Νοσταλγία

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

- Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

-Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
………………………………………………..
-Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.


(Γιώργος Σεφέρης, «Ο γυρισμός του Ξενιτεμένου»)

Την πρώτη φορά που διέσχιζα την Πράσινη Γραμμή για να επισκεφθώ μαζί με τους γονείς μου τα σπίτια και τις γειτονιές που τους μεγάλωσαν, οι στίχοι του Σεφέρη στριφογύριζαν συνεχώς μέσ’ στο μυαλό μου. Τόσο το απορημένο βλέμμα της μητέρας μου («μικροί τώρα οι δρόμοι, φτωχικά τα σπίτια, ξερά τα περιβόλια…»), όσο και η δική μου απογοητευτική εντύπωση («αυτή η όαση στο μέσο της ερήμου είναι ό,τι μου περίγραφες, πατέρα, ως τον παράδεισο των παιδικών σου χρόνων;») μετέτρεψαν τον Σεφερικό ψίθυρο σε βασανιστική κραυγή, που με καλεί, από καιρού εις καιρόν, να συλλογιστώ γύρω απ’ αυτό που ονομάζεται «νοσταλγία». Μερικά θραύσματα των συλλογισμών αυτών θα διαβάσετε παρακάτω.
Τι είναι λοιπόν η νοσταλγία και με ποιο τρόπο λειτουργεί, τόσο στο προσωπικό/ψυχολογικό όσο και στο συλλογικό/ιστορικό επίπεδο; Σύμφωνα με τον καλύτερο, κατά την άποψή μου, οδηγό για το θέμα (το βιβλίο της Svetlana Boym, “The Future of Nostalgia”, Νέα Υόρκη, 2001) η νοσταλγία, ως ιστορικό φαινόμενο, ανήκει στη νεώτερη εποχή. Η λέξη «νοσταλγία» (από τα συνθετικά «νόστος» + «άλγος») επινοήθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα από έναν Ελβετό γιατρό, για να περιγράψει την ασθένεια που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται απειλητικά ανάμεσα στους στρατιώτες που πολεμούσαν μακριά από την Ελβετία. Στις ιατρικές εκθέσεις της εποχής, ο όρος «νοσταλγία» (που επικράτησε τελικά έναντι άλλων ιατρικών όρων, όπως «υποχονδρία της καρδιάς» ή «φιλοπατριδομανία») χρησιμοποιήθηκε για να εξηγήσει μία αρρώστια που προσομοίαζε στην παράνοια και που είχε ως βασικά συμπτώματα την εμμονή στην μακρινή πατρίδα, την αδιαφορία προς ο,τιδήποτε άλλο και την ανάπτυξη παραληρηματικών συμπεριφορών (ακουστικές και οπτικές ψευδαισθήσεις). Η «ασθένεια της νοσταλγίας» θεωρούνταν μάλιστα ανίατη, αφού ακόμη και η επιστροφή στην πατρίδα δεν ικανοποιούσε τις φαντασιακές προσδοκίες των αρρώστων.
Κατά τον 18ο αιώνα, η νοσταλγία μετατράπηκε σε ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο και συνδέθηκε με την έννοια της προόδου. Νοσταλγία και πρόοδος αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η αλλαγή στην αντίληψη του χρόνου (το πέρασμα δηλαδή από μια κυκλική σε μια γραμμική αντίληψη του χρόνου) επέτεινε την αίσθηση του ανεπίστρεπτου και έδωσε ώθηση στη νοσταλγική συμπεριφορά. Με άλλα λόγια, η νοσταλγία γεννήθηκε ως αμυντικός μηχανισμός απέναντι στην πρόοδο, την εκβιομηχάνιση, την επιτάχυνση των ρυθμών και την αποξένωση, απέναντι στα παρεπόμενα, δηλαδή, της νεωτερικότητας.
Κατά τον 19ο αιώνα η νοσταλγία βρήκε την καλλιτεχνική της έκφραση μέσα από το κίνημα του Ρομαντισμού και συνδέθηκε άρρηκτα με την αναδυόμενη ιδεολογία της εποχής, δηλαδή τον εθνικισμό. Έκτοτε, οι περισσότερες ιδεολογίες χτίζονται πάνω σε μια νοσταλγική βάση: την υπόσχεση της επιστροφής σε μια πατρίδα-φάντασμα (στις «ρίζες», στην «αγνότητα των χωρικών», στο «άσπιλο» τοπίο της εξοχής, στην «αγνότητα» του λαού κ.ο.κ.) ή της δημιουργίας ενός φαντασιακά ιδανικού κόσμου, που μας καλεί να την κυνηγήσουμε χρησιμοποιώντας συναισθηματικά παρά ορθολογικά μέσα.
Αυτά για τη νοσταλγία ως ιστορικό/κοινωνικό φαινόμενο. Θα κλείσω με κάποιες παρατηρήσεις για τον μηχανισμό της νοσταλγίας στο προσωπικό/ψυχολογικό επίπεδο.
Κατ’ αρχάς, υπάρχουν δύο είδη νοσταλγίας: η «πραγματική νοσταλγία» και η «φαντασιακή νοσταλγία». Πραγματική είναι η νοσταλγία που νιώθουν, για παράδειγμα, οι γονείς μου για το σπίτι όπου μεγάλωσαν. Η δική μου όμως νοσταλγία, για ένα σπίτι που δεν είδα ποτέ (αφού γεννήθηκα μετά την εισβολή), πώς εξηγείται; Αυτό είναι που ονομάζω «φαντασιακή νοσταλγία», η επιθυμία, δηλαδή, επιστροφής σε ένα τόπο άγνωστο και εντούτοις «οικείο». Είναι μια νοσταλγία διαμεσολαβημένη από τις αφηγήσεις των άλλων και από τη συλλογική μνήμη.
Επιπλέον, το αντικείμενο του νοσταλγικού πόθου είναι μονίμως λανθάνον. Τι είναι αυτό που νοσταλγούμε; Είναι πραγματικά ο μακρινός τόπος ή ο ανεπίστρεπτα απομακρυσμένος χρόνος; Οι γονείς μου, για παράδειγμα, νοσταλγούν το σπίτι τους ή την παιδική τους ηλικία;
Τέλος, η νοσταλγία αρέσκεται στην αυτό-αναφορικότητα. Αναπτύσσεται περισσότερο ως ένα ρομάντζο με τη φαντασία μας, παρά ως ένα συναίσθημα με συγκεκριμένο εκπληρωτέο στόχο. Η νοσταλγία δεν είναι άλλο παρά η επιθυμία για το απραγματοποίητο, η ροπή προς το άπιαστο. Με λίγα λόγια, στην πραγματικότητα, κανείς, ποτέ, δεν «επιστρέφει».

Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 21/6/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου