Το ελληνικό Βιετνάμ

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

«Πρέπει όλοι οι σκελετοί Τούρκων και Ελλήνων να δουν το φως. Δεν μπορεί κάποιος να κοιμάται ήσυχος με σκελετούς κάτω από το κρεβάτι»

(ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, «ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ», ΑΘΗΝΑ, 2009)

Το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» ήρθε να ταράξει τα νερά σε ένα ζήτημα-ταμπού της ελληνικής και κυπριακής ιστορίας. Ο Γκουρογιάννης τολμά ν’ αγγίξει το, εδώ και 35 χρόνια, «ανέγγιχτο» θέμα των Ελλήνων που πολέμησαν στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος και της εισβολής. Ο ήρωας του μυθιστορήματός του, ένας πετυχημένος δικηγόρος, που καταφέρνει για χρόνια να κρύβει επιμελώς – ακόμα κι από ίδιο του τον εαυτό – την συμμετοχή του στα γεγονότα του ’74 στην Κύπρο, ξυπνάει από τον πολύχρονο λήθαργό του όταν του συμβαίνει ένα απρόοπτο περιστατικό. Μια μέρα, παίρνοντας το τρένο να γυρίσει στο σπίτι του, τον πλησιάζει ένας ζητιάνος και, αγκαλιάζοντάς τον, του ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Σειρούλα! Γλύτωσες; Το πόδι, το πόδι…». Σοκαρισμένος από αυτή την απρόσμενη «επίθεση», ο δικηγόρος αφήνει το βαγόνι και με μουδιασμένα τα σαγόνια καταφέρνει να ψευδίσει: «Θεέ μου, ποιος είναι; Ποιος θα μιλήσει για το δικό μας Βιετνάμ;». Η δυσωδία του ζητιάνου αρχίζει σταδιακά να μπλέκεται με την δυσοσμία που αναδίδουν οι δικές του ξεχασμένες και πρόχειρα κουκουλωμένες πληγές. «Τότε ήταν που αντιλήφθηκα», ομολογεί ο δικηγόρος, «πώς μυρίζουν οι ζωντανοί νεκροί. Αφόρητα, αφόρητα!». Έτσι λοιπόν, αποφασίζει να αναμετρηθεί με το παρελθόν του. Συστήνει ένα σύλλογο βετεράνων και τους προτρέπει, μέσα από τη διοργάνωση ενός ταξιδιού στην Κύπρο και ενός συνεδρίου, να κάνουν το ίδιο: «Γίνεται όπως με τις πληγές», τους λέει στην εισαγωγική του ομιλία, «αν δεν τις αφήσεις να τρέξουν το αίμα τους και τις ράψεις στα γρήγορα, κρατάς στο σώμα φυλακισμένα τα μικρόβια του τετάνου κι άλλα βακτήρια, που με τον καιρό σε διαλύουν. Αυτό συνέβη σε πολλούς από μας, γι αυτό ας έχετε το θάρρος να ανοίξετε εκ νέου τις πληγές και να φύγει όσο αίμα και όσα δάκρυα όφειλαν να φύγουν από ποτέ».
Ο Γκουρογιάννης καταφέρνει να ξεδιπλώσει με μαεστρία τις μαρτυρίες των Ελλήνων βετεράνων του ’74 και να αναδείξει την πολυπρισματικότητα ενός θέματος που, ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις που συζητείται, προεξοφλείται με εύκολους αφορισμούς. «Εμείς ήμασταν η ντροπή της Ελλάδας», ομολογεί ένας βετεράνος, «Ήμασταν οι χουντικοί, ήμασταν οι ανεπιθύμητοι, ήμασταν αυτοί που πήγαμε να πολεμήσουμε τον Μακάριο και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με Τούρκους χωρίς να το περιμένουμε και να το πολυκαταλάβουμε». Για να συνεχίσει: «Τι υπερασπιζόμασταν στην Κύπρο; Τον ελληνισμό ή τη χούντα των συνταγματαρχών; Ποιος μας καθοδήγησε εναντίον ποιού πρέπει να υψώσουμε το όπλο;». Πράγματι, αυτό που μοιάζει να εισηγείται ο συγγραφέας είναι ότι, αν εξαιρέσουμε τους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους 2000 περίπου Έλληνες στρατιώτες που στάλθηκαν στην Κύπρο το ‘74 «πολέμησαν χωρίς να γνωρίζουν τον εχθρό τους». Και όχι μόνο: Όσοι στάλθηκαν στην Κύπρο, με απόφαση που εξέδωσε η χούντα στις 21 Ιουλίου, όσοι δηλαδή αποτελούσαν το μοναδικό τάγμα πεζικού και της μοίρας καταδρομέων που στάλθηκε πρόχειρα, παρά την άρνηση των συνταγματαρχών (αλλά λόγω της επιμονής του Ιωαννίδη και της πίεσης που ασκούσε ο Σαμψών), ήταν οι λιγότερο ευνοούμενοι του καθεστώτος, αφού ουσιαστικά στέλνονταν σε μια επιχείρηση αυτοκτονίας.
Το αν αληθεύουν αυτές οι υποθέσεις ή όχι εναποτίθεται στην έρευνα των εξειδικευμένων στο θέμα ιστορικών. Από τις πολλαπλές και διαφορετικές αναγνώσεις που επιδέχεται το μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη, εγώ θα ήθελα να κρατήσω τις εξής:
Α) Πρόκειται για ένα έργο που καταδεικνύει πως ο πραγματικός πόλεμος ξεκινά μετά την λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Αυτός ο πόλεμος, μας λέει ο συγγραφέας, λαμβάνει χώρα στο πεδίο της μνήμης και της ιστορίας, εκεί όπου τα λόγια μάχονται με τη σιωπή, οι υπόγειες ερμηνείες με τις επίσημες αφηγήσεις, οι ατομικές αλήθειες με τα εθνικά στερεότυπα: «Το πρόβλημα δεν είναι η ψύξη του μυαλού [κατά τη διάρκεια του πολέμου], είναι η απόψυξη, που κρατάει χρόνια».
Β) Αν και πολλές φορές ο συγγραφέας φαίνεται να συμπαθεί τους ήρωες του, πιστεύω πως εν τέλει δεν προσπαθεί να τους δικαιώσει. Σκοπός του είναι να καταγγείλει τον πόλεμο εν γένει. «Νιώθετε εθνική υπερηφάνεια για την ανάμειξή σας στα πολεμικά γεγονότα της Κύπρου;», ρωτάει ένας ιστορικός τον βασικό ήρωα του έργου. «Κανένας δεν βγαίνει από τον πόλεμο περήφανος», του απαντά εκείνος, «απλώς οι άλλοι τον δοξάζουν για τα κατορθώματά του, εξαιτίας των οποίων αυτός χάνει για πάντα τον ύπνο του… Ο πόλεμος είναι μια παλαίστρα με σκατά. Όσες αρωματικές δάφνες κι αν στρώσεις από πάνω, η σκατίλα δεν φεύγει. Την έχεις για πάντα στα ρουθούνια».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 24/8/2009

6 σχόλια:

  1. Πόσο κακοφορμισμένες είναι τελικά οι πληγές που μας άφησε το δικό μας Βιετνάμ; Διάβασα το εξαιρετικό, όντως, βιβλίο του Γκουρογιάννη και τα διεισδυτικά σχόλια σου.

    Σε αυτό το βιβλίο ο Γκ. προσεγγίζει το θέμα του με την ιδιότυπη, αιρετική και άκρως προσωπική λογοτεχνική του μανιέρα. Δεν παρασύρεται στην ευκολία ούτε ενός αντεθνικιστικού ή αντιπολεμικού κηρύγματος ούτε σε μια εύκολη και αυτάρεσκη καταγγελία για την «τραγωδία της Κύπρου». Το απέδειξε άλλωστε στην πορεία του ότι δεν ήταν ποτέ εξαρτημένος χρήστης θεσφάτων. Αρχές της δεκαετίας του 90 σε κλίμα έντονου εθνικιστικού παροξυσμού μίλησε στην Ελλάδα για τους τσάμηδες και για την επικίνδυνη επέλαση του εθνικισμού. Στη σχετικά πρόσφατη βέβηλη πτήση μίλησε για τους μέτοικους/μετανάστες που ερίζουν για την ιστορική κληρονομιά της Ακρόπολης.

    Συμφωνώ σε κάθε περίπτωση με τη θέση σου ότι το βιβλίο επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Κρατώ το ότι ο συγγραφέας ακουμπά και βυθομετρά ψυχικά ακρωτηριασμένους ήρωες που έχασαν την αθωότητα του σ΄ένα βρώμικο πόλεμο για τον οποίο κρύβουμε εδώ και πολλά χρόνια τις ντροπές και τις ενοχές μας. Όσοι επέζησαν κουβαλούν και ξεφορτώνουν σ έμας το όνειδος και το αποτέλεσμα του φασισμού, του διαχωρισμού και της προδοσίας. Όπως λέει ένας από τους παλιούς πολεμιστές «αφήσαμε τις ψυχές μας σκοτωμένες εδώ και κουβαλήσαμε στην Ελλάδα άδεια τα τομάρια μας».

    Κρατώ επίσης την σημειολογικά υπέροχη σκηνή στο πολυτελές ξενοδοχείο της Λευκωσίας όπου πραγματοποιείται το συνέδριο των πολεμιστών του 1974, όπου συγχρωτίζονται ανέμελοι ελληνοκύπριοι νεόπλουτοι γιάπηδες, τουρκοκύπριες καμαριέρες και ρωσίδες καλλονές.

    Η διεύρυνση του θεματικού άξονα του βιβλίου γίνεται με πολύ ενδιαφέρον τρόπο στη συνάντηση με Τ/Κ βετεράνους του 74 σ΄ένα κλίμα όχι νικητών και ηττημένων αλλά σε μια θλιβερή ατμόσφαιρα όπου προβάλλονται οι ψυχικές χαρακιές όλων όσων συμμετείχαν σ ένα πόλεμο. Σε αυτή τη συνάντηση αναδεικνύεται όλο το δράμα του τόπου. Μου έφερε στο νου το στίχο του Σαχτούρη «όλο σου το σώμα είναι μια πληγή»

    Ο Γκουρογιάννης σε αυτό του το βιβλίο, που διαφέρει από όλα τα άλλα που γράφτηκαν με την ίδια θεματική, πραγματεύεται το ψυχικό μας δράμα της τελευταίας 35 ετίας: την μάχη(χαμένη;) ανάμεσα σε αδικαίωτες προσδοκίες και στη λήθη.

    Κρατώ τελευταία τη μοναδική θέαση του για τον πόλεμο με τη ζωντάνια των περιγραφών του: ένα βρώμικο πράγμα μια αλάνα με σκατά και πάνω πάνω δαφνόφυλα. Και ο πόλεμος ως φόβος του πολεμιστή, ως μυρωδιά του αίματος και ως στύση του παράλυτου από τον τρόμο στρατιώτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ πολύ για τον εκτενή αυτό και ενδιαφέροντα σχολιασμό. Εξακολουθώ να πιστεύω πως το μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και ιδιαίτερα καλογραμμένο. Ωστόσο, σε συζητήσεις με φίλους που είχα τελευταία, συνειδητοποίησα πως υπάρχει κάτι που "ενοχλεί" στο βιβλίο. Διαβάζοντάς το "νιώθεις κάπως άβολα". Άλλοι έχουν βγάλει τα εντελώς αντίθετα συμπεράσματα από τα δικά μου. Θα έλεγα πως το βιβλίο δεν προσφέρει εύκολες λύσεις, είναι όντως αμφιλεγόμενο και προσφέρεται για πολλαπλές και διαφορετικές μεταξύ τους αναγνώσεις. Επιπλέον στοιχείο σύγχυσης ως προς την ερμηνεία είναι, κατά την άποψή μου, και το γεγονός πως ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται τελικά με κανένα από τα πρόσωπά του. Έτσι, δεν ξέρουμε ποιόν να ακούσουμε και να συμπαθήσουμε και ποιόν όχι. Πάντως, το ότι ένα βιβλίο ανακινεί τόσο προβληματισμό και συζήτηση, είναι από μόνο του αξιοσημείωτο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κωνσταντίνα, σ ευχαριστώ για το ωραίο σου κείμενο. Ποραντίδα, υπέροχη η κριτική σου ματιά, η λοξή σου προσέγγιση και οι φραστικές σου εικόνες.
    Τελικά, μήπως η υποδοχή του βιβλίου δείχνει ότι στην Ελλάδα και Κύπρο συνυπάρχουν δύο κόσμοι που αποκλίνουν μεταξύ τους?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Στην Ελλάδα το βιβλίο δέχτηκε πολύ καλές κριτικές. Μπορείτε ενδεικτικά να δείτε τα εξή:

    http://digital.tanea.gr/Default.aspx?d=20090530&pn=1

    http://www.enet.gr/?i=news.el. texnes&id=53744

    Στην Κύπρο αντιδρούμε, αφενός, με καθυστέρηση, αφετέρου δεν ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ για τα καινούργια έργα και ρεύματα (λογοτεχνικά και επιστημονικά). Πολλές φορές ο επαρχιωτισμός μεταφράζεται σε σνομπισμό

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Με βρίσκει σύμφωνο η θέση ότι στην Κύπρο είναι σήμερα έντονα ορατή η ύπαρξη και διάσταση ανάμεσα σε δυο κουλτούρες. Tούτο εκφράζεται σε κάθε ευκαιρία. Αυτές οι δύο κουλτούρες διατείνονται ότι έχουν πλήρη συνείδηση του εαυτού τους, ενώ προσπαθούν εναγωνίως να γεμίσουν το κενό που άφησαν πίσω τους οι έντονες κοινωνικές αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια, οι συνέπειες των γεγονότων του 1974, η προσκόλληση και το ξεπέρασμα των εθνικών μας μύθων, το άλυτο πρόβλημα του αυτοπροσδιορισμού μας. H θετική υποδοχή και απο τις δύο κουλτούρες του βιβλίου του Γκουρογιάννη ξενίζει και δείχνει μάλλον ότι αυτές έχουν παρόμοια αντανακλαστικά.
    Όταν συγκρούονται οι δύο αυτές κουλτούρες, όπως π.χ.για το δημοψήφισμα του ναι και του όχι ή για φλέγονται επίκαιρα ζητήματα όπως οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας ή για τα ζητήματα των μεταναστών, δεν πρόκειται για ιστορίες καθημερινής τρέλλας αλλά για την ουσία του δράματος που βιώνει η σημερινή Κύπρος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζεται με την αποδέσμευση, εκ μέρους και των δύο πλευρών, από τη λογοτεχνική/πολιτισμική ανάγνωση ενός βιβλίου για το 74 που δίδει μια νέα διάσταση στα πράγματα, με μια προσπάθεια ανάγνωσης που υπηρετεί τα επιμέρους ταυτοτικά χαρακτηριστικά τους. Αυτό δεν είναι επαρχιωτισμός;

    Δεν ξέρω πόσο γόνιμό είναι αυτό το δίπολο. Μου φαίνεται πάντως ότι η πορεία της ζωής θα το καθιστά ολοένα και πιο περιττό. Και αυτό είναι το πιο δραματικό και ταυτόχρονα το πιο ενδιαφέρον. Έτσι άλλωστε δεν γράφεται η ιστορία;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Μόλις τώρα, μετά την απάντηση του Ποραντίδα, κατάλαβα το ερώτημα του Γεράσιμου! Νόμιζα ότι με τους "δύο κόσμους" εννοούσε τον κόσμο της Κύπρου κι αυτόν της Ελλάδας. Οπότε, συγγνώμη για το άσχετο της απάντησης μου πριν.
    Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό ερώτημα, λοιπόν, και χαίρομαι που ο Γεράσιμος το συνέδεσε με τις αντιφατικές αναγνώσεις του βιβλίου. Με προβλημάτισε πολύ αυτό.
    Νομίζω πως τα εξαιρετικά διορατικά σχόλια του Ποραντίδα ικανοποιούν τους προβληματισμούς μου. Ειδικά η παρατήρησή του πως καθετί μεαφράζεται σε μια εναγώνια προσπάθεια να αντλήσουμε μονιμότητα για τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά μας (όποια και να είναι αυτά). Δεν ξέρω αν αυτό είναι επαρχιωτισμός. Πάντως είναι σίγουρα χαρακτηριστικό των μετα-αποικιακών διανοητικών ελίτ, από Αφρική μέχρι Ασία. Χρειάζεται σίγουρα πάνω από μισό αιώνα για να ηρεμήσουν οι ανασφάλειες και οι εγωκεντρισμοί που δημιουργούνται στην πορεία αναζήτησης ταυτότητας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή