Της Κωνσταντίνας Ζάνου
«Che non è in somma amor, se non insania / a giudizio de’ savi universale»
[«Ότι δεν είναι τέλος πάντων ο έρωτας άλλο από αρρώστια, / όπως κρίνουν οι απανταχού σοφοί»]
ARIOSTO, “Orlando Furioso”, XXVI 1
Πριν από λίγο καιρό μια «ασυνήθιστη» ερωτική ιστορία συντάραξε την κοινότητα των Ελληνοκύπριων εγκλωβισμένων του Ριζοκαρπάσου: Μια νεαρή Ελληνοκύπρια ερωτεύτηκε έναν Τούρκο έποικο και κλέφτηκε μαζί του, προκαλώντας έτσι μια θύελλα αντιδράσεων. Δεν θα ασχοληθώ με τις πολιτικές ή άλλες πτυχές του θέματος. Θα σταθώ μόνο στην αντίδραση των γυναικών του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος της «ερωτοχτυπημένης» κοπέλας. Η μητέρα και η γιαγιά της κοπέλας, αλλά και άλλες γυναίκες που μαζεύτηκαν στο σπίτι τους για να τους συμπαρασταθούν για το «κακό που τους βρήκε» (ανάμεσά τους και μια μαντηλοφορούσα έποικος), υποστήριξαν ότι το κορίτσι τους έπεσε θύμα μαγείας: "Εκάμαν της μάγια, μια μάγισσα στου Μόρφου, και τώρα δεν μπορεί να φύγει από μακριά του". Τη θεωρία της μαγείας εισηγήθηκε μια γειτόνισσα Τουρκάλα, όταν πρόσεξε πως κάτω από τη φωτογραφία της κοπέλας στο σαλόνι είχε χώμα – πράγμα ασυνήθιστο για ένα καθαρό σπίτι. Μάλιστα, φοβούμενες ότι η «αρρώστια του έρωτα» θα εξαπλωθεί σαν ιός και στα δικά τους σπίτια, πολλές από τις Ελληνοκύπριες μανάδες διπλοκλειδώνουν τώρα τις κόρες τους και κοιμούνται μαζί τους. Δεν είναι η πρώτη φορά, εξάλλου, που αντιμετωπίζουν τέτοια κρούσματα: «Παλιότερα άλλες δυο γυναίκες είχαν φύγει με Τούρκους και μετά από καιρό επέστρεψαν. Στο χωριό λένε ότι τις είχαν υπνωτίσει με φάρμακο κι έγινε "το κακό"».
Η υπόθεση αυτή επαληθεύει τη θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι ιστορικές αλλαγές δεν επισυμβαίνουν με την ίδια ταχύτητα σε όλες τις κοινωνίες ή σε όλα τα στρώματα εντός της ίδιας κοινωνίας. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι στην κοσμοθεωρία των γυναικών αυτών επιβιώνει ακόμα μια αντίληψη περί έρωτος, η οποία έχει σβήσει εδώ και αιώνες από την «πρώτης ταχύτητας» ιστορία. Θα ήταν ενδιαφέρον όμως να δούμε ποια είναι ακριβώς αυτή η αντίληψη.
Ο έρωτας θεωρούνταν πράγματι «αρρώστια» ως τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα. Είναι δύσκολο να βρεθεί, τουλάχιστον μέχρι τότε, ένα εγχειρίδιο ιατρικής που να μην αφιερώνει ένα κεφάλαιο ή έστω μια παράγραφο σ’ αυτό το «πάθος» των βροτών. Το θέμα, που άπτεται τόσο της ιατρικής όσο και της ποίησης, έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τον καθηγητή νεοελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας, Massimo Peri. Στο πραγματικά συναρπαστικό βιβλίο του με τίτλο «Του πόθου αρρωστημένος: Ιατρική και ποίηση στον “Ερωτόκριτο”» (ελλ. εκδ.: Ηράκλειο, 1999), ο Peri αναλύει το ποίημα του Βιτσέντζου Κορνάρου με βάση τις ιατρικές θεωρίες της εποχής και εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο αυτές επηρέασαν την ποίηση και τη λογοτεχνία, διαμορφώνοντας μια σειρά «ρητορικών τόπων». Ο «τόπος του έρωτα» τόσο στον Κορνάρο, όσο και στον Ariosto (του οποίου το ποίημα «Orlando Furioso» αποτέλεσε πρότυπό για τη συγγραφή του «Ερωτόκριτου»), είναι απότοκο λοιπόν των ιατρικών θεωριών περί έρωτος. Τι έλεγαν όμως αυτές οι θεωρίες;
Στη δυτική μεσαιωνική σκέψη η ασθένεια του έρωτα θεωρούνταν ως μια παραλλαγή (ή αρχικό στάδιο) του νοσήματος της μελαγχολίας. Στο έργο του «Κανόνας», ο Αβικέννας (980-1037) ορίζει τον έρωτα ως εξής: «Αυτή η νόσος είναι μια κατάσταση μελαγχολικής ανησυχίας, όμοια με τη μελαγχολία, κατά την οποία ο άνθρωπος αναπολεί συνεχώς την ομορφιά ορισμένων εικόνων, κινήσεων ή χαρακτηριστικών που ανήκουν στο αγαπημένο πρόσωπο».
Η οργανική εξήγηση της μελαγχολίας (συνεπώς και του έρωτα) βασίστηκε στην θεωρία του Ιπποκράτη περί «δυσκρασίας των χυμών». Σύμφωνα με τον Ιπποκράτη, ο ανθρώπινος οργανισμός συντίθεται από τέσσερεις χυμούς: το «αίμα» (που το παράγει η καρδιά), το «φλέγμα» (που εκκρίνεται από τον εγκέφαλο), την «ξανθή χολή» (που εκκρίνεται από το ήπαρ) και τη «μέλαινα χολή» (που εκκρίνεται από τη σπλήνα). Μόνο όταν οι τέσσερεις αυτοί χυμοί βρίσκονται σε ισορροπία, ο άνθρωπος θεωρείται υγιής. Η μελαγχολία και ο έρωτας δημιουργούνται ακριβώς από την ποσοτική αύξηση ή τη ποιοτική αλλοίωση της «μελαίνης χολής». Τα συμπτώματα της νόσου είναι ψυχοσωματικά, αλλά κάποτε κι οργανικά (λ.χ. απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας, αδυνάτισμα, βαθούλωμα των ματιών κ.α.).
Όσον αφορά τη θεραπευτική αγωγή, ο Αβικέννας διακρίνει δύο τύπους θεραπείας: μια θεραπεία «ηθική» (παραινέσεις, επιπλήξεις, διαμονές στην εξοχή, κυνήγι, μουσική κτλ.) και μια θεραπεία «φυσική» (μπάνια, εκκένωση, μαστίγωση, φυλάκιση, στέρηση τροφής κ.ο.κ.), που συνίσταται μόνο στο τελικό στάδιο, όταν δηλαδή η αρρώστια έχει μεταλλαχθεί σε μελαγχολία. Θεωρούνταν όμως αποτελεσματικές όλες αυτές οι θεραπείες; Εν ολίγοις, γιατρεύεται ο έρωτας; Δυστυχώς δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για να μπορέσουμε να βγάλουμε ένα έγκυρο συμπέρασμα.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 28/6/2009
Νοσταλγία
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
- Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
-Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
………………………………………………..
-Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
(Γιώργος Σεφέρης, «Ο γυρισμός του Ξενιτεμένου»)
Την πρώτη φορά που διέσχιζα την Πράσινη Γραμμή για να επισκεφθώ μαζί με τους γονείς μου τα σπίτια και τις γειτονιές που τους μεγάλωσαν, οι στίχοι του Σεφέρη στριφογύριζαν συνεχώς μέσ’ στο μυαλό μου. Τόσο το απορημένο βλέμμα της μητέρας μου («μικροί τώρα οι δρόμοι, φτωχικά τα σπίτια, ξερά τα περιβόλια…»), όσο και η δική μου απογοητευτική εντύπωση («αυτή η όαση στο μέσο της ερήμου είναι ό,τι μου περίγραφες, πατέρα, ως τον παράδεισο των παιδικών σου χρόνων;») μετέτρεψαν τον Σεφερικό ψίθυρο σε βασανιστική κραυγή, που με καλεί, από καιρού εις καιρόν, να συλλογιστώ γύρω απ’ αυτό που ονομάζεται «νοσταλγία». Μερικά θραύσματα των συλλογισμών αυτών θα διαβάσετε παρακάτω.
Τι είναι λοιπόν η νοσταλγία και με ποιο τρόπο λειτουργεί, τόσο στο προσωπικό/ψυχολογικό όσο και στο συλλογικό/ιστορικό επίπεδο; Σύμφωνα με τον καλύτερο, κατά την άποψή μου, οδηγό για το θέμα (το βιβλίο της Svetlana Boym, “The Future of Nostalgia”, Νέα Υόρκη, 2001) η νοσταλγία, ως ιστορικό φαινόμενο, ανήκει στη νεώτερη εποχή. Η λέξη «νοσταλγία» (από τα συνθετικά «νόστος» + «άλγος») επινοήθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα από έναν Ελβετό γιατρό, για να περιγράψει την ασθένεια που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται απειλητικά ανάμεσα στους στρατιώτες που πολεμούσαν μακριά από την Ελβετία. Στις ιατρικές εκθέσεις της εποχής, ο όρος «νοσταλγία» (που επικράτησε τελικά έναντι άλλων ιατρικών όρων, όπως «υποχονδρία της καρδιάς» ή «φιλοπατριδομανία») χρησιμοποιήθηκε για να εξηγήσει μία αρρώστια που προσομοίαζε στην παράνοια και που είχε ως βασικά συμπτώματα την εμμονή στην μακρινή πατρίδα, την αδιαφορία προς ο,τιδήποτε άλλο και την ανάπτυξη παραληρηματικών συμπεριφορών (ακουστικές και οπτικές ψευδαισθήσεις). Η «ασθένεια της νοσταλγίας» θεωρούνταν μάλιστα ανίατη, αφού ακόμη και η επιστροφή στην πατρίδα δεν ικανοποιούσε τις φαντασιακές προσδοκίες των αρρώστων.
Κατά τον 18ο αιώνα, η νοσταλγία μετατράπηκε σε ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο και συνδέθηκε με την έννοια της προόδου. Νοσταλγία και πρόοδος αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η αλλαγή στην αντίληψη του χρόνου (το πέρασμα δηλαδή από μια κυκλική σε μια γραμμική αντίληψη του χρόνου) επέτεινε την αίσθηση του ανεπίστρεπτου και έδωσε ώθηση στη νοσταλγική συμπεριφορά. Με άλλα λόγια, η νοσταλγία γεννήθηκε ως αμυντικός μηχανισμός απέναντι στην πρόοδο, την εκβιομηχάνιση, την επιτάχυνση των ρυθμών και την αποξένωση, απέναντι στα παρεπόμενα, δηλαδή, της νεωτερικότητας.
Κατά τον 19ο αιώνα η νοσταλγία βρήκε την καλλιτεχνική της έκφραση μέσα από το κίνημα του Ρομαντισμού και συνδέθηκε άρρηκτα με την αναδυόμενη ιδεολογία της εποχής, δηλαδή τον εθνικισμό. Έκτοτε, οι περισσότερες ιδεολογίες χτίζονται πάνω σε μια νοσταλγική βάση: την υπόσχεση της επιστροφής σε μια πατρίδα-φάντασμα (στις «ρίζες», στην «αγνότητα των χωρικών», στο «άσπιλο» τοπίο της εξοχής, στην «αγνότητα» του λαού κ.ο.κ.) ή της δημιουργίας ενός φαντασιακά ιδανικού κόσμου, που μας καλεί να την κυνηγήσουμε χρησιμοποιώντας συναισθηματικά παρά ορθολογικά μέσα.
Αυτά για τη νοσταλγία ως ιστορικό/κοινωνικό φαινόμενο. Θα κλείσω με κάποιες παρατηρήσεις για τον μηχανισμό της νοσταλγίας στο προσωπικό/ψυχολογικό επίπεδο.
Κατ’ αρχάς, υπάρχουν δύο είδη νοσταλγίας: η «πραγματική νοσταλγία» και η «φαντασιακή νοσταλγία». Πραγματική είναι η νοσταλγία που νιώθουν, για παράδειγμα, οι γονείς μου για το σπίτι όπου μεγάλωσαν. Η δική μου όμως νοσταλγία, για ένα σπίτι που δεν είδα ποτέ (αφού γεννήθηκα μετά την εισβολή), πώς εξηγείται; Αυτό είναι που ονομάζω «φαντασιακή νοσταλγία», η επιθυμία, δηλαδή, επιστροφής σε ένα τόπο άγνωστο και εντούτοις «οικείο». Είναι μια νοσταλγία διαμεσολαβημένη από τις αφηγήσεις των άλλων και από τη συλλογική μνήμη.
Επιπλέον, το αντικείμενο του νοσταλγικού πόθου είναι μονίμως λανθάνον. Τι είναι αυτό που νοσταλγούμε; Είναι πραγματικά ο μακρινός τόπος ή ο ανεπίστρεπτα απομακρυσμένος χρόνος; Οι γονείς μου, για παράδειγμα, νοσταλγούν το σπίτι τους ή την παιδική τους ηλικία;
Τέλος, η νοσταλγία αρέσκεται στην αυτό-αναφορικότητα. Αναπτύσσεται περισσότερο ως ένα ρομάντζο με τη φαντασία μας, παρά ως ένα συναίσθημα με συγκεκριμένο εκπληρωτέο στόχο. Η νοσταλγία δεν είναι άλλο παρά η επιθυμία για το απραγματοποίητο, η ροπή προς το άπιαστο. Με λίγα λόγια, στην πραγματικότητα, κανείς, ποτέ, δεν «επιστρέφει».
- Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
-Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
………………………………………………..
-Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
(Γιώργος Σεφέρης, «Ο γυρισμός του Ξενιτεμένου»)
Την πρώτη φορά που διέσχιζα την Πράσινη Γραμμή για να επισκεφθώ μαζί με τους γονείς μου τα σπίτια και τις γειτονιές που τους μεγάλωσαν, οι στίχοι του Σεφέρη στριφογύριζαν συνεχώς μέσ’ στο μυαλό μου. Τόσο το απορημένο βλέμμα της μητέρας μου («μικροί τώρα οι δρόμοι, φτωχικά τα σπίτια, ξερά τα περιβόλια…»), όσο και η δική μου απογοητευτική εντύπωση («αυτή η όαση στο μέσο της ερήμου είναι ό,τι μου περίγραφες, πατέρα, ως τον παράδεισο των παιδικών σου χρόνων;») μετέτρεψαν τον Σεφερικό ψίθυρο σε βασανιστική κραυγή, που με καλεί, από καιρού εις καιρόν, να συλλογιστώ γύρω απ’ αυτό που ονομάζεται «νοσταλγία». Μερικά θραύσματα των συλλογισμών αυτών θα διαβάσετε παρακάτω.
Τι είναι λοιπόν η νοσταλγία και με ποιο τρόπο λειτουργεί, τόσο στο προσωπικό/ψυχολογικό όσο και στο συλλογικό/ιστορικό επίπεδο; Σύμφωνα με τον καλύτερο, κατά την άποψή μου, οδηγό για το θέμα (το βιβλίο της Svetlana Boym, “The Future of Nostalgia”, Νέα Υόρκη, 2001) η νοσταλγία, ως ιστορικό φαινόμενο, ανήκει στη νεώτερη εποχή. Η λέξη «νοσταλγία» (από τα συνθετικά «νόστος» + «άλγος») επινοήθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα από έναν Ελβετό γιατρό, για να περιγράψει την ασθένεια που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται απειλητικά ανάμεσα στους στρατιώτες που πολεμούσαν μακριά από την Ελβετία. Στις ιατρικές εκθέσεις της εποχής, ο όρος «νοσταλγία» (που επικράτησε τελικά έναντι άλλων ιατρικών όρων, όπως «υποχονδρία της καρδιάς» ή «φιλοπατριδομανία») χρησιμοποιήθηκε για να εξηγήσει μία αρρώστια που προσομοίαζε στην παράνοια και που είχε ως βασικά συμπτώματα την εμμονή στην μακρινή πατρίδα, την αδιαφορία προς ο,τιδήποτε άλλο και την ανάπτυξη παραληρηματικών συμπεριφορών (ακουστικές και οπτικές ψευδαισθήσεις). Η «ασθένεια της νοσταλγίας» θεωρούνταν μάλιστα ανίατη, αφού ακόμη και η επιστροφή στην πατρίδα δεν ικανοποιούσε τις φαντασιακές προσδοκίες των αρρώστων.
Κατά τον 18ο αιώνα, η νοσταλγία μετατράπηκε σε ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο και συνδέθηκε με την έννοια της προόδου. Νοσταλγία και πρόοδος αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η αλλαγή στην αντίληψη του χρόνου (το πέρασμα δηλαδή από μια κυκλική σε μια γραμμική αντίληψη του χρόνου) επέτεινε την αίσθηση του ανεπίστρεπτου και έδωσε ώθηση στη νοσταλγική συμπεριφορά. Με άλλα λόγια, η νοσταλγία γεννήθηκε ως αμυντικός μηχανισμός απέναντι στην πρόοδο, την εκβιομηχάνιση, την επιτάχυνση των ρυθμών και την αποξένωση, απέναντι στα παρεπόμενα, δηλαδή, της νεωτερικότητας.
Κατά τον 19ο αιώνα η νοσταλγία βρήκε την καλλιτεχνική της έκφραση μέσα από το κίνημα του Ρομαντισμού και συνδέθηκε άρρηκτα με την αναδυόμενη ιδεολογία της εποχής, δηλαδή τον εθνικισμό. Έκτοτε, οι περισσότερες ιδεολογίες χτίζονται πάνω σε μια νοσταλγική βάση: την υπόσχεση της επιστροφής σε μια πατρίδα-φάντασμα (στις «ρίζες», στην «αγνότητα των χωρικών», στο «άσπιλο» τοπίο της εξοχής, στην «αγνότητα» του λαού κ.ο.κ.) ή της δημιουργίας ενός φαντασιακά ιδανικού κόσμου, που μας καλεί να την κυνηγήσουμε χρησιμοποιώντας συναισθηματικά παρά ορθολογικά μέσα.
Αυτά για τη νοσταλγία ως ιστορικό/κοινωνικό φαινόμενο. Θα κλείσω με κάποιες παρατηρήσεις για τον μηχανισμό της νοσταλγίας στο προσωπικό/ψυχολογικό επίπεδο.
Κατ’ αρχάς, υπάρχουν δύο είδη νοσταλγίας: η «πραγματική νοσταλγία» και η «φαντασιακή νοσταλγία». Πραγματική είναι η νοσταλγία που νιώθουν, για παράδειγμα, οι γονείς μου για το σπίτι όπου μεγάλωσαν. Η δική μου όμως νοσταλγία, για ένα σπίτι που δεν είδα ποτέ (αφού γεννήθηκα μετά την εισβολή), πώς εξηγείται; Αυτό είναι που ονομάζω «φαντασιακή νοσταλγία», η επιθυμία, δηλαδή, επιστροφής σε ένα τόπο άγνωστο και εντούτοις «οικείο». Είναι μια νοσταλγία διαμεσολαβημένη από τις αφηγήσεις των άλλων και από τη συλλογική μνήμη.
Επιπλέον, το αντικείμενο του νοσταλγικού πόθου είναι μονίμως λανθάνον. Τι είναι αυτό που νοσταλγούμε; Είναι πραγματικά ο μακρινός τόπος ή ο ανεπίστρεπτα απομακρυσμένος χρόνος; Οι γονείς μου, για παράδειγμα, νοσταλγούν το σπίτι τους ή την παιδική τους ηλικία;
Τέλος, η νοσταλγία αρέσκεται στην αυτό-αναφορικότητα. Αναπτύσσεται περισσότερο ως ένα ρομάντζο με τη φαντασία μας, παρά ως ένα συναίσθημα με συγκεκριμένο εκπληρωτέο στόχο. Η νοσταλγία δεν είναι άλλο παρά η επιθυμία για το απραγματοποίητο, η ροπή προς το άπιαστο. Με λίγα λόγια, στην πραγματικότητα, κανείς, ποτέ, δεν «επιστρέφει».
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 21/6/2009
Απάτριδες
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Το 1946, σε ηλικία 42 χρονών, ο Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης εγκατέλειπε για πάντα την Αίγυπτο. Μπαίνοντας στο βαπόρι της γραμμής, που ξεκινούσε από το λιμάνι του Πορτ Σάιτ με προορισμό την πατρίδα του, την Κύπρο, ο Πιερίδης ένιωσε να του σφίγγεται η καρδιά: «Τότε με πήρε ένα κλάμα βουβό, χωρίς δάκρυα. Δεν ήμουν σίγουρος αν ξεκινούσα να πάω στον τόπο μου ή αν απάφηνα τον τόπο μου» (Γ.Φ. Πιερίδης, «Μνήμες και ιστορίες από την Αίγυπτο», Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 181). Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Κάιρο, ή καλύτερα, στην ελληνική παροικία του Καΐρου – όπως ο ίδιος ομολογεί, «όλος ο κόσμος» ήταν γι αυτόν οι Έλληνες πάροικοι, ενώ οι Αιγύπτιοι υπήρχαν ως μια πραγματικότητα έξω από το δικό του περιβάλλον – ο Πιερίδης δεν είχε ποτέ αναγκαστεί, μέχρι τότε, να διαλέξει ανάμεσα στις δυο του πατρίδες. Κύπρος και Κάιρο συνυπήρχαν αρμονικά στα πλαίσια μιας κοσμοπολίτικης ταυτότητας. Ο όρος «Αιγυπτιώτες Έλληνες» δεν εμπεριείχε εξάλλου κανενός είδους αντίφαση. Με την άνοδο όμως του Αιγυπτιακού εθνικισμού, και κυρίως με την κατάργηση των νομικών και οικονομικών προνομίων των ξένων εποίκων που κατοικούσαν εκεί, ο ελληνισμός της Αιγύπτου (όπως και οι άλλες ξένες παροικίες) πέρασε από το στάτους της προνομιούχας μικροκοικωνίας, σ’ αυτό της εθνικής μειονότητας. Ξαφνικά, ο Πιερίδης και οι όμοιοί του μετατράπηκαν σε «ξένους» μέσα στην ίδια τους την πατρίδα. Κι έτσι αναγκάστηκαν να διαλέξουν αυτό που θα αντιλαμβάνονταν ταυτόχρονα ως «επαναπατρισμό» και «εξορία». Μετατράπηκαν, με άλλα λόγια, σε «απάτριδες» ανάμεσα σε δυο πατρίδες.
Το 1946, σε ηλικία 42 χρονών, ο Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης εγκατέλειπε για πάντα την Αίγυπτο. Μπαίνοντας στο βαπόρι της γραμμής, που ξεκινούσε από το λιμάνι του Πορτ Σάιτ με προορισμό την πατρίδα του, την Κύπρο, ο Πιερίδης ένιωσε να του σφίγγεται η καρδιά: «Τότε με πήρε ένα κλάμα βουβό, χωρίς δάκρυα. Δεν ήμουν σίγουρος αν ξεκινούσα να πάω στον τόπο μου ή αν απάφηνα τον τόπο μου» (Γ.Φ. Πιερίδης, «Μνήμες και ιστορίες από την Αίγυπτο», Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 181). Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Κάιρο, ή καλύτερα, στην ελληνική παροικία του Καΐρου – όπως ο ίδιος ομολογεί, «όλος ο κόσμος» ήταν γι αυτόν οι Έλληνες πάροικοι, ενώ οι Αιγύπτιοι υπήρχαν ως μια πραγματικότητα έξω από το δικό του περιβάλλον – ο Πιερίδης δεν είχε ποτέ αναγκαστεί, μέχρι τότε, να διαλέξει ανάμεσα στις δυο του πατρίδες. Κύπρος και Κάιρο συνυπήρχαν αρμονικά στα πλαίσια μιας κοσμοπολίτικης ταυτότητας. Ο όρος «Αιγυπτιώτες Έλληνες» δεν εμπεριείχε εξάλλου κανενός είδους αντίφαση. Με την άνοδο όμως του Αιγυπτιακού εθνικισμού, και κυρίως με την κατάργηση των νομικών και οικονομικών προνομίων των ξένων εποίκων που κατοικούσαν εκεί, ο ελληνισμός της Αιγύπτου (όπως και οι άλλες ξένες παροικίες) πέρασε από το στάτους της προνομιούχας μικροκοικωνίας, σ’ αυτό της εθνικής μειονότητας. Ξαφνικά, ο Πιερίδης και οι όμοιοί του μετατράπηκαν σε «ξένους» μέσα στην ίδια τους την πατρίδα. Κι έτσι αναγκάστηκαν να διαλέξουν αυτό που θα αντιλαμβάνονταν ταυτόχρονα ως «επαναπατρισμό» και «εξορία». Μετατράπηκαν, με άλλα λόγια, σε «απάτριδες» ανάμεσα σε δυο πατρίδες.
Θυμήθηκα την περίπτωση του Γ.Φ. Πιερίδη, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες ενός άλλου βιβλίου, του «Χωρίς Πατρίδα» (Θεσσαλονίκη, 2003), γραμμένο από τον σημαντικότατο κριτικό λογοτεχνίας και πολιτισμού και πατέρα της έννοιας του «οριενταλισμού», Edward Said, κατά τη διάρκεια της πολύχρονης αρρώστιας που τελικά τον οδήγησε στο θάνατο το 2003. Ο Said, αν και κατά δύο δεκαετίες περίπου μικρότερος από τον Πιερίδη, μεγάλωσε στο ίδιο μ’ αυτόν κοσμοπολίτικο περιβάλλον του Καΐρου και βίωσε με τον ίδιο αγωνιώδη τρόπο τον κατακερματισμό της αποκομμένης από την υπόλοιπη Αίγυπτο και κοινωνικά οχυρωμένης «πατρίδας» του. Το 1951, σε ηλικία 16 ετών, ο Said αναγκάστηκε ν’ αφήσει την Αίγυπτο για την Αμερική, όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Έκτοτε η αίσθηση της εξορίας θα τον ακολουθούσε σαν σκιά.
Για την ακρίβεια, η έννοια της «πατρίδας» δεν ήταν ποτέ για τον Said κάτι το ευκρινώς καθορισμένο: «ένιωθα», ομολογεί, «πως η ευρύτερη έννοια της ‘πατρίδας’ ήταν κάτι που δεν περιλάμβανε εμένα». Γεννημένος στην Ιερουσαλήμ, μεγαλωμένος στο Κάιρο, γιος Παλαιστινίων Χριστιανών, αλλά κάτοχος αμερικανικού διαβατηρίου, ο Said αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως μια διασπασμένη προσωπικότητα, ως ένα συνονθύλευμα παλαιστινιακών-αραβικών-χριστιανικών-αμερικανικών θραυσμάτων, αποσυναρμολογημένων από την ιστορία: «Σε όλη μου τη ζωή διατήρησα αυτή την μπερδεμένη αίσθηση των πολλών ταυτοτήτων – κυρίως αλληλοσυγκρουόμενων – μαζί με μια έντονη μνήμη της απεγνωσμένης ευχής να ήμασταν εξ ολοκλήρου Άραβες ή εξ ολοκλήρου Ευρωπαίοι ή Αμερικανοί ή εξ ολοκλήρου ορθόδοξοι χριστιανοί ή εξ ολοκλήρου μουσουλμάνοι ή εξ ολοκλήρου Αιγύπτιοι κ. ο. κ.».
Αυτή η «απόσταση από τον εαυτό» λειτούργησε για τον Said με τρόπο διττό: από τη μια τον κληροδότησε με μια μόνιμη αίσθηση αποξένωσης και εξορίας (ακόμα κι όταν βρισκόταν στην υποτιθέμενη κάθε φορά «πατρίδα» του), από την άλλη του επέτρεψε να σταθεί κριτικά απέναντι σε κάθε είδους τετελεσμένη και ακίνητη μορφή ταυτότητας, μέσα στην οποία εφησυχάζονται οι πιο πολλοί άνθρωποι. Το βιβλίο του αποτελεί ουσιαστικά μια ανατομία του αποχωρισμού, της εγκατάλειψης και της απουσίας, δηλαδή του θολού εκείνου περιθωρίου δυστυχίας μέσα στο οποίο βρίσκει τόπο να εξελιχθεί η πνευματική δημιουργία. Διότι οι απάτριδες βρίσκουν συνήθως καταφύγιο στην πατρίδα των γραμμάτων και των τεχνών.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 14/6/2009
Για την ακρίβεια, η έννοια της «πατρίδας» δεν ήταν ποτέ για τον Said κάτι το ευκρινώς καθορισμένο: «ένιωθα», ομολογεί, «πως η ευρύτερη έννοια της ‘πατρίδας’ ήταν κάτι που δεν περιλάμβανε εμένα». Γεννημένος στην Ιερουσαλήμ, μεγαλωμένος στο Κάιρο, γιος Παλαιστινίων Χριστιανών, αλλά κάτοχος αμερικανικού διαβατηρίου, ο Said αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως μια διασπασμένη προσωπικότητα, ως ένα συνονθύλευμα παλαιστινιακών-αραβικών-χριστιανικών-αμερικανικών θραυσμάτων, αποσυναρμολογημένων από την ιστορία: «Σε όλη μου τη ζωή διατήρησα αυτή την μπερδεμένη αίσθηση των πολλών ταυτοτήτων – κυρίως αλληλοσυγκρουόμενων – μαζί με μια έντονη μνήμη της απεγνωσμένης ευχής να ήμασταν εξ ολοκλήρου Άραβες ή εξ ολοκλήρου Ευρωπαίοι ή Αμερικανοί ή εξ ολοκλήρου ορθόδοξοι χριστιανοί ή εξ ολοκλήρου μουσουλμάνοι ή εξ ολοκλήρου Αιγύπτιοι κ. ο. κ.».
Αυτή η «απόσταση από τον εαυτό» λειτούργησε για τον Said με τρόπο διττό: από τη μια τον κληροδότησε με μια μόνιμη αίσθηση αποξένωσης και εξορίας (ακόμα κι όταν βρισκόταν στην υποτιθέμενη κάθε φορά «πατρίδα» του), από την άλλη του επέτρεψε να σταθεί κριτικά απέναντι σε κάθε είδους τετελεσμένη και ακίνητη μορφή ταυτότητας, μέσα στην οποία εφησυχάζονται οι πιο πολλοί άνθρωποι. Το βιβλίο του αποτελεί ουσιαστικά μια ανατομία του αποχωρισμού, της εγκατάλειψης και της απουσίας, δηλαδή του θολού εκείνου περιθωρίου δυστυχίας μέσα στο οποίο βρίσκει τόπο να εξελιχθεί η πνευματική δημιουργία. Διότι οι απάτριδες βρίσκουν συνήθως καταφύγιο στην πατρίδα των γραμμάτων και των τεχνών.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 14/6/2009
Εκπαιδευτικοί και ψευδοεκπαιδευτικοί
Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Προ ημερών, ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες, αντιλήφθηκα μια περίεργη σύμπτωση: Οι εκπαιδευτικοί βόρεια και νότια της Πράσινης Γραμμής εξάγγελλαν, ταυτόχρονα, την πρόθεσή τους να προβούν σε κινητοποιήσεις σε περίπτωση που οι δύο «κυβερνήσεις» (η κυπριακή κυβέρνηση και η ψευδο-κυβέρνηση των κατεχομένων) προχωρούσαν, η κάθε μια ξεχωριστά, σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της παιδείας. Η σύμπτωση αφορούσε μόνο τη χρονική στιγμή των δρωμένων, διότι, κατά τα άλλα, και οι εξαγγελίες των δύο «κυβερνήσεων» και τα αιτήματα των Ε/Κ και Τ/Κ εκπαιδευτικών ήταν εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.
Η Κύπρος είναι ίσως το μοναδικό παράδειγμα κράτους στο οποίο συνυπάρχουν δύο παράλληλες και εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές πραγματικότητες: αυτή των ελεύθερων εδαφών κι αυτή των κατεχομένων. Η κατάσταση αυτή παράγει πρόσφορο έδαφος για σύγκριση. Με την ευκαιρία λοιπόν της χρονικής αυτής σύμπτωσης, θα ήθελα, χάριν συλλογισμού, να παραθέσω συγκριτικά τις πρόσφατες δράσεις των τ/κ και ε/κ συνδικάτων εκπαιδευτικών (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), προσδοκώντας ότι θα βοηθήσω έτσι τον αναγνώστη να προβεί σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τον χαρακτήρα και τον ρόλο των δύο αυτών κοινωνικών ομάδων.
Ξεκινώ με τους Τουρκοκύπριους: Η Συντεχνία Τ/Κ Δασκάλων (KTOS) και η Συντεχνία Τ/Κ Καθηγητών (KTOEOS) προειδοποίησαν πρόσφατα ότι θα προβούν σε κινητοποιήσεις αν η νέα «κυβέρνηση» του Ντερβίς Έρογλου προχωρήσει στην εφαρμογή των προεκλογικών της εξαγγελιών περί απόσυρσης από τα σχολεία των νέων βιβλίων ιστορίας και επαναφοράς των παλαιοτέρων. Όπως είναι γνωστό, το 2004, με την άνοδο του ΡΤΚ στην εξουσία, και με την πλήρη στήριξη των συνδικάτων των εκπαιδευτικών, τα βιβλία ιστορίας που διδάσκονταν μέχρι τότε στα σχολεία, άλλαξαν. Στα καινούργια βιβλία υιοθετήθηκε μια πιο κριτική προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων, μακριά από τις εθνικιστικές και τουρκοκεντρικές εξάρσεις του παρελθόντος. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του ΡΤΚ περιελάμβανε επίσης την εισαγωγή στα σχολεία δύο νέων μαθημάτων: του μαθήματος των ελληνικών και του μαθήματος που καλείται «εκπαίδευση ειρήνης». Αυτά όλα λοιπόν απειλούνται τώρα με απόσυρση από τη νέα «κυβέρνηση» των κατεχομένων. Οι οποιεσδήποτε ενδεχόμενες μεταρρυθμίσεις θα έχουν ν’ αντιμετωπίσουν, ωστόσο, τη σθεναρή αντίσταση των συντεχνιών της KTOS και της KTOEOS.
Ας δούμε τώρα ενδεικτικά ποια στάση τήρησαν πρόσφατα τα αντίστοιχα ελληνοκυπριακά συνδικάτα εκπαιδευτικών, η ΠΟΕΔ (δάσκαλοι) και η ΟΕΛΜΕΚ (καθηγητές), απέναντι στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Υπουργείου Παιδείας:
· Τον Φεβρουάριο, η ΠΟΕΔ απέστειλε προς όλους τους δασκάλους μια διευκρινιστική ανακοίνωση σχετικά με την εξαγγελία του Υπουργείου Παιδείας για την προώθηση του πρώτου στόχου της φετινής χρονιάς, δηλ. «της καλλιέργειας κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας Ε/Κ και Τ/Κ». Η ΠΟΕΔ ενημέρωσε «προειδοποιητικά» πως διαφωνεί με τις επισκέψεις Τ/Κ εκπαιδευτικών ή μαθητών στα ε/κ σχολεία και ξεκαθάρισε πως δεν θα δεχθεί τη διεξαγωγή σχολαστικού ελέγχου από το Υπουργείο Παιδείας για το κατά πόσον προωθείται ο στόχος αυτός σε κάθε σχολείο. Τόνισε, τέλος, πως μόνιμος στόχος της εκπαίδευσης παραμένει το «Γνωρίζω, Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι».
· Τον Γενάρη, η ΟΕΛΜΕΚ εξέδωσε ανακοίνωση διαμαρτυρίας εναντίον του μηνύματος του Υπουργού Παιδείας προς τα σχολεία με την ευκαιρία της ονομαστικής γιορτής του Μακαρίου. Πιο συγκεκριμένα, απαίτησε να αφαιρεθεί από το μήνυμα η παράγραφος που αναφέρεται στις «διακοινοτικές συγκρούσεις, τις οποίες προκάλεσαν παράνομες και εξτρεμιστικές ε/κ και τ/κ οργανώσεις, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στην τραγωδία του 1974». Η ΟΕΛΜΕΚ έδωσε έμμεσα έτσι το δικό της στίγμα στη δημόσια συζήτηση που διεξαγόταν παράλληλα γύρω από την αλλαγή των βιβλίων της ιστορίας. Στην επιστολή της αποπειράται να αποκαταστήσει την «ιστορική αλήθεια», διευκρινίζοντας ότι οι συγκρούσεις της περιόδου ’63-’67 δεν ήταν ακριβώς «διακοινοτικές», αφού διεξήχθησαν μεταξύ των νομίμων δυνάμεων του κράτους, που αγωνίστηκαν για την προάσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, και της εξτρεμιστικής τ/κ οργάνωσης Τ.Μ.Τ. Τονίζει, τέλος, πως τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στον «αυτόβουλο» εγκλωβισμό των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες.
· Η αντίδραση της ΟΕΛΜΕΚ κορυφώθηκε τον τελευταίο μήνα, με την απόφαση του Πανεπιστημίου Κύπρου να δεχθεί ως φοιτητές ένα ποσοστό υποψηφίων (3%) στη βάση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων τους για τα GCE ή άλλες διεθνείς εξετάσεις. Η μεταρρύθμιση αυτή, που θα δώσει ουσιαστικά το εισιτήριο για το πανεπιστήμιο και σε κάποιους μη ελληνόφωνους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, βρίσκει κάθετα αντίθετη την ΟΕΛΜΕΚ. Προφασιζόμενη την «άνιση μεταχείριση» των υποψήφιων φοιτητών, όπως και τον «φόβο υπόσκαψης» των παγκυπρίων εξετάσεων, η ΟΕΛΜΕΚ ομογνωμονεί στην ουσία με όσους βλέπουν να απειλείται η ελληνοκεντρικότητα της μάθησης στο δημόσιο πανεπιστήμιο.
Τα συμπεράσματα από αυτή τη σύγκριση ανήκουν βέβαια στον αναγνώστη. Δεν μπορώ, ωστόσο, να αποσιωπήσω μια δική μου πρώτη διάγνωση. Ότι δηλαδή οι εκπαιδευτικοί ένθεν και ένθεν της Πράσινης Γραμμής αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα δύο κοινωνικο-ιδεολογικές στάσεις εκ διαμέτρου αντίθετες: την προοδευτικότητα και τον συντηρητισμό.
Προ ημερών, ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες, αντιλήφθηκα μια περίεργη σύμπτωση: Οι εκπαιδευτικοί βόρεια και νότια της Πράσινης Γραμμής εξάγγελλαν, ταυτόχρονα, την πρόθεσή τους να προβούν σε κινητοποιήσεις σε περίπτωση που οι δύο «κυβερνήσεις» (η κυπριακή κυβέρνηση και η ψευδο-κυβέρνηση των κατεχομένων) προχωρούσαν, η κάθε μια ξεχωριστά, σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της παιδείας. Η σύμπτωση αφορούσε μόνο τη χρονική στιγμή των δρωμένων, διότι, κατά τα άλλα, και οι εξαγγελίες των δύο «κυβερνήσεων» και τα αιτήματα των Ε/Κ και Τ/Κ εκπαιδευτικών ήταν εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.
Η Κύπρος είναι ίσως το μοναδικό παράδειγμα κράτους στο οποίο συνυπάρχουν δύο παράλληλες και εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές πραγματικότητες: αυτή των ελεύθερων εδαφών κι αυτή των κατεχομένων. Η κατάσταση αυτή παράγει πρόσφορο έδαφος για σύγκριση. Με την ευκαιρία λοιπόν της χρονικής αυτής σύμπτωσης, θα ήθελα, χάριν συλλογισμού, να παραθέσω συγκριτικά τις πρόσφατες δράσεις των τ/κ και ε/κ συνδικάτων εκπαιδευτικών (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), προσδοκώντας ότι θα βοηθήσω έτσι τον αναγνώστη να προβεί σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τον χαρακτήρα και τον ρόλο των δύο αυτών κοινωνικών ομάδων.
Ξεκινώ με τους Τουρκοκύπριους: Η Συντεχνία Τ/Κ Δασκάλων (KTOS) και η Συντεχνία Τ/Κ Καθηγητών (KTOEOS) προειδοποίησαν πρόσφατα ότι θα προβούν σε κινητοποιήσεις αν η νέα «κυβέρνηση» του Ντερβίς Έρογλου προχωρήσει στην εφαρμογή των προεκλογικών της εξαγγελιών περί απόσυρσης από τα σχολεία των νέων βιβλίων ιστορίας και επαναφοράς των παλαιοτέρων. Όπως είναι γνωστό, το 2004, με την άνοδο του ΡΤΚ στην εξουσία, και με την πλήρη στήριξη των συνδικάτων των εκπαιδευτικών, τα βιβλία ιστορίας που διδάσκονταν μέχρι τότε στα σχολεία, άλλαξαν. Στα καινούργια βιβλία υιοθετήθηκε μια πιο κριτική προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων, μακριά από τις εθνικιστικές και τουρκοκεντρικές εξάρσεις του παρελθόντος. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του ΡΤΚ περιελάμβανε επίσης την εισαγωγή στα σχολεία δύο νέων μαθημάτων: του μαθήματος των ελληνικών και του μαθήματος που καλείται «εκπαίδευση ειρήνης». Αυτά όλα λοιπόν απειλούνται τώρα με απόσυρση από τη νέα «κυβέρνηση» των κατεχομένων. Οι οποιεσδήποτε ενδεχόμενες μεταρρυθμίσεις θα έχουν ν’ αντιμετωπίσουν, ωστόσο, τη σθεναρή αντίσταση των συντεχνιών της KTOS και της KTOEOS.
Ας δούμε τώρα ενδεικτικά ποια στάση τήρησαν πρόσφατα τα αντίστοιχα ελληνοκυπριακά συνδικάτα εκπαιδευτικών, η ΠΟΕΔ (δάσκαλοι) και η ΟΕΛΜΕΚ (καθηγητές), απέναντι στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Υπουργείου Παιδείας:
· Τον Φεβρουάριο, η ΠΟΕΔ απέστειλε προς όλους τους δασκάλους μια διευκρινιστική ανακοίνωση σχετικά με την εξαγγελία του Υπουργείου Παιδείας για την προώθηση του πρώτου στόχου της φετινής χρονιάς, δηλ. «της καλλιέργειας κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας Ε/Κ και Τ/Κ». Η ΠΟΕΔ ενημέρωσε «προειδοποιητικά» πως διαφωνεί με τις επισκέψεις Τ/Κ εκπαιδευτικών ή μαθητών στα ε/κ σχολεία και ξεκαθάρισε πως δεν θα δεχθεί τη διεξαγωγή σχολαστικού ελέγχου από το Υπουργείο Παιδείας για το κατά πόσον προωθείται ο στόχος αυτός σε κάθε σχολείο. Τόνισε, τέλος, πως μόνιμος στόχος της εκπαίδευσης παραμένει το «Γνωρίζω, Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι».
· Τον Γενάρη, η ΟΕΛΜΕΚ εξέδωσε ανακοίνωση διαμαρτυρίας εναντίον του μηνύματος του Υπουργού Παιδείας προς τα σχολεία με την ευκαιρία της ονομαστικής γιορτής του Μακαρίου. Πιο συγκεκριμένα, απαίτησε να αφαιρεθεί από το μήνυμα η παράγραφος που αναφέρεται στις «διακοινοτικές συγκρούσεις, τις οποίες προκάλεσαν παράνομες και εξτρεμιστικές ε/κ και τ/κ οργανώσεις, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στην τραγωδία του 1974». Η ΟΕΛΜΕΚ έδωσε έμμεσα έτσι το δικό της στίγμα στη δημόσια συζήτηση που διεξαγόταν παράλληλα γύρω από την αλλαγή των βιβλίων της ιστορίας. Στην επιστολή της αποπειράται να αποκαταστήσει την «ιστορική αλήθεια», διευκρινίζοντας ότι οι συγκρούσεις της περιόδου ’63-’67 δεν ήταν ακριβώς «διακοινοτικές», αφού διεξήχθησαν μεταξύ των νομίμων δυνάμεων του κράτους, που αγωνίστηκαν για την προάσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, και της εξτρεμιστικής τ/κ οργάνωσης Τ.Μ.Τ. Τονίζει, τέλος, πως τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στον «αυτόβουλο» εγκλωβισμό των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες.
· Η αντίδραση της ΟΕΛΜΕΚ κορυφώθηκε τον τελευταίο μήνα, με την απόφαση του Πανεπιστημίου Κύπρου να δεχθεί ως φοιτητές ένα ποσοστό υποψηφίων (3%) στη βάση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων τους για τα GCE ή άλλες διεθνείς εξετάσεις. Η μεταρρύθμιση αυτή, που θα δώσει ουσιαστικά το εισιτήριο για το πανεπιστήμιο και σε κάποιους μη ελληνόφωνους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, βρίσκει κάθετα αντίθετη την ΟΕΛΜΕΚ. Προφασιζόμενη την «άνιση μεταχείριση» των υποψήφιων φοιτητών, όπως και τον «φόβο υπόσκαψης» των παγκυπρίων εξετάσεων, η ΟΕΛΜΕΚ ομογνωμονεί στην ουσία με όσους βλέπουν να απειλείται η ελληνοκεντρικότητα της μάθησης στο δημόσιο πανεπιστήμιο.
Τα συμπεράσματα από αυτή τη σύγκριση ανήκουν βέβαια στον αναγνώστη. Δεν μπορώ, ωστόσο, να αποσιωπήσω μια δική μου πρώτη διάγνωση. Ότι δηλαδή οι εκπαιδευτικοί ένθεν και ένθεν της Πράσινης Γραμμής αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα δύο κοινωνικο-ιδεολογικές στάσεις εκ διαμέτρου αντίθετες: την προοδευτικότητα και τον συντηρητισμό.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 7/6/2009
ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΕΔ
Ακολουθεί η
Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως ως Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων αναφορικά με καταγγελίες κατά της ΠΟΕΔ σχετικά με εγκύκλιό της με θέμα τις επισκέψεις Τουρκοκύπριων μαθητών και δασκάλων στα δημοτικά σχολεία
Αρ. Φακ.: ΑΚΡ 24/2009
ΑΚΡ 28/2009
Λευκωσία, 5 Ιουνίου 2009
1. Ο Δρ. Νίκος Τριμικλινιώτης, Επιστημονικός Διευθυντής του Παρατηρητηρίου για το Ρατσισμό και τη Ξενοφοβία στην Κύπρο, μου υπέβαλε στις 17 Φεβρουαρίου 2009 καταγγελία αναφορικά με την κυκλοφορία εγκυκλίου από την Παγκύπρια Οργάνωση Ελλήνων Δασκάλων (στο εξής ΠΟΕΔ) με θέμα τα μέτρα υλοποίησης του στόχου του τρέχοντος σχολικού έτους για καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης με τους Τουρκοκυπρίους, με ιδιαίτερη έμφαση στο μέτρο της πραγματοποίησης επισκέψεων από Τουρκοκύπριους μαθητές και δασκάλους στα δημόσια δημοτικά σχολεία. Στις 18 Φεβρουαρίου, η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου μου υπέβαλε δεύτερη καταγγελία για το ίδιο θέμα.
Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, οι θέσεις που διατυπώνει στην εν λόγω εγκύκλιο η ΠΟΕΔ δε συνάδουν με τον επίσημο στόχο του σχολικού έτους για καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, σεβασμού και συνεργασίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, όπως αυτός συζητήθηκε και αποφασίστηκε στην αρμόδια Επιτροπή. Αποτελεί ταυτόχρονα θέση των κ.κ. Τριμικλινιώτη και Ζάνου ότι με τις τοποθετήσεις της η ΠΟΕΔ υποθάλπει το φόβο και την απόσταση μεταξύ των μαθητών των δύο κοινοτήτων. Η ανακοίνωση της ΠΟΕΔ συνιστά κατ’ αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, ενθάρρυνση των εκπαιδευτικών για άσκηση διάκρισης έναντι των Τουρκοκυπρίων μαθητών και δασκάλων.
2. Η αρμοδιότητα μου να παρέμβω στο συγκεκριμένο ζήτημα πηγάζει από τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004 [Ν. 42(Ι)/2004], σύμφωνα με τον οποίο ο Επίτροπος έχει αρμοδιότητα για την καταπολέμηση και εξάλειψη των διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένων των διακρίσεων λόγω φυλής, κοινότητας, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων και εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής. Για το σκοπό αυτό ο Επίτροπος προβαίνει στη διερεύνηση συγκεκριμένων καταγγελιών από άτομα που θεωρούν ότι υφίστανται ρατσιστική ή διακριτική μεταχείριση ή ενεργεί αυτεπάγγελτα διερευνώντας περιστατικά που ενέχουν το στοιχείο του ρατσισμού ή των διακρίσεων.
Ο Νόμος 42(Ι)/2004 αναθέτει στον Επίτροπο Διοικήσεως την προστασία από τις φυλετικές και άλλες διακρίσεις της απόλαυσης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που προβλέπονται στο Μέρος II του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε Ευρωπαϊκές Συμβάσεις προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς επίσης και σε Συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών που κύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία, περιλαμβανομένης της Διεθνούς Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικής Διάκρισης και των κυρωτικών Νόμων της Σύμβασης. Η Κύπρος έχει κυρώσει τη Σύμβαση αυτή από το 1967, με την ψήφιση στη Βουλή των Αντιπροσώπων του κυρωτικού Νόμου 12/1967.
3. Η εγκύκλιος, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο των καταγγελιών που μου υποβλήθηκαν, ημερομηνίας 4 Φεβρουαρίου 2009, με θέμα «Στόχοι υπό έμφαση – Αποστολή Σημειωμάτων για διάφορες δράσεις - Διευκρινίσεις» στάληκε προς όλους τους Διευθυντές και Διευθύντριες των Δημοτικών Σχολείων και Νηπιαγωγείων της Κύπρου. Το περιεχόμενο της εγκυκλίου παρατίθεται αυτούσιο παρακάτω:
«Αγαπητοί συνάδελφοι,
Σχετικά με την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας Αρ. Φακ. 7.1.05/21/1 και ημερομηνίας 27 Ιανουαρίου 2009, παρακαλούμε όπως σημειώσετε τα εξής:
1. Η ΠΟΕΔ συμμετείχε σε Επιτροπή προώθησης του στόχου για καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης με τους Τ/Κ και συνέβαλε στη διαμόρφωση της τελικής εγκυκλίου.
2. Η ΠΟΕΔ διαφώνησε με την αναφορά στη σελίδα 2 σχετικά με επισκέψεις Τ/Κ εκπαιδευτικών και μαθητών στα σχολεία μας σε σχέση με τη Δημοτική Εκπαίδευση. Θέση της ΠΟΕΔ (όπως εξάλλου αναφέρεται και στην εγκύκλιο του Υπουργείου) είναι πως, στο παρόν στάδιο, δεν μπορεί να γίνονται τέτοιες επισκέψεις, ενώ παρόμοια είναι και η σχετική θέση των Οργανωμένων Γονιών Δημοτικής Εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου, αναμένουμε από τους συναδέλφους να τηρήσουν σχολαστικά τη θέση της Οργάνωσης, έτσι που να αποφευχθούν οποιαδήποτε προβλήματα.
3. Πιστεύουμε πως οι συνάδελφοι, με υπευθυνότητα, θα επιλέξουν δραστηριότητες που προτείνονται, έτσι ώστε να συμβάλουν στην επιτυχή υλοποίηση του στόχου
Με την ευκαιρία αυτή επιθυμούμε να ξεκαθαρίσουμε για άλλη μια φορά ότι:
1. Σχετικά με τον πρώτο στόχο της φετινής χρονιάς για καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης με το σύνοικο στοιχείο, επίσημη θέση της ΠΟΕΔ είναι πως δε θα δεχθούμε να ζητηθεί από τα σχολεία μας οποιοσδήποτε γραφειοκρατικός σχολαστικός έλεγχος από πλευράς προϊστάμενης Αρχής (λογική αρχείων, τεκμηρίων, χρονοδιαγραμμάτων) και ως εκ τούτου κρίνουμε πως σε καμία περίπτωση θα πρέπει να σχολεία μας να θέσουν την εφαρμογή του στόχου υπό άμεση ή έμμεση αξιολόγηση.
2. Γενικότερα, είναι θέση της ΠΟΕΔ πως οι διευθυντές μας θα πρέπει να αποφεύγουν την αποστολή αναλυτικών σημειωμάτων για οποιοδήποτε στόχο ή δράση ζητηθεί, αφού κάτι τέτοιο απλώς επιβαρύνει το ήδη βαρυφορτωμένο έργο των σχολείων και δεν εξυπηρετεί κανένα ουσιαστικό σκοπό. Αναμένουμε από τους διευθυντές μας ότι οι ίδιοι, με την πλήρη κάλυψη της Οργάνωσης τους, θα διαφυλάξουν την ομαλή λειτουργία των σχολείων και θα προστατεύσουν όλους στο σχολείο από αχρείαστη πίεση και άγχος, έτσι που να μπορούν οι συνάδελφοι να επιτελούν το πραγματικό έργο του σχολείου αποτελεσματικά.
3. Τέλος, υπενθυμίζουμε τους συναδέλφους πως με βάση το υφιστάμενο Αναλυτικό Πρόγραμμα, αλλά και τις πραγματικότητες που βιώνει η πατρίδα μας, ο στόχος «Γνωρίζω, Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι» παραμένει μόνιμος στόχος υπό έμφαση, για να τονίζει την αγωνιστική πτυχή της εκπαίδευσης μας, μέχρι την ποθητή απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας μας.
Με συναδελφικούς χαιρετισμούς,
Πρόεδρος Γ. Γραμματέας»
4. Στα πλαίσια διερεύνησης της καταγγελίας, ζήτησα από τον Πρόεδρο και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΠΟΕΔ, με επιστολή ημερομηνίας 5 Μαρτίου 2009, τα σχόλια και τις απόψεις τους αναφορικά με τα όσα οι καταγγέλλοντες υποστηρίζουν, καθώς επίσης τους λόγους για τους οποίους αποφασίστηκε η αποχή των μελών της ΠΟΕΔ από συγκεκριμένες δραστηριότητες προώθησης του στόχου του σχολικού έτους.
5. Στην απάντηση της οργάνωσης, ημερομηνίας 23 Μαρτίου 2009, ο Πρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας της εξέφρασαν καταρχήν την προσήλωση τους στο στόχο της καλλιέργειας ειρηνικής συνύπαρξης με τους Τουρκοκύπριους, διευκρινίζοντας ότι η διαφωνία της οργάνωσης ως προς τα μέτρα εφαρμογής του στόχου έγκειται αποκλειστικά στο θέμα των επισκέψεων Τουρκοκύπριων εκπαιδευτικών και μαθητών στα δημόσια δημοτικά σχολεία. Η εγκύκλιος αποσκοπούσε ακριβώς στην καθοδήγηση των διευθυντών των σχολείων ως προς τον «… τρόπο που… θα έπρεπε να διαχειριστούν το όλο θέμα, ώστε… να διαφυλάξουν την ομαλή λειτουργία των σχολείων και να προστατεύσουν όλους… από αχρείαστη πίεση και άγχος, έτσι που οι δάσκαλοι να επιτελούν το πραγματικό έργο του σχολείου αποτελεσματικά». Στόχος της τοποθέτησης, σύμφωνα με την οργάνωση, ήταν να διασφαλιστεί «η προαγωγή του στόχου… με τρόπο που δε θα προκαλέσει -είτε δικαιολογημένα είτε όχι- τα αισθήματα, τις ευαισθησίες και τους προβληματισμούς δασκάλων ή/ και γονιών».
Όπως υποστήριξαν Πρόεδρος και Γενικός Γραμματέας, λόγω της συνεχιζόμενης κατοχής της πατρίδας μας και της παράλληλης καλλιέργειας στα σχολεία στόχων όπως το «Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι», οι συνθήκες για «μια νέα πολιτική» δεν έχουν ακόμα ωριμάσει «… χωρίς να υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, παρεξηγήσεων, αντιδράσεων κτλ.». Η αναμόρφωση της κουλτούρας, σύμφωνα με την οργάνωση, απαιτεί «ικανό χρόνο εμπέδωσης και εξέλιξης». Εξάλλου, αποτελεί θέση της ΠΟΕΔ ότι «… εκτός κι αν ληφθούν, πρώτα, όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση συνθηκών αμοιβαίας αποδοχής ανάμεσα σε όλους, ή τουλάχιστο στη μεγάλη πλειοψηφία τους, τους ενήλικες Ε/Κ και Τ/Κ, η αποδοχή αυτή δεν είναι δυνατό και δεν πρέπει να ζητείται να επιτευχθεί μέσω των μαθητών των σχολείων μας…». Τονίζοντας ότι η μισή Κύπρος εξακολουθεί να κατέχεται «από ένα παράνομο καθεστώς που δύσκολα μπορεί να διακριθεί από τους Τ/Κ» η ΠΟΕΔ διερωτάται «ποιες επιπτώσεις πιθανό να έχει η συγκεκριμένη και παρόμοιες ενέργειες προτού δοθεί οριστική λύση στο Εθνικό μας πρόβλημα.»
Με ιδιαίτερη έμφαση στο νεαρό της ηλικίας των παιδιών του δημοτικού, η οργάνωση εκφράζει παράλληλα φόβο ότι «… η απρόβλεπτη εξέλιξη και ανεπιτυχής εφαρμογή όσων επιδιώκονται μέσα από τη συγκεκριμένη πτυχή του υπό προώθηση στόχου, θα τους δημιουργήσει πιθανό ανεπανόρθωτη ψυχολογική και άλλη βλάβη.» Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της οργάνωσης, παρόμοιες θέσεις έχουν και οι οργανωμένοι γονείς.
Είναι για τους πιο πάνω λόγους που οι οργανωμένοι δάσκαλοι δηλώνουν μέσω της εγκυκλίου απρόθυμοι να αναλάβουν το βάρος και την ευθύνη για ένα τέτοιο εγχείρημα. Εξάλλου, σύμφωνα με τους εκπροσώπους της οργάνωσης, η ΠΟΕΔ, ως «συνδικαλιστική και εκπαιδευτική Οργάνωση… δε δεσμεύεται από αποφάσεις μικτών σωμάτων, για τις οποίες αυτή είχε εκφράσει έγκαιρα τη διαφωνία της».
Καταλήγοντας, στην απάντηση διατυπώνεται η πεποίθηση ότι η ΠΟΕΔ δε διακρίνεται από ρατσιστική ή άλλη χωριστική διάθεση, γεγονός που αποδεικνύεται από τη συνεργασία που διατηρεί εδώ και χρόνια με την αντίστοιχη Τουρκοκυπριακή οργάνωση.
6. Ο Επίτροπος Διοικήσεως, ως ανεξάρτητη αρχή επιφορτισμένη με την καταπολέμηση των διακρίσεων, ασκεί τις ελεγκτικές αρμοδιότητες του χωρίς να υποκαθιστά τις αρμόδιες αρχές και οργανώσεις στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Η παρέμβαση μου στη συγκεκριμένη περίπτωση δε θα πρέπει να εκληφθεί ότι θέτει σε αμφιβολία τα όρια της συνδικαλιστικής δράσης της ΠΟΕΔ ούτε και την αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για τη διαχείριση των θεμάτων αυτών. Κάτι τέτοιο υπερβαίνει τα όρια και το σκοπό της παρέμβασης μου.
Η παρέμβαση μου, με αφορμή την καταγγελία που έθεσαν ενώπιον μου οι κ.κ. Ζάνου και Τριμικλινιώτης, δεν αποσκοπεί στον καθαυτό έλεγχο του περιεχομένου της εγκυκλίου της ΠΟΕΔ. Αποβλέπει, όμως, στην προβολή των επισημάνσεων μου σε σχέση με τις ενδεχόμενες συνέπειες που επιφέρει από πλευράς διακρίσεων η κυκλοφορία της υπό κρίση εγκυκλίου, δεδομένου του γενικοπροληπτικού ρόλου του Επιτρόπου για την εξάλειψη οποιασδήποτε μορφής διάκρισης.
7. Τούτο που αποτελεί σημείο τριβής και διαφωνίας στην προκειμένη περίπτωση είναι η υλοποίηση του στόχου της φετινής σχολικής χρονιάς, που είναι η καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, σε ότι αφορά ειδικά στην επίσκεψη Τουρκοκυπρίων μαθητών και εκπαιδευτικών στα δημοτικά σχολεία. Η Οργάνωση προβάλλει συγκεκριμένα το επιχείρημα περί ενδεχόμενης διατάραξης της ομαλότητας στα σχολεία λόγω της δυνητικής πρόκλησης των αισθημάτων, ευαισθησιών και προβληματισμών των δασκάλων ή των γονιών. Επιπλέον, θεωρεί ότι οι συνθήκες για την αναμόρφωση της κουλτούρας απαιτούν ικανό χρόνο εμπέδωσης και εξέλιξης και ότι «…εκτός κι αν ληφθούν, πρώτα, όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση συνθηκών αμοιβαίας αποδοχής ανάμεσα σε όλους, ή τουλάχιστο στη μεγάλη πλειοψηφία τους, τους ενήλικες Ε/Κ και Τ/Κ, η αποδοχή αυτή δεν είναι δυνατό και δεν πρέπει να ζητείται να επιτευχθεί μέσω των μαθητών των σχολείων μας…».
Δε μου διαφεύγει το γεγονός ότι το ζήτημα που τίθεται στη περίπτωση που εξετάζεται έχει ευρύτερες διαστάσεις και συναρτάται με θεμελιώδεις αρχές του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αφορά δε το σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος και της κοινωνίας. Όπως, δε, φαίνεται από τις θέσεις που προβάλλονται, το θέμα που προέκυψε από τις επισκέψεις αυτές αφορά τις γενικότερες στοχεύσεις της εκπαίδευσης τις οποίες θέτει το αρμόδιο Υπουργείο.
Δεν υποτιμώ τις δυσκολίες του θέματος, ούτε και τους προβληματισμούς της Οργάνωσης. Συνεκτιμώντας, όμως, με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις της Οργάνωσης θεωρώ ότι η επιχειρηματολογία της στην προκειμένη περίπτωση δεν υπερασπίζεται σε επαρκή βαθμό τις θέσεις της. Η συγκεκριμένη ανακοίνωση υποδηλώνει μια δυσπιστία και καχυποψία έναντι των Τουρκοκυπρίων μαθητών και δασκάλων, που δε συνάδει με το γενικό στόχο του Υπουργείου αλλά και με τις δεδηλωμένες επιδιώξεις της ίδιας της Οργάνωσης. Από την άποψη αυτή, και χωρίς να παραγνωρίζω τις ευαισθησίες της ΠΟΕΔ για το συγκεκριμένο θέμα και την παιδεία γενικότερα, έχω την άποψη ότι η αντίδραση υπήρξε βεβιασμένη.
Έχω μελετήσει με προσοχή τις ανησυχίες που εκφράζει η οργάνωση ως προς τις συναισθηματικές και άλλες επιπτώσεις που ενδέχεται να προκαλέσει σε μαθητές ή/ και εκπαιδευτικούς η πραγματοποίηση των επισκέψεων Τουρκοκυπρίων στα δημοτικά σχολεία. Υπάρχει, όμως και η θέση, και είναι πεποίθησή μου, ότι επαφές αυτού του τύπου υποβάλλουν αυτονόητα την ιδέα μιας φυσικής επαφής νέων παιδιών των δύο κοινοτήτων μέσω της εκπαίδευσης. Υπό ευνοϊκές συνθήκες, και όχι σε φορτισμένο κλίμα, συμβάλλουν ουσιαστικά στη επαφή των νεότερων μελών των δύο κοινοτήτων και αυξάνουν τις πιθανότητες εκπλήρωσης του γενικότερου στόχου εμπέδωσης κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης. Σε κάθε περίπτωση, ως προς τις ειδικότερες απόψεις για ενδεχόμενη διατάραξη της ομαλότητας από τέτοιες επισκέψεις, θεωρώ ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει τις δυνατότητες πρόληψης, διαχείρισης και αντιμετώπισης οποιωνδήποτε δυσάρεστων συμβάντων με αφορμή τις επισκέψεις αυτές.
8. Για σκοπούς προβληματισμού προς την κατεύθυνση επανεξέτασης της στάσης της οργάνωσης απέναντι στη δυνατότητα πραγματοποίησης επισκέψεων Τουρκοκύπριων μαθητών και δασκάλων στα δημοτικά σχολεία της ελεύθερης Κύπρου, υποβάλλω την παρούσα Έκθεση στον Πρόεδρο και τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΠΟΕΔ. Κοινοποιώ παράλληλα την Έκθεση στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, για δική του ενημέρωση.
Ηλιάνα Νικολάου
Επίτροπος Διοικήσεως
Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων
ΘΔ
Αρ. Φακ.: ΑΚΡ 24/2009
ΑΚΡ 28/2009
Λευκωσία, 5 Ιουνίου 2009
1. Ο Δρ. Νίκος Τριμικλινιώτης, Επιστημονικός Διευθυντής του Παρατηρητηρίου για το Ρατσισμό και τη Ξενοφοβία στην Κύπρο, μου υπέβαλε στις 17 Φεβρουαρίου 2009 καταγγελία αναφορικά με την κυκλοφορία εγκυκλίου από την Παγκύπρια Οργάνωση Ελλήνων Δασκάλων (στο εξής ΠΟΕΔ) με θέμα τα μέτρα υλοποίησης του στόχου του τρέχοντος σχολικού έτους για καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης με τους Τουρκοκυπρίους, με ιδιαίτερη έμφαση στο μέτρο της πραγματοποίησης επισκέψεων από Τουρκοκύπριους μαθητές και δασκάλους στα δημόσια δημοτικά σχολεία. Στις 18 Φεβρουαρίου, η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου μου υπέβαλε δεύτερη καταγγελία για το ίδιο θέμα.
Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, οι θέσεις που διατυπώνει στην εν λόγω εγκύκλιο η ΠΟΕΔ δε συνάδουν με τον επίσημο στόχο του σχολικού έτους για καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, σεβασμού και συνεργασίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, όπως αυτός συζητήθηκε και αποφασίστηκε στην αρμόδια Επιτροπή. Αποτελεί ταυτόχρονα θέση των κ.κ. Τριμικλινιώτη και Ζάνου ότι με τις τοποθετήσεις της η ΠΟΕΔ υποθάλπει το φόβο και την απόσταση μεταξύ των μαθητών των δύο κοινοτήτων. Η ανακοίνωση της ΠΟΕΔ συνιστά κατ’ αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, ενθάρρυνση των εκπαιδευτικών για άσκηση διάκρισης έναντι των Τουρκοκυπρίων μαθητών και δασκάλων.
2. Η αρμοδιότητα μου να παρέμβω στο συγκεκριμένο ζήτημα πηγάζει από τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004 [Ν. 42(Ι)/2004], σύμφωνα με τον οποίο ο Επίτροπος έχει αρμοδιότητα για την καταπολέμηση και εξάλειψη των διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένων των διακρίσεων λόγω φυλής, κοινότητας, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων και εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής. Για το σκοπό αυτό ο Επίτροπος προβαίνει στη διερεύνηση συγκεκριμένων καταγγελιών από άτομα που θεωρούν ότι υφίστανται ρατσιστική ή διακριτική μεταχείριση ή ενεργεί αυτεπάγγελτα διερευνώντας περιστατικά που ενέχουν το στοιχείο του ρατσισμού ή των διακρίσεων.
Ο Νόμος 42(Ι)/2004 αναθέτει στον Επίτροπο Διοικήσεως την προστασία από τις φυλετικές και άλλες διακρίσεις της απόλαυσης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που προβλέπονται στο Μέρος II του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε Ευρωπαϊκές Συμβάσεις προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς επίσης και σε Συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών που κύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία, περιλαμβανομένης της Διεθνούς Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικής Διάκρισης και των κυρωτικών Νόμων της Σύμβασης. Η Κύπρος έχει κυρώσει τη Σύμβαση αυτή από το 1967, με την ψήφιση στη Βουλή των Αντιπροσώπων του κυρωτικού Νόμου 12/1967.
3. Η εγκύκλιος, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο των καταγγελιών που μου υποβλήθηκαν, ημερομηνίας 4 Φεβρουαρίου 2009, με θέμα «Στόχοι υπό έμφαση – Αποστολή Σημειωμάτων για διάφορες δράσεις - Διευκρινίσεις» στάληκε προς όλους τους Διευθυντές και Διευθύντριες των Δημοτικών Σχολείων και Νηπιαγωγείων της Κύπρου. Το περιεχόμενο της εγκυκλίου παρατίθεται αυτούσιο παρακάτω:
«Αγαπητοί συνάδελφοι,
Σχετικά με την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας Αρ. Φακ. 7.1.05/21/1 και ημερομηνίας 27 Ιανουαρίου 2009, παρακαλούμε όπως σημειώσετε τα εξής:
1. Η ΠΟΕΔ συμμετείχε σε Επιτροπή προώθησης του στόχου για καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης με τους Τ/Κ και συνέβαλε στη διαμόρφωση της τελικής εγκυκλίου.
2. Η ΠΟΕΔ διαφώνησε με την αναφορά στη σελίδα 2 σχετικά με επισκέψεις Τ/Κ εκπαιδευτικών και μαθητών στα σχολεία μας σε σχέση με τη Δημοτική Εκπαίδευση. Θέση της ΠΟΕΔ (όπως εξάλλου αναφέρεται και στην εγκύκλιο του Υπουργείου) είναι πως, στο παρόν στάδιο, δεν μπορεί να γίνονται τέτοιες επισκέψεις, ενώ παρόμοια είναι και η σχετική θέση των Οργανωμένων Γονιών Δημοτικής Εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου, αναμένουμε από τους συναδέλφους να τηρήσουν σχολαστικά τη θέση της Οργάνωσης, έτσι που να αποφευχθούν οποιαδήποτε προβλήματα.
3. Πιστεύουμε πως οι συνάδελφοι, με υπευθυνότητα, θα επιλέξουν δραστηριότητες που προτείνονται, έτσι ώστε να συμβάλουν στην επιτυχή υλοποίηση του στόχου
Με την ευκαιρία αυτή επιθυμούμε να ξεκαθαρίσουμε για άλλη μια φορά ότι:
1. Σχετικά με τον πρώτο στόχο της φετινής χρονιάς για καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης με το σύνοικο στοιχείο, επίσημη θέση της ΠΟΕΔ είναι πως δε θα δεχθούμε να ζητηθεί από τα σχολεία μας οποιοσδήποτε γραφειοκρατικός σχολαστικός έλεγχος από πλευράς προϊστάμενης Αρχής (λογική αρχείων, τεκμηρίων, χρονοδιαγραμμάτων) και ως εκ τούτου κρίνουμε πως σε καμία περίπτωση θα πρέπει να σχολεία μας να θέσουν την εφαρμογή του στόχου υπό άμεση ή έμμεση αξιολόγηση.
2. Γενικότερα, είναι θέση της ΠΟΕΔ πως οι διευθυντές μας θα πρέπει να αποφεύγουν την αποστολή αναλυτικών σημειωμάτων για οποιοδήποτε στόχο ή δράση ζητηθεί, αφού κάτι τέτοιο απλώς επιβαρύνει το ήδη βαρυφορτωμένο έργο των σχολείων και δεν εξυπηρετεί κανένα ουσιαστικό σκοπό. Αναμένουμε από τους διευθυντές μας ότι οι ίδιοι, με την πλήρη κάλυψη της Οργάνωσης τους, θα διαφυλάξουν την ομαλή λειτουργία των σχολείων και θα προστατεύσουν όλους στο σχολείο από αχρείαστη πίεση και άγχος, έτσι που να μπορούν οι συνάδελφοι να επιτελούν το πραγματικό έργο του σχολείου αποτελεσματικά.
3. Τέλος, υπενθυμίζουμε τους συναδέλφους πως με βάση το υφιστάμενο Αναλυτικό Πρόγραμμα, αλλά και τις πραγματικότητες που βιώνει η πατρίδα μας, ο στόχος «Γνωρίζω, Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι» παραμένει μόνιμος στόχος υπό έμφαση, για να τονίζει την αγωνιστική πτυχή της εκπαίδευσης μας, μέχρι την ποθητή απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας μας.
Με συναδελφικούς χαιρετισμούς,
Πρόεδρος Γ. Γραμματέας»
4. Στα πλαίσια διερεύνησης της καταγγελίας, ζήτησα από τον Πρόεδρο και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΠΟΕΔ, με επιστολή ημερομηνίας 5 Μαρτίου 2009, τα σχόλια και τις απόψεις τους αναφορικά με τα όσα οι καταγγέλλοντες υποστηρίζουν, καθώς επίσης τους λόγους για τους οποίους αποφασίστηκε η αποχή των μελών της ΠΟΕΔ από συγκεκριμένες δραστηριότητες προώθησης του στόχου του σχολικού έτους.
5. Στην απάντηση της οργάνωσης, ημερομηνίας 23 Μαρτίου 2009, ο Πρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας της εξέφρασαν καταρχήν την προσήλωση τους στο στόχο της καλλιέργειας ειρηνικής συνύπαρξης με τους Τουρκοκύπριους, διευκρινίζοντας ότι η διαφωνία της οργάνωσης ως προς τα μέτρα εφαρμογής του στόχου έγκειται αποκλειστικά στο θέμα των επισκέψεων Τουρκοκύπριων εκπαιδευτικών και μαθητών στα δημόσια δημοτικά σχολεία. Η εγκύκλιος αποσκοπούσε ακριβώς στην καθοδήγηση των διευθυντών των σχολείων ως προς τον «… τρόπο που… θα έπρεπε να διαχειριστούν το όλο θέμα, ώστε… να διαφυλάξουν την ομαλή λειτουργία των σχολείων και να προστατεύσουν όλους… από αχρείαστη πίεση και άγχος, έτσι που οι δάσκαλοι να επιτελούν το πραγματικό έργο του σχολείου αποτελεσματικά». Στόχος της τοποθέτησης, σύμφωνα με την οργάνωση, ήταν να διασφαλιστεί «η προαγωγή του στόχου… με τρόπο που δε θα προκαλέσει -είτε δικαιολογημένα είτε όχι- τα αισθήματα, τις ευαισθησίες και τους προβληματισμούς δασκάλων ή/ και γονιών».
Όπως υποστήριξαν Πρόεδρος και Γενικός Γραμματέας, λόγω της συνεχιζόμενης κατοχής της πατρίδας μας και της παράλληλης καλλιέργειας στα σχολεία στόχων όπως το «Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι», οι συνθήκες για «μια νέα πολιτική» δεν έχουν ακόμα ωριμάσει «… χωρίς να υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, παρεξηγήσεων, αντιδράσεων κτλ.». Η αναμόρφωση της κουλτούρας, σύμφωνα με την οργάνωση, απαιτεί «ικανό χρόνο εμπέδωσης και εξέλιξης». Εξάλλου, αποτελεί θέση της ΠΟΕΔ ότι «… εκτός κι αν ληφθούν, πρώτα, όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση συνθηκών αμοιβαίας αποδοχής ανάμεσα σε όλους, ή τουλάχιστο στη μεγάλη πλειοψηφία τους, τους ενήλικες Ε/Κ και Τ/Κ, η αποδοχή αυτή δεν είναι δυνατό και δεν πρέπει να ζητείται να επιτευχθεί μέσω των μαθητών των σχολείων μας…». Τονίζοντας ότι η μισή Κύπρος εξακολουθεί να κατέχεται «από ένα παράνομο καθεστώς που δύσκολα μπορεί να διακριθεί από τους Τ/Κ» η ΠΟΕΔ διερωτάται «ποιες επιπτώσεις πιθανό να έχει η συγκεκριμένη και παρόμοιες ενέργειες προτού δοθεί οριστική λύση στο Εθνικό μας πρόβλημα.»
Με ιδιαίτερη έμφαση στο νεαρό της ηλικίας των παιδιών του δημοτικού, η οργάνωση εκφράζει παράλληλα φόβο ότι «… η απρόβλεπτη εξέλιξη και ανεπιτυχής εφαρμογή όσων επιδιώκονται μέσα από τη συγκεκριμένη πτυχή του υπό προώθηση στόχου, θα τους δημιουργήσει πιθανό ανεπανόρθωτη ψυχολογική και άλλη βλάβη.» Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της οργάνωσης, παρόμοιες θέσεις έχουν και οι οργανωμένοι γονείς.
Είναι για τους πιο πάνω λόγους που οι οργανωμένοι δάσκαλοι δηλώνουν μέσω της εγκυκλίου απρόθυμοι να αναλάβουν το βάρος και την ευθύνη για ένα τέτοιο εγχείρημα. Εξάλλου, σύμφωνα με τους εκπροσώπους της οργάνωσης, η ΠΟΕΔ, ως «συνδικαλιστική και εκπαιδευτική Οργάνωση… δε δεσμεύεται από αποφάσεις μικτών σωμάτων, για τις οποίες αυτή είχε εκφράσει έγκαιρα τη διαφωνία της».
Καταλήγοντας, στην απάντηση διατυπώνεται η πεποίθηση ότι η ΠΟΕΔ δε διακρίνεται από ρατσιστική ή άλλη χωριστική διάθεση, γεγονός που αποδεικνύεται από τη συνεργασία που διατηρεί εδώ και χρόνια με την αντίστοιχη Τουρκοκυπριακή οργάνωση.
6. Ο Επίτροπος Διοικήσεως, ως ανεξάρτητη αρχή επιφορτισμένη με την καταπολέμηση των διακρίσεων, ασκεί τις ελεγκτικές αρμοδιότητες του χωρίς να υποκαθιστά τις αρμόδιες αρχές και οργανώσεις στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Η παρέμβαση μου στη συγκεκριμένη περίπτωση δε θα πρέπει να εκληφθεί ότι θέτει σε αμφιβολία τα όρια της συνδικαλιστικής δράσης της ΠΟΕΔ ούτε και την αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για τη διαχείριση των θεμάτων αυτών. Κάτι τέτοιο υπερβαίνει τα όρια και το σκοπό της παρέμβασης μου.
Η παρέμβαση μου, με αφορμή την καταγγελία που έθεσαν ενώπιον μου οι κ.κ. Ζάνου και Τριμικλινιώτης, δεν αποσκοπεί στον καθαυτό έλεγχο του περιεχομένου της εγκυκλίου της ΠΟΕΔ. Αποβλέπει, όμως, στην προβολή των επισημάνσεων μου σε σχέση με τις ενδεχόμενες συνέπειες που επιφέρει από πλευράς διακρίσεων η κυκλοφορία της υπό κρίση εγκυκλίου, δεδομένου του γενικοπροληπτικού ρόλου του Επιτρόπου για την εξάλειψη οποιασδήποτε μορφής διάκρισης.
7. Τούτο που αποτελεί σημείο τριβής και διαφωνίας στην προκειμένη περίπτωση είναι η υλοποίηση του στόχου της φετινής σχολικής χρονιάς, που είναι η καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, σε ότι αφορά ειδικά στην επίσκεψη Τουρκοκυπρίων μαθητών και εκπαιδευτικών στα δημοτικά σχολεία. Η Οργάνωση προβάλλει συγκεκριμένα το επιχείρημα περί ενδεχόμενης διατάραξης της ομαλότητας στα σχολεία λόγω της δυνητικής πρόκλησης των αισθημάτων, ευαισθησιών και προβληματισμών των δασκάλων ή των γονιών. Επιπλέον, θεωρεί ότι οι συνθήκες για την αναμόρφωση της κουλτούρας απαιτούν ικανό χρόνο εμπέδωσης και εξέλιξης και ότι «…εκτός κι αν ληφθούν, πρώτα, όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση συνθηκών αμοιβαίας αποδοχής ανάμεσα σε όλους, ή τουλάχιστο στη μεγάλη πλειοψηφία τους, τους ενήλικες Ε/Κ και Τ/Κ, η αποδοχή αυτή δεν είναι δυνατό και δεν πρέπει να ζητείται να επιτευχθεί μέσω των μαθητών των σχολείων μας…».
Δε μου διαφεύγει το γεγονός ότι το ζήτημα που τίθεται στη περίπτωση που εξετάζεται έχει ευρύτερες διαστάσεις και συναρτάται με θεμελιώδεις αρχές του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αφορά δε το σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος και της κοινωνίας. Όπως, δε, φαίνεται από τις θέσεις που προβάλλονται, το θέμα που προέκυψε από τις επισκέψεις αυτές αφορά τις γενικότερες στοχεύσεις της εκπαίδευσης τις οποίες θέτει το αρμόδιο Υπουργείο.
Δεν υποτιμώ τις δυσκολίες του θέματος, ούτε και τους προβληματισμούς της Οργάνωσης. Συνεκτιμώντας, όμως, με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις της Οργάνωσης θεωρώ ότι η επιχειρηματολογία της στην προκειμένη περίπτωση δεν υπερασπίζεται σε επαρκή βαθμό τις θέσεις της. Η συγκεκριμένη ανακοίνωση υποδηλώνει μια δυσπιστία και καχυποψία έναντι των Τουρκοκυπρίων μαθητών και δασκάλων, που δε συνάδει με το γενικό στόχο του Υπουργείου αλλά και με τις δεδηλωμένες επιδιώξεις της ίδιας της Οργάνωσης. Από την άποψη αυτή, και χωρίς να παραγνωρίζω τις ευαισθησίες της ΠΟΕΔ για το συγκεκριμένο θέμα και την παιδεία γενικότερα, έχω την άποψη ότι η αντίδραση υπήρξε βεβιασμένη.
Έχω μελετήσει με προσοχή τις ανησυχίες που εκφράζει η οργάνωση ως προς τις συναισθηματικές και άλλες επιπτώσεις που ενδέχεται να προκαλέσει σε μαθητές ή/ και εκπαιδευτικούς η πραγματοποίηση των επισκέψεων Τουρκοκυπρίων στα δημοτικά σχολεία. Υπάρχει, όμως και η θέση, και είναι πεποίθησή μου, ότι επαφές αυτού του τύπου υποβάλλουν αυτονόητα την ιδέα μιας φυσικής επαφής νέων παιδιών των δύο κοινοτήτων μέσω της εκπαίδευσης. Υπό ευνοϊκές συνθήκες, και όχι σε φορτισμένο κλίμα, συμβάλλουν ουσιαστικά στη επαφή των νεότερων μελών των δύο κοινοτήτων και αυξάνουν τις πιθανότητες εκπλήρωσης του γενικότερου στόχου εμπέδωσης κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης. Σε κάθε περίπτωση, ως προς τις ειδικότερες απόψεις για ενδεχόμενη διατάραξη της ομαλότητας από τέτοιες επισκέψεις, θεωρώ ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει τις δυνατότητες πρόληψης, διαχείρισης και αντιμετώπισης οποιωνδήποτε δυσάρεστων συμβάντων με αφορμή τις επισκέψεις αυτές.
8. Για σκοπούς προβληματισμού προς την κατεύθυνση επανεξέτασης της στάσης της οργάνωσης απέναντι στη δυνατότητα πραγματοποίησης επισκέψεων Τουρκοκύπριων μαθητών και δασκάλων στα δημοτικά σχολεία της ελεύθερης Κύπρου, υποβάλλω την παρούσα Έκθεση στον Πρόεδρο και τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΠΟΕΔ. Κοινοποιώ παράλληλα την Έκθεση στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, για δική του ενημέρωση.
Ηλιάνα Νικολάου
Επίτροπος Διοικήσεως
Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων
ΘΔ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)