Ο Πατριωτισμός των εκπατρισμένων


ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Ο Πατριωτισμός των εκπατρισμένων

Της Χριστίνας Λάμπρου [εφ. ΠΟΛΙΤΗΣ, "Παράθυρο", 21/2/2011]

Πώς μεταφέρεται και πώς διαμεσολαβείται από τους εκπατρισμένους η κουλτούρα της χώρας καταγωγής στη χώρα διαμονής; Ποιος είναι ο ρόλος των εξόριστων διανοουμένων στη μεταφορά ιδεών; Σε ποιο βαθμό οι κοινότητες της διασποράς επηρέασαν την ανάπτυξη του πατριωτισμού και της εθνικής συνείδησης όταν οι έννοιες αυτές ήταν ακόμα υπό διαμόρφωση; Και ποιο ρόλο διαδραματίζει η ανθρώπινη κινητικότητα, η ρευστότητα των συνόρων αλλά και η νοσταλγία σε αυτή τη διαδικασία;

Το διεθνές συνέδριο με τίτλο «Ο πατριωτισμός των εκπατρισμένων. Διασπορά και εθνική συνείδηση ανάμεσα στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο και αλλού κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα» θέτει μια σειρά τέτοιων ερωτημάτων, μέσα από ένα εντατικό διήμερο πρόγραμμα στις 25 και 26 Φεβρουαρίου. Η ιστορικός Κωνσταντίνα Ζάνου, η οποία μαζί με τον Ιταλό ιστορικό Maurizio Isabella και τον Κύπριο κοινωνιολόγο Νίκο Περιστιάνη έχει αναλάβει την πρωτοβουλία και διοργάνωση του συνεδρίου εξηγεί, στη συνέντευξη που ακολουθεί, κάποιες από τις ιδέες που διατρέχουν το συνέδριο και εστιάζει στη σημασία του διαμεσολαβητικού ρόλου που διαδραμάτισαν οι «εκπατρισμένοι» σε σχέση με την διαμόρφωση εθνικής συνείδησης κατά το 19ο αιώνα.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα αυτού του συνεδρίου;

Όλα ξεκίνησαν πριν από κάποια χρόνια όταν, στα διαβάσματα για τη διδακτορική μου διατριβή, έπεσα πάνω σε μια μελέτη του Maurizio Isabella που αφορούσε τους Ιταλούς εξόριστους στο Παρίσι, στο Λονδίνο και σε άλλα ευρωπαϊκά κέντρα κατά τη διάρκεια του Risorgimento, της ιταλικής δηλαδή Παλιγγενεσίας. Εξέταζε τον τρόπο με τον οποίο διαμόρφωσαν την εθνική τους συνείδηση όσοι βρίσκονταν μακριά από την πατρίδα τους τη στιγμή που αυτή η πατρίδα μεταμορφωνόταν σε έθνος. Εγώ ερευνούσα παρόμοια ζητήματα στην ελληνική περίπτωση, μελετούσα δηλαδή τους Έλληνες εξόριστους στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ελβετία και αλλού κατά τις παραμονές και κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης. Διαβάζοντας τη μελέτη εκείνη συνειδητοποίησα πως οι δύο περιπτώσεις παρουσίαζαν μια σειρά αντιστοιχιών σε πολλά επίπεδα. Όταν, λοιπόν, γνωριστήκαμε με τον Maurizio υποσχεθήκαμε πως θα οργανώναμε κάποτε ένα συνέδριο όπου θα βάζαμε δίπλα δίπλα τις περιπτώσεις διαφόρων εξορίστων και διαφόρων εθνών, για να δούμε πώς λειτούργησε γενικότερα η σχέση εξορίας και εθνικής ταυτότητας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Από μια ευτυχή συγκυρία βρέθηκε στο δρόμο μας ο Νίκος Περιστιάνης, ο οποίος αγκάλιασε τα σχέδια μας και μάλιστα τα εμπλούτισε με τις δικές του αναζητήσεις γύρω από την κυπριακή διασπορά και τον ρόλο της στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας.

- Ο τίτλος του συνεδρίου «Οι πατρίδες των εκπατρισμένων» κάνει μια φαινομενικά παράδοξη δήλωση. Μπορεί κανείς να έχει περισσότερες από μια πατρίδες;

Φυσικά και μπορεί. Αν ρωτήσετε ανθρώπους που ζουν στις κοινότητες της λεγόμενης «διασποράς», οικονομικούς ή επαγγελματικούς μετανάστες, πολιτικούς εξόριστους ή ακόμα και ανθρώπους που φοιτούν χρόνια στο εξωτερικό, αυτό πιθανότατα θα σας απαντήσουν. Η τραγική ειρωνεία είναι πως όποιος έχει περισσότερες από μια πατρίδες, νιώθει συνήθως άπατρις και δυστυχισμένος. Ο Μάριος Πιέρης, ένας Κερκυραίος που ζούσε στη Φλωρεντία και είχε ως πρώτη γλώσσα του τα ιταλικά σε μια εποχή που οι ενθουσιασμένοι από την ελληνική Επανάσταση Ευρωπαίοι τον χαιρετούσαν ως «Έλληνα», έγραφε τα εξής: «Όποιος έχει δυο πατρίδες, αυτήν της γέννησής του κι αυτήν της επιλογής του, καταλήγει τελικά να μην έχει καμιά πατρίδα, και περιπλανιέται σαν εξόριστος σ’ όλη του τη ζωή. Όποιος έχει δυο πατρίδες, δεν έχει τελικά καμία. Του συμβαίνει συχνά να πάλλεται ανάμεσα στις δυο πατρίδες. Οι μνήμες του συγχέονται. Περνά απ’ τη μια στην άλλη και δεν ξέρει ακριβώς πού να σταματήσει». Και κατέληγε: «Αυτός ο άνθρωπος θα ζει πάντα σαν ξένος, σαν να είναι μόνιμα επιβιβασμένος πάνω σ’ ένα καράβι. Δεν θα βρει πουθενά παρηγοριά. Όπου και να βρίσκεται, ο θάνατος θα τον βρει σαν μέσα στο δωμάτιο ενός δημόσιου ξενοδοχείου»…

- Πως γεννιέται η ιδέα της εθνικής συνείδησης και ποια είναι η σχέση της με την ιδέα του κράτους; Πως διαμορφώθηκε η συνθήκη των ομάδων της διασποράς στα όρια των δύο αυτών εννοιών;

Η διαδικασία εθνικοποίησης των ανθρώπων δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Το πέρασμα από την προεθνική στην εθνική συνείδηση του εαυτού δεν ήταν πάντοτε γραμμικό και αυτονόητο. Πάρτε για παράδειγμα την περιοχή της Βαλκανικής. Η ανάδυση των εθνικών διακριτικών συνειδήσεων οδήγησε στη διάσπαση του προεθνικού ενιαίου πολιτισμικού χώρου της Βαλκανικής, ενός χώρου που καθοριζόταν με βάση την Ορθόδοξη νοοτροπία και την κλασική ελληνική παιδεία. Αυτό είχε ως συνεπακόλουθο και τον συνειδησιακό αποπροσανατολισμό πολλών ανθρώπων. Μέχρι ακόμα και τα μέσα του 19ου αιώνα, συναντούμε εκεί διανοουμένους που δεν έχουν ακόμα «κατασταλάξει» οριστικά σε μια εθνική ταυτότητα: παράδειγμα ο Grigor Părličev (ή Γρηγόριος Σταυρίδης), Βούλγαρος φοιτητής που διέμενε στην Αθήνα και που κέρδισε, το 1860, το πρώτο βραβείο στον εθνικό διαγωνισμό ποίησης. Ή ο Νικόλαος Πίκκολος, λόγιος βλάχικης καταγωγής, που γεννήθηκε άνευ εθνικής ταυτότητας, έζησε ως Έλληνας και πέθανε ως Βούλγαρος.

- Αντίστοιχα, τέτοιες κοσμοπολίτικες ταυτότητες επιδιώκονται συνειδητά από τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους του 20ου αιώνα, ως μορφή αντίστασης στις επιπτώσεις του εθνικισμού. Σε ποιο βαθμό ήταν επιθυμητή ή επιδιωκόμενη η υβριδική ταυτότητα αυτή στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεστε;

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο εθνικισμός δεν ήταν πάντοτε το ίδιο πράγμα. Άλλα πράγματα σηματοδοτούσε το εθνικό κίνημα στις αρχές του 19ου αιώνα, άλλα στα τέλη του αιώνα κι άλλα στον 20ο αιώνα. Όσο συντηρητική και φοβική φαντάζει σήμερα η ριζοσπαστική εθνική ιδεολογία, τόσο εκσυγχρονιστική και ελπιδοφόρα ήταν η ιδεολογία αυτή για τους διανοουμένους των αρχών του 19ου αιώνα. Μην ξεχνάμε ότι ο εθνικισμός αναδύθηκε χέρι με χέρι με τη δημοκρατία και στις περισσότερες των περιπτώσεων λειτούργησε ως όχημα για την πτώση της απολυταρχίας. Στα πρώτα του στάδια ο εθνικισμός αναπτύχθηκε ως ένα κίνημα πολιτικής ελευθερίας που ένωνε παρά χώριζε τους λαούς της Ευρώπης. Από την άλλη, ο κοσμοπολιτισμός έχει αποκτήσει σήμερα μια θετική χροιά. Στην εποχή όμως για την οποία μιλάμε ο κοσμοπολιτισμός ήταν μια έννοια οπισθοδρομική, καθώς παρέπεμπε στην αριστοκρατική κοινωνία των γραμμάτων του 17ου και 18ου αιώνα, «στο κατεστημένο» θα λέγαμε σήμερα. Όπως έγραφε το 1842 ο Δημήτριος Δάρβαρης, λόγιος από την περιοχή της Μακεδονίας που ζούσε στη Βιέννη: «Κοσμοπολίτης γίνεται όστις δεν θέλει να εκπληρώση τα προς το έθνος καθήκοντα. Ο αγαθός και ενάρετος πολίτης θέλει προσηλώσει αεί όλην αυτού την ενέργειαν εις όφελος της πατρίδος». Επομένως, η εθνική ιδιότητα ήταν συνυφασμένη με τον προοδευτισμό. Η ανθρωπότητα δεν είχε βιώσει ακόμα τις καταστροφικές συνέπειες του εθνικισμού.

- Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τη θέση των ανθρώπων της «διασποράς» σε σχέση με τα έθνη – κράτη;

Η διαμόρφωση των εθνών-κρατών δεν έγινε «μια κι έξω», ούτε ήταν μια στατική και καθαρή διαδικασία. Γι αυτό και οι σύγχρονες ιστορικές προσεγγίσεις στο φαινόμενο του έθνους εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην κινητικότητα των ιστορικών σχηματισμών και στη ρευστότητα των συνόρων, ιδιαίτερα των πολιτισμικών συνόρων. Έτσι δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των διαμεσολαβητών, δηλαδή των λογίων εκείνων, των μεταφραστών, των εκδοτών, ή άλλων επιχειρηματιών του πολιτισμού, που αναλάμβαναν ένα ρόλο διαμεσολαβητικό, λειτουργώντας ουσιαστικά ως κανάλια μέσα από τα οποία γινόταν η μεταφορά ιδεών και αντιλήψεων από ένα πολιτισμικό, θρησκευτικό, κοινωνικό ή εθνικό πλαίσιο, σε ένα άλλο ή σε πολλά άλλα. Η έμφαση εδώ είναι στο πέρασμα, στο γίγνεσθαι, στη διαδικασία.

- Ποια είναι τα αποτελέσματα αυτών των συνθηκών στη δημιουργία των «διαμεσολαβητών» αυτών, στο πολιτιστικό τους προϊόν;

Η διγλωσσία (νοηματική και γλωσσική) είναι συνήθως αυτό που χαρακτηρίζει το «ενδιάμεσο» πολιτιστικό προϊόν. Ένα πολύ γνωστό παράδειγμα είναι αυτό του Διονυσίου Σολωμού. Όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο, ο «εθνικός ποιητής» της Ελλάδας άρχισε να ανακαλύπτει αρκετά αργά την ελληνικότητά του. Σε ηλικία 20 χρονών, όταν επιστρέφει στα Επτάνησα μετά από πολύχρονη παραμονή στην Ιταλία, ο ιταλόφωνος και ιταλογράφος Σολωμός παίρνει την απόφαση να γίνει «Έλληνας ποιητής». Ένα συνειδητό, αλλά και δύσκολο, πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη. Ο αγώνας του στέφεται με επιτυχία, αν συλλογιστεί κανείς πως αυτό που τον ανέδειξε τελικά ήταν το ελληνικό του έργο, ασυγκρίτως καλύτερο από τις ιταλικές του συνθέσεις. Ωστόσο, μέχρι τέλους ο Σολωμός δεν έπαψε να σκέφτεται στα ιταλικά. Τα προσχέδια των ποιητικών του ασκήσεων αποκαλύπτουν ότι συχνά έγραφε σε ιταλικό πεζό λόγο τις ιδέες που αμέσως μετά μετέφραζε σε ελληνικό ποιητικό στίχο. Στα περιθώρια των ελληνικών του χειρογράφων βρίσκουμε σκέψεις και παρατηρήσεις που σημείωνε στα ιταλικά («Pensa», «Bada», «Bisogna» κτλ.), πράγμα που δείχνει πως ο εσωτερικός του διάλογος διεξάγονταν ακόμα σ’ εκείνη τη γλώσσα. Ακόμα, κάποιες φορές, κατέληγε να γράφει σε μια τρίτη υβριδική γλώσσα, μια περίεργη σύμφυση ιταλικών και ελληνικών, μαζί όλα στην ίδια φράση σου ’παν νησιά, στεριές της γης, tu seil fior della Grecia»). Δεν είναι καθόλου περίεργο, λοιπόν, ότι ο Σολωμός στα γεράματα του ξανάρχισε να γράφει ποιήματα στα ιταλικά. Αν τα ελληνικά ήταν γι’ αυτόν η υψηλή γλώσσα της ποίησης, τα ιταλικά παρέμειναν πάντοτε η γλώσσα του «ανεπεξέργαστου» εαυτού του. Παρόλο που υπήρξε διαμορφωτής της ελληνικής γλώσσας, ο ίδιος ο Σολωμός έμεινε στην ουσία έξω απ’ αυτήν.

- Πως λειτουργεί η απόσταση και η νοσταλγία; Πόσο αφηρημένες έννοιες είναι και ποιος είναι ο αντίκτυπός τους στον «πραγματικό» κόσμο;

Κατ’ αρχάς, υπάρχουν δύο είδη νοσταλγίας: η «πραγματική νοσταλγία» και η «φαντασιακή νοσταλγία». Ας πάρουμε το παράδειγμα της σύγχρονης Κύπρου: πραγματική είναι η νοσταλγία που νιώθουν, λόγου χάρη, οι πρόσφυγες γονείς μου για το σπίτι όπου μεγάλωσαν. Η δική μου όμως νοσταλγία, για ένα σπίτι που δεν είδα ποτέ (αφού γεννήθηκα μετά το ‘74), πώς εξηγείται; Αυτό είναι που ονομάζω «φαντασιακή νοσταλγία», η επιθυμία, δηλαδή, επιστροφής σε ένα τόπο άγνωστο και εντούτοις «οικείο». Είναι μια νοσταλγία διαμεσολαβημένη από τις αφηγήσεις των άλλων και από τη συλλογική μνήμη. Τέτοιου τύπου ήταν και η νοσταλγία που ένιωθαν οι περισσότεροι Έλληνες εξόριστοι που μελετάω: πόθος επιστροφής σε μια Ελλάδα που δεν γνώριζαν παρά μόνο μέσα από τα βιβλία, μέσα από τον Ηρόδοτο και τον Πλάτωνα. Γι αυτό και όσοι επέστρεψαν, ένιωσαν τελικά «εξόριστοι» μέσα σε μια πατρίδα που δεν ανταποκρινόταν στις φαντασιώσεις τους. Διότι, τελικά τι είναι αυτό που νοσταλγούμε; Είναι πραγματικά ο μακρινός τόπος ή ο ανεπίστρεπτα απομακρυσμένος χρόνος; Οι γονείς μου, για παράδειγμα, νοσταλγούν το σπίτι τους ή την παιδική τους ηλικία; Πιστεύω, εντέλει, πως η νοσταλγία αρέσκεται στην αυτό-αναφορικότητα, αναπτύσσεται δηλαδή περισσότερο ως ένα ρομάντζο με τη φαντασία μας, παρά ως ένα συναίσθημα με συγκεκριμένο εκπληρωτέο στόχο. Στην πραγματικότητα, κανείς, ποτέ, δεν «επιστρέφει».

+ Το διεθνές συνέδριο «Ο πατριωτισμός των εκπατρισμένων. Διασπορά και εθνική συνείδηση ανάμεσα στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο και αλλού κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα» πραγματοποιείται στις 25 και 26 Φεβρουαρίου, στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας (αίθουσα ΟΥΝΕΣΚΟ).

Διοργανωτές: Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και Πανεπιστήμιο Queen Mary, Λονδίνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου