Της Κωνσταντίνας Ζάνου
Το ομολογώ. Κι εγώ μερικές φορές υποκύπτω στη συνήθεια να αντιμετωπίζω κάποιους ανθρώπους ως «αόρατους». Η επιλεκτικότητα της όρασής μου οξύνεται ιδιαίτερα σε περιόδους διακοπών και ανεμελιάς. Όπως το προηγούμενο καλοκαίρι. Που πέρασα κάποιες μέρες σε ξενοδοχείο του Πρωταρά και απορροφημένη από την προσπάθεια να εξασφαλίσω τη χαλάρωσή μου, δεν έβλεπα πως γύρω μου κάποιοι άνθρωποι, στο σύνολό τους μετανάστες, δούλευαν ασταμάτητα χωρίς ούτε μια στιγμή ανάπαυσης. Δεν διερωτήθηκα τότε – ίσως και επίτηδες, για να μην ταράξω την πολύτιμη γαλήνη μου – από πού έρχονται αυτοί οι άνθρωποι, τι φέρουν μαζί τους, τι συνθήκες συνάντησαν στην Κύπρο, τι όνειρα έχουν για το μέλλον. Με λίγα λόγια, επέλεξα να μην τους βλέπω. Τους κατέστησα αόρατους για να μπορέσω απερίσπαστα να απολαύσω τις διακοπές μου.
Εκ των υστέρων ντράπηκα. Λες και το σύμπαν συνωμότησε τελευταία για να μου υποδείξει το μέγεθος του σφάλματός μου. Μια σειρά αλλεπάλληλων και, κατά τα άλλα, τυχαίων γεγονότων με έθεσαν αντιμέτωπη με τη συνείδησή μου. Πρώτα ήταν η ανακάλυψη εκ μέρους μου μιας εξαιρετικής κυπριακής ταινίας, του «Kalabush» (σενάριο Άδωνη Φλωρίδη και σκηνοθεσία του ίδιου και του Θεόδωρου Νικολαΐδη, 2002), η οποία καταπιάνεται με την ιστορία ενός παράνομου μετανάστη που τον ξεβράζει κατά λάθος η θάλασσα στις ακτές της Λεμεσού. Έπειτα, μια δεύτερη, πιο πρόσφατη ταινία ήρθε να συμπληρώσει την εικόνα: «Ο Παράδεισος στη Δύση» του Κώστα Γαβρά (2009) εξιστορεί την οδύσσεια ενός λαθρομετανάστη που ονειρεύεται να φτάσει στο Παρίσι, για να ανακαλύψει τελικά πως είχε βασίσει το ταξίδι του πάνω σε κούφιες ελπίδες.
Στη συνέχεια, ένα αφιέρωμα της εκπομπής «Έρευνα» του Παύλου Τσίμα (MEGA Ελλάδος, 10/2/2009: «Ο Κώστας Γαβράς συναντά την Κωνσταντίνα Κούνεβα») με έφερε στα βήματα της Κωνσταντίνας Κούνεβα και μου θύμισε την περίπτωση της μετανάστριας αυτής από την Βουλγαρία, που διεκδίκησε τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των συναδέλφων της, οι οποίες δούλευαν, όπως αυτή, καθαρίστριες στον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο της περιοχής Αθηνών. Αποτέλεσμα της συνδικαλιστικής της δράσης ήταν η «παραδειγματική τιμωρία» της τον περασμένο Δεκέμβριο με μια δολοφονική επίθεση με βιτριόλι, από την οποία αγωνίζεται ακόμη να επιβιώσει.
Έπειτα, είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον φίλο μου Γρηγόρη Ιωάννου, ο οποίος μελετά το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο. Ο Γρηγόρης με διαφώτισε πάνω σε διάφορα θέματα, άγνωστα προηγουμένως σε μένα: Πως οι εποχιακοί μετανάστες, που στελεχώνουν την τουριστική μας βιομηχανία (ιδιαίτερα στις περιοχές του Πρωταρά και της Αγίας Νάπας) δουλεύουν κάτω από άθλιες συνθήκες. Πως δεν εξασφαλίζονται συνήθως από κανενός είδους συμβόλαιο εργασίας. Πως οι εργοδότες τους (στην «καλή» θέληση των οποίων έγκειται το ποσό της πληρωμής τους) τους αναγκάζουν να δουλεύουν ασταμάτητα έξι μέρες τη βδομάδα για 9-10 ώρες τη μέρα (σε μια περίπτωση, μάλιστα, μια αλλοδαπή υπάλληλος ξενοδοχείου λιποθύμησε μετά από 18 μέρες συνεχούς εξαντλητικής εργασίας), πως τους στοιβάζουν σε άθλια δωμάτια όπου διαμένουν τέσσερεις-τέσσερεις και πως η διατροφή που τους υπόσχονται είναι και κακής ποιότητας και ανεπαρκής. Και βέβαια αποτρέπονται απειλητικά από το να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε συνδικαλιστική δραστηριότητα.
Το τελικό χτύπημα στη συνείδησή μου το δέχτηκα, όμως, την προηγούμενη εβδομάδα, όταν παρακολούθησα στην τηλεόραση την «επιχείρηση σκούπα» της κυπριακής αστυνομίας στην περιοχή της παλιάς Λευκωσίας. Όταν είδα τον τρόπο με τον οποίο οι αστυνομικοί μας εισέβαλλαν στα «σπίτια», τρομοκρατούσαν, συλλάμβαναν, περνούσαν χειροπέδες και τσουβάλιαζαν σε αστυνομικές κλούβες, υπό την ηδονιστική παρακολούθηση της τηλεοπτικής κάμερας, τους «μελαμψούς» κυρίως κατοίκους της πόλης μου (η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, διαμένουν νόμιμα στην Κύπρο).
Και ντράπηκα. Ντράπηκα για την αστυνομία μας και για τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ντράπηκα για την Αριστερή μας κυβέρνηση, που δεν έπαυσε από τα καθήκοντά τους αμέσως, χωρίς δεύτερη κουβέντα, τους εγκεφάλους της ανεύθυνης και εξευτελιστικής αυτής επιχείρησης. Ντράπηκα για τον εαυτό μου που συνήθισα να βλέπω κάποιους ανθρώπους μόνο όταν αυτοί «απειλούν» την υποτιθέμενη μου ασφάλεια. Ντράπηκα, τέλος, για όλους εμάς, που επιλέγουμε να μετατρέπουμε τους κατά τα άλλα «αόρατους» αυτούς ανθρώπους σε «ηδονιστικό αντικείμενο» προς τέρψιν των ξενοφοβικών μας αισθημάτων. Σε όλους αυτούς τους μετανάστες, λοιπόν, απολογούμαι. Τέλος, νιώθω υποχρέωση να απολογηθώ προς τους δεκάδες στενούς μου συγγενείς και σε όσους άλλους Κύπριους βίωσαν τα ίδια πράγματα στην Αγγλία, την Αμερική, την Αυστραλία και αλλού, μόλις πριν από μισό αιώνα.
Η κ. Κωνσταντίνα Ζάνου είναι διδάκτωρ ιστορίας.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (έκδοση Κύπρου), 4/10/2009