στα «μιλέτ» (θρησκευτικές κοινότητες), η εθνοτική καταγωγή δεν είχε καμία σημασία για τον προσδιορισμό της ταυτότητας. Όλα αυτά αλλάζουν με την άνοδο του εθνικισμού κατά τη διάρκεια του 19ου αι. Ιδιαίτερα, η γένεση του ελληνικού εθνικισμού (του πρώτου από τα αντίστοιχα κινήματα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και η ίδρυση του ελληνικού κράτους επηρεάζουν άμεσα την Κύπρο. Κυρίως το δόγμα της Μεγάλης Ιδέας και η διπλωματική και εκπαιδευτική πολιτική που προώθησε η Ελλάδα στο πλαίσιο της πραγματοποίησής του, θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνειδήσεις των Ελληνοκυπρίων. Η υιοθέτηση εκ μέρους τους των ιδεών περί έθνους, δημιούργησε μια νέα δυναμική για τις κινητοποιήσεις που είχαν στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Στο μεταξύ, ο μουσουλμανικός πληθυσμός του νησιού βρισκόταν ακόμα μακριά από τις ιδέες του εθνικισμού. Ο απόηχος του τουρκικού εθνικισμού έφτασε στις συνειδήσεις της τουρκοκυπριακής ελίτ μόνο κατά τη δεκαετία του 1930. Η ανάπτυξη των κεμαλικών αντιλήψεων ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους και η διαδικασία εκκοσμίκευσης της τουρκοκυπριακής κοινότητας επιτεύχθηκαν με σχετικά γοργούς ρυθμούς, αφού ήδη κατά τη δεκαετία του 1940 ο κυρίαρχος τουρκοκυπριακός λόγος εμφανίζεται ως κοσμικός και εθνικιστικός.


Σύγκρουση

Η Κύπρος έχει περάσει, το 1878, υπό την κυριαρχία των Βρετανών. Το γεγονός ότι το αγγλικό αποικιακό καθεστώς επέλεξε μια μορφή διοίκησης βασισμένης σε μεγάλο βαθμό στον δικοινοτισμό, σε συνδυασμό με την προσκόλληση της κάθε κοινότητας σε μια πολιτική αλυτρωτισμού, θα οδηγήσει σταδιακά στη διαμόρφωση μιας συγκρουσιακής σχέσης ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους: «Στην Κύπρο ο μοντερνισμός δεν δημιούργησε ένα κοινό αίσθημα του “εμείς”. Αντίθετα, οι δύο παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες εξελίχθηκαν ως δύο ξεχωριστές εθνοτικές κοινότητες και δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα κοινό πολιτικό όραμα για το μέλλον της Κύπρου» (σ. 47).

Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι ελπίδες των Ελληνοκυπρίων για την ένωση αυξάνονται, οι δύο κοινότητες αναδιοργανώνουν τα εθνικιστικά τους μέτωπα και το χάσμα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μαζικοποιείται, κινητοποιώντας και τα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Το πάθος των μεν για την ένωση συγκρούεται με το πάθος των δε κατά της ένωσης. Χαρακτηριστικά του κλίματος της εποχής είναι τα λόγια του Τουρκοκύπριου πρώην ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς: «Αυτοί έλεγαν: Πεθαίνουμε για την ένωση κι εμείς λέγαμε ότι πεθαίνουμε για να μη γίνει η ένωση, γιατί αν γίνει, έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε». Η ένταση ανάμεσα στις δύο κοινότητες κορυφώνεται με την έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα το 1955. Από τη μια, η ΕΟΚΑ (Ελληνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) διεκδικεί την ένωση με την Ελλάδα και μονοπωλεί τον αντιαποικιακό ένοπλο αγώνα (στον οποίο αντιτασσόταν η Αριστερά, προτάσσοντας αντ΄ αυτού τον «μαζικό πολιτικό αγώνα»), αποξενώνοντας έτσι μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δηλαδή τους αριστερούς και τους Τουρκοκύπριους. Από την άλλη, το 1957 δημιουργείται και η τουρκοκυπριακή ένοπλη οργάνωση ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης), που θέτει στόχο τη διχοτόμηση της Κύπρου. Υπό αυτές τις συγκυρίες ιδρύεται το 1960 η Κυπριακή Δημοκρατία. Το χάσμα όμως ανάμεσα στις δύο κοινότητες ήταν ήδη πολύ μεγάλο. Τα διαμορφωμένα αποκλίνοντα οράματα Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων δεν μπορούσαν να χωρέσουν υπό τη σκέπη του νεοσύστατου κράτους. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Κizilyurek, «Η Κυπριακή Δημοκρατία γεννήθηκε ως ένα ανεπιθύμητο παιδί που εμφανιζόταν ως εμπόδιο στην ένωση της κάθε κοινότητας με τη μητέρα-πατρίδα».

"Προέκταση της Τουρκίας"



«Με τον πολιτισμό, τη γλώσσα και την ιστορία μου και με όλο το είναι μου, είμαι Τούρκος. Εγώ έχω το κράτος μου... τη μητέρα πατρίδα μου. Κυπριακή κουλτούρα, Τουρκοκύπριοι, Ελληνοκύπριοι, κοινό κράτος στην Κύπρο... όλα αυτά είναι λόγια του αέρα... Στην Κύπρο το μοναδικό πράγμα που είναι κυπριακό είναι το γαϊδούρι». Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Ραούφ Ντενκτάς, τον πρώην ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, που το 2003 κατακρημνίστηκε κακήν κακώς από την εξουσία έπειτα από περίπου 50 χρόνια εμπλοκής στην πολιτική ζωή του τόπου. Όπως επισημαίνει ο Κιζίλγκιουρεκ στο διορατικό άρθρο του για τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, η θέση πως η τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι «προέκταση της Τουρκίας» και πρωτίστως εξυπηρετεί τα συμφέροντά της ήταν, όλως παραδόξως, και το δόγμα του Ντενκτάς. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το 2004, όταν οι Τουρκοκύπριοι εξέφρασαν δυναμικά τη βούλησή τους για μια ενωμένη Κύπρο, ο Ντενκτάς αντιδρούσε τονίζοντας πως 133.000 Τουρκοκύπριοι δεν έχουν το δικαίωμα να καθορίσουν το μέλλον του τουρκικού έθνους.

"Ασφαλείς και ανελεύθεροι"




«Οι άνθρωποι που από τη μια ήθελαν να ξεχωρίσουν τον εαυτό τους από τους Τούρκους της Τουρκίας, αλλά από την άλλη δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τους Ελληνοκύπριους, βρέθηκαν μεταξύ σφύρας και άκμονος», γράφει για τους Τουρκοκύπριους ο Κιζίργκιουλεκ. Εδώ, στιγμιότυπο από την μεταφορά Τουρκοκυπρίων στα κατεχόμενα, το 1974

Το 1974, καθώς οι Τουρκοκύπριοι στοιβαγμένοι στα λεωφορεία ξεκινούσαν για τον Βορρά, ονόμασαν το ταξίδι αυτό «ταξίδι προς την ελευθερία». Σύντομα θα ανακάλυπταν ωστόσο πως η ασφάλεια που παρείχαν τα τουρκικά στρατεύματα δεν αρκούσε για την ελευθερία. «Γιατί», όπως τονίζει ο συγγραφέας, «όταν η ασφάλεια είναι βασισμένη στην παρουσία στρατευμάτων, όλοι οι τομείς της ζωής στρατιωτικοποιούνται» (σ. 114). Οι άνθρωποι αυτοί εγκλωβίστηκαν σταδιακά σε ένα κράτος «μη-κράτος», όπου τίποτα δεν μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την οικονομική υποστήριξη της Άγκυρας και όπου, τουλάχιστον μέχρι πολύ πρόσφατα, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας (υπό την ηγεσία του Ντενκτάς και μετέπειτα του Έρογλου) χειραγωγούσε την πολιτική ζωή. Η κατάσταση οδήγησε στο να αισθάνεται σήμερα η Βόρεια Κύπρος ως ένα προτεκτοράτο της Τουρκίας: η Άγκυρα ασκεί, όντως, πολύ μεγάλη επιρροή σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής. Επιπλέον, η μαζική μεταφορά εποίκων από την Τουρκία εμπεριέχει τον κίνδυνο να μετατραπούν εκ νέου οι Τουρκοκύπριοι, για δεύτερη φορά στην ιστορία τους, σε μειονότητα. Έτσι, όπως παρατηρεί ο Κιζίλγιουρεκ, «οι άνθρωποι που από τη μια ήθελαν να ξεχωρίσουν τον εαυτό τους από τους Τούρκους της Τουρκίας, αλλά από την άλλη δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τους Ελληνοκύπριους, βρέθηκαν μεταξύ σφύρας και άκμονος». Μόνος τρόπος απεγκλωβισμού της τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι, κατά τον συγγραφέα, η αναζήτηση μιας ομόσπονδης λύσης που θα βασίζεται στη συμμετοχή και την αυτονομία. Η ομοσπονδία είναι το μόνο σύστημα ικανό να προστατεύσει τα συμφέροντα των δύο κοινοτήτων, χωρίς την καταπίεση της μιας από την άλλη, και να διασφαλίσει τις προϋποθέσεις για να ανελιχθούν οι διάφορες κουλτούρες και εθνικές ταυτότητες.

"Αμελητέα Πολιτισμική μειονότητα"



Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 Έλληνες και Ελληνοκύπριοι αρχίζουν να καλλιεργούν τον μύθο ότι οι δύο κοινότητες συνυπήρχαν ειρηνικά πριν από την κατοχή. Εδώ Τουρκοκύπριες παίρνουν προμήθειες από τον ΟΗΕ το 1964

«Για τους Ελληνοκύπριους [και για τους Έλληνες], οι Τουρκοκύπριοι ήταν και αντιμετωπίζονταν ως μια μειωμένης αξίας πολιτισμική κοινότητα παρά ως πολιτική οντότητα», σημειώνει ο συγγραφέας. Αυτή η αντίληψη, που επικρατούσε καθ΄ όλη τη διάρκεια του α΄ μισού του 20ού αι., κλονίστηκε το 1960. Οι Συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου που οδήγησαν στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, μετέτρεψαν τους Τουρκοκύπριους από «αμελητέο στοιχείο» σε εθνικό εταίρο, σε μια «κοινότητα» που σύμφωνα με τις επικρατούσες ελληνοκυπριακές αντιλήψεις της εποχής, «είχε συμπράξει με τη βρετανική αποικιακή δύναμη και την Τουρκία με μοναδικό στόχο την αποτροπή της ένωσης με την Ελλάδα». Οι Συμφωνίες κρίθηκαν ως «άδικες» για την ελληνοκυπριακή πλευρά και οι δικοινοτικές σχέσεις, ιδιαίτερα από το 1963 και εξής, περνούν στη χειρότερη φάση της ιστορίας τους. Την πρωτοβουλία του Μακαρίου για αλλαγή των περίφημων «13 σημείων» του κυπριακού Συντάγματος ακολούθησαν ένοπλες και αιματηρές συγκρούσεις, που σταδιακά γενικεύτηκαν σε ολόκληρη την Κύπρο. Πρωταγωνιστές σε αυτά τα γεγονότα ήταν, από τη μια, η τουρκοκυπριακή οργάνωση ΤΜΤ, που καλλιεργούσε συστηματικά τον εθνοτικό ανταγωνισμό και ασκούσε τρομοκρατία σε όσους Τουρκοκύπριους υποστήριζαν την Κυπριακή Δημοκρατία και τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων. Από την άλλη, διάφορες ελληνοκυπριακές μυστικές παρακρατικές οργανώσεις ανέλαβαν ένοπλη δράση. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους: «Η βασική πολιτική γραμμή έναντι των Τούρκων παραμένει να κατανοήσουν ούτοι ότι δεν αποτελούν παρά μιαν απλή μειονότητα και ότι επομένως δεν δικαιούνται να έχουν τα υπερπρονόμια τα οποία σήμερον έχουν» (απόσπασμα από φυλλάδιο της ένοπλης οργάνωσης Ακρίτας). Σε αυτά τα χρόνια, η εικόνα που επικρατεί είναι αυτή του διαχωρισμού. Οι Τουρκοκύπριοι, υπό συνεχή αίσθηση απειλής, θα συγκεντρωθούν σε διάφορα γκέτο, τα οποία πολιτικά και στρατιωτικά ελέγχονται από την Άγκυρα και, τουλάχιστον μέχρι το 1968 οπότε αρχίζουν οι δικοινοτικές συνομιλίες, κάθε είδους συναλλαγή με την άλλη κοινότητα θα διακοπεί.


Ο μύθος

Μετά την τουρκική εισβολή το 1974, η αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων ήταν τέτοια, που ανάγκασε τους Ελληνοκύπριους να αποδεχθούν, ίσως πρώτη φορά στην ιστορία τους, την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων και να τους αντιμετωπίσουν ως μια «κοινότητα» με την οποία αναγκάστηκαν να συνομιλήσουν για το μέλλον της Κύπρου. «Κοινότητα με την οποία οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν». Υπό την σκιά της κατοχής, ο μύθος της «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο κοινοτήτων στην προ του ΄74 εποχή καλλιεργείται συστηματικά και αποκτά βαρύνουσα σημασία για τη μάχη των Ελληνοκυπρίων ενάντια στην κατοχική Τουρκία. Όταν πλέον, δηλαδή, η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ανεπανόρθωτα πληγεί, μόνο τότε οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να πιστεύουν σε αυτήν.

Όπως επισημαίνει όμως ο Νίαζι Κιζίλγιουρεκ, αυτή η ξαφνική «ανακάλυψη των αδελφών Τουρκοκυπρίων» χρησιμοποιήθηκε μόνο ως εργαλείο ενάντια στην κατοχή, ενώ πόρρω απέχει από την ανάπτυξη μιας πολιτικής κουλτούρας που να σέβεται τη διαφορετικότητα. Ακόμα και σήμερα, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι διάχυτη η αντίληψη ανάμεσα, τόσο στους Ελληνοκύπριους όσο και στους Έλληνες, ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στη λύση του Κυπριακού. Η πολιτική πεποίθηση ότι «το κλειδί για τη λύση βρίσκεται στην Άγκυρα» οδηγεί και πάλι σε μια υποτίμηση της αυτόνομης πολιτικής βούλησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο της ελληνοκυπριακής πλευράς, οι Τουρκοκύπριοι μοιάζουν έτσι να είναι σχεδόν «ανυπόστατοι», ένας «απών συνομιλητής».

Niyazi Kizilyurek: διανοούμενος-γέφυρα

«Η διαχωριστική γραμμή που επιβλήθηκε με τη βία και διατηρείται με τη βία, δεν διαιρεί μονάχα τους ανθρώπους μεταξύ τους, αλλά διχάζει και τους ίδιους τους ανθρώπους», γράφει στο βιβλίο του ο Νiyazi Κizilyurek. Κανείς δεν ενσαρκώνει καλύτερα από τον ίδιο τον Τουρκοκύπριο καθηγητή αυτό τον εσωτερικό διχασμό. Από την αρχή ενάντιος στην ιδέα της διχοτόμησης της Κύπρου, δραστηριοποιήθηκε ως διανοούμενος και συγγραφέας. Δημοσίευσε βιβλία και άρθρα κατά του τουρκικού εθνικισμού και της ιδέας της διχοτόμησης. Έμαθε ελληνικά και επέλεξε να συνεργαστεί με τους Ελληνοκύπριους συμπατριώτες του, κάτι που τον έφερε σε άμεση σύγκρουση με την τουρκική και τουρκοκυπριακή εθνικιστική ελίτ (ανάμεσα σε άλλα, στιγματίστηκε ανοιχτά από το καθεστώς Ντενκτάς ως προδότης). Από την άλλη, η δράση του για τη δημιουργία μιας «ολικής Κύπρου» τον έφερε συχνά σε αντιπαλότητα και με τους Ελληνοκύπριους εθνικιστές. Σήμερα ζει στη νότια πλευρά του νησιού και λειτουργεί ως διανοούμενοςγέφυρα ανάμεσα στις δύο κοινότητες, χωρίς ουσιαστικά να ταυτίζεται απόλυτα με καμία. Το αίσθημα της εξορίας είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, εγγενές στοιχείο της ταυτότητάς του. Ενδεικτική της στάσης του είναι και η ταινία «Το τείχος μας», που έγραψε ο ίδιος σε συνεργασία με τον Πανίκο Χρυσάνθου (http://www. cyprus-tube. com/el/cyprustube. html? catid=11).

Η Κωνσταντίνα Ζάνου είναι ιστορικός,ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. http: //www. czanou. blogspot. com/

"ΤΑ ΝΕΑ" (Βιβλιοδρόμιο), 19-9-2009

Εμείς θέλουμε λύση;

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Οι Τούρκοι είναι Τούρκοι»
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’ (Αύγουστος 2009)

Τώρα που πέρασαν κάποιες μέρες, νομίζω πως μπορούμε να ανασυστήσουμε με μεγαλύτερη νηφαλιότητα τα γεγονότα που οδήγησαν στο «φιάσκο Λιμνίτη» και να εξετάσουμε, υπό το πρίσμα μιας απόστασης, τα ερωτήματα που γεννάει αυτή η υπόθεση.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το καζάνι είχε αρχίσει να βράζει ήδη από τα τέλη Αυγούστου. Μια βδομάδα περίπου πριν από τη γιορτή του Αγίου Μάμαντος και εν όψει του αιτήματος των κατοίκων της περιοχής Τηλλυρίας να μεταβούν για προσκύνημα εκείνη τη μέρα στον κατεχόμενο ναό του Αγίου μέσω του οδοφράγματος του Λιμνίτη, κάποιοι είχαν αρχίσει να ασχολούνται προκαταβολικά με το θέμα. Ήδη στις 29 και 31 Αυγούστου, η εφημερίδα «Σημερινή» δημοσίευε ολοσέλιδα και «προφητικά» ρεπορτάζ για την υπόθεση. Στο πρώτο δήλωνε ότι «οι Τούρκοι προβάλλουν απαιτήσεις για να δυσκολέψουν τη μετάβαση στον Άγιο Μάμαντα στη Μόρφου» και παρέθετε τα παράπονα του κοινοτάρχη Κάτω Πύργου Τηλλυρίας. Ο ευφάνταστος κοινοτάρχης (μετά προφανώς «Θείας» ή «κομματικής» υποδείξεως) σκέφτηκε να θέσει το ζήτημα ως εξής: αφού «τα 72 λεωφορεία των Τούρκων γεμάτα Τουρκοκύπριους μουτζαχίντ και εποίκους επισκέφθηκαν τα Κόκκινα την αποφράδα μέρα του βομβαρδισμού της Τηλλυρίας, για να πανηγυρίσουν για τη νίκη τους, χωρίς να τους ελέγξει κανένας», και μάλιστα χωρίς «να πουν ένα ευχαριστώ», γιατί «τώρα, που πρόκειται για προσκυνηματική εκδρομή Ελληνοκυπρίων, προβάλλονται προσκόμματα»; Τα «προσκόμματα» στα οποία αναφερόταν ο κοινοτάρχης αφορούσαν την απαίτηση του κατοχικού καθεστώτος για ονομαστικό κατάλογο των προσκυνητών στα αγγλικά και στον οποίο θα αναγράφονταν οι αριθμοί ταυτοτήτων όσων ενδιαφέρονταν να μεταβούν στα κατεχόμενα. Κάτι, δηλαδή, που από το 2003 και εξής γίνεται, είτε μας αρέσει είτε όχι, σε όλα τα σημεία διέλευσης προς τα κατεχόμενα.
Μετά από δυο μέρες, η τοποθέτηση του κοινοτάρχη μεταδόθηκε από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΡΙΚ, για ν’ απορριφθεί αμέσως μετά από τον Προεδρικό Επίτροπο, ο οποίος τόνισε πως τέτοιου είδους συμφωνία (δηλαδή να περάσουν οι Ε/κ προσκυνητές χωρίς έλεγχο, ως αντάλλαγμα για τη μετάβαση των Τ/κ στα Κόκκινα) δεν είχε γίνει ποτέ με την άλλη πλευρά. Παρ’ όλα αυτά, στο ίδιο δελτίο, ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ Γιαννάκης Ομήρου δήλωσε με αποφασιστικότητα: «Αν οι Τούρκοι ζητήσουν είτε ταυτότητες, είτε να κατεβάσουν τους προσκυνητές από τα λεωφορεία, πρέπει να ακυρωθεί η μετάβαση». Συνάμα, τις προκαταβολικές ανησυχίες τους εξέφρασαν οι εκπρόσωποι του ΔΗΚΟ, του ΕΥΡΩΚΟ και των Οικολόγων, οι οποίοι προειδοποίησαν πως «πρέπει όλοι να σκεφτούμε ποιες θα είναι οι συνέπειες αν με τις οποιεσδήποτε αποφάσεις μας αναβαθμίζουμε το κατοχικό καθεστώς».
Από τη χορωδία δεν μπορούσε βεβαίως να λείψει ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος, σε τέτοιες περιπτώσεις, επιδεικνύει ένα εξαιρετικό χάρισμα: Θέλεις λόγω έλλειψης διπλωματικότητας, θέλεις λόγω αφέλειας, θέλεις λόγω υπερβάλλοντος λαϊκισμού, ο Αρχιεπίσκοπος καταφέρνει να εκφράσει με πιο «λαϊκό» και «ενστικτώδη» τρόπο όλα όσα οι παραπάνω δεν τολμούν να εκστομίσουν από το φόβο μιας κακώς νοούμενης «πολιτικής ορθότητας». Έτσι, την ίδια εκείνη μέρα (και, υπενθυμίζω, τέσσερεις μέρες πριν από τη γιορτή του Αγίου Μάμαντος) ακούσαμε δια του στόματος του (τόσο στο προαναφερθέν δελτίο του ΡΙΚ, όσο και στο προαναφερθέν δημοσίευμα της «Σημερινής») τα εξής: «Εμείς ποτέ δεν πιστέψαμε πως θα άνοιγε το οδόφραγμα του Λιμνίτη… Οι Τούρκοι είναι Τούρκοι, για 35 ολόκληρα χρόνια δεν έχουν κάνει πίσω ούτε πόντο… Ουδέποτε πίστεψα στη λεγόμενη “καλή θέληση” των Τούρκων… Γι αυτό να προσέξουμε μη δούμε την πατρίδα μας τουρκοποιημένη».
Διερωτώμαι λοιπόν: η κυβέρνηση δεν είχε αντιληφθεί όλο αυτό το προκαταβολικό πανηγύρι εθνικής έξαρσης; Δεν είχε φανταστεί πως το παραμικρό λάθος στα ονόματα των προσκυνητών θα έδινε αφορμή στο κατοχικό καθεστώς να προβεί σε προκλητικές επιδείξεις εξουσίας; Δεν έβλεπε ξεκάθαρα πως αυτό το λάθος και οι συνέπειές του, θα φούντωνε ακόμα πιο πολύ τους ήδη φουντωμένους «πατριώτες» μας; Γιατί λοιπόν έλειπε από τη διαδικασία; Γιατί δεν έστειλε κάποιους λειτουργούς να ελέγξουν τα ονόματα των επιβατών των λεωφορείων και άφησε τη δουλειά αυτή σε κάποιους ανεύθυνους τοπικούς παράγοντες, στις προδιατεθειμένες αρνητικά τοπικές αρχές και, εν τέλει, στο κατοχικό καθεστώς; Γιατί δεν μερίμνησε με εξαιρετική σχολαστικότητα για την ομαλή διεξαγωγή της μετάβασης, προσπαθώντας πάση θυσία να διαφυλάξει το καλό κλίμα, μέσα στο οποίο υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει ο β’ γύρος των συνομιλιών;
Το να ρίχνουμε όλες τις ευθύνες στους «απέναντι» και εύκολο είναι και βολικό. Εντάξει, δεκτό, οι «απέναντι» δεν έδειξαν με το επεισόδιο αυτό πως έχουν ιδιαίτερη διάθεση για λύση. Εμείς όμως; Εμείς έχουμε; Ρωτώ τον καθένα από σας και περιμένω μια ειλικρινή, έστω σιωπηρή, απάντηση: Εμείς θέλουμε λύση;

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 13/9/2009

Ηθικός Μαζοχισμός

Της Κωνσταντίνα Ζάνου

«Εμείς δεν θέλουμε ούτε να ξεχάσουμε ούτε να θυμηθούμε ούτε να μάθουμε ούτε να γιατρευτούμε. Εμείς έχουμε πάθει μια μακροχρόνια φαγούρα από τις πληγές μας. Μας αρέσει, σαν τους λεπρούς, να ξυνόμαστε, να γδερνόμαστε. Έχουμε νευρολογική εξάρτηση από τις πληγές μας»
(Βασίλης Γκουρογιάννης, «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή», Αθήνα, 2009)

Ανάμεσα στις ποικίλες διαστροφές της ελληνοκυπριακής κοινωνίας είναι και ο παρατεταμένος «ηθικός μαζοχισμός». Ο όρος δομήθηκε από τον Φρόυντ για να επεκτείνει την έννοια του μαζοχισμού πέρα από τη διαστροφή που έχει περιγραφεί από τους σεξολόγους. Με τον όρο αυτό ο Φρόυντ προσπαθεί να εξηγήσει την συμπεριφορά εκείνη κατά την οποία το κοινωνικό υποκείμενο αναζητεί για τον εαυτό του τη θέση του θύματος με σκοπό να δομήσει την ταυτότητά του. Στη διαδικασία αυτή, ο πόνος ανάγεται σε νομιμοποιητικό στοιχείο της ταυτότητας. Ο πόνος ερμηνεύεται, δηλαδή, για τους μαζοχιστές σαν απόδειξη της ύπαρξής τους.
Θα προσπαθήσω να γίνω πιο σαφής μέσα από την ανάλυση ενός παραδείγματος: Πρόσφατα ανακαλύφθηκαν σε ένα πηγάδι στο Τζιάος τα λείψανα των πέντε άτυχων εθνοφρουρών που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αφού συνελήφθησαν από τον τουρκικό στρατό, δολοφονήθηκαν στη συνέχεια από Τουρκοκύπριους παραστρατιωτικούς το 1974. Δεν είναι η πρώτη φορά που ανακαλύπτονται λείψανα ανθρώπων που μέχρι χθες θεωρούνταν αγνοούμενοι. Τα τελευταία χρόνια, η δράση της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων (ΔΕΑ) έφερε στο φως και ταυτοποίησε με την μέθοδο του DNA τα οστά περίπου 128 Ελληνοκυπρίων και 44 Τουρκοκυπρίων, που η τύχη τους ήταν άγνωστη από το 1964 ή από το 1974. Το θέμα λοιπόν δεν αποτελεί από μόνο του «πρωτοφανή» είδηση. Στο βαθμό που αποτελεί είδηση, αυτή θα έπρεπε να συντονίζεται με τη δημοσιότητα που έλαβαν και οι υπόλοιπες 170 περίπου περιπτώσεις εκταφών λειψάνων. Διακρίσεις ανάμεσα σε νεκρούς δεν πρέπει να γίνονται.
Ωστόσο, το θέμα ανάχθηκε από τα ελληνοκυπριακά κανάλια (και ως εκ τούτου και από τα ελληνικά) ως κύριο. Για πάνω από μια βδομάδα η κοινή γνώμη βομβαρδιζόταν από ειδήσεις και πληροφορίες για τον τρόπο που διαπράχθηκε η δολοφονία, για τον χαρακτήρα των θυτών και των θυμάτων, για τα αισθήματα των οικογενειών των αγνοουμένων κ.ο.κ. Σε αυτά όλα προστέθηκε και η χορωδία των «πατριωτών» της πολιτικής και κάποιων «υπερευαίσθητων» εντύπων, που θυμήθηκαν, μετά από 35 χρόνια, να ζητήσουν την παραπομπή της Τουρκίας σε διεθνή δικαστήρια για εγκλήματα πολέμου. Με λίγα λόγια, στήθηκε γύρω από το περιστατικό μια ολόκληρη και εν πολλοίς – αν σκεφτεί κανείς τη δημοσιότητα που έλαβαν οι υπόλοιπες περιπτώσεις – αδικαιολόγητη επιχείρηση προβολής του πόνου. Η οδύνη των συγγενών, αντί να αντιμετωπισθεί με σεβασμό και με τη δέουσα διακριτικότητα, έγινε στόχος εκμετάλλευσης για την ανακίνηση συναισθήματος στην κοινή γνώμη. Εξάλλου, στην Κύπρο, όσο πιο πολύ προβάλλεται ο πόνος (ειδικά ο πόνος που συνδέεται με εθνικά θέματα), τόσο πιο πολύ ανεβαίνουν τα νούμερα τηλεθέασης.
Μια άλλη αποκάλυψη, ωστόσο, ήρθε να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές, την ύπαρξη, δηλαδή, στις ελληνοκυπριακές δομές εξουσίας ενός συστήματος αναπαραγωγής και διατήρησης του πόνου. Η είδηση (που έλαχε, βεβαίως, λιγότερης δημοσιότητας) αποκάλυψε πως ο ίδιος ο Τούρκος φωτογράφος που αποθανάτισε τους πέντε αιχμαλώτους στις τελευταίες στιγμές της ζωής τους, φωτογράφισε στη συνέχεια και τη σκηνή της ταφής των άτυχων στρατιωτών. Οι εν λόγω φωτογραφίες κατασχέθηκαν από Ελληνοκύπριους στρατιώτες και μεταφέρθηκαν στο ΓΕΕΦ μετά την σύλληψη του φωτογράφου. Εν μέσω πολέμου και καταστροφών, κάποιοι θεώρησαν τότε ότι θα μπορούσαν να βγάλουν λεφτά από αυτή την υπόθεση. Έτσι, πούλησαν τις φωτογραφίες στην εφημερίδα «Μάχη» του Νίκου Σαμψών, η οποία και τις δημοσίευσε. Υπάρχει όμως μια σημαντική όσο και μακάβρια λεπτομέρεια: Ποτέ δεν δημοσιεύτηκαν οι φωτογραφίες που παρουσίαζαν τους πέντε στρατιώτες ήδη νεκρούς. Παρά την ύπαρξη φωτογραφικών τεκμηρίων και παρά τις πολλαπλές καταθέσεις του Τούρκου φωτογράφου για τις σκηνές στις οποίες έγινε μάρτυρας, ποτέ δεν αποκαλύφθηκε στους συγγενείς πως οι αιχμάλωτοι είχαν τελικά δολοφονηθεί. Αντίθετα, η φωτογραφία που τους αποθανάτισε ακόμη ζωντανούς έτυχε υπερ-προβολής και ανήχθη σε σύμβολο της αναμονής και της ελπίδας των συγγενών αγνοουμένων για επιστροφή των αγαπημένων τους προσώπων. «Μας άφησαν στην άγνοια και μας χρησιμοποίησαν για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Αυτό είναι το πιο τραγικό», δηλώνει σήμερα η αδελφή ενός από τους πέντε δολοφονηθέντες στρατιώτες. Όπως και τόσοι άλλοι, έτσι κι αυτή, έπεσε θύμα της στρατηγικής του «ηθικού μαζοχισμού» που μας επιβλήθηκε από τα άνω, με τη σιωπηρή βέβαια συναίνεσή μας, την τελευταία τουλάχιστον πεντηκονταετία.

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 6/9/2009