Απάτριδες

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

Το 1946, σε ηλικία 42 χρονών, ο Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης εγκατέλειπε για πάντα την Αίγυπτο. Μπαίνοντας στο βαπόρι της γραμμής, που ξεκινούσε από το λιμάνι του Πορτ Σάιτ με προορισμό την πατρίδα του, την Κύπρο, ο Πιερίδης ένιωσε να του σφίγγεται η καρδιά: «Τότε με πήρε ένα κλάμα βουβό, χωρίς δάκρυα. Δεν ήμουν σίγουρος αν ξεκινούσα να πάω στον τόπο μου ή αν απάφηνα τον τόπο μου» (Γ.Φ. Πιερίδης, «Μνήμες και ιστορίες από την Αίγυπτο», Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 181). Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Κάιρο, ή καλύτερα, στην ελληνική παροικία του Καΐρου – όπως ο ίδιος ομολογεί, «όλος ο κόσμος» ήταν γι αυτόν οι Έλληνες πάροικοι, ενώ οι Αιγύπτιοι υπήρχαν ως μια πραγματικότητα έξω από το δικό του περιβάλλον – ο Πιερίδης δεν είχε ποτέ αναγκαστεί, μέχρι τότε, να διαλέξει ανάμεσα στις δυο του πατρίδες. Κύπρος και Κάιρο συνυπήρχαν αρμονικά στα πλαίσια μιας κοσμοπολίτικης ταυτότητας. Ο όρος «Αιγυπτιώτες Έλληνες» δεν εμπεριείχε εξάλλου κανενός είδους αντίφαση. Με την άνοδο όμως του Αιγυπτιακού εθνικισμού, και κυρίως με την κατάργηση των νομικών και οικονομικών προνομίων των ξένων εποίκων που κατοικούσαν εκεί, ο ελληνισμός της Αιγύπτου (όπως και οι άλλες ξένες παροικίες) πέρασε από το στάτους της προνομιούχας μικροκοικωνίας, σ’ αυτό της εθνικής μειονότητας. Ξαφνικά, ο Πιερίδης και οι όμοιοί του μετατράπηκαν σε «ξένους» μέσα στην ίδια τους την πατρίδα. Κι έτσι αναγκάστηκαν να διαλέξουν αυτό που θα αντιλαμβάνονταν ταυτόχρονα ως «επαναπατρισμό» και «εξορία». Μετατράπηκαν, με άλλα λόγια, σε «απάτριδες» ανάμεσα σε δυο πατρίδες.
Θυμήθηκα την περίπτωση του Γ.Φ. Πιερίδη, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες ενός άλλου βιβλίου, του «Χωρίς Πατρίδα» (Θεσσαλονίκη, 2003), γραμμένο από τον σημαντικότατο κριτικό λογοτεχνίας και πολιτισμού και πατέρα της έννοιας του «οριενταλισμού», Edward Said, κατά τη διάρκεια της πολύχρονης αρρώστιας που τελικά τον οδήγησε στο θάνατο το 2003. Ο Said, αν και κατά δύο δεκαετίες περίπου μικρότερος από τον Πιερίδη, μεγάλωσε στο ίδιο μ’ αυτόν κοσμοπολίτικο περιβάλλον του Καΐρου και βίωσε με τον ίδιο αγωνιώδη τρόπο τον κατακερματισμό της αποκομμένης από την υπόλοιπη Αίγυπτο και κοινωνικά οχυρωμένης «πατρίδας» του. Το 1951, σε ηλικία 16 ετών, ο Said αναγκάστηκε ν’ αφήσει την Αίγυπτο για την Αμερική, όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Έκτοτε η αίσθηση της εξορίας θα τον ακολουθούσε σαν σκιά.
Για την ακρίβεια, η έννοια της «πατρίδας» δεν ήταν ποτέ για τον Said κάτι το ευκρινώς καθορισμένο: «ένιωθα», ομολογεί, «πως η ευρύτερη έννοια της ‘πατρίδας’ ήταν κάτι που δεν περιλάμβανε εμένα». Γεννημένος στην Ιερουσαλήμ, μεγαλωμένος στο Κάιρο, γιος Παλαιστινίων Χριστιανών, αλλά κάτοχος αμερικανικού διαβατηρίου, ο Said αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως μια διασπασμένη προσωπικότητα, ως ένα συνονθύλευμα παλαιστινιακών-αραβικών-χριστιανικών-αμερικανικών θραυσμάτων, αποσυναρμολογημένων από την ιστορία: «Σε όλη μου τη ζωή διατήρησα αυτή την μπερδεμένη αίσθηση των πολλών ταυτοτήτων – κυρίως αλληλοσυγκρουόμενων – μαζί με μια έντονη μνήμη της απεγνωσμένης ευχής να ήμασταν εξ ολοκλήρου Άραβες ή εξ ολοκλήρου Ευρωπαίοι ή Αμερικανοί ή εξ ολοκλήρου ορθόδοξοι χριστιανοί ή εξ ολοκλήρου μουσουλμάνοι ή εξ ολοκλήρου Αιγύπτιοι κ. ο. κ.».
Αυτή η «απόσταση από τον εαυτό» λειτούργησε για τον Said με τρόπο διττό: από τη μια τον κληροδότησε με μια μόνιμη αίσθηση αποξένωσης και εξορίας (ακόμα κι όταν βρισκόταν στην υποτιθέμενη κάθε φορά «πατρίδα» του), από την άλλη του επέτρεψε να σταθεί κριτικά απέναντι σε κάθε είδους τετελεσμένη και ακίνητη μορφή ταυτότητας, μέσα στην οποία εφησυχάζονται οι πιο πολλοί άνθρωποι. Το βιβλίο του αποτελεί ουσιαστικά μια ανατομία του αποχωρισμού, της εγκατάλειψης και της απουσίας, δηλαδή του θολού εκείνου περιθωρίου δυστυχίας μέσα στο οποίο βρίσκει τόπο να εξελιχθεί η πνευματική δημιουργία. Διότι οι απάτριδες βρίσκουν συνήθως καταφύγιο στην πατρίδα των γραμμάτων και των τεχνών.

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 14/6/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου