Νεοφασισμός στην Ευρώπη και στην Κύπρο
Νεο-Φασισμός στην Ευρώπη και την Κύπρο. Πορεία, εξέλιξη και σημερινές προκλήσεις.
Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010
Πολυδύναμο Κέντρο Λευκωσίας (παρά την Πύλη Αμμοχώστου)
14:00 – 20:00
Το επίκαιρο θέμα του νέο-φασισμού θα απασχολήσει την ημερίδα για την εμφάνιση, την πορεία και την εξέλιξη της φασιστικής απειλής στην Ευρώπη και την Κύπρο. Πανεπιστημιακοί, ερευνητές, εκπαιδευτικοί και πολιτικοί παρουσιάζουν την ιστορική πορεία και αναλύουν το φαινόμενο στο χτες και το σήμερα με σκοπό την ανάδειξη των πολλαπλών εκφράσεών του και την σχέση του με τις σημερινές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή και Κυπριακή κοινωνία.
Στόχος της ημερίδας πέρα από την παρουσίαση και ανάλυση ιστορικών και σύγχρονων στοιχείων, είναι η συζήτηση για την κατανόηση του φαινομένου, τους τρόπους και τις δυνατότητες ενημέρωσης και αντιμετώπισης των διαφόρων εκφράσεών του σήμερα.
Στον χώρο της εκδήλωσης θα υπάρχει έκθεση φωτογραφίας και θα γίνονται προβολές, ενώ στο διάλειμμα θα προσφερθούν φαγητό και ποτά.
Πρόγραμμα Ημερίδας
14:10 – 14:30 Εισαγωγή Ημερίδας:
Σταύρος Τομπάζος, Πανεπιστήμιο Κύπρου
14:30 – 15:15 Πρώτο Μέρος: Ιστορική Παρουσίαση
Ρολάνδος Κατσιαούνης, Ιστορικός
Μακάριος Δρουσιώτης, Δημοσιογράφος-Ερευνητής
Τάκης Χατζηδημητρίου, Πολιτικός
15:15 – 16:00 Συζήτηση
Συντονισμός: Μιχάλης Μιχαήλ, Δημοσιογράφος-Ερευνητής
16:00 – 17:00 Διάλειμμα
17:10 – 17:30 Εισαγωγή δεύτερου μέρους
Αντώνης Έλληνας, Πανεπιστήμιο Κύπρου
17:30 – 18:30 Δεύτερο Μέρος: Προκλήσεις του Σήμερα
Νίκος Τριμικλινιώτης, Παρατηρητήριο κατά του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας
Δώρος Πολυκάρπου, Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό
Γρηγόρης Ιωάννου, Εκπαιδευτικός-Ερευνητής
Πάυλος Πάυλου, Εκπαιδευτικός-Ερευνητής
18:30 – 19:00 Συζήτηση
Συντονισμός: Κωνσταντίνα Ζάνου, Ιστορικός
Διάλεξη από τον Χρήστο Λούκο
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας διοργανώνει διάλεξη με θέμα:
Μερικές προτάσεις για τη μελέτη δημογραφικών και κοινωνικών προβλημάτων στις ελληνικές πόλεις (19ος-20ος αιώνας)
από τον Χρήστο Λούκο,
καθηγητή Ιστορίας Νεότερων Χρόνων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και
ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού
Συντονισμός – συζήτηση: Δρ. Κωνσταντίνα Ζάνου
Παρασκευή, 26 Νοεμβρίου 2010, ώρα 19:00
στο Αμφιθέατρο PLATO, κτίριο EUROPA, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Με αφετηρία τις διαθέσιμες αρχειακές πηγές και τη σχετική βιβλιογραφία και χρησιμοποιώντας ως βασικό παράδειγμα την ακμή και παρακμή της Ερμούπολης Σύρου, θα εξεταστούν, στη χρονική τους πορεία, φαινόμενα όπως: συγκρότηση του πληθυσμού (φυσική εξέλιξη, μετανάστευση), οργάνωση του δομημένου χώρου και κοινωνική του κατανομή, οικονομική ανάπτυξη και κρίση, κοινωνική διάρθρωση (ιεραρχίες, κοινωνική ειρήνη και κοινωνικές εντάσεις), πολιτική συμπεριφορά, θέματα παιδείας και πολιτισμού κα.
Οι «απάτριδες» τότε και τώρα
Την εποχή που ανακαλύπτονταν οι «εθνικές συνέχειες» και στήνονταν τα μεγάλα ιστορικά αφηγήματα, κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη ένα βιβλιαράκι που αποδείκνυε την ελληνικότητα της Ιμβρου διά μέσου των αιώνων και ανταποκρινόταν πλήρως στις συνειδησιακές ανησυχίες της εποχής. Εκδόθηκε το 1845 και έφερε τον τίτλο Υπόμνημα Ιστορικόν περί της Νήσου Ιμβρου. Περιείχε μια σύντομη επισκόπηση της αρχαίας ιστορίας και της σύγχρονης ανθρωπογεωγραφίας μιας μικρής νησιώτικης επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Ιμβρου. Συγγραφείς του εγχειριδίου ήταν δυο φίλοι και επιφανείς λόγιοι: ο Κερκυραίος ιστορικός και φιλόλογος Ανδρέας Μουστοξύδης (1785-1860) και ο Ίμβριος δάσκαλος και ιερωμένος Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός (1772-1851). Η ιδέα για το Υπόμνημα είχε γεννηθεί στη Βενετία, εκεί όπου οι δυο φίλοι βρίσκονταν σε μακροχρόνια και επιβεβλημένη από τις συνθήκες αυτοεξορία.
21 Αυγούστου 2010. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθομολαίος χοροστατεί σε λειτουργία σε αναπαλαιωμένο ναό στο χωριό Γλυκύ της Ίμβρου
Το «νορμάλ» της κυπριακής εξαίρεσης
ΝΙΚΟΣ ΤΡΙΜΙΚΛΙΝΙΩΤΗΣ,
«Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΈΘΝΟΥΣ-ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ,
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩ-ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ», ΑΘΗΝΑ, ΣΑΒΒΑΛΑΣ, 2010, σ. 534
Salus populi suprema lex esto
[Η σωτηρία της πατρίδας είναι ο υπέρτατος νόμος]
Απόσπασμα από προεδρικό διάγγελμα
του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου (1η Απριλίου 1961)
Τι το «νορμάλ» υπάρχει στην Κύπρο; Σχεδόν τίποτα, θα έλεγε ένας προσεκτικός παρατηρητής. Υπό «κανονικές συνθήκες», στην Κύπρο δεν υπάρχει τίποτα το «κανονικό».
Η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία επινοήθηκε ως «εξαίρεση». Οι συνθήκες βάσει των οποίων ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε το κυπριακό κρατικό μόρφωμα παρήγαγαν ένα sui generis κράτος, το οποίο δεν ενέπιπτε σε καμιά από τις «γνωστές κατηγορίες». Από τη σύλληψή του, το κυπριακό κράτος «εξαιρούνταν» από μια σειρά διεθνών κανόνων: από τον κανόνα της αυτοδιάθεσης (καμιά από τις δυο εθνοτικές πληθυσμιακές ομάδες δεν αφέθηκε να προχωρήσει σε «εθνική ολοκλήρωση»), από τον κανόνα της πλήρους από-αποικιοποίησης (οι Βρετανικές στρατιωτικές βάσεις παρέμειναν καθεστώς κυρίαρχο και «εξαιρετέο»), αλλά και από τον κανόνα της αποδέσμευσης από τις «μητέρες πατρίδες» και της ελεύθερης άσκησης κυριαρχίας (η Ελλάδα, η Τουρκία και η Μεγάλη Βρετανία διατήρησαν επεμβατικά δικαιώματα ως «εγγυήτριες δυνάμεις»). Το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως τα διάφορα αυτά «καθεστώτα εξαίρεσης» που νομιμοποιήθηκαν με την ανεξαρτησία, αντί σταδιακά να απαλειφθούν, γέννησαν στο εσωτερικό του κράτους μια σειρά καινούργιων εξαιρέσεων (την «Πράσινη Γραμμή» ή «Νεκρή Ζώνη», το ελληνοκυπριακό «Δόγμα της Ανάγκης» και τη μη αναγνωρισμένη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου»). Οι εξαιρέσεις αυτές υποτίθεται πως δημιουργήθηκαν για να επιλύσουν τις εκκρεμότητες που είχαν αφήσει οι εγγενείς στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας εξαιρέσεις. Αντ’ αυτού, βέβαια, τις επιδείνωσαν, τις πολλαπλασίασαν και κυρίως τις μονιμοποίησαν.
Από το ογκώδες και πολυθεματικό βιβλίο του κοινωνιολόγου και συνταγματολόγου Νίκου Τριμικλινιώτη, επέλεξα να συζητήσω το κεφάλαιο που καταπιάνεται με αυτό ακριβώς το θέμα: τα κυπριακά «καθεστώτα εξαίρεσης» και τις «καταστάσεις έκτακτης ανάγκης». Το κεφάλαιο αυτό – ένα αυτοτελές ουσιαστικά δοκίμιο – αποτελεί, κατά την άποψή μου, και τη σημαντικότερη συμβολή του βιβλίου, αφού προσεγγίζει με τρόπο κριτικό και εν πολλοίς καινοφανή ένα θέμα που ελάχιστα έχει απασχολήσει τους μελετητές. (1)
Αντλώντας τόσο από τις θεωρίες του Carl Schmitt και του Giorgio Agamben (2), όσο κι από την πουλαντζική έννοια του «αυταρχικού κρατισμού» (3), ο Τριμικλινιώτης εξετάζει τα περίπλοκα καθεστώτα κυπριακής εξαίρεσης και προβαίνει σε μια ερμηνεία του ελληνοκυπριακού και τουρκοκυπριακού «αυταρχικού κρατισμού» ως έκφανσης ενός ευρύτερου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας επικεντρώνει την προσοχή του στα δύο βασικότερα «καθεστώτα εξαίρεσης»: το ελληνοκυπριακό «δόγμα της ανάγκης» και τη μη αναγνωρισμένη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου».
Το «δόγμα της ανάγκης» διαμορφώθηκε το 1964, μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση και τον εγκλεισμό τους σε θύλακες. Η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τη συνεταιριστική διαχείριση της Κυπριακής Δημοκρατίας άφησε ένα συνταγματικό κενό. Αυτό το κενό επικαλέστηκε το Κυπριακό Ανώτατο Δικαστήριο για να δικαιολογήσει την «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» και να επικυρώσει το «δόγμα της ανάγκης», νομιμοποιώντας έτσι την αναστολή θεμελιωδών συνταγματικών προνοιών που αφορούσαν τους «αντάρτες» Τουρκοκύπριους πολίτες. Πρέπει να σημειωθεί πως η ίδια η σύσταση του «εκτάκτου» Δικαστηρίου ήταν έξω από τα πλαίσια του συντάγματος, ενώ η «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» δεν είχε καν κηρυχθεί από την εκτελεστική εξουσία. Το «δόγμα της ανάγκης» παραμένει μέχρι σήμερα ο κεντρικός άξονας της (ελληνο)κυπριακής (αντι)συνταγματικής ή (υπερ)συνταγματικής τάξης. Αποτελεί, εν ολίγοις, το κύριο νομικό και ιδεολογικό επιστέγασμα που δικαιολογεί το γεγονός πως η Κυπριακή Δημοκρατία, παρότι συνταγματικά δικοινοτικό κράτος, διοικείται μονομερώς από τους Ελληνοκύπριους.
Σε παράλληλη τροχιά και σε μεγάλο βαθμό ως κάτοπτρο του ελληνοκυπριακού, θεσπίστηκε και το τουρκοκυπριακό καθεστώς εξαίρεσης: η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ) δημιουργήθηκε επίσης στη βάση της επίκλησης της «έκτακτης ανάγκης». Το γεγονός, βέβαια, πως ανακηρύχθηκε άκυρη από το Συμβούλιο Ασφαλείας και δεν αναγνωρίζεται από κανένα κράτος πέραν της Τουρκίας, την καθιστά ένα κράτος εξαίρεσης σε σχέση με το διεθνές δίκαιο. Η «ΤΔΒΚ» έχει εύστοχα χαρακτηριστεί ως «η μαύρη τρύπα στο χάρτη της ανατολικής Μεσογείου». Αυτός ο «κενός» για μας χώρος, στην ουσία, βέβαια, δεν είναι «κενός»: υπάρχει ως εξαίρεση. Όσο περνά ο καιρός, μάλιστα, τόσο αυξάνεται και το ενδεχόμενο να υπάρξει και ως «κανονική εξαίρεση».
Ο Τριμικλινιώτης εστιάζει την προσοχή μας στο γεγονός πως στα «καθεστώτα εξαίρεσης», με την επίκληση της «έκτακτης ανάγκης» (της υπόνοιας, δηλαδή, ότι μια επικείμενη καταστροφή «απειλεί» τη λειτουργία του κράτους), τίθεται κατά μέρος το «κανονικό» σύνταγμα και παραμερίζονται οι βασικοί κανόνες του κράτους δικαίου. Μέσα από τη λογική της «ανάγκης» νομιμοποιείται η επίκληση στο «ολοκληρωτικό» και στο «απόλυτο» και αναστέλλονται «προσωρινά» τα δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Επιτελείται, με άλλα λόγια, το εξής παράδοξο: η υποτιθέμενη αδυναμία του κράτους (η «έκτακτη ανάγκη») οδηγεί σε μια παντοδυναμία του κράτους (στον «αυταρχικό κρατισμό»).
Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο όταν οι «έκρυθμες» αυτές καταστάσεις διαιωνίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση της Κύπρου έχουμε, εδώ και μισό σχεδόν αιώνα, ένα καθεστώς μόνιμης έκτακτης ανάγκης το οποίο, αντί να συρρικνώνεται, έχει επεκταθεί και καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και ιδεολογικής ζωής της χώρας. Αυτό από μόνο του δημιουργεί και αναπαράγει δυνάμεις, συμφέροντα και ιδεολογίες που επιθυμούν την επ’ αόριστον παράταση του status quo. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ίσως το γεγονός πως τα μακροχρόνια καθεστώτα εξαίρεσης δημιουργούν μια διαστρεβλωμένη αντίληψη περί δημοκρατίας. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Τριμικλινιώτης: «Η δημιουργία και εμπέδωση μιας παράλληλης συνταγματικής τάξης – ή παρασυντάγματος ή ενός υπερ-συνταγματικού πλαισίου – ουσιαστικά μεταφέρει το πολιτικό παιχνίδι στα πλαίσια της “εθνικής ανάγκης” και απαγορεύει τη διαφωνία ως “εθνική μειοδοσία” ή ακόμα και “προδοσία”, ταυτίζοντας τον “αυταρχικό κρατισμό” με την “ανάγκη για εθνική επιβίωση”» (σ. 186-7).
Ποια είναι όμως τελικά η κυπριακή «κανονικότητα»; Στη δική του συμβολή στο θέμα, ο διεθνολόγος Κώστας Μ. Κωνσταντίνου, παρατηρεί πως ο κυπριακός «κανόνας» δεν είναι τίποτε άλλο από το συνονθύλευμα όλων αυτών των «εξαιρέσεων» (τόσο στο εσωτερικό του κράτους, όσο και στους κανόνες που διέπουν τη σχέση του με το παγκόσμιο σύστημα κρατικής οργάνωσης) (4). Με άλλα λόγια, η «κανονικότητα» της Κύπρου είναι πλέον οι «εξαιρέσεις» της. Η πραγματικότητα βιώνεται ως αλλόκοτη, ως «προσωρινή» ή ως «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης»• είναι, εντούτοις, η μόνη πραγματικότητα που οι Κύπριοι έχουν ποτέ γνωρίσει ως πολίτες του κράτους τους. Εν ολίγοις, το «προσωρινό» κατέληξε να βιώνεται ως «μόνιμο» και η «κανονικότητα» μετατέθηκε στο πεδίο της ουτοπίας.
(1) Το βιβλίο αποτελείται ουσιαστικά από μια συλλογή δοκιμίων και άρθρων που γράφτηκαν σε διαφορετικές περιόδους και με διαφορετικό ύφος (κάποια από αυτά έχουν μάλιστα εκδοθεί σε λιγότερο επεξεργασμένη μορφή). Εκτός από το κεφάλαιο για την κυπριακή «κατάσταση εξαίρεσης», ξεχωρίζουν τα κεφάλαια περί ρατσισμού και παιδείας, περί «συμφιλίωσης» των δύο κοινοτήτων, περί της «διασυνοριακής» εμπειρίας που δημιουργήθηκε μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και περί του οράματος της ομοσπονδίας. Η γενικότερη θεωρητική προσέγγιση είναι η «δομική μαρξιστική», με έντονες αναφορές στον Πουλαντζά και στον ύστερο Althusser. Οι επικαλύψεις ανάμεσα στα διάφορα κεφάλαια, οι συχνές επαναλήψεις και οι υφολογικές ανισότητες καθιστούν, κατά την άποψή μου, το βιβλίο πρόσφορο για μια αποσπασματική παρά για μια αδιάκοπτη ανάγνωση. Παρά τη γενικότερα οξυδερκή του ματιά, το βιβλίο παρουσιάζει ένα μεγάλο κενό: είναι παντελώς απούσα η κριτική απέναντι στην κυπριακή Αριστερά.
(2) Κυρίως τα έργα: Carl Schmitt, Πολιτική Θεολογία, τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, Αθήνα 1994 (μτφρ. Π. Κονδύλης)· Giorgio Agamben, Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, Αθήνα 2005 (μτφρ. Π. Τσιαμούρας) και Κατάσταση εξαίρεσης: Όταν η έκτακτη ανάγκη μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, Αθήνα 2007 (μτφρ. Μ. Οικονομίδου).
(3) Βλ. κυρίως Νίκος Πουλαντζάς, Η κρίση των Δικτατοριών (Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία), Αθήνα 1977 και Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα 1991.
(4) Costas M. Constantinou, «On the Cypriot States of Exception», International Political Sociology (2008) 2, 145–164.
(Athens Review of Books, vol. 9, Summer 2010)
Οι τρύπες της ευρωπαϊκής ιστορίας
Ο Βρετανός ιστορικός ξεκινά από τη διαπίστωση πως πολύ συχνά παρατηρείται μια σύγχυση μεταξύ της ευρωπαϊκής ιστορίας και της κληρονομιάς του «δυτικού πολιτισμού». Με άλλα λόγια, επικρατεί γενικώς η αντίληψη πως «Ευρώπη» είναι μόνο η «Δύση», ή καλύτερα, μόνο οι «μεγάλες χώρες» της δυτικής Ευρώπης. Όπως σημειώνει ο ίδιος στην εισαγωγή του, «πολλές μελέτες για τον “δυτικό πολιτισμό” περιορίζονται σε θέματα που δεν αφορούν παρά μόνο σε επιλεγμένα τμήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Πολλά από τα έργα αυτά ουδόλως αναφέρονται στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, στη Σκοτία ή στην Ουαλία, στη Σκανδιναβία, ούτε ακόμα στην Πολωνία ή στην Ουγγαρία και στη Βοημία, ούτε στο Βυζάντιο και στα Βαλκάνια, όπως επίσης δεν αναφέρονται στα κράτη της Βαλτικής, στη Λευκορωσία, στην Ουκρανία, στην Κριμαία ή στον Καύκασο». Για να καταλήξει στην πολύ εύστοχη παρατήρηση: «Μοιάζει σαν οι ιστορικοί της Ευρώπης να είναι σε θέση να συμπεριφέρονται όπως οι τυροκόμοι της Γκριγιέρ, οι οποίοι παρασκευάζουν το τυρί τους με όσες τρύπες θέλουν» (σ. 42).
Αυτές τις «τρύπες», λοιπόν, φιλοδοξεί να κλείσει η ιστορία που μας διηγείται ο Ντέιβις. Σπάζοντας τις γεωγραφικές μας προκαταλήψεις, το έργο του Ντέιβις μας προσφέρει μια συνολική και ισορροπημένη εικόνα των ιστορικών γεγονότων (από την προϊστορική εποχή μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης) που σημάδεψαν την Ευρώπη απ’ τη Δύση ως την Ανατολή κι απ’ το Βορρά μέχρι το Νότο.
Το σύνδρομο του «δυτικού πολιτισμού»
Ένα από τα αξιολογότερα στοιχεία του βιβλίου είναι η κριτική που ασκεί στο λεγόμενο σύνδρομο του «δυτικού πολιτισμού», το οποίο ο Ντέιβις θεωρεί ως τη βασικότερη αιτία του αποκλεισμού της ανατολικής Ευρώπης από την ευρωπαϊκή ιστορία. Όπως είναι γνωστό, η αξιολογική διάκριση μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής» δημιουργεί την εντύπωση πως καθετί «δυτικό» είναι πολιτισμένο και καθετί πολιτισμένο είναι «δυτικό». Κατ’ επέκταση, καθετί γενικώς «ανατολικό» θεωρείται υπανάπτυκτο, κατώτερο, και στην καλύτερη περίπτωση, περιφερειακό. Αυτά έχουν μελετηθεί σε βάθος από τη λεγόμενη σχολή του «οριενταλισμού». Μόνο που τα πορίσματα του Ντέιβις δεν αφορούν τη στάση των Ευρωπαίων έναντι του Ισλάμ και του αραβικού κόσμου (θέμα με το οποίο καταπιάνονται οι σπουδές του οριενταλισμού), αλλά τη στάση των Δυτικοευρωπαίων έναντι των Ανατολικοευρωπαίων. Με λίγα λόγια, ο Ντέιβις μεταφέρει τη διάκριση μεταξύ «Ανατολής» και «Δύσης» από ένα εξω-ευρωπαϊκό σε ένα ενδο-ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Είναι το Ολοκαύτωμα μοναδικό;
Η πρώτη έκδοση της «Ιστορίας της Ευρώπης» (Οξφόρδη, 1996) ξεσήκωσε θύελλα συζητήσεων στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο Ντέιβις απέκτησε φανατικούς υποστηρικτές, αλλά και φανατικούς επικριτές. Αιτία για όλα αυτά στάθηκε η αυστηρή κριτική που ασκεί ο Βρετανός καθηγητής στο λεγόμενο «συμμαχικό σχήμα της ιστορίας». Οι σύγχρονες αντιλήψεις που αφορούν την ευρωπαϊκή ιστορία – υποστηρίζει ο καθηγητής – επηρεάστηκαν ιδιαιτέρως από τις εμπειρίες που κληροδότησαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, και ειδικά η νίκη των «συμμαχικών δυνάμεων». Χάρη στους θριάμβους τους το 1918 και το 1945, αλλά και με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1989, οι δυτικές δυνάμεις κατόρθωσαν να διαδώσουν τη δική τους ερμηνεία ως προς την ευρωπαϊκή και διεθνή ιστορία. Έτσι, οι προτεραιότητες και οι παραδοχές που προέκυψαν από τη στάση των Συμμάχων μετά τη λήξη του πολέμου κατέληξαν να θεωρούνται κοινοί τόποι, μέσα από τους οποίους φιλτράρεται η κατανόηση μας τόσο του παρόντος όσο και του παρελθόντος.
Το κυριότερο πρόβλημα του «συμμαχικού σχήματος της ιστορίας» είναι, για τον Ντέιβις, η αποκλειστική δαιμονοποίηση του ναζισμού/φασισμού και η παράβλεψη των εγκλημάτων του κομμουνισμού. Το «συμμαχικό αφήγημα» αδυνατεί να παραδεχθεί πως ο «σύμμαχος Στάλιν» προέβη σε ίδιας – ίσως και σε μεγαλύτερης – έκτασης εγκλήματα όσο ο «εχθρός Χίτλερ». Αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τους θύτες, αλλά και με τα θύματα. Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό, το «συμμαχικό σχήμα της ιστορίας» έχει εμφυσήσει την πεποίθηση πως το κατεξοχήν θύμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ένα: οι Εβραίοι. Οι Ανατολικοευρωπαίοι και όσοι άλλοι έπεσαν θύματα των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν αναγνωρίζονται στην ουσία ως τέτοια. Όποιος υποστηρίζει μάλιστα το αντίθετο καταδικάζεται, ακόμα και σήμερα, ως «Δεξιός» ή «αντισημίτης».
Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πως ο Ντέιβις δεν γίνεται απολογητικός απέναντι στα ναζιστικά εγκλήματα: «ο ναζισμός υπήρξε το πλέον αποκρουστικό κίνημα της νεωτερικότητας» γράφει στο βιβλίο του (σ. 1094). Οι θέσεις του είναι εντελώς διαφορετικές απ’ όσους Γερμανούς ρεβιζιονιστές ιστορικούς της δεκαετίας του 1980 υποστήριζαν την «αμυντική αναγκαιότητα» των εγκλημάτων του Χίτλερ και αμφισβητούσαν ακόμη και το ίδιο το Ολοκαύτωμα. Ο Ντέιβις, αρθρώνοντας ένα λόγο απαλλαγμένο από ψυχροπολεμικούς δογματισμούς, πιστεύει πως κομμουνισμός και ναζισμός πρέπει επιτέλους να μελετηθούν μαζί ως εκφάνσεις του ίδιου αποκρουστικού φαινομένου: του ολοκληρωτισμού.
Ο Νόρμαν Ντέιβις, εκτός από ιστορικός, είναι και εξαιρετικός παραμυθάς. Η «Ιστορία της Ευρώπης» αποτελείται από δύο τόμους που αριθμούν συνολικά 1500 περίπου σελίδες. Κι όμως, παρά το μέγεθός του, το βιβλίο αυτό διαβάζεται ευχάριστα, σαν μυθιστόρημα. Η χρονολογική αφήγηση εμπλουτίζεται έξυπνα από 300 περίπου «κυψέλες», οι οποίες περιέχουν ποικίλα θέματα – από τη «Σφαγή του Κατύν» μέχρι το «Προφυλακτικό» – που εκτείνονται πέρα από τα χρονικά όρια του εκάστοτε κεφαλαίου και μπορούν να αναγνωστούν ανεξάρτητα από αυτά. Τα απότομα περάσματα από τη μακροϊστορία στην μικροϊστορία κάνουν το βιβλίο να μοιάζει με ένα φωτογραφικό άλμπουμ, όπου οι πανοραμικές εικόνες εναλλάσσονται με close-ups. Μια έκπληξη αναμένει τον αναγνώστη στο τέλος του βιβλίου όταν, σε μια έκτακτη μικροϊστορική στιγμή, ο ίδιος ο ιστορικός μπαίνει μέσα στην ιστορία.
ΤΑ ΝΕΑ (Βιβλιοδρόμιο), 3 Ιουλίου 2010
Μ' αγαπά, δεν μ' αγαπά, μ' αγαπά...
ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
30 Απριλίου Γιάννης Παπαδάκης, κοινωνικός ανθρωπολόγος: "Ρομαντική Αγάπη: Προαιώνιος Πόθος ή Παράγωγο της Νεωτερικότητας;"
7 Μαΐου Κωνσταντίνα Ζάνου, ιστορικός: "Η νόσος του έρωτα"
14 Μαΐου Σταύρος Φωτίου, θεολόγος: "Η αγάπη ως ανατροπή αξιών: Χριστός και Ρώμη"
21 Μαΐου Ανδρέας Ονουφρίου, λέκτορας σπουδών φύλου: "Ο Λακανικός άλλος ως απολεσθέν αντικείμενο ή μήπως ο αγαπημένος άλλος θέλει να μας πει δεν σε επιθυμώ πια"
28 Μαΐου Matthias Kappler, τουρκολόγος: "Ο ερωτοχτυπημένος εραστής και ο όμορφος ερωμένος: Σχέσεις αγάπης στην οθωμανική ποίηση"
4 Ιουνίου Μάγδα Ηγουμενίδου, λέκτορας φιλοσοφίας: "Έρωτας και Θάνατος: Η Επίπληξη του Επίκουρου"
* Στις 19:30 στο κτήριο της εφημερίδας Πολίτης, Βασιλείου Βουλγαροκτόνου 8, Παλιά Λευκωσία
Η Κύπρος στο επίκεντρο παγκόσμιας συνωμοσίας!
Αυτή είναι μία μόνο από τις θεωρίες συνωμοσίας που γέννησε ο πολιτικός πολιτισμός της Κύπρου από το 1960 και εντεύθεν. Στο βιβλίο του Γιάννη Η. Ιωάννου «Θεωρία της συνωμοσίας και κουλτούρα της διχοτόμησης, Δοκίμιο για τον πολιτικό πολιτισμό της Κύπρου» παρουσιάζονται πολλά ακόμα παραδείγματα τέτοιων θεωριών. Ο Ιωάννου προβαίνει σε μια κριτική θεώρηση της πολιτικής συμπεριφοράς των Κυπρίων, εστιάζοντας την προσοχή του στα ανορθολογικά στοιχεία που στιγμάτισαν (και στιγματίζουν μέχρι σήμερα) το κυπριακό πολιτικό τοπίο. Στο στόχαστρο του συγγραφέα βρίσκεται, αφενός, ο ανορθολογισμός και ο συναισθηματισμός του πολιτικού λόγου, αφετέρου, η απορριπτική και μαξιμαλιστική ιδεολογία σε σχέση με το Κυπριακό. Είναι, δηλαδή, ένα βιβλίο που εκκινεί από μια ξεκάθαρη πολιτική θέση. Ο Ιωάννου τοποθετείται ανοιχτά, τόσο υπέρ του πολιτικού ρεαλισμού και της συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα, όσο και κατά της πατριωτικής πλειοδοσίας και του απορριπτισμού.
Το «απορριπτικό» και το «συμβιβαστικό» μέτωπο
Κεντρική θέση στο βιβλίο κατέχει η ιστορικο-κοινωνιολογική ανάλυση των δύο κυριότερων «σχολών» πολιτικής σκέψης γύρω από το Κυπριακό. Ο συγγραφέας μελετά τον τρόπο που διαμορφώθηκαν, από το 1960 και εντεύθεν, τα δύο μεγάλα πολιτικά μέτωπα: το ενωτικό/ελληνοκεντρικό (και μετέπειτα απορριπτικό) και το ανεξαρτησιακό/κυπροκεντικό (και μετέπειτα συμβιβαστικό). Το λεγόμενο «απορριπτικό μέτωπο» αποτελεί, σύμφωνα με τον Ιωάννου, μια μεταλλαγμένη προέκταση της ενωτικής παράταξης των χρόνων 1960-1974. Ακόμα και μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, οι ενωτικοί δεν είχαν αποδεχτεί την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας ούτε το διαμοιρασμό της εξουσίας με τους Τουρκοκύπριους που αυτή συνεπαγόταν. Τόσο η ρητορική όσο και η δράση τους (που πολλές φορές ήταν ένοπλη) είχαν ως κεντρικό σύνθημα την Ένωση. Ενώ ο συγγραφέας θεωρεί πως, υπό το πλαίσιο των ιστορικών περιστάσεων της εποχής, το ενωτικό κίνημα μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 1950 ήταν «δικαιολογημένο», το αίτημα για Ένωση που επιβίωσε μετά την ανεξαρτησία δεν ήταν παρά μια «ετεροχρονισμένη εμμονή». Τα γεγονότα του 1974 οδήγησαν, ωστόσο, την ιδεολογία αυτή στη χρεοκοπία. Στα αμέσως μετά την τουρκική εισβολή χρόνια, ο ενωτικός λόγος εξαφανίζεται από το πολιτικό σκηνικό για να αντικατασταθεί, σταδιακά, από μια πιο «κυπροκεντρική» και «ανεξαρτησιακή» πολιτική. Βασικοί εκφραστές της ιδεολογίας αυτής ήταν η Αριστερά (και συγκεκριμένα το ΑΚΕΛ), μια μερίδα της ανερχόμενης αστικής τάξης που είχε συνδέσει πλέον τα συμφέροντά της με την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, και μέρος των παραδοσιακών μακαριακών δυνάμεων.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ιωάννου, κατά τη δεκαετία του 1980 και με την ανάληψη της πρωθυπουργίας στην Ελλάδα από τον Ανδρέα Παπανδρέου, η ενωτική γραμμή στην Κύπρο αναζωογονείται σταδιακά και μπολιάζεται από τον αντιδυτικό, εθνικιστικό ριζοσπαστικό λόγο του «ανδρεοπαπανδρεϊκού» ΠΑΣΟΚ. Ο νέος αυτός εθνικιστικός λόγος τοποθετείται πλέον σε ένα αριστερό, αντιιμπεριαλιστικό πλαίσιο. Δεν αναγνωρίζεται ως η διάδοχη κατάσταση της ενωτικής παράταξης της προ του 1974 περιόδου, αλλά ως ένα κεντροσοσιαλιστικό εθνικιστικό ιδεολόγημα το οποίο, εντούτοις, έλκει στους κόλπους του και τους πρώην ενωτικούς. Κατά τη δεκαετία του 1990, το απορριπτικό ιδεολόγημα αποκρυσταλλώνεται ως ένα ελληνοκεντρικό αφήγημα που αντιτίθεται στον κυπροκεντρισμό όσων υπερασπίζονται την Κυπριακή Δημοκρατία, την επαναπροσέγγιση με τους Τουρκοκύπριους και τη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Κομματικά, ο απορριπτισμός βρίσκει τους πιο θερμούς θιασώτες του στους πολιτικούς σχηματισμούς του λεγόμενου «κέντρου»: πρώτα, στο Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗΚΟ) και, αργότερα, στο Σοσιαλδημοκρατικό Κίνημα ΕΔΕΚ. Το 1993, τα δύο αυτά κόμματα (το πρώτο τυπικά, το δεύτερο άτυπα) συνεργάζονται με τον Δημοκρατικό Συναγερμό (ΔΗΣΥ) και εκλέγουν στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Γλαύκο Κληρίδη. Αξίζει να σημειωθεί πως η προεκλογική εκστρατεία του συνασπισμού αυτού βασίστηκε πρωτίστως στην απορριπτική συνθηματολογία κατά των ιδεών Γκάλι και των προσπαθειών του τότε Προέδρου Γιώργου Βασιλείου (που υποστηριζόταν κυρίως από το ΑΚΕΛ) για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό.
Η πρώτη πενταετία της κυβέρνησης Κληρίδη σηματοδοτείται από την ταύτιση του σκληρού πολιτικού λόγου του ΔΗΣΥ με την απορριπτική γραμμή που ακολουθούνταν από μια μερίδα των στελεχών του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ. Ήταν η εποχή της πολιτικής του «ενεργού ηφαιστείου», της προσπάθειας, δηλαδή, της Κυπριακής Κυβέρνησης να περάσει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι η Κύπρος, με άλυτο το Κυπριακό, μπορούσε να μετατραπεί σε ένα ενεργό ηφαίστειο που θα απειλούσε με έκρηξη ολόκληρη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση Κληρίδη παραγγέλλει από τη Ρωσία τους περιβόητους πυραύλους S-300, αφήνοντας να νοηθεί ότι ακόμη και η στρατιωτική αναμέτρηση δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ιωάννου, η πατριωτική ρητορική αγγίζει, την εποχή αυτή, «τα όρια του εθνικού παροξυσμού». Παρά τις έντονες διεθνείς αντιδράσεις που προκάλεσε η απόφαση να εγκατασταθούν οι πύραυλοι στην Κύπρο, η προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του 1998 βασίστηκε ακριβώς στην εθνικιστική ρητορική που προκαλούσε η προοπτική της δυναμικής «αμυντικής θωράκισης» του νησιού. Ακόμα και ο υποψήφιος που υποστηριζόταν από την Αριστερά, Γιώργος Ιακώβου, υποσχόταν στους ψηφοφόρους του ότι αν εκλεγόταν θα έφερνε γρηγορότερα στην Κύπρο τους πύραυλους απ’ ότι ο αντίπαλός του.
Την εκλογική αναμέτρηση του 1998 κερδίζει ο Γλαύκος Κληρίδης. Η δεύτερη πενταετία της διακυβέρνησής του θα αποδειχθεί, ωστόσο, εντελώς διαφορετική από την πρώτη. Η αποτυχία της Κυπριακής Κυβέρνησης να εγκαταστήσει στην Κύπρο τους πύραυλους S-300, σε συνδυασμό με την προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που αρχίζει να γίνεται ολοένα και πιο ορατή, συμβάλλουν στην πολιτική μεταστροφή του Κληρίδη: ο λόγος της Κυπριακής Κυβέρνησης αλλάζει και ταυτίζεται πλέον με την πολιτική Σημίτη, η οποία υποστηρίζει την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό. Ταυτόχρονα, κατά τη δεύτερη πενταετία Κληρίδη αρχίζει να αναφαίνεται καθαρότερα το χάσμα ανάμεσα στα δύο βασικά στρώματα της Δεξιάς: από τη μια, η παραδοσιακή λαϊκή Δεξιά που παραμένει προσκολλημένη στα εθνικιστικά συνθήματα και στη συνωμοσιολογική/μεταφυσική πολιτική νοοτροπία, και από την άλλη, η νέα φιλελεύθερη αστική Δεξιά, της οποίας ο πολιτικός ρεαλισμός και η κοσμοπολίτικη κουλτούρα την μετατρέπουν σταδιακά σε μια από τις προοδευτικότερες δυνάμεις της κυπριακής κοινωνίας. Αυτή η Δεξιά βρίσκει τον βασικό της εκπρόσωπο πρώτα στον (ρεαλιστή πλέον) Κληρίδη και αργότερα στον πρόεδρο του ΔΗΣΥ Νίκο Αναστασιάδη.
Η κορύφωση του απορριπτισμού: το ΟΧΙ του Τάσσου
Η εκστρατεία υπέρ του ΟΧΙ στο Σχέδιο Ανάν στηρίχθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στο επιχείρημα ότι το προτεινόμενο σχέδιο καταργούσε την Κυπριακή Δημοκρατία. Με αυτό τον όρο οι απορριπτικοί εννοούν, βέβαια, την «Ελληνοκυπριακή Δημοκρατία», έτσι όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από το 1964 και εξής (με την de facto αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση λόγω της δικοινοτικής βίας, τη δημιουργία της Πράσινης Γραμμής με την κάθοδο των ειρηνευτών των Ηνωμένων Εθνών, και την καταφυγή των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες). Άποψή τους είναι πως η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να περιμένει μέχρι τα διεθνή δεδομένα να αλλάξουν υπέρ των Ελληνοκυπρίων, ώστε να μπορεί να βρεθεί μια λύση που θα εξαναγκάζει τους Τουρκοκύπριους να ενταχθούν σε αυτήν ως μειονότητα. Διαφορετικά, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Παπαδόπουλου, το status quo είναι «η δεύτερη καλύτερη λύση για όλους». Έτσι εξηγεί, λοιπόν, ο Ιωάννου και την όψιμη υποστήριξη της ακροδεξιάς πρώην ενωτικής παράταξης αλλά και διαφόρων άλλων συνιστωσών του απορριπτικού μετώπου προς την Κυπριακή Δημοκρατία την οποία, σύμφωνα με την ακριβή του έκφραση, μέχρι το 2004, «μερικοί από αυτούς υποτιμούσαν, άλλοι την λοιδορούσαν, και αρκετοί την υπέσκαπταν και την πολεμούσαν» (σ. 34).
Το ΑΚΕΛ άμοιρο ευθυνών;
Το κλίμα φαίνεται να έχει αλλάξει με την ανάληψη της προεδρίας, το 2008, από τον υποψήφιο του ΑΚΕΛ Δημήτρη Χριστόφια. Ήδη από την πρώτη του ομιλία μετά τη νίκη του στις εκλογές, ο Χριστόφιας δήλωσε ανοιχτά τη θέλησή του να προχωρήσει σε συνομιλίες για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό που θα οδηγήσει στην επανένωση του νησιού και θα επιτρέψει την ισότιμη συμβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ωστόσο, βλέπουμε να επαναλαμβάνεται και σήμερα, επί προεδρίας Χριστόφια, το φαινόμενο που είχε παρατηρηθεί κατά τη δεύτερη προεδρία Κληρίδη, δηλαδή, μια έξαρση του εθνικισμού και του απορριπτισμού, παρά την ξεκάθαρη τοποθέτηση του Προέδρου στο θέμα της λύσης. Η απόφαση του ΑΚΕΛ να υποστηρίξει, το 2003, τον Τάσσο Παπαδόπουλο και τις απορριπτικές δυνάμεις, αλλά και η αρνητική του στάση στο δημοψήφισμα του 2004 (σε αντίθεση με τη θαρραλέα πολιτική τοποθέτηση του Νίκου Αναστασιάδη και της φιλελεύθερης προοδευτικής μερίδας του ΔΗΣΥ), αποτέλεσαν μπούμερανγκ τόσο για το ίδιο, όσο και γενικότερα για τη λύση του Κυπριακού. Εδώ βρίσκεται και το βασικότερο σημείο της κριτικής μου στην ανάλυση του Ιωάννου. Ενώ ο ίδιος αναφέρει, αυτολεξεί, πως «η πενταετία Τάσσου Παπαδόπουλου και η υποστήριξή του και από το ΑΚΕΛ θα συμβάλουν αποφασιστικά ώστε να αποπεριθωριοποιηθεί και να επισημοποιηθεί ένα ισχυρό πλέον απορριπτικό μέτωπο» (σ. 32), δεν προχωρά ουσιαστικά σε μια πιο ενδελεχή ανάλυση των ευθυνών του ΑΚΕΛ στην ανάπτυξη της απορριπτικής ιδεολογίας. Στις παραλήψεις του βιβλίου πρέπει να σημειώσω, επιπλέον, την απουσία αναφορών στην παραδοσιακή αριστερή συνωμοσιολογία. Για παράδειγμα, οι προσφιλείς στον επί δεκαετίες Γ.Γ. του ΑΚΕΛ, Εζεκία Παπαϊωάννου, εκφράσεις «Κακούργος ιμπεριαλισμός» και «Ξένος δάκτυλος» δεν εμφανίζονται πουθενά, ενώ τα αριστερής έμπνευσης συνθήματα «ΝΑΤΟ-ΣΙΑ-Προδοσία» και «ΕΟΚ-ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» δεν αναλύονται όσο θα έπρεπε. Οι παραλήψεις αυτές αδικούν, κατά την άποψή μου, τις ίδιες τις κριτικές ικανότητες του συγγραφέα (ο οποίος, από τις σύντομες αναφορές του, φαίνεται να έχει πλήρη επίγνωση αυτών των θεμάτων) και εμπεριέχουν τον κίνδυνο να μειώσουν τον αντίκτυπο του βιβλίου, περιορίζοντας το αναγνωστικό του κοινό μόνο σε όσους εκκινούν από μια «αριστερή» ιδεολογία.
Θεωρίες Συνωμοσίας
Η συνωμοσιολογία, ως πολιτική κουλτούρα, είναι ένα σύστημα αξιών που διαπερνά κάθετα όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς, αποτελώντας ουσιαστικά ένα φαινόμενο που βρίσκεται «πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά». Όσον αφορά στην Κύπρο, η νοοτροπία της συνωμοσίας είναι, σύμφωνα με τον Ιωάννου, βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής συμπεριφοράς από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ανεξαρτησίας. Τα παραδείγματα είναι πολλά, με κορυφαίο ίσως αυτό που αφορά την περίοδο γύρω από το δημοψήφισμα του 2004. Τότε ήταν που, σύμφωνα με τους δημιουργούς της «περιρρέουσας ατμόσφαιρας», διαπράχθηκε η μεγαλύτερη συνωμοσία εναντίον του «κυπριακού ελληνισμού»: το 24 % των Ελληνοκυπρίων που ψήφισαν ΝΑΙ στο σχέδιο Ανάν είχαν στην πραγματικότητα «χρηματιστεί» από τους ξένους (Αμερικανούς, Βρετανούς, την UNOPS κ.α.). Σύμφωνα με την ίδια λογική, στη «συνωμοσία εναντίον της Κύπρου» προΐσταται πάντοτε ο ΟΗΕ, ο Γενικός του Γραμματέας και ο εκάστοτε εκπρόσωπός του στην Κύπρο. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος χαρακτηρίζεται ακόμα και σήμερα ως ο «αθλοφόρος της εθνικής αξιοπρέπειας, ηγέτης του νεότερου ΟΧΙ της εθνικής αντίστασης του ελληνικού έθνους, που διέσωσε την Κυπριακή Δημοκρατία απ’ τα “μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά” των Χάνεϊ-Ανάν» (εφ. «Σημερινή», 12/10/09).
Μια από τις τελευταίες θεωρίες συνωμοσίας αφορά την κλοπή των λειψάνων του Τάσσου Παπαδόπουλου. Η εφημερίδα «Φιλελεύθερος» (4/2/10) αποκάλυψε πρόσφατα πως «πέριξ του συλημένου τάφου» του πρώην Προέδρου βρέθηκε ασβέστης «που προέρχεται από τα κατεχόμενα». Διαδόθηκε, έτσι, η είδηση πως οι κλέφτες των λειψάνων είναι Τουρκοκύπριοι. Κανείς δεν πρόσεξε, βεβαίως, πως σε αντίθεση με τη βεβαιότητα του τίτλου και του κυρίως κειμένου, το άρθρο κατέληγε με την παραδοχή: «... χωρίς όμως να αποκλείεται να είναι και τυχαία η προέλευση, καθώς τέτοια υλικά από τα κατεχόμενα μπορεί κανείς να βρει και στις ελεύθερες περιοχές»!
Ο Γιάννης Η. Ιωάννου είναι καθηγητής Γαλλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας και πρόεδρος του Τμήματος Γαλλικών Σπουδών και Σύγχρονων Γλωσσών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου του: «Αν και δεν προέρχομαι από τις κοινωνικές επιστήμες, εντούτοις πιστεύω πως σε ένα χώρο όπως η Κύπρος η διανόηση γενικά έχει χρέος να παρέμβει και να μελετήσει, να σχολιάσει και να αναλύσει τις κραυγαλέες μας αντιφάσεις, τις ανακόλουθες συμπεριφορές μας, την επιλεκτική μας μνήμη και το ανέφικτο των εκάστοτε στόχων μας». Το βιβλίο είναι το τέταρτο στη σειρά έργων Κύπριων συγγραφέων που εκδίδουν οι εκδόσεις Παπαζήση. Η σειρά «Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική» (υπό τη διεύθυνση του Σωτήρη Ντάλη), στην οποία ανήκει το βιβλίο, είναι αξιοπρόσεχτη για την τόλμη και τη συνέπεια με την οποία συνεχίζει να προωθεί έναν καινούργιο, πιο προοδευτικό και απαλλαγμένο από τα γνωστά κλισέ, λόγο γύρω από το Κυπριακό.
Η κατοχική περίοδος πέρα απ΄ το «καλό» και το «κακό»
Η κατοχική περίοδος πέρα απ’ το «καλό» και το «κακό»
«Αν χαρακτηρίσεις τους ναζιστές “κακούς”, εκεί σταματούν και τα περιθώρια της κατανόησης των πράξεών τους», δηλώνει σε μια πρόσφατη συνέντευξη του ο γνωστός ιστορικός Μάρκ Μαζάουερ. Και εξηγεί: «Οι ναζιστές αποτελούν σήμερα ένα είδος ηθικού μέτρου σύγκρισης ως ενσάρκωση του απόλυτου κακού … Προσωπικά, δεν αισθάνομαι άνετα με αυτό γιατί πιστεύω ότι μας διακρίνει σήμερα μια ροπή προς την υπερβολική ηθικολογία. Και η ηθική γλώσσα υποκαθιστά την πολιτική γλώσσα – κάτι που αποτρέπει την κατανόηση των πραγμάτων» (Συνέντευξη στον Μάρκο Καρασαρίνη, BHMagazino, τχ. 472, 1/11/2009, σ. 28-34).
Αυτό το αξίωμα πρέπει να είχε υπόψη της η βρετανίδα ιστορικός Σίλα Λεκέρ όταν συνέγραφε τη διδακτορική της διατριβή υπό την εποπτεία, ακριβώς, του Μάρκ Μαζάουερ. Αποτέλεσμα της διατριβής αυτής είναι το βιβλίο που κυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις Tauris με τίτλο «Mussolini's Greek Island, Fascism and the Italian Occupation of Syros in World War II» (Το Ελληνικό Νησί του Μουσολίνι. Ο Φασισμός και η Ιταλική Κατοχή της Σύρου στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Το βιβλίο της Λεκέρ είναι εμφανώς επηρεασμένο από τη δουλειά του Μαζάουερ, και κυρίως από το έργο του «Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Η εμπειρία της Κατοχής» (μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1994).
Οι προθέσεις της Λεκέρ είναι, ωστόσο, λιγότερο φιλόδοξες από αυτές του δασκάλου της. Στο έργο της, δεν επιχειρεί μια γενική ανάλυση της κατοχικής περιόδου στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Η έρευνά της εστιάζεται αποκλειστικά σε ένα συγκεκριμένο χωρο-χρονικό πλαίσιο: στη Σύρο κατά την περίοδο της φασιστικής κατοχής (Απρίλης 1941 – Σεπτέμβρης 1943). Όπως αναφέρει η ίδια στην εισαγωγή του βιβλίου της, η επιλογή της καθορίστηκε από τρεις κυρίως λόγους. Κατ’ αρχάς, η Σύρος διαθέτει ένα από τα πιο πλούσια και αρτιότερα διατηρημένα αρχεία για την περίοδο της Ιταλικής κατοχής – γεγονός το οποίο, αξίζει να σημειωθεί, οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στη συστηματική καταγραφή και ταξινόμησή του από τα προγράμματα της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού (υπό την εποπτεία του ιστορικού Χρήστου Λούκου).
Κατά δεύτερο λόγο, η περίπτωση της Σύρου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από ιστορικής πλευράς, τόσο λόγω του παρελθόντος της ως εύρωστης οικονομικής πρωτεύουσας των Κυκλάδων, όσο και λόγω της ιδιομορφίας της κοινωνικό-θρησκευτική σύστασης του πληθυσμού της. Η παρουσία της Καθολικής κοινότητας στο νησί δημιούργησε, πράγματι, μια πολύ ενδιαφέρουσα δυναμική, ανοίγοντας το πεδίο για τη δημιουργία, όχι μόνο διαφορετικών απαντήσεων προς τις κατοχικές αρχές κατά τη διάρκεια της υπό εξέτασης περιόδου, αλλά και διαφορετικών αναμνήσεων από τα γεγονότα κατά την μεταγενέστερη των γεγονότων εποχή. Με άλλα λόγια, η μελέτη της Λεκέρ επιχειρεί να κατανοήσει τον αντίκτυπο της Κατοχής πάνω σε κοινωνίες με έντονες ταυτοτικές διαφοροποιήσεις.
Τρίτον, πεποίθηση της Λεκέρ είναι πως η τοπική ιστορία παρέχει ένα πιο ασφαλές και καθαρό πλαίσιο για τη μελέτη των σχέσεων εξουσίας μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων. Ελάχιστα έργα, όντως, μελετούν σε τοπικό επίπεδο την κατοχή του Άξονα στην Ελλάδα. Τα περισσότερα ασχολούνται με το θέμα από μια συγκεντρωτική σκοπιά: μελετούν τους μηχανισμούς της Κατοχής και τον αντίκτυπό της στην κοινωνία από «τα πάνω». Η τοπική ιστορία μας επιτρέπει, αντίθετα, να μελετήσουμε την Κατοχή «από τα κάτω» – ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου η απώλεια του ελέγχου από την κεντρική κυβέρνηση και η αδυναμία της να χειριστεί την οικονομία, αλλά και να παράσχει βασικές υπηρεσίες (όπως τη διανομή φαγητού), διαμόρφωσε μια σειρά διαφορετικών τοπικοτήτων.
Ο γεωγραφικός περιορισμός του έργου της Λεκέρ αντισταθμίζεται, ωστόσο, από το θεματικό βάθος της έρευνάς της. Το βιβλίο προσφέρει, πράγματι, αν όχι μια ολοκληρωμένη, σίγουρα πολύπλευρη, προσέγγιση της περιόδου της φασιστικής κατοχής στο νησί. Το εισαγωγικό κεφάλαιο επιχειρεί μια ιστορική ανασκόπηση των συνθηκών που οδήγησαν στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη της Σύρου κατά τη διάρκεια κυρίως του 19ου αιώνα, και αναλύει τις σχέσεις που διαμορφώθηκαν ανάμεσα στο νησί και στην ελληνική κεντρική εξουσία στην προ του 1941 εποχή. Τοποθετώντας το ζήτημα στο ιστορικό του πλαίσιο, η συγγραφέας, προσπαθεί έτσι να κατανοήσει την καχυποψία που δημιουργήθηκε, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ανάμεσα στους Συριανούς και στο ελληνικό κράτος. Η αίσθηση της αποκοπής από την ελληνική πρωτεύουσα και της εγκατάλειψης του νησιού από το ελληνικό κράτος εξηγεί, πράγματι, το λόγο, για τον οποίο, στη Σύρο, η κεντρική εξουσία υποκαταστάθηκε τόσο εύκολα από τις τοπικές και τις κατοχικές αρχές.
Ακολουθεί μια σειρά κεφαλαίων, το καθένα από τα οποία προσεγγίζει το θέμα από μια ξεχωριστή σκοπιά. Το ιταλικό κατοχικό σύστημα διοίκησης μελετάται, από τη μια, ως μέρος του γενικότερου πολιτικού σχεδίου που ο Μουσολίνι οραματίστηκε για την περιοχή του Αιγαίου. Όπως είναι γνωστό, οι φασιστικές πολιτικές επιδιώξεις εμπεριείχαν και το όραμα της δημιουργίας μιας νέας «Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» στη Μεσόγειο (της Mare Nostrum). Στα πλαίσια αυτά, οι φασιστικές αρχές προσπάθησαν, έστω εικονικά, ν’ αποσυνδέσουν τα νησιά του Αιγαίου από την ηπειρωτική Ελλάδα, με στόχο τη δημιουργία μιας de facto κατάστασης διαχωρισμού της περιοχής από την κεντρική ελληνική κυβέρνηση και σύνδεσής της με την, υποκείμενη στους Ιταλούς, Δωδεκάνησο. Η πολιτική αυτή – που ονομάστηκε «Distacco» (δηλ. «αποκόλληση/αποσύνδεση») – ήταν, όχι μόνο ανεδαφική στο σύνολό της, αλλά και καταστροφική ως προς τις συνέπειες της για τα νησιά.
Από την άλλη, η φασιστική κατοχή της Σύρου προσεγγίζεται από την Λεκέρ και ως ένα σύστημα δομών εξουσίας που λειτούργησαν, με επιτυχία ή αποτυχία, σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στον τρόπο που οι κατοχικές αρχές επιχείρησαν να γεμίσουν το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε από την απουσία ενός αποτελεσματικού τοπικού και κρατικού μηχανισμού. Έτσι, ερευνάται το έργο των φασιστικών υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας (Assistenza Civile) και οι μηχανισμοί διαχείρισης των κρίσεων από τους Ιταλούς. Όπως πολύ σωστά αναφέρει η συγγραφέας, οι Συριανοί, αποκομμένοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, εξαρτήθηκαν τελικά από αυτές τις υπηρεσίες για την επιβίωσή τους (και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της έξαρσης του μεγάλου λιμού).
Η ανάλυση της Λεκέρ αγγίζει, επίσης, και μια σειρά άλλων θεμάτων που άπτονται της πολιτικο-κοινωνικής ιστορίας. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στον τρόπο που οι κατοχικές αρχές ασκούσαν προπαγάνδα και έλεγχαν την πληροφόρηση. Η συγγραφέας θέτει ερωτήματα γύρω από την αποτελεσματικότητα της προπαγανδιστικής πολιτικής: πόσο τελικά επηρέασε τον τρόπο που οι άνθρωποι σκέφτονταν, μυώντας τους στις αρχές του φασισμού; Πώς εκδηλώθηκαν οι τοπικές αντιστάσεις στη φασιστική προπαγάνδα; Πώς κινούνταν οι υπόγειες και απαγορευμένες πληροφορίες;
Επιπλέον, η Κατοχή δεν προσεγγίζεται μόνο μέσα από τα μάτια των κατακτημένων, αλλά και μέσα από αυτά των κατακτητών. Η συγγραφέας δεν αναλώνεται στην αφοριστική καταδίκη των Ιταλών ως των «κακών κατακτητών». Αντίθετα, μελετά με προσοχή τις αμοιβαίες αντιλήψεων που διαμόρφωσε η κάθε πλευρά για την άλλη, αλλά και τις αποκλίσεις από τις κυρίαρχες αυτές αντιλήψεις. Αναδεικνύει το «ανθρώπινο πρόσωπο» του κατακτητή, μελετώντας την καθημερινότητα των Ιταλών στρατιωτών στη Σύρο, το βαθμό της εμπλοκής τους στη φασιστική ιδεολογία, τις δικές τους αγωνίες, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν (στη σίτιση και σε άλλα θέματα επιβίωσης), την αίσθηση της απομόνωσης που βίωναν, τη νοσταλγία τους για την πατρίδα, τις περίπλοκες σχέσεις τους με τους ντόπιους κ.ο.κ.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως, όπως ο Μαζάουερ, έτσι και η Λεκέρ, αποφεύγει τις μανιχαϊστικές τοποθετήσεις και προσπαθεί να ερευνήσει το θολό πλέγμα των σχέσεων που διαμορφώνονται στις κατοχικές πραγματικότητες. Το βιβλίο της μας θυμίζει, πράγματι, πως η ιστορία ξεκινά εκεί που τελειώνει η ηθικολογία• πως μια ιστορική ανάλυση, για να είναι έγκυρη και σοβαρή, πρέπει ν’ αποδομεί την έννοια της «απόλυτης αξίας» και να προχωρεί σε μια έρευνα «πέρα απ’ το καλό και το κακό». Και αν η Λεκέρ υπολείπεται ίσως της αφηγηματικής δεινότητας του δασκάλου της, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την επιστημονική του εγκυρότητα.
Σε κεντρικό θέμα του βιβλίου αναδεικνύεται ο λιμός που βίωσε η Σύρος καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της Κατοχής, με αποκορύφωμα ίσως τον Χειμώνα του 1942. Το μνημείο που ανήγειρε, το 1984, ο Δήμος Ερμούπολης προς τιμήν των νεκρών από πείνα κατά τη διάρκεια της Ιταλογερμανικής κατοχής, αναφέρεται σε 8.000 νεκρούς. Όπως επισημαίνει η Λεκέρ, αν και ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικός (σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, οι νεκροί από πείνα ήταν περίπου οι μισοί), γεγονός παραμένει πως η Σύρος βίωσε έναν από τους πιο καταστροφικούς λιμούς σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Το βιβλίο προσφέρει, πάντως, μια ενδελεχή ανάλυση των αιτιών και των συνεπειών του λιμού, της γεωγραφικής του κατανομής και του κοινωνικού του αντίκτυπου. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στις ψυχολογικές και κοινωνιολογικές διαστάσεις της πείνας. Η Λεκέρ ερευνά, αφενός, τον τρόπο που η πείνα επηρέασε τις παραδοσιακές οικογενειακές δομές και τη σχέση των ανθρώπων με το θάνατο• αφετέρου, αναλύει τις κοινωνικές αλλαγές που επέφερε ο λιμός: την αχρήστευση του χρήματος και την επιστροφή στο ανταλλακτικό σύστημα οικονομίας, τη μαύρη αγορά, το δωσιλογισμό, τις ληστείες, την πορνεία, την ανακατανομή του πλούτου, κ.ο.κ.
Τα ηθικά διλήμματα της εποχής δεν αποτελούν για τη Λεκέρ (όπως ούτε και για τον Μαζάουερ εξάλλου) αφορμή καταδικαστικών ή επαινετικών σχολίων. Σκοπός της συγγραφέως είναι να κατανοήσει με ποιο τρόπο οι άνθρωποι μπόρεσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους υπό συνθήκες Κατοχής. Όπως γράφει και η ίδια: «Στην Κατοχή, οι άνθρωποι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της ζωής. Έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί ζωντανή η ψευδαίσθηση έστω μιας κανονικότητας. Ήταν το μόνο δυνατό αντίδοτο απέναντι στο φόβο και την ανασφάλεια που τόσο απειλητικά γεννούσε η νέα καθημερινότητα. Όπως και να ‘χε, η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί…» (σ. 1).
Το «ανθρώπινο πρόσωπο» των Ιταλών
«Η πείνα κι ο φόβος αλλάζουν τον τρόπο που οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους και αναδιαμορφώνουν τις σχέσεις εξουσίας» (σ. 138). Αυτό δεν αφορά μόνο τους ίδιους τους Συριανούς, υποστηρίζει η Λεκέρ, αλλά και τους απλούς Ιταλούς φαντάρους που ήταν σταθμευμένοι στο νησί. Ένα μικρό ελληνικό νησί, συγκρινόμενο με τις κακουχίες του μετώπου, μπορεί να φάνταζε αρχικά, για τους περισσότερους απ’ αυτούς, «παράδεισος». Δεν περνούσε, όμως, πολύς καιρός για να συνειδητοποιήσουν πως το τοπίο δεν ήταν τόσο «ειδυλλιακό». Δεν ήταν μόνο η έλλειψη φαγητού και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο που δοκίμαζαν τις αντοχές τους. Ήταν κυρίως η νοσταλγία και το αίσθημα της απομόνωσης. Το φασιστικό καθεστώς δεν προέβλεπε, παρά μόνο σπάνια, «άδειες υπηρεσίας» για τους στρατιώτες στις Κυκλάδες. Έτσι, περνούσαν πολύ μεγάλα διαστήματα – σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και ολόκληρο το διάστημα της κατοχής – μέχρι να ξανασυναντήσουν οι Ιταλοί φαντάροι τις οικογένειές τους. Επιπλέον, είχαν ρητές εντολές να μην συγχρωτίζονται με τους ντόπιους και να διατηρούν μια συμπεριφορά απρόσιτη και πειθαρχημένη, σύμφωνη με τα πρότυπα του «νέου φασίστα άνδρα». «Μην παρασύρεστε από τη φιλική διάθεση ή την τρυφερότητα που μπορεί να επιδεικνύει ο ντόπιος πληθυσμός», τους προειδοποιούσε ο στρατιωτικός διοικητής τους τον Δεκέμβριο του 1941, «ο ρόλος σας είναι αυτός του κατακτητή» (σ. 140). Η πυκνότητα με την οποία εξαπολύονταν αυτού του είδους οι προειδοποιήσεις και οι παρατηρήσεις, καταδεικνύει σύμφωνα με τη Λεκέρ, και το μέγεθος της ανυπακοής των Ιταλών στρατιωτών. Πράγματι, σύμφωνα με όσα σημειώνονται στο ημερολόγιο του Μαριό Ριγουτσό, επίτιμου Γάλλου προξένου στη Σύρο κατά τα χρόνια εκείνα, οι Ιταλοί φαντάροι «αντί να μας λένε τα πολεμικά τους κατορθώματα, τις ναυτικές τους νίκες πάνω στους Εγγλέζους, όπως κάνει η δισεβδομαδιαία εφημερίδα τους, βρίσκουν ευχαρίστηση και παρηγοριά δείχνοντας φωτογραφίες από τις γυναίκες τους, τα μωρά τους, τις αρραβωνιαστικιές τους, ακόμα κι απ’ όλη τους την οκογένεια» (παρατίθεται στο Μ. Μαζάουερ, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Η εμπειρία της Κατοχής, σ. 77).
"ΤΑ ΝΕΑ", Βιβλιοδρόμιο, 23 Ιανουαρίου 2010