Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Οι Ιμβριοι δεν αυτοπροσδιορίζονται ούτε ως Ελληνες ούτε ως Τούρκοι, αλλά ως Ρωμιοί Χριστιανοί. Η ταυτότητά τους είναι τοπική, θρησκευτικοπολιτισμική και όχι εθνική. Κι αν υπάρχει ένας- νοητός- τόπος που να τους εκπροσωπεί, αυτός είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Την εποχή που ανακαλύπτονταν οι «εθνικές συνέχειες» και στήνονταν τα μεγάλα ιστορικά αφηγήματα, κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη ένα βιβλιαράκι που αποδείκνυε την ελληνικότητα της Ιμβρου διά μέσου των αιώνων και ανταποκρινόταν πλήρως στις συνειδησιακές ανησυχίες της εποχής. Εκδόθηκε το 1845 και έφερε τον τίτλο Υπόμνημα Ιστορικόν περί της Νήσου Ιμβρου. Περιείχε μια σύντομη επισκόπηση της αρχαίας ιστορίας και της σύγχρονης ανθρωπογεωγραφίας μιας μικρής νησιώτικης επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Ιμβρου. Συγγραφείς του εγχειριδίου ήταν δυο φίλοι και επιφανείς λόγιοι: ο Κερκυραίος ιστορικός και φιλόλογος Ανδρέας Μουστοξύδης (1785-1860) και ο Ίμβριος δάσκαλος και ιερωμένος Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός (1772-1851). Η ιδέα για το Υπόμνημα είχε γεννηθεί στη Βενετία, εκεί όπου οι δυο φίλοι βρίσκονταν σε μακροχρόνια και επιβεβλημένη από τις συνθήκες αυτοεξορία.
Σήμερα, 165 χρόνια μετά, το μικρό εκείνο βιβλίο επανακυκλοφορεί σε μια πολυτελή και ογκώδη πλέον έκδοση. Η φωτοαναστατική αναπαραγωγή του πρωτοτύπου- από αντίτυπο στη βιβλιοθήκη της Σχολής της Χάλκης- συνοδεύεται από τρίγλωσση μετάφραση (νέα ελληνικά, αγγλικά, τουρκικά), από βιογραφικά σημειώματα των συγγραφέων και από γεωγραφικούς χάρτες της περιόδου. Η επανέκδοση οφείλεται στις ενέργειες του Συλλόγου Προστασίας, Αλληλεγγύης και Βιώσιμης Ανάπτυξης Ιμβρου και ιδιαίτερα στην ακατάπαυστη δραστηριότητα του προέδρου του κ. Στέλιου Μπερμπέρη. Στην πρόσφατη εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου στην Ιμβρο παρέστη και ο- ίμβριος στην καταγωγή- Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Ρωμιοί της Ίμβρου: μια ταυτότητα που δεν βρήκε χώρο στον σύγχρονο κόσμο. Εδώ ο πρώην Μητροπολιτικός Ναός της Ίμβρου στο χωριό Κάστρο
Από τον καιρό του Μουστοξύδη και του Κουτλουμουσιανού μέχρι σήμερα έχουν σίγουρα αλλάξει πολλά πράγματα. Παρ΄ όλα αυτά, η σημερινή έκδοση του βιβλίου μοιάζει να εκφράζει το ίδιο, ακίνητο στον χρόνο συναίσθημα: τη νοσταλγία για την απόμακρη (στον χώρο και στον χρόνο) πατρίδα. Τότε, το βιβλίο γεννήθηκε μέσα από τη νοσταλγία δυο εκπατρισμένων διανοουμένων που βίωναν, όσο προχωρούσε ο 19ος αιώνας, την απόσταση από τον χωροχρόνο της παιδικής τους ηλικίας. Δεν ήταν μόνο το ότι ζούσαν μακριά. Ηταν κυρίως το ότι ο κόσμος γύρω τους άλλαζε ορμητικά. Η έλευση της νεωτερικότητας σάρωνε στο πέρασμά της ό,τι μέχρι τότε τους φαινόταν οικείο: τις αχανείς πολυεθνικές αυτοκρατορίες, τις καθιερωμένες κοινωνικές ιεραρχίες, τις τοπικές θρησκευτικοπολιτισμικές ταυτότητες. Η νέα εποχή των εθνών- κρατών μόλις ξεκινούσε.
Τώρα, στην εποχή πια της όψιμης εθνικής νεωτερικότητας, το βιβλίο έρχεται να εκφράσει μια άλλη νοσταλγία: αυτή των σύγχρονων Ρωμιών της Ιμβρου, οι οποίοι ζουν σ΄ έναν κόσμο που άλλαξε και που, όμως, τους ξέχασε κάπου στο περιθώριο.
Το Πατριαρχείο ως πατρίδα
Οι Ιμβριοι αυτοπροσδιορίζονται ως Ρωμιοί Χριστιανοί. Ομως η ταυτότητα αυτή, ως μελαγχολικό κατάλοιπο της οθωμανικής πραγματικότητας, δεν μπόρεσε να βρει μια θέση στον σύγχρονο, εθνοκρατικά οργανωμένο κόσμο. Οι άνθρωποι αυτοί, διασκορπισμένοι εδώ κι εκεί, αναγκάστηκαν για λόγους επιβίωσης, να φορέσουν το ένδυμα της μιας ή της άλλης εθνικότητας. Ενα ένδυμα όμως δανεικό, που πολύ συχνά τούς στενεύει.
«Πού νιώθεις ότι ανήκεις, Στέλιο;», τον ρωτάω. «Ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Τουρκία. Εδώ, στην Ιμβρο», μου απαντά, «ίσως και στην Πόλη». «Ομως υπάρχει ένα πρόβλημα», συνεχίζει, «οι τίτλοι ιδιοκτησίας που κατέχω δεν ανταποκρίνονται σε αληθινή γη, στην ουσία είναι αέρας». Πράγματι, η Ιμβρος δεν υπάρχει τόσο ως γη, παρά ως ιδέα. Μια ιδέα, όμως, που κάθε Αύγουστο ξαναζωντανεύει.
21 Αυγούστου 2010. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθομολαίος χοροστατεί σε λειτουργία σε αναπαλαιωμένο ναό στο χωριό Γλυκύ της Ίμβρου
Κάθε καλοκαίρι, ειδικά τις μέρες από τον Δεκαπενταύγουστο μέχρι τα Εννιάμερα της Παναγιάς, το νησί κατακλύζεται από κόσμο. Είναι οι μέρες που ο Πατριάρχης επισκέπτεται τη γενέτειρά του και χοροστατεί στις λειτουργίες που τελούνται στους αναπαλαιωμένους ναούς. Υπάρχει πράγματι ένα χώρος, που ως «απολίθωμα» μιας άλλης εποχής, εκπροσωπεί ακόμα τους Ρωμιούς της Ιμβρου. Κι αυτός ο χώρος δεν είναι ούτε το τουρκικό κράτος ούτε το ελληνικό. Είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στον νοητό αυτό τόπο της υπερεθνικής (ή καλύτερα προεθνικής) χριστιανοσύνης, οι Ιμβριοι βρίσκουν ό,τι έχει απομείνει από τη χαμένη τους ταυτότητα.
Έτσι, κάθε Αύγουστο, οι άνθρωποι αυτοί αφήνουν για λίγο τα ρολόγια τους και επιστρέφουν στον θρησκευτικό χρόνο της προεθνικής τους πατρίδας. Εκεί, ανάμεσα στις λειτουργίες και στα πανηγύρια, οι Ίμβριοι καταφέρνουν να σταματήσουν, έστω για λίγο, τον αδυσώπητο ρου της ιστορίας. Βγάζουν τα «εθνικά» τους ενδύματα και ξαναγίνονται «Ρωμιοί».
Ανθρωποι στο περιθώριο των εθνών-κρατών
«Οταν πήγα στην Αθήνα», μου λέει ο Στέλιος Μπερμπέρης, «κατάλαβα πού δεν ανήκω. Κι έτσι γύρισα στην Πόλη». Ο Στέλιος γεννήθηκε στην Ιμβρο την εποχή που οι Ρωμιοί, ο ένας μετά τον άλλον, εγκατέλειπαν μαζικά το νησί. Οι ταραχές ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ως αντίποινα για τα γεγονότα της Κύπρου. Τότε ήταν που άρχισαν οι μαζικές απαλλοτριώσεις των ελληνικών κτημάτων, που ήταν και τα πιο εύφορα του νησιού («η τουρκική κυβέρνηση τα αγόραζε στην τιμή ενός αυγού», μου λέει ένας άλλος Ιμβριος, ο κυρ Κώστας), ενώ το 1964 απαγορεύθηκε η λειτουργία των ελληνικών σχολείων. Η οικογένεια του Στέλιου μεταφέρθηκε στην Πόλη- ο πατέρας του εξάλλου δούλευε ως πρωτονοτάριος στο Πατριαρχείο. Εκεί επέστρεψε για να εργαστεί σήμερα κι ο Στέλιος, ως ψάλτης και παραδομέστικος του Πατριαρχικού Ναού. Οπως η οικογένεια του Στέλιου Μπερμπέρη, έτσι και οι περισσότεροι από τους περίπου 6.000 Ρωμιούς που κατοικούσαν κάποτε στην Ιμβρο (αποτελώντας τότε το 98% της πληθυσμικής σύνθεσης του νησιού) μετοίκησαν στην Πόλη, διατηρώντας την τουρκική τους υπηκοότητα. Μερικοί από αυτούς απορροφήθηκαν εργασιακά από το Πατριαρχείο. Αλλοι πήγαν στην Ελλάδα, έγιναν έλληνες υπήκοοι και, ως επί το πλείστον, εντάχθηκαν ως χαμηλόμισθοι στις δημοτικές υπηρεσίες- για να γυρίσουν όμως και πάλι στην Ιμβρο ως συνταξιούχοι: «Στην Ελλάδα ένιωθα ξένος», μου λέει ο κύριος Γιώργος, που ονειρεύεται να ξαναφτιάξει το κοπάδι του στην Ιμβρο. Μερικοί πάλι ξενιτεύτηκαν ακόμη πιο μακριά, στη Νότια Αφρική, στην Αυστραλία και αλλού.