Το «νορμάλ» της κυπριακής εξαίρεσης

Της Κωνσταντίνας Ζάνου

ΝΙΚΟΣ ΤΡΙΜΙΚΛΙΝΙΩΤΗΣ,
«Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΈΘΝΟΥΣ-ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ,
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩ-ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ», ΑΘΗΝΑ, ΣΑΒΒΑΛΑΣ, 2010, σ. 534


Salus populi suprema lex esto
[Η σωτηρία της πατρίδας είναι ο υπέρτατος νόμος]
Απόσπασμα από προεδρικό διάγγελμα
του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου (1η Απριλίου 1961)

Τι το «νορμάλ» υπάρχει στην Κύπρο; Σχεδόν τίποτα, θα έλεγε ένας προσεκτικός παρατηρητής. Υπό «κανονικές συνθήκες», στην Κύπρο δεν υπάρχει τίποτα το «κανονικό».
Η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία επινοήθηκε ως «εξαίρεση». Οι συνθήκες βάσει των οποίων ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε το κυπριακό κρατικό μόρφωμα παρήγαγαν ένα sui generis κράτος, το οποίο δεν ενέπιπτε σε καμιά από τις «γνωστές κατηγορίες». Από τη σύλληψή του, το κυπριακό κράτος «εξαιρούνταν» από μια σειρά διεθνών κανόνων: από τον κανόνα της αυτοδιάθεσης (καμιά από τις δυο εθνοτικές πληθυσμιακές ομάδες δεν αφέθηκε να προχωρήσει σε «εθνική ολοκλήρωση»), από τον κανόνα της πλήρους από-αποικιοποίησης (οι Βρετανικές στρατιωτικές βάσεις παρέμειναν καθεστώς κυρίαρχο και «εξαιρετέο»), αλλά και από τον κανόνα της αποδέσμευσης από τις «μητέρες πατρίδες» και της ελεύθερης άσκησης κυριαρχίας (η Ελλάδα, η Τουρκία και η Μεγάλη Βρετανία διατήρησαν επεμβατικά δικαιώματα ως «εγγυήτριες δυνάμεις»). Το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως τα διάφορα αυτά «καθεστώτα εξαίρεσης» που νομιμοποιήθηκαν με την ανεξαρτησία, αντί σταδιακά να απαλειφθούν, γέννησαν στο εσωτερικό του κράτους μια σειρά καινούργιων εξαιρέσεων (την «Πράσινη Γραμμή» ή «Νεκρή Ζώνη», το ελληνοκυπριακό «Δόγμα της Ανάγκης» και τη μη αναγνωρισμένη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου»). Οι εξαιρέσεις αυτές υποτίθεται πως δημιουργήθηκαν για να επιλύσουν τις εκκρεμότητες που είχαν αφήσει οι εγγενείς στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας εξαιρέσεις. Αντ’ αυτού, βέβαια, τις επιδείνωσαν, τις πολλαπλασίασαν και κυρίως τις μονιμοποίησαν.
Από το ογκώδες και πολυθεματικό βιβλίο του κοινωνιολόγου και συνταγματολόγου Νίκου Τριμικλινιώτη, επέλεξα να συζητήσω το κεφάλαιο που καταπιάνεται με αυτό ακριβώς το θέμα: τα κυπριακά «καθεστώτα εξαίρεσης» και τις «καταστάσεις έκτακτης ανάγκης». Το κεφάλαιο αυτό – ένα αυτοτελές ουσιαστικά δοκίμιο – αποτελεί, κατά την άποψή μου, και τη σημαντικότερη συμβολή του βιβλίου, αφού προσεγγίζει με τρόπο κριτικό και εν πολλοίς καινοφανή ένα θέμα που ελάχιστα έχει απασχολήσει τους μελετητές. (1)
Αντλώντας τόσο από τις θεωρίες του Carl Schmitt και του Giorgio Agamben (2), όσο κι από την πουλαντζική έννοια του «αυταρχικού κρατισμού» (3), ο Τριμικλινιώτης εξετάζει τα περίπλοκα καθεστώτα κυπριακής εξαίρεσης και προβαίνει σε μια ερμηνεία του ελληνοκυπριακού και τουρκοκυπριακού «αυταρχικού κρατισμού» ως έκφανσης ενός ευρύτερου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας επικεντρώνει την προσοχή του στα δύο βασικότερα «καθεστώτα εξαίρεσης»: το ελληνοκυπριακό «δόγμα της ανάγκης» και τη μη αναγνωρισμένη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου».
Το «δόγμα της ανάγκης» διαμορφώθηκε το 1964, μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση και τον εγκλεισμό τους σε θύλακες. Η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τη συνεταιριστική διαχείριση της Κυπριακής Δημοκρατίας άφησε ένα συνταγματικό κενό. Αυτό το κενό επικαλέστηκε το Κυπριακό Ανώτατο Δικαστήριο για να δικαιολογήσει την «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» και να επικυρώσει το «δόγμα της ανάγκης», νομιμοποιώντας έτσι την αναστολή θεμελιωδών συνταγματικών προνοιών που αφορούσαν τους «αντάρτες» Τουρκοκύπριους πολίτες. Πρέπει να σημειωθεί πως η ίδια η σύσταση του «εκτάκτου» Δικαστηρίου ήταν έξω από τα πλαίσια του συντάγματος, ενώ η «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» δεν είχε καν κηρυχθεί από την εκτελεστική εξουσία. Το «δόγμα της ανάγκης» παραμένει μέχρι σήμερα ο κεντρικός άξονας της (ελληνο)κυπριακής (αντι)συνταγματικής ή (υπερ)συνταγματικής τάξης. Αποτελεί, εν ολίγοις, το κύριο νομικό και ιδεολογικό επιστέγασμα που δικαιολογεί το γεγονός πως η Κυπριακή Δημοκρατία, παρότι συνταγματικά δικοινοτικό κράτος, διοικείται μονομερώς από τους Ελληνοκύπριους.
Σε παράλληλη τροχιά και σε μεγάλο βαθμό ως κάτοπτρο του ελληνοκυπριακού, θεσπίστηκε και το τουρκοκυπριακό καθεστώς εξαίρεσης: η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ) δημιουργήθηκε επίσης στη βάση της επίκλησης της «έκτακτης ανάγκης». Το γεγονός, βέβαια, πως ανακηρύχθηκε άκυρη από το Συμβούλιο Ασφαλείας και δεν αναγνωρίζεται από κανένα κράτος πέραν της Τουρκίας, την καθιστά ένα κράτος εξαίρεσης σε σχέση με το διεθνές δίκαιο. Η «ΤΔΒΚ» έχει εύστοχα χαρακτηριστεί ως «η μαύρη τρύπα στο χάρτη της ανατολικής Μεσογείου». Αυτός ο «κενός» για μας χώρος, στην ουσία, βέβαια, δεν είναι «κενός»: υπάρχει ως εξαίρεση. Όσο περνά ο καιρός, μάλιστα, τόσο αυξάνεται και το ενδεχόμενο να υπάρξει και ως «κανονική εξαίρεση».
Ο Τριμικλινιώτης εστιάζει την προσοχή μας στο γεγονός πως στα «καθεστώτα εξαίρεσης», με την επίκληση της «έκτακτης ανάγκης» (της υπόνοιας, δηλαδή, ότι μια επικείμενη καταστροφή «απειλεί» τη λειτουργία του κράτους), τίθεται κατά μέρος το «κανονικό» σύνταγμα και παραμερίζονται οι βασικοί κανόνες του κράτους δικαίου. Μέσα από τη λογική της «ανάγκης» νομιμοποιείται η επίκληση στο «ολοκληρωτικό» και στο «απόλυτο» και αναστέλλονται «προσωρινά» τα δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Επιτελείται, με άλλα λόγια, το εξής παράδοξο: η υποτιθέμενη αδυναμία του κράτους (η «έκτακτη ανάγκη») οδηγεί σε μια παντοδυναμία του κράτους (στον «αυταρχικό κρατισμό»).
Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο όταν οι «έκρυθμες» αυτές καταστάσεις διαιωνίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση της Κύπρου έχουμε, εδώ και μισό σχεδόν αιώνα, ένα καθεστώς μόνιμης έκτακτης ανάγκης το οποίο, αντί να συρρικνώνεται, έχει επεκταθεί και καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και ιδεολογικής ζωής της χώρας. Αυτό από μόνο του δημιουργεί και αναπαράγει δυνάμεις, συμφέροντα και ιδεολογίες που επιθυμούν την επ’ αόριστον παράταση του status quo. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ίσως το γεγονός πως τα μακροχρόνια καθεστώτα εξαίρεσης δημιουργούν μια διαστρεβλωμένη αντίληψη περί δημοκρατίας. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Τριμικλινιώτης: «Η δημιουργία και εμπέδωση μιας παράλληλης συνταγματικής τάξης – ή παρασυντάγματος ή ενός υπερ-συνταγματικού πλαισίου – ουσιαστικά μεταφέρει το πολιτικό παιχνίδι στα πλαίσια της “εθνικής ανάγκης” και απαγορεύει τη διαφωνία ως “εθνική μειοδοσία” ή ακόμα και “προδοσία”, ταυτίζοντας τον “αυταρχικό κρατισμό” με την “ανάγκη για εθνική επιβίωση”» (σ. 186-7).
Ποια είναι όμως τελικά η κυπριακή «κανονικότητα»; Στη δική του συμβολή στο θέμα, ο διεθνολόγος Κώστας Μ. Κωνσταντίνου, παρατηρεί πως ο κυπριακός «κανόνας» δεν είναι τίποτε άλλο από το συνονθύλευμα όλων αυτών των «εξαιρέσεων» (τόσο στο εσωτερικό του κράτους, όσο και στους κανόνες που διέπουν τη σχέση του με το παγκόσμιο σύστημα κρατικής οργάνωσης) (4). Με άλλα λόγια, η «κανονικότητα» της Κύπρου είναι πλέον οι «εξαιρέσεις» της. Η πραγματικότητα βιώνεται ως αλλόκοτη, ως «προσωρινή» ή ως «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης»• είναι, εντούτοις, η μόνη πραγματικότητα που οι Κύπριοι έχουν ποτέ γνωρίσει ως πολίτες του κράτους τους. Εν ολίγοις, το «προσωρινό» κατέληξε να βιώνεται ως «μόνιμο» και η «κανονικότητα» μετατέθηκε στο πεδίο της ουτοπίας.

(1) Το βιβλίο αποτελείται ουσιαστικά από μια συλλογή δοκιμίων και άρθρων που γράφτηκαν σε διαφορετικές περιόδους και με διαφορετικό ύφος (κάποια από αυτά έχουν μάλιστα εκδοθεί σε λιγότερο επεξεργασμένη μορφή). Εκτός από το κεφάλαιο για την κυπριακή «κατάσταση εξαίρεσης», ξεχωρίζουν τα κεφάλαια περί ρατσισμού και παιδείας, περί «συμφιλίωσης» των δύο κοινοτήτων, περί της «διασυνοριακής» εμπειρίας που δημιουργήθηκε μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και περί του οράματος της ομοσπονδίας. Η γενικότερη θεωρητική προσέγγιση είναι η «δομική μαρξιστική», με έντονες αναφορές στον Πουλαντζά και στον ύστερο Althusser. Οι επικαλύψεις ανάμεσα στα διάφορα κεφάλαια, οι συχνές επαναλήψεις και οι υφολογικές ανισότητες καθιστούν, κατά την άποψή μου, το βιβλίο πρόσφορο για μια αποσπασματική παρά για μια αδιάκοπτη ανάγνωση. Παρά τη γενικότερα οξυδερκή του ματιά, το βιβλίο παρουσιάζει ένα μεγάλο κενό: είναι παντελώς απούσα η κριτική απέναντι στην κυπριακή Αριστερά.

(2) Κυρίως τα έργα: Carl Schmitt, Πολιτική Θεολογία, τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, Αθήνα 1994 (μτφρ. Π. Κονδύλης)· Giorgio Agamben, Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, Αθήνα 2005 (μτφρ. Π. Τσιαμούρας) και Κατάσταση εξαίρεσης: Όταν η έκτακτη ανάγκη μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, Αθήνα 2007 (μτφρ. Μ. Οικονομίδου).

(3) Βλ. κυρίως Νίκος Πουλαντζάς, Η κρίση των Δικτατοριών (Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία), Αθήνα 1977 και Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα 1991.

(4) Costas M. Constantinou, «On the Cypriot States of Exception», International Political Sociology (2008) 2, 145–164.



(Athens Review of Books, vol. 9, Summer 2010)

Οι τρύπες της ευρωπαϊκής ιστορίας

Γράφει η Κωνσταντίνα Ζάνου

Η πολυσυζητημένη «Ιστορία της Ευρώπης» του Βρετανού ιστορικού Νόρμαν Ντέιβις, που κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά, είναι ίσως η «αντιδυτικότερη» ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού που διατίθεται στη διεθνή βιβλιογραφία. Το έργο αυτό καταφέρνει να μετακινήσει ανατολικότερα τον άξονα της κατανόησης μας για την Ευρώπη, ενσωματώνοντας στην ευρωπαϊκή ιστορία τα κομμάτια που της έλειπαν.

Ο Βρετανός ιστορικός ξεκινά από τη διαπίστωση πως πολύ συχνά παρατηρείται μια σύγχυση μεταξύ της ευρωπαϊκής ιστορίας και της κληρονομιάς του «δυτικού πολιτισμού». Με άλλα λόγια, επικρατεί γενικώς η αντίληψη πως «Ευρώπη» είναι μόνο η «Δύση», ή καλύτερα, μόνο οι «μεγάλες χώρες» της δυτικής Ευρώπης. Όπως σημειώνει ο ίδιος στην εισαγωγή του, «πολλές μελέτες για τον “δυτικό πολιτισμό” περιορίζονται σε θέματα που δεν αφορούν παρά μόνο σε επιλεγμένα τμήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Πολλά από τα έργα αυτά ουδόλως αναφέρονται στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, στη Σκοτία ή στην Ουαλία, στη Σκανδιναβία, ούτε ακόμα στην Πολωνία ή στην Ουγγαρία και στη Βοημία, ούτε στο Βυζάντιο και στα Βαλκάνια, όπως επίσης δεν αναφέρονται στα κράτη της Βαλτικής, στη Λευκορωσία, στην Ουκρανία, στην Κριμαία ή στον Καύκασο». Για να καταλήξει στην πολύ εύστοχη παρατήρηση: «Μοιάζει σαν οι ιστορικοί της Ευρώπης να είναι σε θέση να συμπεριφέρονται όπως οι τυροκόμοι της Γκριγιέρ, οι οποίοι παρασκευάζουν το τυρί τους με όσες τρύπες θέλουν» (σ. 42).
Αυτές τις «τρύπες», λοιπόν, φιλοδοξεί να κλείσει η ιστορία που μας διηγείται ο Ντέιβις. Σπάζοντας τις γεωγραφικές μας προκαταλήψεις, το έργο του Ντέιβις μας προσφέρει μια συνολική και ισορροπημένη εικόνα των ιστορικών γεγονότων (από την προϊστορική εποχή μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης) που σημάδεψαν την Ευρώπη απ’ τη Δύση ως την Ανατολή κι απ’ το Βορρά μέχρι το Νότο.

Το σύνδρομο του «δυτικού πολιτισμού»
Ένα από τα αξιολογότερα στοιχεία του βιβλίου είναι η κριτική που ασκεί στο λεγόμενο σύνδρομο του «δυτικού πολιτισμού», το οποίο ο Ντέιβις θεωρεί ως τη βασικότερη αιτία του αποκλεισμού της ανατολικής Ευρώπης από την ευρωπαϊκή ιστορία. Όπως είναι γνωστό, η αξιολογική διάκριση μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής» δημιουργεί την εντύπωση πως καθετί «δυτικό» είναι πολιτισμένο και καθετί πολιτισμένο είναι «δυτικό». Κατ’ επέκταση, καθετί γενικώς «ανατολικό» θεωρείται υπανάπτυκτο, κατώτερο, και στην καλύτερη περίπτωση, περιφερειακό. Αυτά έχουν μελετηθεί σε βάθος από τη λεγόμενη σχολή του «οριενταλισμού». Μόνο που τα πορίσματα του Ντέιβις δεν αφορούν τη στάση των Ευρωπαίων έναντι του Ισλάμ και του αραβικού κόσμου (θέμα με το οποίο καταπιάνονται οι σπουδές του οριενταλισμού), αλλά τη στάση των Δυτικοευρωπαίων έναντι των Ανατολικοευρωπαίων. Με λίγα λόγια, ο Ντέιβις μεταφέρει τη διάκριση μεταξύ «Ανατολής» και «Δύσης» από ένα εξω-ευρωπαϊκό σε ένα ενδο-ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Είναι το Ολοκαύτωμα μοναδικό;
Η πρώτη έκδοση της «Ιστορίας της Ευρώπης» (Οξφόρδη, 1996) ξεσήκωσε θύελλα συζητήσεων στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο Ντέιβις απέκτησε φανατικούς υποστηρικτές, αλλά και φανατικούς επικριτές. Αιτία για όλα αυτά στάθηκε η αυστηρή κριτική που ασκεί ο Βρετανός καθηγητής στο λεγόμενο «συμμαχικό σχήμα της ιστορίας». Οι σύγχρονες αντιλήψεις που αφορούν την ευρωπαϊκή ιστορία – υποστηρίζει ο καθηγητής – επηρεάστηκαν ιδιαιτέρως από τις εμπειρίες που κληροδότησαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, και ειδικά η νίκη των «συμμαχικών δυνάμεων». Χάρη στους θριάμβους τους το 1918 και το 1945, αλλά και με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1989, οι δυτικές δυνάμεις κατόρθωσαν να διαδώσουν τη δική τους ερμηνεία ως προς την ευρωπαϊκή και διεθνή ιστορία. Έτσι, οι προτεραιότητες και οι παραδοχές που προέκυψαν από τη στάση των Συμμάχων μετά τη λήξη του πολέμου κατέληξαν να θεωρούνται κοινοί τόποι, μέσα από τους οποίους φιλτράρεται η κατανόηση μας τόσο του παρόντος όσο και του παρελθόντος.
Το κυριότερο πρόβλημα του «συμμαχικού σχήματος της ιστορίας» είναι, για τον Ντέιβις, η αποκλειστική δαιμονοποίηση του ναζισμού/φασισμού και η παράβλεψη των εγκλημάτων του κομμουνισμού. Το «συμμαχικό αφήγημα» αδυνατεί να παραδεχθεί πως ο «σύμμαχος Στάλιν» προέβη σε ίδιας – ίσως και σε μεγαλύτερης – έκτασης εγκλήματα όσο ο «εχθρός Χίτλερ». Αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τους θύτες, αλλά και με τα θύματα. Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό, το «συμμαχικό σχήμα της ιστορίας» έχει εμφυσήσει την πεποίθηση πως το κατεξοχήν θύμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ένα: οι Εβραίοι. Οι Ανατολικοευρωπαίοι και όσοι άλλοι έπεσαν θύματα των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν αναγνωρίζονται στην ουσία ως τέτοια. Όποιος υποστηρίζει μάλιστα το αντίθετο καταδικάζεται, ακόμα και σήμερα, ως «Δεξιός» ή «αντισημίτης».
Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πως ο Ντέιβις δεν γίνεται απολογητικός απέναντι στα ναζιστικά εγκλήματα: «ο ναζισμός υπήρξε το πλέον αποκρουστικό κίνημα της νεωτερικότητας» γράφει στο βιβλίο του (σ. 1094). Οι θέσεις του είναι εντελώς διαφορετικές απ’ όσους Γερμανούς ρεβιζιονιστές ιστορικούς της δεκαετίας του 1980 υποστήριζαν την «αμυντική αναγκαιότητα» των εγκλημάτων του Χίτλερ και αμφισβητούσαν ακόμη και το ίδιο το Ολοκαύτωμα. Ο Ντέιβις, αρθρώνοντας ένα λόγο απαλλαγμένο από ψυχροπολεμικούς δογματισμούς, πιστεύει πως κομμουνισμός και ναζισμός πρέπει επιτέλους να μελετηθούν μαζί ως εκφάνσεις του ίδιου αποκρουστικού φαινομένου: του ολοκληρωτισμού.

Ο Νόρμαν Ντέιβις, εκτός από ιστορικός, είναι και εξαιρετικός παραμυθάς. Η «Ιστορία της Ευρώπης» αποτελείται από δύο τόμους που αριθμούν συνολικά 1500 περίπου σελίδες. Κι όμως, παρά το μέγεθός του, το βιβλίο αυτό διαβάζεται ευχάριστα, σαν μυθιστόρημα. Η χρονολογική αφήγηση εμπλουτίζεται έξυπνα από 300 περίπου «κυψέλες», οι οποίες περιέχουν ποικίλα θέματα – από τη «Σφαγή του Κατύν» μέχρι το «Προφυλακτικό» – που εκτείνονται πέρα από τα χρονικά όρια του εκάστοτε κεφαλαίου και μπορούν να αναγνωστούν ανεξάρτητα από αυτά. Τα απότομα περάσματα από τη μακροϊστορία στην μικροϊστορία κάνουν το βιβλίο να μοιάζει με ένα φωτογραφικό άλμπουμ, όπου οι πανοραμικές εικόνες εναλλάσσονται με close-ups. Μια έκπληξη αναμένει τον αναγνώστη στο τέλος του βιβλίου όταν, σε μια έκτακτη μικροϊστορική στιγμή, ο ίδιος ο ιστορικός μπαίνει μέσα στην ιστορία.

ΤΑ ΝΕΑ (Βιβλιοδρόμιο), 3 Ιουλίου 2010