Νομίζετε πως ο λόγος που η Κύπρος υποφέρει από χρόνια ανομβρία έχει να κάνει με τα κλιματολογικά δεδομένα της περιοχής; Όχι κύριοι! Το πράσινο κόμμα της Κύπρου (Κίνημα Οικολόγων Περιβαλλοντιστών) ανακάλυψε, εν έτει 2008, πως ο πραγματικός λόγος της ανομβρίας είναι άλλος: οι Αμερικανο-Βρετανοί, από τις βάσεις του Ακρωτηρίου στην Κύπρο, βομβαρδίζουν με χημικές ουσίες τα σύννεφα πάνω από το νησί για να μη βρέχει, να καταστραφεί η οικονομία και να αναγκαστούν έτσι οι Κύπριοι να αποδεχτούν το σχέδιο Ανάν. Δεν πρόκειται γι’ αστείο. Η είδηση παρουσιάστηκε με όλη τη σοβαρότητα από τους αξιωματούχους του κόμματος αυτού, αλλά και άλλων κομμάτων, μεταδιδόταν για αρκετές μέρες στα κεντρικά δελτία ειδήσεων των κυπριακών ΜΜΕ και εισχώρησε για τα καλά στο συνειδησιακό οπλοστάσιο πολλών Ελληνοκύπριων πολιτών ανάμεσα σε όσους ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2004.
Αυτή είναι μία μόνο από τις θεωρίες συνωμοσίας που γέννησε ο πολιτικός πολιτισμός της Κύπρου από το 1960 και εντεύθεν. Στο βιβλίο του Γιάννη Η. Ιωάννου «Θεωρία της συνωμοσίας και κουλτούρα της διχοτόμησης, Δοκίμιο για τον πολιτικό πολιτισμό της Κύπρου» παρουσιάζονται πολλά ακόμα παραδείγματα τέτοιων θεωριών. Ο Ιωάννου προβαίνει σε μια κριτική θεώρηση της πολιτικής συμπεριφοράς των Κυπρίων, εστιάζοντας την προσοχή του στα ανορθολογικά στοιχεία που στιγμάτισαν (και στιγματίζουν μέχρι σήμερα) το κυπριακό πολιτικό τοπίο. Στο στόχαστρο του συγγραφέα βρίσκεται, αφενός, ο ανορθολογισμός και ο συναισθηματισμός του πολιτικού λόγου, αφετέρου, η απορριπτική και μαξιμαλιστική ιδεολογία σε σχέση με το Κυπριακό. Είναι, δηλαδή, ένα βιβλίο που εκκινεί από μια ξεκάθαρη πολιτική θέση. Ο Ιωάννου τοποθετείται ανοιχτά, τόσο υπέρ του πολιτικού ρεαλισμού και της συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα, όσο και κατά της πατριωτικής πλειοδοσίας και του απορριπτισμού.
Αυτή είναι μία μόνο από τις θεωρίες συνωμοσίας που γέννησε ο πολιτικός πολιτισμός της Κύπρου από το 1960 και εντεύθεν. Στο βιβλίο του Γιάννη Η. Ιωάννου «Θεωρία της συνωμοσίας και κουλτούρα της διχοτόμησης, Δοκίμιο για τον πολιτικό πολιτισμό της Κύπρου» παρουσιάζονται πολλά ακόμα παραδείγματα τέτοιων θεωριών. Ο Ιωάννου προβαίνει σε μια κριτική θεώρηση της πολιτικής συμπεριφοράς των Κυπρίων, εστιάζοντας την προσοχή του στα ανορθολογικά στοιχεία που στιγμάτισαν (και στιγματίζουν μέχρι σήμερα) το κυπριακό πολιτικό τοπίο. Στο στόχαστρο του συγγραφέα βρίσκεται, αφενός, ο ανορθολογισμός και ο συναισθηματισμός του πολιτικού λόγου, αφετέρου, η απορριπτική και μαξιμαλιστική ιδεολογία σε σχέση με το Κυπριακό. Είναι, δηλαδή, ένα βιβλίο που εκκινεί από μια ξεκάθαρη πολιτική θέση. Ο Ιωάννου τοποθετείται ανοιχτά, τόσο υπέρ του πολιτικού ρεαλισμού και της συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα, όσο και κατά της πατριωτικής πλειοδοσίας και του απορριπτισμού.
Το «απορριπτικό» και το «συμβιβαστικό» μέτωπο
Κεντρική θέση στο βιβλίο κατέχει η ιστορικο-κοινωνιολογική ανάλυση των δύο κυριότερων «σχολών» πολιτικής σκέψης γύρω από το Κυπριακό. Ο συγγραφέας μελετά τον τρόπο που διαμορφώθηκαν, από το 1960 και εντεύθεν, τα δύο μεγάλα πολιτικά μέτωπα: το ενωτικό/ελληνοκεντρικό (και μετέπειτα απορριπτικό) και το ανεξαρτησιακό/κυπροκεντικό (και μετέπειτα συμβιβαστικό). Το λεγόμενο «απορριπτικό μέτωπο» αποτελεί, σύμφωνα με τον Ιωάννου, μια μεταλλαγμένη προέκταση της ενωτικής παράταξης των χρόνων 1960-1974. Ακόμα και μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, οι ενωτικοί δεν είχαν αποδεχτεί την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας ούτε το διαμοιρασμό της εξουσίας με τους Τουρκοκύπριους που αυτή συνεπαγόταν. Τόσο η ρητορική όσο και η δράση τους (που πολλές φορές ήταν ένοπλη) είχαν ως κεντρικό σύνθημα την Ένωση. Ενώ ο συγγραφέας θεωρεί πως, υπό το πλαίσιο των ιστορικών περιστάσεων της εποχής, το ενωτικό κίνημα μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 1950 ήταν «δικαιολογημένο», το αίτημα για Ένωση που επιβίωσε μετά την ανεξαρτησία δεν ήταν παρά μια «ετεροχρονισμένη εμμονή». Τα γεγονότα του 1974 οδήγησαν, ωστόσο, την ιδεολογία αυτή στη χρεοκοπία. Στα αμέσως μετά την τουρκική εισβολή χρόνια, ο ενωτικός λόγος εξαφανίζεται από το πολιτικό σκηνικό για να αντικατασταθεί, σταδιακά, από μια πιο «κυπροκεντρική» και «ανεξαρτησιακή» πολιτική. Βασικοί εκφραστές της ιδεολογίας αυτής ήταν η Αριστερά (και συγκεκριμένα το ΑΚΕΛ), μια μερίδα της ανερχόμενης αστικής τάξης που είχε συνδέσει πλέον τα συμφέροντά της με την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, και μέρος των παραδοσιακών μακαριακών δυνάμεων.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ιωάννου, κατά τη δεκαετία του 1980 και με την ανάληψη της πρωθυπουργίας στην Ελλάδα από τον Ανδρέα Παπανδρέου, η ενωτική γραμμή στην Κύπρο αναζωογονείται σταδιακά και μπολιάζεται από τον αντιδυτικό, εθνικιστικό ριζοσπαστικό λόγο του «ανδρεοπαπανδρεϊκού» ΠΑΣΟΚ. Ο νέος αυτός εθνικιστικός λόγος τοποθετείται πλέον σε ένα αριστερό, αντιιμπεριαλιστικό πλαίσιο. Δεν αναγνωρίζεται ως η διάδοχη κατάσταση της ενωτικής παράταξης της προ του 1974 περιόδου, αλλά ως ένα κεντροσοσιαλιστικό εθνικιστικό ιδεολόγημα το οποίο, εντούτοις, έλκει στους κόλπους του και τους πρώην ενωτικούς. Κατά τη δεκαετία του 1990, το απορριπτικό ιδεολόγημα αποκρυσταλλώνεται ως ένα ελληνοκεντρικό αφήγημα που αντιτίθεται στον κυπροκεντρισμό όσων υπερασπίζονται την Κυπριακή Δημοκρατία, την επαναπροσέγγιση με τους Τουρκοκύπριους και τη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Κομματικά, ο απορριπτισμός βρίσκει τους πιο θερμούς θιασώτες του στους πολιτικούς σχηματισμούς του λεγόμενου «κέντρου»: πρώτα, στο Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗΚΟ) και, αργότερα, στο Σοσιαλδημοκρατικό Κίνημα ΕΔΕΚ. Το 1993, τα δύο αυτά κόμματα (το πρώτο τυπικά, το δεύτερο άτυπα) συνεργάζονται με τον Δημοκρατικό Συναγερμό (ΔΗΣΥ) και εκλέγουν στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Γλαύκο Κληρίδη. Αξίζει να σημειωθεί πως η προεκλογική εκστρατεία του συνασπισμού αυτού βασίστηκε πρωτίστως στην απορριπτική συνθηματολογία κατά των ιδεών Γκάλι και των προσπαθειών του τότε Προέδρου Γιώργου Βασιλείου (που υποστηριζόταν κυρίως από το ΑΚΕΛ) για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό.
Η πρώτη πενταετία της κυβέρνησης Κληρίδη σηματοδοτείται από την ταύτιση του σκληρού πολιτικού λόγου του ΔΗΣΥ με την απορριπτική γραμμή που ακολουθούνταν από μια μερίδα των στελεχών του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ. Ήταν η εποχή της πολιτικής του «ενεργού ηφαιστείου», της προσπάθειας, δηλαδή, της Κυπριακής Κυβέρνησης να περάσει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι η Κύπρος, με άλυτο το Κυπριακό, μπορούσε να μετατραπεί σε ένα ενεργό ηφαίστειο που θα απειλούσε με έκρηξη ολόκληρη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση Κληρίδη παραγγέλλει από τη Ρωσία τους περιβόητους πυραύλους S-300, αφήνοντας να νοηθεί ότι ακόμη και η στρατιωτική αναμέτρηση δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ιωάννου, η πατριωτική ρητορική αγγίζει, την εποχή αυτή, «τα όρια του εθνικού παροξυσμού». Παρά τις έντονες διεθνείς αντιδράσεις που προκάλεσε η απόφαση να εγκατασταθούν οι πύραυλοι στην Κύπρο, η προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του 1998 βασίστηκε ακριβώς στην εθνικιστική ρητορική που προκαλούσε η προοπτική της δυναμικής «αμυντικής θωράκισης» του νησιού. Ακόμα και ο υποψήφιος που υποστηριζόταν από την Αριστερά, Γιώργος Ιακώβου, υποσχόταν στους ψηφοφόρους του ότι αν εκλεγόταν θα έφερνε γρηγορότερα στην Κύπρο τους πύραυλους απ’ ότι ο αντίπαλός του.
Την εκλογική αναμέτρηση του 1998 κερδίζει ο Γλαύκος Κληρίδης. Η δεύτερη πενταετία της διακυβέρνησής του θα αποδειχθεί, ωστόσο, εντελώς διαφορετική από την πρώτη. Η αποτυχία της Κυπριακής Κυβέρνησης να εγκαταστήσει στην Κύπρο τους πύραυλους S-300, σε συνδυασμό με την προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που αρχίζει να γίνεται ολοένα και πιο ορατή, συμβάλλουν στην πολιτική μεταστροφή του Κληρίδη: ο λόγος της Κυπριακής Κυβέρνησης αλλάζει και ταυτίζεται πλέον με την πολιτική Σημίτη, η οποία υποστηρίζει την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό. Ταυτόχρονα, κατά τη δεύτερη πενταετία Κληρίδη αρχίζει να αναφαίνεται καθαρότερα το χάσμα ανάμεσα στα δύο βασικά στρώματα της Δεξιάς: από τη μια, η παραδοσιακή λαϊκή Δεξιά που παραμένει προσκολλημένη στα εθνικιστικά συνθήματα και στη συνωμοσιολογική/μεταφυσική πολιτική νοοτροπία, και από την άλλη, η νέα φιλελεύθερη αστική Δεξιά, της οποίας ο πολιτικός ρεαλισμός και η κοσμοπολίτικη κουλτούρα την μετατρέπουν σταδιακά σε μια από τις προοδευτικότερες δυνάμεις της κυπριακής κοινωνίας. Αυτή η Δεξιά βρίσκει τον βασικό της εκπρόσωπο πρώτα στον (ρεαλιστή πλέον) Κληρίδη και αργότερα στον πρόεδρο του ΔΗΣΥ Νίκο Αναστασιάδη.
Η κορύφωση του απορριπτισμού: το ΟΧΙ του Τάσσου
Στο μεταξύ, όπως σωστά επισημαίνει ο Ιωάννου, η πολιτική του «ενεργού ηφαιστείου» της πρώτης διακυβέρνησης Κληρίδη είχε ήδη δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα εθνικισμού και απορριπτισμού που, παρόλη τη μεταστροφή του Προέδρου, συνέχιζε να αναπτύσσεται και να κεφαλαιοποιείται από τα κόμματα του λεγόμενου «κέντρου». Με αυτά τα κόμματα θα συνασπιστεί, το 2003 και εν μέσω των συνομιλιών για τη διαμόρφωση του Σχεδίου Ανάν, το ΑΚΕΛ, για να ρίξει τον Κληρίδη και να ανεβάσει στην εξουσία τον Τάσσο Παπαδόπουλο. Η πενταετία Παπαδόπουλου αποδεικνύεται ως η «χρυσή εποχή» του απορριπτισμού, της συνωμοσιολογίας και του συναισθηματισμού, με αποκορύφωμα βέβαια την περίοδο πριν και μετά το δημοψήφισμα του 2004, την επίσημη εξαγγελία του δακρυσμένου Προέδρου, την εκφώνηση του «βροντερού ΟΧΙ» στο Σχέδιο Ανάν και την επικράτηση της λεγόμενης «περιρρέουσας ατμόσφαιρας» [διαφωτιστικά για το κλίμα της περιόδου είναι τα ντοκιμαντέρ του Μακάριου Δρουσιώτη «Το Δηλητήριο» (http://www.cyprus-tube.com/el/cyprus-tube.html?catid=6) και «Η Περιρρέουσα Ατμόσφαιρα» (http://www.cyprus-tube.com/el/cyprus-tube.html?catid=6)].
Η εκστρατεία υπέρ του ΟΧΙ στο Σχέδιο Ανάν στηρίχθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στο επιχείρημα ότι το προτεινόμενο σχέδιο καταργούσε την Κυπριακή Δημοκρατία. Με αυτό τον όρο οι απορριπτικοί εννοούν, βέβαια, την «Ελληνοκυπριακή Δημοκρατία», έτσι όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από το 1964 και εξής (με την de facto αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση λόγω της δικοινοτικής βίας, τη δημιουργία της Πράσινης Γραμμής με την κάθοδο των ειρηνευτών των Ηνωμένων Εθνών, και την καταφυγή των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες). Άποψή τους είναι πως η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να περιμένει μέχρι τα διεθνή δεδομένα να αλλάξουν υπέρ των Ελληνοκυπρίων, ώστε να μπορεί να βρεθεί μια λύση που θα εξαναγκάζει τους Τουρκοκύπριους να ενταχθούν σε αυτήν ως μειονότητα. Διαφορετικά, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Παπαδόπουλου, το status quo είναι «η δεύτερη καλύτερη λύση για όλους». Έτσι εξηγεί, λοιπόν, ο Ιωάννου και την όψιμη υποστήριξη της ακροδεξιάς πρώην ενωτικής παράταξης αλλά και διαφόρων άλλων συνιστωσών του απορριπτικού μετώπου προς την Κυπριακή Δημοκρατία την οποία, σύμφωνα με την ακριβή του έκφραση, μέχρι το 2004, «μερικοί από αυτούς υποτιμούσαν, άλλοι την λοιδορούσαν, και αρκετοί την υπέσκαπταν και την πολεμούσαν» (σ. 34).
Η εκστρατεία υπέρ του ΟΧΙ στο Σχέδιο Ανάν στηρίχθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στο επιχείρημα ότι το προτεινόμενο σχέδιο καταργούσε την Κυπριακή Δημοκρατία. Με αυτό τον όρο οι απορριπτικοί εννοούν, βέβαια, την «Ελληνοκυπριακή Δημοκρατία», έτσι όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από το 1964 και εξής (με την de facto αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση λόγω της δικοινοτικής βίας, τη δημιουργία της Πράσινης Γραμμής με την κάθοδο των ειρηνευτών των Ηνωμένων Εθνών, και την καταφυγή των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες). Άποψή τους είναι πως η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να περιμένει μέχρι τα διεθνή δεδομένα να αλλάξουν υπέρ των Ελληνοκυπρίων, ώστε να μπορεί να βρεθεί μια λύση που θα εξαναγκάζει τους Τουρκοκύπριους να ενταχθούν σε αυτήν ως μειονότητα. Διαφορετικά, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Παπαδόπουλου, το status quo είναι «η δεύτερη καλύτερη λύση για όλους». Έτσι εξηγεί, λοιπόν, ο Ιωάννου και την όψιμη υποστήριξη της ακροδεξιάς πρώην ενωτικής παράταξης αλλά και διαφόρων άλλων συνιστωσών του απορριπτικού μετώπου προς την Κυπριακή Δημοκρατία την οποία, σύμφωνα με την ακριβή του έκφραση, μέχρι το 2004, «μερικοί από αυτούς υποτιμούσαν, άλλοι την λοιδορούσαν, και αρκετοί την υπέσκαπταν και την πολεμούσαν» (σ. 34).
Το ΑΚΕΛ άμοιρο ευθυνών;
Το κλίμα φαίνεται να έχει αλλάξει με την ανάληψη της προεδρίας, το 2008, από τον υποψήφιο του ΑΚΕΛ Δημήτρη Χριστόφια. Ήδη από την πρώτη του ομιλία μετά τη νίκη του στις εκλογές, ο Χριστόφιας δήλωσε ανοιχτά τη θέλησή του να προχωρήσει σε συνομιλίες για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό που θα οδηγήσει στην επανένωση του νησιού και θα επιτρέψει την ισότιμη συμβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ωστόσο, βλέπουμε να επαναλαμβάνεται και σήμερα, επί προεδρίας Χριστόφια, το φαινόμενο που είχε παρατηρηθεί κατά τη δεύτερη προεδρία Κληρίδη, δηλαδή, μια έξαρση του εθνικισμού και του απορριπτισμού, παρά την ξεκάθαρη τοποθέτηση του Προέδρου στο θέμα της λύσης. Η απόφαση του ΑΚΕΛ να υποστηρίξει, το 2003, τον Τάσσο Παπαδόπουλο και τις απορριπτικές δυνάμεις, αλλά και η αρνητική του στάση στο δημοψήφισμα του 2004 (σε αντίθεση με τη θαρραλέα πολιτική τοποθέτηση του Νίκου Αναστασιάδη και της φιλελεύθερης προοδευτικής μερίδας του ΔΗΣΥ), αποτέλεσαν μπούμερανγκ τόσο για το ίδιο, όσο και γενικότερα για τη λύση του Κυπριακού. Εδώ βρίσκεται και το βασικότερο σημείο της κριτικής μου στην ανάλυση του Ιωάννου. Ενώ ο ίδιος αναφέρει, αυτολεξεί, πως «η πενταετία Τάσσου Παπαδόπουλου και η υποστήριξή του και από το ΑΚΕΛ θα συμβάλουν αποφασιστικά ώστε να αποπεριθωριοποιηθεί και να επισημοποιηθεί ένα ισχυρό πλέον απορριπτικό μέτωπο» (σ. 32), δεν προχωρά ουσιαστικά σε μια πιο ενδελεχή ανάλυση των ευθυνών του ΑΚΕΛ στην ανάπτυξη της απορριπτικής ιδεολογίας. Στις παραλήψεις του βιβλίου πρέπει να σημειώσω, επιπλέον, την απουσία αναφορών στην παραδοσιακή αριστερή συνωμοσιολογία. Για παράδειγμα, οι προσφιλείς στον επί δεκαετίες Γ.Γ. του ΑΚΕΛ, Εζεκία Παπαϊωάννου, εκφράσεις «Κακούργος ιμπεριαλισμός» και «Ξένος δάκτυλος» δεν εμφανίζονται πουθενά, ενώ τα αριστερής έμπνευσης συνθήματα «ΝΑΤΟ-ΣΙΑ-Προδοσία» και «ΕΟΚ-ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» δεν αναλύονται όσο θα έπρεπε. Οι παραλήψεις αυτές αδικούν, κατά την άποψή μου, τις ίδιες τις κριτικές ικανότητες του συγγραφέα (ο οποίος, από τις σύντομες αναφορές του, φαίνεται να έχει πλήρη επίγνωση αυτών των θεμάτων) και εμπεριέχουν τον κίνδυνο να μειώσουν τον αντίκτυπο του βιβλίου, περιορίζοντας το αναγνωστικό του κοινό μόνο σε όσους εκκινούν από μια «αριστερή» ιδεολογία.
Θεωρίες Συνωμοσίας
Η συνωμοσιολογία, ως πολιτική κουλτούρα, είναι ένα σύστημα αξιών που διαπερνά κάθετα όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς, αποτελώντας ουσιαστικά ένα φαινόμενο που βρίσκεται «πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά». Όσον αφορά στην Κύπρο, η νοοτροπία της συνωμοσίας είναι, σύμφωνα με τον Ιωάννου, βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής συμπεριφοράς από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ανεξαρτησίας. Τα παραδείγματα είναι πολλά, με κορυφαίο ίσως αυτό που αφορά την περίοδο γύρω από το δημοψήφισμα του 2004. Τότε ήταν που, σύμφωνα με τους δημιουργούς της «περιρρέουσας ατμόσφαιρας», διαπράχθηκε η μεγαλύτερη συνωμοσία εναντίον του «κυπριακού ελληνισμού»: το 24 % των Ελληνοκυπρίων που ψήφισαν ΝΑΙ στο σχέδιο Ανάν είχαν στην πραγματικότητα «χρηματιστεί» από τους ξένους (Αμερικανούς, Βρετανούς, την UNOPS κ.α.). Σύμφωνα με την ίδια λογική, στη «συνωμοσία εναντίον της Κύπρου» προΐσταται πάντοτε ο ΟΗΕ, ο Γενικός του Γραμματέας και ο εκάστοτε εκπρόσωπός του στην Κύπρο. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος χαρακτηρίζεται ακόμα και σήμερα ως ο «αθλοφόρος της εθνικής αξιοπρέπειας, ηγέτης του νεότερου ΟΧΙ της εθνικής αντίστασης του ελληνικού έθνους, που διέσωσε την Κυπριακή Δημοκρατία απ’ τα “μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά” των Χάνεϊ-Ανάν» (εφ. «Σημερινή», 12/10/09).
Μια από τις τελευταίες θεωρίες συνωμοσίας αφορά την κλοπή των λειψάνων του Τάσσου Παπαδόπουλου. Η εφημερίδα «Φιλελεύθερος» (4/2/10) αποκάλυψε πρόσφατα πως «πέριξ του συλημένου τάφου» του πρώην Προέδρου βρέθηκε ασβέστης «που προέρχεται από τα κατεχόμενα». Διαδόθηκε, έτσι, η είδηση πως οι κλέφτες των λειψάνων είναι Τουρκοκύπριοι. Κανείς δεν πρόσεξε, βεβαίως, πως σε αντίθεση με τη βεβαιότητα του τίτλου και του κυρίως κειμένου, το άρθρο κατέληγε με την παραδοχή: «... χωρίς όμως να αποκλείεται να είναι και τυχαία η προέλευση, καθώς τέτοια υλικά από τα κατεχόμενα μπορεί κανείς να βρει και στις ελεύθερες περιοχές»!
Ο Γιάννης Η. Ιωάννου είναι καθηγητής Γαλλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας και πρόεδρος του Τμήματος Γαλλικών Σπουδών και Σύγχρονων Γλωσσών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου του: «Αν και δεν προέρχομαι από τις κοινωνικές επιστήμες, εντούτοις πιστεύω πως σε ένα χώρο όπως η Κύπρος η διανόηση γενικά έχει χρέος να παρέμβει και να μελετήσει, να σχολιάσει και να αναλύσει τις κραυγαλέες μας αντιφάσεις, τις ανακόλουθες συμπεριφορές μας, την επιλεκτική μας μνήμη και το ανέφικτο των εκάστοτε στόχων μας». Το βιβλίο είναι το τέταρτο στη σειρά έργων Κύπριων συγγραφέων που εκδίδουν οι εκδόσεις Παπαζήση. Η σειρά «Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική» (υπό τη διεύθυνση του Σωτήρη Ντάλη), στην οποία ανήκει το βιβλίο, είναι αξιοπρόσεχτη για την τόλμη και τη συνέπεια με την οποία συνεχίζει να προωθεί έναν καινούργιο, πιο προοδευτικό και απαλλαγμένο από τα γνωστά κλισέ, λόγο γύρω από το Κυπριακό.
ΤΑ ΝΕΑ, Βιβλιοδρόμιο, 13 Μαρτίου 2010